Βασιλάκος Σπυρίδων, Ἐφημέριος Ἱ.Π.Ν. Εὐαγγ. Λουκᾶ Θηβών.

Τὸ ψαλτήρι εἶναι κάτι ζωντανό, ἕνα σῶμα ζωντανό. Καὶ ὁ πεντηκοστὸς (Ν΄) ψαλμὸς εἶναι ἡ καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ σώματος, ἡ καρδιὰ τοῦ ψαλτηρίου. Ὅπως καὶ ἡ μετάνοια, εἶναι ἡ πνευματικὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ Ν΄ ψαλμός, ὁ ψαλμὸς τῆς μετανοίας, εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ψαλτηρίου, ἔτσι καὶ ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πνευματική μας καρδιά. Ὁ Δαυὶδ μέσα στὴν μετάνοιά του, τὴν ταπείνωσή του καὶ τὴν λατρεία του, συναντᾶ τὸν Θεό, ὁ Θεὸς τὸν πληροφορεῖ καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνάντηση, γεννιέται τὸ ψαλτήρι. Τὸ ψαλτήρι εἶναι ἕνα δυνατὸ ὅπλο, γιατί μέσα σὲ αὐτὸ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δεῖ τὴ δική του ἁμαρτία, τὴν ἀποστασία του, τὴν κατάσταση τῆς διανοίας καὶ τοῦ μυαλοῦ του, τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν ἀρετή του, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ δεῖ καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ μπορεῖ νὰ δεῖ καὶ τὸν Θεό του, τότε ἔχει δεῖ τὰ πάντα.

Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς γνωρίζουμε τὸν Ν΄ ψαλμὸ ἀπὸ στήθους. Τὸν ἀκοῦμε στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ὅταν ξεκινᾶ ἡ γλώσσα μας νὰ λέει τὸ «ἐλέησόν με ὁ Θεός…» τρέχει καὶ πολὺ γρήγορα, φτάνει στὸ τέλος τοῦ ψαλμοῦ. Ὅμως δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει, ὅτι μπορεῖ ἡ γλῶσσα νὰ τρέχει ἀλλὰ ἡ ψυχὴ νὰ μὴν σκαρφαλώνει, νὰ μὴν ἀνεβαίνει. Καὶ μόνο τὸ «ἐλέησόν με» εἶναι μία θέση τῆς ψυχῆς, μία κατάσταση τῆς καρδιᾶς. Βιαζόμαστε νὰ ποῦμε τὸν ψαλμὸ καὶ τρέχουμε. Ὅμως, ὅσο εὔκολο εἶναι νὰ τὸν μάθουμε καὶ νὰ τὸν ποῦμε, τόσο δύσκολο εἶναι νὰ ζήσουμε, ἀκόμα καὶ τὴν πρώτη λέξη του. Τὸ «ἐλέησόν με» εἶναι ἕνα ὕψος, στὸ ὁποῖο σκαρφαλώνει ἡ ψυχὴ κι ἔχει μία ἰδιαίτερη θέα. Ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ «ἐλέησόν με» βλέπω τὸν Θεό. Πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ φτάσει στὸ «ἐλέησόν με»; Ἂν θέλω νὰ ἀνέβω, πρέπει νὰ κατέβω, νὰ ταπεινωθῶ.  Γιὰ νὰ δῶ αὐτὸν τὸν Θεό, πρέπει νὰ πάω στὸ «ἐλέησόν με». Καὶ γιὰ νὰ πάω πρέπει νὰ κατέβω, δηλαδὴ νὰ ταπεινωθῶ. Νὰ κατέβω μέσα στὴν ἴδια μου τὴ ζωή, νὰ βυθιστῶ μέσα στὴν ψυχή μου. Γιατί ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος συνάντησης μὲ τὸν Θεό. Ἡ καρδιὰ ἡ ταπεινή, ἡ συντετριμμένη, ἡ μετανοημένη, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νιώσει τὴν πτώση του, ὅταν πραγματικὰ ταπεινωθεῖ καὶ οὐσιαστικὰ μετανοήσει, ὑπάρχει τὸ «ἀλλά» τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ εἶπε στὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «ἀλλὰ ἀνάστηθι». Μέσα στὸν ψαλμὸ δὲν φαίνεται μόνο ἡ θέση τῆς μετανοίας ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ πνευματικὸς μηχανισμός της. Γνωρίζω τὸν ἑαυτό μου, βλέπω ἀπέναντι τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ καταλαβαίνω ποιὸς εἶναι αὐτὸς, ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ καθαρίσει. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπεῖ στὸ πνευματικὸ ταξίδι τῆς μετανοίας, ἕνα πράγμα βλέπει, μόνο Θεό. Γίνεται τόσο αἰσθητὴ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ μόνο Αὐτὸν βλέπει καὶ συνειδητοποιεῖ, ὅτι ὅλα τὰ ἔχει πράξει ἀπέναντί Του. Ὁ ἄνθρωπος τῆς μετανοίας δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐπιφάνειας, συνέχισε, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ θὰ βυθιστεῖ στὸ βάθος τῆς ζωῆς, τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ψυχῆς του. Καὶ θὰ φτάσει νὰ ἐρευνήσει ἀκόμη καὶ τὰ ἁμαρτητικὰ σκιρτήματα τῶν παιδικῶν του χρόνων. Γιατί ἡ μετάνοια εἶναι ἀποκάλυψη Θεοῦ καὶ ἀποκάλυψη τῆς κατάστασης, τῆς ζωῆς, τῆς ψυχῆς καὶ τῆς  πορείας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος τῆς μετανοίας εἶναι προφήτης. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ βλέπει μέσα ἀπὸ τὴν μετάνοια τὸν Θεό, μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. Μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μετάνοια χωρὶς ἀλήθεια; Ἡ ἀλήθεια γιὰ ἐμᾶς εἶναι πρόσωπο, εἶναι ὁ Χριστός. Γιὰ νὰ δεῖς τὴν Ἀλήθεια ποὺ εἶναι ὁ Θεός, πρέπει νὰ δεῖς πρῶτα τὴν ἀλήθεια τῆς δικῆς σου ζωῆς.

Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ βρεῖ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγαλλίαση. Κρατώντας μὲ ταπείνωση τὴν μετάνοια, στοχεύεις τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι μόνο μπορεῖς νὰ γευτεῖς τὴν χαρά, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγαλλίαση. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετανοεῖ, γίνεται ἕνα πανεπιστήμιο ποὺ διδάσκει εὐσέβεια. Ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος δὲν χρειάζεται νὰ μιλήσει, μιλάει ἡ στάση του, τὸ βλέμμα του, ἡ σιωπή του. Ἡ μετανοημένη ζωὴ εἶναι τὸ μεγαλύτερο κήρυγμα. Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θυσιαστήριο, πάνω στὸ ὁποῖο θὰ θυσιάζει τὸ θέλημά του, τὴν ἁμαρτία του. Καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν θυσία, θὰ παίρνει τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὴν τὴν θυσία ζητάει ὁ Θεός. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἀδυναμία, εἶναι δύναμη, ἰσοδύναμη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδας. Καὶ εἶναι ἐπιστροφὴ στὴν καθαρὴ φύση, στὴν ὑψηλὴ θέση καὶ στὴ ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου ὡς παιδὶ τοῦ Θεοῦ.