Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος.
Ἄλλο ἕνα θαῦμα, δοξαστικὸ τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζομε τὴν Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ. Ὡς γνωστόν, οἱ τρεῖς πρῶτες ἀναστάσιμες Κυριακὲς εἶχαν ὡς κέντρο τὴν ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Οἱ τρεῖς ἑπόμενες, τοῦ Παραλύτου, τῆς Σαμαρείτιδος, τοῦ Τυφλοῦ, εἶναι Κυριακὲς ποὺ μαρτυροῦν τὴν θεότητά Του.
Πράγματι, ὁ Κύριος ἐπιλέγει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς ταπεινοὺς καὶ τοὺς ἀσήμους, γιὰ νὰ διατρανώσῃ στὸν κόσμο τὴν δόξα Του. Ἕνας χρόνια ἀσθενὴς καὶ ξεχασμένος ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του παράλυτος, μιὰ ἐξόχως ἁμαρτωλὴ καὶ στιγματισμένη ἀπὸ τὸν κύκλο της γυναῖκα, ἕνας ἐπαίτης τυφλός «διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ ἢ τῶν γονέων του», κατὰ τὴν λαϊκὴ ἀντίληψη, εἶναι γιὰ τὸν Χριστὸ οἱ καλύτεροι ὁμολογητὲς καὶ μάρτυρες τῆς θεϊκῆς Του δόξας.
Σταδιακὰ καὶ μεθοδικά, ὅπως ἔκανε καὶ μὲ τὴν Σαμαρείτιδα, ἐπιλέγει ὀ Κύριος νὰ κάνῃ τὴν ἀποκάλυψή Του στὸν τυφλό. Πρῶτα τοῦ χαρίζει τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του καὶ ὅταν βλέπῃ ὅτι τὸ «ἀντέχει», τότε τοῦ ἀνοίγει καὶ «τὰς κόρας τῆς ψυχῆς». Πάντοτε διπλῆ ἡ θεραπεία ποὺ παρέχει ὁ πανάγαθος Σωτήρας. Ἄλλωστε, ποιά ἀξία θὰ εἶχε ἡ σωματικὴ ὅραση, ἐὰν δὲν συνοδευόταν ἀπὸ τὴν ἴαση καὶ τὸν φωτισμὸ τῆς ψυχῆς;
Ἄς ἐπιχειρήσωμε, ὅμως, νὰ ἀνιχνεύσωμε τὰ βήματα καὶ αὐτῆς τῆς προσωπικῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν ψηλαφοῦντα τὴν σωτηρία τυφλό (Ἰωάν., θ’ 1-41). «Παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδε ἄνθρωπον ἐκ γενετῆς τυφλόν». Τὰ ῥήματα «παράγω» (=περνῶ ἀπό) καὶ «διέρχομαι», ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴν συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ «μεγάλους» ἁμαρτωλούς, τὸν Ζακχαῖο, τὴν Σαμαρείτιδα, καὶ τώρα τὸν τυφλό, δὲν ἐπιλέγονται τυχαῖα, διότι καὶ οἱ συναντήσεις αὐτὲς δὲν εἶναι τυχαῖες. Πράγματι, τὴν Σαμαρείτιδα τὴν συνάντησε ὁ Κύριος τὴν ἕκτη ὥρα, τὴν ὥρα ποὺ «ἡ Εὔα ἐξελήλυθεν τοῦ Παραδείσου, ἀπάτῃ τοῦ ὄφεως» (Δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Τετάρτης τῆς Ε’ ἀναστάσιμης ἑβδομάδος). Τότε «ἐπέστη ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς», ὁ Χριστός, «ἐπὶ τὴν πηγήν, ζωγρῆσαι –«νὰ ψαρέψῃ»- τὸν καρπὸν τῆς Εὔας». Καὶ πέτυχε ὁ Κύριος, τελικά, «τὸν καρπὸν τῆς Εὔας», τὴν ἁμαρτωλή πλὴν ὅμως καλοπροαίρετη καὶ διψῶσα πραγματικὰ γιὰ τὴν σωτηρία της γυναῖκα τῆς Σαμαρείας νὰ τὴν ξεδιψάσῃ μὲ τὸ ζωντανὸ καὶ «ἀΐδιον ὕδωρ».
Γιὰ νὰ δοῦμε, τώρα, ἡ συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ τὸν τυφλὸ θὰ εἶναι τὸ ἴδιο ἐπιτυχής; Ὁ Κύριος, πάντως, προεξαγγέλλει τὸν στόχο Του, μὲ τὴν ἀπάντηση ποὺ δίνει στὴν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν Του: «Κύριε, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; … οὔτε οὗτος ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ». Ὀ Κύριος διευκρινίζει ὅτι ἀποστολή Του εἶναι νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ φανερώνῃ «τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντος» (Πατρός) Του, «ἕως ἡμέρα ἐστί», ὅσο εἶναι ἀκόμη καιρός, καὶ ὄτι ὅσο βρίσκεται στὸν κόσμο, «φῶς ἐστὶ τοῦ κόσμου». Ἡ ἀποστολή του, ἑπομένως, εἶναι φωτεινή.
Ἔτσι, ἀνοίγει τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, γιὰ τὴν ἀκρίβεια τοῦ δημιουργεῖ ὀφθαλμούς, «ποιήσας πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος», ἀναδεικνύοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴν ἰδιότητά Του ὡς Δημιουργοῦ καὶ Πλάστου. Στὴν συνέχεια, στέλνει τὸ πλάσμα Του νὰ ὁλοκληρώσῃ τὴν θεραπεία του στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.
Εἴπαμε παραπάνω ὅτι ὁ Κύριος ἐπιλέγει μὲ προσοχὴ τὴν «ἄγραν», τὸ θήραμά Του, ὄχι ἀσφαλῶς γιὰ νὰ τὸ παραπλανήσῃ, τοὐναντίον μάλιστα, γιὰ νὰ τὸ ὁδηγήσῃ στὸν εὐθὺ δρόμο καὶ νὰ τὸ σώσῃ. Ὁ καλύτερος, μάλιστα, διαφημιστὴς τοῦ θαύματός Του εἶναι ὁ ἴδιος ὁ θεραπευμένος, ὁ τυφλός, καὶ μάρτυρες τῆς θεραπείας του ἀδιάψευστοι εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ καθ’ ὁδὸν γιὰ τὴν κολυμβήθρα τὸν ἀντικρύζουν νὰ βαδίζῃ μὲ τὸν «κεχρισμένο» πηλὸ στοὺς «πεπηρωμένους» ὀφθαλμούς του καὶ νὰ ἐπιστρέφῃ ἀπὸ κεῖ «βλέπων»! Ὁ πρώην τυφλός, ὁ ὁποῖος «κόσμο ἄκουγε καὶ κόσμο δὲν ἔβλεπε», ἐπιλέγεται ὄχι τυχαῖα ἀπὸ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ διακηρύξῃ ὀ ἴδιος τὸ θαῦμα ποὺ τοῦ ἔγινε: «ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου».
Ἔτσι ὁ τυφλός γίνεται, πράγματι, ὄχι μόνον ὁ καλύτερος διαφημιστὴς τοῦ δικοῦ του θαύματος, ἀλλὰ ἀναδεικνύεται στὴν συνέχεια καὶ θαρραλέος ὑπερασπιστὴς καὶ φλογερὸς κήρυκας Τοῦ Κυρίου. Ὄταν «οἱ γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν», τώρα τάχα δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν, ἐκεῖνος, ὁ πρώην «καθήμενος καὶ προσαιτῶν», δὲν διστάζει νὰ τοὺς ἀποκαλύψῃ ὅτι «ἐγὼ εἰμί». Καὶ ὅταν κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς δύσπιστους τὸν ῥωτοῦν: «πῶς ἀνώχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί», δὲν διστάζει καὶ πάλι νὰ τοὺς ἀποκαλύψῃ καὶ τὸν θεραπεύσαντα ἰατρό Του –«ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς»- καὶ τὸν τρόπο τῆς θεραπείας του.
Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στοὺς «σκληροτράχηλους» καὶ «ἀπερίτμητους τῇ καρδίᾳ» Ἰουδαίους, ποὺ ἐπιμένουν νὰ βάζουν τὸ Σάββατο πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν σωτηρία του, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος, μὲ τὴν θαυματουργία Του, γίνεται «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» -«σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς»-, ὁ ἀναβλέψας τυφλὸς δὲν διστάζει οὔτε τότε νὰ ὁμολογήσῃ τὸν Χριστὸ ὡς προφήτη, ὡς τὸν ἀνώτερο δηλαδὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους. Ἕνα βῆμα, ἀκόμα, μένει νὰ κάνῃ αὐτὸς ὁ τολμηρὸς τυφλός: νὰ τὸν ὁμολογήσῃ καὶ ὡς Θεό, πράγμα ποὺ θὰ γίνη καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του.
Μπροστὰ στὴν ὑποκρισία τῶν γειτόνων, στὸν φόβο τῶν ἴδιων του τῶν γονέων, ποὺ γιὰ νὰ μὴν γίνουν ἀποσυνάγωγοι κάνουν ὅτι δὲν γνωρίζουν οὔτε ἐκεῖνοι «πῶς νῦν βλέπει», ὁ περιφρονημένος τυφλὸς ἔχει τὸ σθένος, γιὰ δεύτερη φορά, νὰ ὁμολογήσῃ τὸν Χριστὸ μπροστὰ στοὺς φοβεροὺς καὶ τρομεροὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι μὲ χίλιες δυὸ προφάσεις καὶ παρὰ τὸ ὀφθαλμοφανὲς θαῦμα, ἐπιμένουν νὰ ἀρνοῦνται τὴν θεότητά Του.
Ὁ ἁμαρτωλός, ἑπομένως, γι’ αὐτοὺς τυφλὸς γίνεται ὁ καλύτερος δάσκαλός των, δηλαδὴ διαφωτιστής γιὰ τὴν ἀλήθεια. Τί κρίμα, ὅμως! Αὐτοὶ ἐπιμένουν πεισματικὰ νὰ παραμένουν τυφλωμένοι καὶ καθηλωμένοι στὰ σκοτάδια των. Ὅσο περισσότερο ἀπομακρύνονται οἱ «φωτισμένοι», μὲ τὰ ὑποκριτικά των τεχνάσματα, ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ φωτός, τόσο περισσότερο πλησιάζει ὁ ἀδαὴς τυφλός τὸν θεραπευτή Του, μὲ τὸ ἀπολύτως, μάλιστα, λογικὸ ἐπιχείρημα: «εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν». Ἡ θαρραλέα καὶ σταθερὴ ὁμολογία του τοῦ κοστίζει μὲν τὴν ἀπόρριψή του ἀπὸ τὴν συναγωγή, τοῦ χαρίζει ὅμως τὴν «ἀνάληψή» του ἀπὸ τὸν Κύριο!
Πράγματι, «ὁ ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας» ψυχογνώστης Κύριος, μόλις βλέπει τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα τοῦ ἀναβλέψαντος, τοῦ χαρίζει καὶ τὴν δεύτερη, τὴν μεγαλύτερη θεραπεία, τὴν ψυχική. Τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι πράγματι εἶναι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» καὶ τότε ὁ τυφλὸς δηλώνει ἀμέσως, «σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό», τὴν πίστη του καὶ τὸν προσκυνᾶ. Τελικά, ὁ Κύριος συμπεραίνει μὲ νόημα: «εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέψωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται» καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους ἀναρωτιοῦνται: «μή καὶ ἡμεῖς τυφλοὶ ἐσμέν;»
Καιρὸς νὰ ἀναρωτηθοῦμε, μὲ εἰλικρίνεια ὅμως, καὶ ἐμεῖς οἱ λοιποὶ βλέποντες μήπως εἴμαστε στὴν πραγματικότητα τυφλοί, ἐνῶ νομίζομε ὅτι βλέπομε. Ἡ παραδοχὴ τῆς «τυφλώσεώς» μας θὰ ἀνοίξῃ τὸν δρόμο καὶ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία. Ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ψηλάφησε καὶ βρῆκε τὴν δική του σωτηρία, εἶναι ὁ μόνος ἱκανὸς νὰ καθοδηγήσῃ καὶ ἐμᾶς μὲ ἀσφάλεια. Ἂς τὸν ἐμπιστευθοῦμε «μὲ κλειστὰ μάτια» καὶ ἂς τὸν μιμηθοῦμε στὴν πίστη, ζητῶντας ἀπὸ τὸν Σωτῆρα Κύριό μας, «τὸ φῶς τὸ ἀληθινό», νὰ φωταγωγήσῃ καὶ τοὺς δικούς μας νοεροὺς ὀφθαλμούς. Γένοιτο!