ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού.

      Ένας από τους μεγαλύτερους αγίους και Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας είναι και ο άγιος Ιερώνυμος. Φυσικά ομιλούμε για την εποχή που η Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση ήταν ενωμένη και η δυτική Χριστιανοσύνη ήταν ορθόδοξη. Οι Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας των πρωτοχριστιανικών χρόνων υπήρξαν σε αγιότητα και θεολογική κατάρτιση εφάμιλλοι των Πατέρων της Ανατολής, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας, την διασάφηση των δογμάτων και τον ευαγγελισμό των λαών που βρίσκονταν στην πλάνη και την παχυλή ειδωλολατρία.

     Ένας λοιπόν από αυτούς τους Πατέρες ήταν και ο άγιος Ιερώνυμος. Γεννήθηκε το 347 στην πόλη Στριδώνα της Δαλματίας και ήταν Ιλλυρικής καταγωγής. Οι γονείς του, εύποροι και συνειδητοί χριστιανοί, του έδωσαν μόρφωση και του ενέπνευσαν την ευσέβεια. Σε ηλικία επτά μόλις ετών τον έστειλαν στη Ρώμη για να σπουδάσει φιλολογία και ρητορική, κοντά στον ονομαστό δάσκαλο και φιλόσοφο Ρουφίνο, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία. Στη Ρώμη έμεινε δεκαπέντε χρόνια. Περί το τέλος αυτής της περιόδου αποκήρυξε τη φιλία του Ρουφίνου και μαζί τις κακοδοξίες του Ωριγένη, τις οποίες είχε ενστερνιστεί και δίδασκε ο δάσκαλός του. Στη συνέχεια ο Ιερώνυμος, σε ηλικία δεκαεννέα ετών βαπτίσθηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Ρώμης Λιβέριο. Το 367 μετέβη στους Τρεβήρους, για να συνεχίσει τις σπουδές του και αργότερα το 372 στην πόλη Ακυλεία της Τεργέστης για τον ίδιο λόγο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στράφηκε προς την ασκητική ζωή, αλλά οι απολαύσεις και οι πειρασμοί της ζωής δεν του επέτρεψαν να μυηθεί και να ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Αναφέρεται πως για λίγο καιρό έζησε βίο έκλυτο, όπου για το σύντομο παραστράτημά του έκλεγε και θρηνούσε σε όλη του τη ζωή.

       Το 373 αποφάσισε να επισκεφτεί  τους Αγίου Τόπους, όπου έζησε ο Κύριος, αλλά όταν έφτασε στην Αντιόχεια αρρώστησε βαριά και παραλίγο να πεθάνει. Εκεί συναισθάνθηκε την αμαρτωλότητά του και μετανόησε πικρά για τον έκλυτο βίο του.  Ύστερα από θερμή προσευχή στο Θεό θεραπεύτηκε θαυματουργικά. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να αφιερώσει τον υπόλοιπο βίο του στην εν Χριστώ ζωή και την υπηρεσία της Εκκλησίας. Δεν πήρε το δρόμο προς τα άγια προσκυνήματα, αλλά το δρόμο της ερήμου της Συρίας, όπου με άσκηση και προσευχή καθάρθηκε και αγιάστηκε. Το 378 γύρισε στην Αντιόχεια, όπου ο επίσκοπος Παυλίνος τον χειροτόνησε, χωρίς τη θέλησή του πρεσβύτερο το 379. Όμως ο Ιερώνυμος ουδέποτε πλησίασε στο άγιο Θυσιαστήριο, προφανώς διότι θεωρούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και ανάξιο για το μεγάλο αξίωμα της Ιεροσύνης.

     Ένα χρόνο αργότερα το 380 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνάντησε τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, καθώς και τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και τον άγιο Αμφιλόχιο Ικονίου. Έμεινε κοντά στους μεγάλους αυτούς Πατέρες περίπου δύο χρόνια, όπου διδάχτηκε την Θεολογία των Ελλήνων Πατέρων και μυήθηκε στη γνήσια πνευματικότητα της Εκκλησία μας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Βασιλεύουσα έμαθε καλά την ελληνική καθώς και την εβραϊκή γλώσσα, προκειμένου να ασχοληθεί με την ερμηνεία των Γραφών και τη συγγραφή θεολογικών πραγματειών.

      Το 382 πήγε στη Ρώμη όπου έγινε γραμματέας του πάπα Δάμασου ως το 384. Πίστεψε πως θα ήταν ο επόμενος πάπας, μετά το θάνατο του Δάμασου, αλλά οι διαβολές του ρωμαϊκού κλήρου είχαν ως αποτέλεσμα να μην εκλεγεί στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης. Συνδέθηκε πνευματικά με τρεις κυρίες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, στις οποίες δίδαξε την ορθόδοξη πνευματικότητα και την ασκητική ζωή, τη Παύλα, την Ευστοχία και την Μαρκέλλα, όπου έγιναν ο πυρήνας όπου

συνάζονταν πληθώρα άλλων γυναικών, στις οποίες ο Ιερώνυμος δίδασκε την χριστιανική πίστη και την πνευματική ζωή.

      Πικραμένος όμως από τις ίντριγκες ορισμένων χριστιανών της ρωμαϊκής μεγαλούπολης, αποφάσισε να γυρίσει στην Ανατολή, διότι τον έθελγε η πνευματικότητα της χριστιανικής ανατολής. Το ακολούθησαν και οι τρεις μαθήτριές του. Έτσι το 385 έφτασε στην Βηθλεέμ, την αγία πόλη όπου γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου Χριστός. Με χρήματα της μαθήτριάς του Παύλας έχτισε δύο μοναστήρια κοντά στο άγιο σπήλαιο της γεννήσεως, το ένα ανδρικό, όπου έγινε ο ίδιος ηγούμενος και το άλλο γυναικείο, όπου έγινε ηγουμένη η Παύλα. Εκεί έζησε τον υπόλοιπο βίο του, όπως και οι μαθήτριές του, προσευχόμενος, ασκούμενος στην αρετή, μελετώντας και συγγράφοντας σπουδαία θεολογικά έργα.

      Κοιμήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 420 και η Εκκλησία μας τον κατάταξε στη χορεία των αγίων και των μεγάλων Πατέρων της. Η μνήμη του τιμάται από μεν την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 15 Ιουνίου, από δε τους Ρωμαιοκαθολικούς στις 30 Σεπτεμβρίου.

     Το συγγραφικό έργο του υπήρξε μεγάλο και σε έκταση και σε ποιότητα. Η άριστη γνώση της λατινικής γλώσσας τον ανάδειξε ως ένα από τους σπουδαιότερους Λατίνους συγγραφείς. Ασχολήθηκε κυρίως ως μεταφραστής έργων των Ελλήνων Πατέρων στη λατινική γλώσσα, συμβάλλοντας έτσι στην  γνωριμία των δυτικών με την ανατολική Θεολογία. Έγραψε ακόμη ερμηνευτικά, δογματικά και αντιαιρετικά έργα. Διασώθηκε επίσης μεγάλος αριθμός επιστολών του. Το σπουδαιότερο όμως έργο του είναι η μετάφραση της Αγίας Γραφής στα Λατινικά, η οποία μας είναι γνωστή ως Βουλγάτα, δηλαδή κοινή, δημώδης. Όσον αφορά τη διδασκαλία του, αυτή συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας, Ιγνατίου, Ειρηναίου, Κυπριανού και των Καππαδόκων Πατέρων. Ολόκληρο το θεολογικό του σύστημα συνοψίζεται στην αρχή, ότι η σωτηρία του ανθρώπου συντελείται μόνο μέσα στην Εκκλησία, ενώ έξω από Αυτή υπάρχει η απώλεια, ο χωρισμός από το Θεό και ο θάνατος.  

ΑΓΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – καθηγητού

      Ένας από τους μεγάλους Πατέρες και διδασκάλους της αρχαίας δυτικής Εκκλησίας υπήρξε και ο άγιος Αυγουστίνος, επίσκοπος Ιππώνος της Βορείου Αφρικής. Πρόκειται για μια μεγάλη προσωπικότητα, η οποία σφράγισε κυριολεκτικά το ανθρώπινο πνεύμα, δημιούργησε θεολογική σκέψη και έδωσε συγκεκριμένη κατεύθυνση στον δυτικό πολιτισμό.

     Γεννήθηκε στην πόλη Ταγάστη της Νουμιδίας (σημερινή Αλγερία) το 354. Ο πατέρας του, ευγενής γαιοκτήμονας, ήταν ειδωλολάτρης, σε αντίθεση με τη μητέρα του Μόνικα, η οποία ήταν ένθερμη χριστιανή και η οποία φρόντισε να κατηχήσει τον μικρό Αυγουστίνο στη χριστιανική πίστη. Όμως εκείνος φάνηκε από μικρός απείθαρχος και αρνήθηκε το άγιο Βάπτισμα. 

      Έδειξε νωρίς ασυνήθιστη ευφυΐα και έλαβε σοβαρή μόρφωση. Αρνήθηκε επίμονα να μάθει την ελληνική γλώσσα, γεγονός που θα αποβεί μοιραίο αργότερα για τον ίδιο. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών στάλθηκε στην Καρχηδόνα να σπουδάσει ρητορική. Όμως εκεί έμπλεξε με κακές παρέες και άρχισε να ζει βίο έκλυτο. Συνδέθηκε με κάποια χριστιανή, με την οποία μάλιστα απέκτησε και έναν νόθο γιο τον Αδεοδάτο, το 372. Το γεγονός αυτό πλήγωσε βαθειά την ευσεβή μητέρα του, η οποία έχυνε ποτάμια δακρύων για την σωτηρία του γιου της. 

       Έγινε φανατικός μελετητής του Κικέρωνα, με αποτέλεσμα να στραφεί προς τη φιλοσοφία και την αναζήτηση της αλήθειας. Άρχισε σταδιακά να θεωρεί την Αγία Γραφή ως ανεπαρκή και γι’ αυτό στράφηκε σε αιρετικές ομάδες. Κατέληξε στην αίρεση των Μανιχαίων, των οποίων το διαρχικό σύστημα γοήτευσε τον ανήσυχο νεαρό Αυγουστίνο. Η «θεοποίηση» του κακού, όπως δόξαζε η αίρεση αυτή, δικαιολογούσε τον έκλυτο βίο του. Έμεινε στην αίρεση αυτή εννέα χρόνια. Κατόπιν γύρισε στην Ταγάστη και άνοιξε σχολή ρητορικής. Όμως η θητεία του στον Μανιχαϊσμό τραυμάτισε βαθειά την ψυχή του και γι’ αυτό ζούσε σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων, ήταν ανικανοποίητος πνευματικά. Σημαντικό ρόλο έπαιξε σ’ αυτόν ο επίσκοπος Φαύστος, ο οποίος ενέβαλε πνευματικούς προβληματισμούς στην ψυχή του. Αποφάσισε να πάει στη Ρώμη, όπου άνοιξε άλλη σχολή ρητορικής και συναναστράφηκε με ονομαστούς φιλοσόφους. Άρχισε να μελετά με πάθος τη νεοπλατωνική φιλοσοφία, όπου νόμισε πως βρήκε την αλήθεια, που επιζητούσε. Ο ασκητισμός του νεοπλατωνισμού τον απέσπασε από την ανηθικότητα. Εκεί αρρώστησε βαριά. Μετά την ανάρρωση του πήγε στο Μιλάνο, όπου μετέφερε τη σχολή του.

      Σταθμό στην πνευματική του πορεία στάθηκε η γνωριμία του εκεί με τον άγιο Αμβρόσιο επίσκοπο Μεδιολάνων το 384. Ήδη η μητέρα του Μόνικα είχε συναντηθεί με τον άγιο επίσκοπο και τον παρακάλεσε θερμά να σώσει το παιδί της. Η αγιότητα, η πραότητα και η γλυκύτητα του αγίου Αμβροσίου κατέκτησαν τον ατίθασο Αυγουστίνο. Ύστερα από μακρά κατήχηση, ο Αυγουστίνος μεταστράφηκε στην Χριστιανική πίστη. Αποκήρυξε οριστικά τον Μανιχαϊσμό και στράφηκε στην καλλιέργεια του εσωτερικού του βίου, με βάση την χριστιανική πνευματικότητα. Αρνήθηκε να νυμφευτεί, παρ’ όλες τις παρακλήσεις της μητέρας του. Είχε διαβάσει το βίο του αγίου Αντωνίου και αποφάσισε να ακολουθήσει τον άγαμο βίο. Ένα όραμα άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή του.  Σε μια στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης, κλαίγοντας για τον πρότερο βίο του, παρουσιάστηκε ένα παιδί, του υπόδειξε να διαβάσει τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Όταν άνοιξε τη Καινή Διαθήκη έπεσε στο χωρίο «μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω, αλλ’ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιήστε εις επιθυμίαις» (Ρωμ.13,13). Αυτό το θεώρησε ως θέοθεν

κλήση και γι’ αυτό πήρε τη  μεγάλη απόφαση να αλλάξει οριστικά κεφάλαιο στη ζωή του. Το 387 έλαβε το άγιο Βάπτισμα από τον Αμβρόσιο, μαζί με τον φίλο του Αλύπιο και το γιό του Αδεοδάτο. Κατόπιν μετέβηκαν στην Όστια, όπου η Μόνικα κοιμήθηκε.

      Το 388 επέστρεψε στην Ταγάστη, μαζί με τον Αλύπιο και τον Αδεοδάτο. Αλλά λίγο μετά πέθανε ο Αδεοδάτος. Μετά από αυτό μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και αφιερώθηκε στη νηστεία, στην προσευχή, στη μελέτη των Γραφών και στη συγγραφή. Σε κάποια επίσκεψή του στη γειτονική πόλη Ιππώνα ο γέροντας επίσκοπος Ουαλέριος του πρότεινε να εισέλθει στον ιερό κλήρο. Δέχτηκε και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Το 395, κατ’ απαίτηση κλήρου και λαού, εκλέχτηκε επίσκοπος Ιππώνος. Για τριανταπέντε χρόνια λάμπρυνε τον επισκοπικό θρόνο της αφρικανικής αυτής πόλεως. Υπήρξε υποδειγματικός, ποιμένας και δάσκαλος, του οποίου η φήμη ξεπέρασε τα όρια της μικρής πόλεως. Ζούσε ασκητικά, με ταπείνωση και έχυνε καθημερινά δάκρυα μετάνοιας. Υπήρξε ο κατ’ εξοχήν άγιος της μετάνοιας. Μερίμνησε για την ενότητα της Εκκλησίας φροντίζοντας για την άρση του φοβερού σχίσματος τον Νοβατιανών. Οργάνωσε μια γιγαντιαία ιεραποστολή για την μεταστροφή των ειδωλολατρών και αιρετικών στην Εκκλησία. Αντιμετώπισε με επιτυχία την αίρεση του Πελαγιανισμού. Παράλληλα έγραφε ακατάπαυστα νύχτα και ημέρα τα περισπούδαστα έργα του. Ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι «Περί της Πολιτείας του Θεού», το οποίο έγραψε μετά την άλωση της Ρώμης από τους βαρβάρους Ούνους (410). Άλλο σπουδαίο έργο του οι «Εξομολογήσεις», μια εκ βάθους προσωπική εξομολόγηση για την πολυτάραχη ζωή του.

       Κοιμήθηκε στις 28 Αυγούστου 427, ενώ η Ιππώνα πολιορκούνταν από του Βανδάλους. Η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Ιουνίου.

       Ο άγιος Αυγουστίνος υπήρξε ένα από τα πιο δυνατά μυαλά της ανθρωπότητας. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θεολόγους. Όμως έπεσε δυστυχώς και σε πλάνες. Αυτό συνετέλεσε η άγνοια των Ελλήνων Πατέρων, αφού δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα, αλλά και οι πνευματικές καταβολές του από τον Μανιχαϊσμό και τον Νεοπλατωνισμό. Η Εκκλησία είδε με συγκατάβαση τις παρεκκλίσεις του, τις οποίες έθεσε στο περιθώριο και εκτιμήθηκε η ειλικρινής μετάνοιά του και η αγία ζωή του. Όμως οι πλάνες του υιοθετήθηκαν από τους αιρετικούς Φράγκους τον 8ο μ. Χ. αιώνα, οι οποίες εισέβαλλαν στη δυτική χριστιανοσύνη και καθιερώθηκαν ως δόγματα του παπισμού και του προτεσταντισμού.