Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους καὶ στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο (κέφ. 6,16) παρόμοια καὶ στὶς Πράξεις (κέφ. 1,13), ὀνομάζεται Ἰούδας Ἰακώβου, δηλαδὴ ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου. Στὸ κατὰ Ματθαῖον ὅμως Εὐαγγέλιο, ὀνομάζεται Θαδδαῖος καὶ Λευαῖος, (κέφ. 10,3), ὁ ὁποῖος ἔγραψε καὶ τὴν Καθολικὴ Ἐπιστολή, τὴν φωτιστικὴ ἐκείνη καὶ δογματικὴ σὲ ὅλους τους Χριστιανούς ποὺ πίστεψαν.
Ἦταν δὲ κατὰ σάρκα ἀδελφὸς νομιζόμενος τοῦ Κυρίου, διότι ἤταν υἱὸς τοῦ Μνήστορα Ἰωσήφ, σύμφωνα μὲ τὸν Ἐπιφάνιο (Αἱρέσ. οη΄) καὶ ὑπηρέτης τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου τῆς ὑπέρλογης ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Αὐτὸς λοιπὸν, ἀφοῦ στάλθηκε στὸν κόσμο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὡς ἀδελφὸς αὐτοῦ καὶ μυσταγωγὸς καὶ ὡς ἄνθρακας, ποὺ ἄναψε μὲ τὶς λαμπρότητές του κάθε πλάνη, κατάφλεξε καὶ φώτισε αὐτούς, ποὺ ἦταν σκοτισμένοι. Διότι αὐτός, σέρνοντας τὸν ζυγὸ τοῦ Σωτήρα καὶ ἀνοίγοντας τὸν αὔλακα καὶ σπέρνοντας τὸν σπόρο τῆς εὐσέβειας στὴν οἰκουμένη, αὔξησε τὸν καρπὸ καί, ἀφοῦ στήριξε πολλοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστη, τοὺς ἔπεισε νὰ περιπαίζουν καὶ νὰ περιγελοῦν τὰ τῶν Ἑλλήνων εἴδωλα. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐκεῖνοι, ποὺ λάτρευαν τοὺς ψεύτικους θεούς, δὲν μποροῦσαν νὰ θεραπεύσουν τὶς ἀνίατες ἀσθένειες, γι’ αὐτὸ κατέφευγαν στὸν Άγιο αὐτὸν Ἀπόστολο καὶ ἔτσι, δέχονταν διπλὴ τὴν θεραπεία, δηλαδὴ σώματος καὶ ψυχῆς. Διότι ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν τοῦ σώματος γινόταν ὁδηγὸς στοὺς ἄπιστους πρὸς τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Πηγαίνοντας, λοιπὸν, ὁ θεῖος αὐτὸς Ἰούδας στὴν Μεσοποταμία καὶ στὰ ἐκεῖ πλησιόχωρα μέρη, κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ φώτισε τὰ ἔθνη ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Πῆγε καὶ στὴν πόλη Ἔδεσσα καὶ πρὸς τὸν τοπάρχη Αὔγαρο, τὸν ὁποῖο θεράπευσε ἀπὸ τὴν λέπρα (ἐὰν αὐτός, δηλαδή, ὑποτεθεῖ, ὅτι εἶναι ὁ Θαδδαῖος). Στὴν συνέχεια, πῆγε στὴν πόλη Ἀραρὰ καὶ ἐκεῖ, ἀφοῦ κρεμάσθηκε ἀπὸ τοὺς ἄπιστους καὶ μὲ βέλη ἀφοῦ κτυπήθηκε, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν τὸν τοῦ μαρτυρίου ἁμαράντινο στέφανο.