Του Αρχιμανδρίτου Αντωνίου Φραγκάκη, Ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας.

   Πολλά περιστατικά από την ένθεη ζωή της Γερόντισσας Γαλακτίας έχουν διασωθεί και προωθήθηκαν κατά καιρούς στις στήλες της δημοσιότητας. Επιθυμώ να αναφερθώ σε ένα, που δείχνει την μητρότητα και την στοργή της, την ασυνθηκολόγητη μάχη της εναντίον της αμαρτίας αλλά και την μεταποιητική φροντίδα της σε κάθε συντετριμμένο αμαρτωλό. Αληθινά, έτρεφε τέτοια αγάπη σε ανθρώπους που ήταν θύματα των Αδαμιαίων μας κληροδοτημάτων και της επήρειας του διαβόλου, ώστε έδινε την εντύπωση ότι όσους η κοινωνία ήταν έτοιμη να τους κλείσει στη φυλακή λόγω οξείας παραβατικότητας και ανάρμοστης διαγωγής, εκείνη τους καταχωρούσε ευχαρίστως στην «φυλακή» της καρδιάς της, προκειμένου να τους χαρίσει την πραγματική ελευθερία…

  Πολλά τα περιστατικά… Θα αναφερθώ στην περίπτωση μιας παραστρατημένης που συγκέντρωνε πάνω της τις λοξές ματιές του «αμίαντου» κοινωνικού περίγυρου και την απαρέσκεια των ναρκισσιστών της τελειότητας. Δεν θα αναφέρω τόπο διαμονής, ηλικία, όνομα και οικογενειακά χαρακτηριστικά, γιατί σκοπός μου δεν είναι να καταδείξω πρόσωπα αλλά να διαζωγραφίσω το μέγεθος της αγάπης του Θεού, που αισθητοποιείται μέσω των ενσάρκων φορέων της παρουσίας Του, που είναι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας…

  Ήταν μια νεαρή γυναίκα με πολύπλαγκτη βιοτή από τα παιδικά της χρόνια. Ζούσε μέσα στην ορφάνια, την φτώχια, την κακουχία, την στέρηση, του καθημερινού βιοποριστικού έργου την οδύνη, αρκετών ανθρώπων την βαρβαρότητα, των πλουσίων τη βλοσυρότητα, των αφεντάδων την κακοήθεια και φυσικά των συγγενών και φίλων την λησμοσύνη…

  Πόσα τέτοια νέα παιδιά που στερούνται τα προς το ζην, δεν θυματοποιούνται ποικιλοτρόπως από «σαρκοβόρα» και απάνθρωπα αφεντικά και αδυνατούν να αποσπασθούν από τον εκμαυλισμό και την εκμετάλλευση των προαγωγών τους!

 Τραγικά σπουργιτάκια! Τα λευκά φτερά της παιδικής τους αγνότητας και του εφηβικού ενθουσιασμού τους, τα τραυμάτισε θανάσιμα η θανατηφόρος «λόγχη» της σύγχρονης πορνοδιαστροφικής βουλιμίας… Ζητούν ψωμί και λαμβάνουν πληγή… Κακώσεις που αιμορροούν μια ζωή πάνω στην ψυχοσωματική τους ολότητα… Και αυτά ονομάζονται από την δήθεν χειραφετημένη κοσμική αντίληψη «χαροποιές ευκαιρίες» και «τερψίγονες επαφές»! Τους γίνεται δεύτερη φύση η αναγκαστική τους μύηση στη γευσιγνωσία του βούρκου και έχουν έπειτα να αντιμετωπίσουν και την ανελέητη κατακραυγή όλων εκείνων, των οποίων υπήρξαν τραγικά θύματα…

  Προς Θεού, δεν αμνηστεύουμε την αμαρτία που είναι θανασιμότατη, καθώς εντάσσει σε καθοδική πορεία το «κατ’ εικόνα» με το οποίο μας προικοδότησε ο Θεός και κοπροποιεί απόλυτα την ανθρώπινη αξία και προοπτική. Απλά, στιγματίζουμε την ανθρώπινη υποκρισία, που ενώ δημιουργεί την υποδομή τέτοιων νοσηρών καταστάσεων, καταλήγει και στην αποκαρδιωτική καταφορά των αιχμαλωτισμένων στα δυσώδη μπουντρούμια της παραβατικότητας και της διάβρωσης, αντί να τείνει χέρι βοηθείας, προκειμένου να αναπνεύσουν το ζείδωρο οξυγόνο της Χάριτος και να επιδιώξουν την άμεση αποδέσμευση από τα δόκανα της φρικιαστικής αυτής υποδούλωσης και ψυχοσωματικής αποδόμησης…

  Η τσακισμένη εκείνη από την αμαρτία κοπέλα, βρήκε καταφύγιο στην αγκαλιά της Γερόντισσας Γαλακτίας. Η σεσημασμένη κοντά στην Χαριτωμένη! Η κατεγνωσμένη δια τον βίον, κοντά στη διακεκριμένη ως προς τον τρόπον! Η υπόκοσμη δίπλα στην υπέρκαλλη! Το επισυρόμενο μιαντήριο συντροφιά με το ουράνιο ευωδιαστήριο! Ο βόρβορος πλησίον στο θησαυρό!

  Δεν λέγεται, δεν περιγράφεται η αγαθή και σωτήρια αυτή συντυχία! Δεν μου τα είπαν, τα είδα, τα έζησα από πρώτο χέρι. Τα έβλεπα καθημερινά… Περίμενε η τραγική εκείνη ύπαρξη κάθε βράδυ να αδειάσει το σπίτι από ανθρώπινη παρουσία. Ερχόταν με το αυτοκίνητό της. Γονάτιζε και έβαζε το κεφάλι της πάνω στα πόδια της καθήμενης, ανήμπορης σωματικά Γερόντισσας… Δεν μιλούσε. Έκλαιγε μόνο, με κάτι δάκρυα ασταμάτητα, καυτά, θαλερά…

Η Γερόντισσα έκλαιγε και εκείνη σιωπηλά και την χάιδευε στοργικά στο κεφάλι: «Γλυκό μου κοριτσάκι» την άκουσα και της είπε κάποτε, «να ’ξερες πόσο σε αγαπά ο Χριστός»!

 Κάποτε, μια θερινή βραδιά, καθόταν έξω στην αυλή. Το ίδιο σκηνικό. Αδιαφορούσαν για την έκπληξη ή και την επίκριση των διερχομένων που τις έβλεπαν. Η ευτέλειά μου ευρίσκετο μέσα στο δωμάτιο της Γερόντισσας. Κάτι έγραφα. Ήταν ανοιχτό το παράθυρο της πόρτας. Άκουσα τα γλυκά αλλά και αφυπνιστικά λόγια της γιαγιάς, όπως απευθύνονταν ήρεμα, στοργικά, σαν δροσιστική αύρα στα αυτιά και στα εσώψυχα της γυναίκας εκείνης:

 – «Όλοι μας παιδί μου λίγο ή πολύ εργαστήκαμε στου σκοταδιού τα έργα, εδουλέψαμε στου διαβόλου το χωράφι και πικράναμε τον Χριστό! Καιρός να αποτινάξουμε από πάνω μας τον κουρνιαχτό της αμαρτίας, να πάρομε τον δρόμο της επιστροφής και να γυρίσομε στο σπίτι του Πατέρα μας! Μας περιμένει με λαχτάρα και αγωνία! Πάνω στο Σταυρό «ύφανε» για τον καθένα μας καινούργια λαμπερή στολή. Αρκεί να τον αφήσομε να μας πλησιάσει. Αυτός φλέγεται να το κάνει. Αν του το επιτρέψουμε, τότε μια ρανίδα από το Πανάγιο Αίμα Του, όταν σμίξει με ένα δικό μας καυτό δάκρυ μετάνοιας, όχι μόνο κάνει απόσβεση χρεών, αλλά μας καινουργιώνει κιόλας ενώπιον του Δικαιοκρίτου Θεού… Εμένα που με βλέπεις, έχω κάνει χειρότερα από εσένα! Αλλά επιστρέφω κάθε μέρα κοντά Του και ελπίζω στο έλεός Του».

– «Μη μου τα λες σ’ εμένα θεία Γαλάτεια αυτά», απάντησε η κοπέλα. «Σε ξέρω καλά. Ούτε αέρας δεν σε έχει αγγίξει. Τί μου λες τώρα ότι εσύ είσαι από εμένα χειρότερη…»

– «Και όμως παιδί μου, ισχύει απόλυτα αυτό που σου είπα», συνέχισε η ακατάκριτη και ταπεινότατη Γερόντισσα..! «Ο Θεός, παιδί μου, διαφορετικά κρίνει! Είμαι χειρότερη από εσένα, γιατί ένοιωσα από μικρή την αγάπη του Θεού, αλλ’ όμως τις δωρεές Του δεν τις εργάσθηκα για την δική Του Δόξα! Αυτό είναι βαρύτερο απ’ όσα έκανες εσύ!».

Πέρασε καιρός, δεν την βλέπαμε πια να έρχεται τα βράδια. Ένα καλοκαιρινό σούρουπο, 7 Αυγούστου, κατέβηκα κατά τις 9μμ από τον Ναό της Οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου στο σπίτι της Γερόντισσας. Αμέσως, μου δίνει ένα γράμμα από την κοπέλα εκείνη, που το διακρατώ ως ιερότατο κειμήλιο και αφυπνιστική σάλπιγγα στα ώτα της δικής μου ψυχής… Ήταν γραμμένο με μολύβι σε χονδρό χαρτί, σαν αυτό του κρεοπωλείου. Αναφέρει τα εξής:

  «Θεία Γαλάτεια,δεν έρχομαι, γιατί διαγνώστηκα με τέσσερεις καρκίνους στα ζωτικά όργανα. Είμαι χαρούμενη που φεύγω από την ζωή, γιατί με βοήθησες και μίσησα την αμαρτία και αγάπησα το Χριστό! Δεν έχω όμως ποτέ εξομολογηθεί, γιατί αν θυμάσαι, δίσταζα να το κάνω… Έχω κάνει πολλά αίσχη στη ζωή μου… Και με συγγενείς μου εξ’ αγχιστείας πήγα, και έμβρυα πρέπει να σκότωσα με τα χάπια που έπαιρνα (αντισυλληπτικά). Όμως δεν μπήκα σφήνα ποτέ σε παντρεμένα ζευγάρια και δεν επέτρεψα ποτέ ανώμαλες πράξεις πάνω στο σώμα μου, που οι άνδρες ξετρελαίνονται γι’ αυτά. Πιέστηκα αλλά δεν υποχώρησα. Τώρα ήρθε η ώρα να εξαγορευθώ, μπας και ξεμαγαρίσω. Πες στον π. Αντώνιο, αν δικαιούμαι κι εγώ το κλειδί του Παραδείσου να μη μου το στερήσει. Τον παρακαλώ πολύ να έρθει οπόταν μπορέσει να εξομολογηθώ. Σε φιλώ, η τάδε».

Συγκλονίστηκα από το γράμμα και το κράτησα. Απάντησα όμως ότι θα πήγαινα την επομένη. Ήμουν κάθιδρος και αποκαμωμένος. Η Γερόντισσα αντέδρασε έντονα. Διεξήχθη η εξής στιχομυθία:

 «Τί είπες; Δεν πας απόψε; Πάρε το πετραχήλι και πήγαινε αμέσως».

 «Δεν πάω απόψε, είμαι κουρασμένος, θα πάω αύριο».

 «Πήγαινε παιδί μου σε παρακαλώ».

 «Δεν πάω απόψε».

 «Πήγαινε σε παρακαλώ. Δεν έχω εγώ χατήρι;»

Στο άκουσμα της τελευταίας αυτής φράσης, πήρα το πετραχήλι και κατευθύνθηκα στο αυτοκίνητο. Κάποιος εκ των εξομολογηθέντων με περίμενε με προορισμό το διπλανό χωριό, την Αληθινή, όπου διαμένω.

Όταν χτύπησα την πόρτα της βαριά ασθενούσης γυναίκας, διαπίστωσα ότι με είδε σαν «τον από μηχανής Θεό» όπως συνέβαινε στις αρχαίες τραγωδίες. Ήθελε γονατιστή, σαν κατάδικη να εξομολογηθεί. Την εμπόδισα, λέγοντάς της, ότι αν το πράξει, θα κάνω το ίδιο κι εγώ, θα γονατίσω, και θα είναι αφορμή να ταλαιπωρηθώ επειδή ήμουν ήδη πολύ κουρασμένος…

Έτσι, συμβιβάστηκε και καθίσαμε και οι δύο. Τί να πω; Δεν ξέρω αν είχα και αν έχω μεταδεί τέτοια συγκλονιστική εξομολόγηση και τέτοια δακρύβρεχτη μετάνοια! Μπροστά μας ένοιωθα τον Χριστό, να απαντά καταφατικά στην αγωνία για λύτρωση, να τέρπεται στη μετάνοια, να ακούει τους στεναγμούς, να υπολογίζει τα δάκρυα, να αισθάνεται το θρήνο, να επιγινώσκει την συντριβή, να προσλαμβάνει και να μεταποιεί μια ταλαιπωρημένη από την αμαρτία ψυχή!

  Έφυγα κυριολεκτικά «πετώντας»! Αναπτερωμένος και ενθουσιασμένος που μια ψυχή, επέστρεψε από το εμπαθές προαίρημα στο φυσικό θέλημα. Έσπασε τις αλυσίδες των παθών και καταχωρήθηκε πανηγυρικά στον κόσμο «της ελευθερίας των τέκνων του Θεού»!

 Αποτέλεσμα; Το ίδιο βράδυ ξαφνικά η υγεία της επιδεινώθηκε! 2 π.μ. την παρέλαβε ασθενοφόρο και έκανε την διακομιδή της σε νοσοκομείο του Ηρακλείου! Πόσο δίκιο είχε η Οσία Γερόντισσα που επέμενε να μεταβώ άμεσα στην πρόσκληση της γυναίκας εκείνης! Αν περίμενα την επομένη, θα έφευγε απροπαράσκευη στο ταξίδι για την Αιωνιότητα! Επικοινωνούσαμε τηλεφωνικώς όσο ήταν στο νοσοκομείο και τις έδινα κατευθύνσεις. Πέρασε τις λιγοστές ημέρες που της απέμειναν με συνεχή Θεία Κοινωνία, μελέτη και αδιάλειπτη προσευχή! Ήσυχα ήσυχα ένα πρωινό, έκλεισε τα μάτια της στον κόσμο τούτο τον παρερχόμενο και πολυστένακτο, για να τα ανοίξει ολόλαμπρα στην «ακατάλυτη και αχειροποίητη του ουρανού σκηνή» (Β΄Κορ. Ε΄1-10).

Στο ξόδι της συμμετείχε πρωτοστατικά η Γερόντισσα Γαλακτία. Την έκλαιγε αναστάσιμα: «Μαζί με την μανούλα σου και με την Αντωνούλα μου (την ανηψιά της) παιδί μου να αναπαυθείς. Να χαίρεσθε και να με περιμένετε…». Σημειωτέον, την μητέρα της κοπέλας εκείνης που σχετίζονταν κάπως με την Πόμπια, κυριολεκτικά την συντηρούσε βιοποριστικά η Γερόντισσα! Ήταν μια αγνότατη, μαρτυρική και αξιαγάπητη ύπαρξη! Λίγα χρόνια πριν κοιμηθεί η Γερόντισσά μας, είδε ολοζώντανη την μητέρα εκείνη στα ολόλευκα ντυμένη και με ευδιάκριτα άσπρα φτερά στην ωμοπλάτη! Της είπε:

– «Πώς ντύθηκες βρε έτσι; Μπαλαρίνα έγινες;»

– «Όχι, απάντησε εκείνη! Είμαι Άγγελος εδώ που είμαι! Για κοίτα και λίγο πιο πέρα να δεις με ποια είμαι στην ίδια βαθμίδα και με την ίδια περιβολή». Κοίταξε η Γερόντισσα και είδε την ανηψιά της την Αντωνούλα που παιδιόθεν μεγάλωσε, να λάμπει και εκείνη και να φέρει πάνω της, την ίδια αγγελική φορεσιά!!!

Στον επικήδειο της γυναίκας που είναι το κεντρικό πρόσωπο της αφηγήσεώς μας, μου έδωσε εντολή η Γερόντισσα να αναφέρω τα εξής: «Αυτή που προπέμπουμε, σήμερα, έχω απόλυτη την βεβαιότητα για την σωτηρία της. Την εξομολόγησα και διαπίστωσα ότι είχε γρηγορούσα συνείδηση στη ζωή της, γι’ αυτό αξιώθηκε να έχει και δυνατή μετάνοια στην κοίμησή της! Και φυσικά τώρα τυγχάνει και παραδεισένιας πρόσληψης και συνεχούς Θεοφανείας, μέσα στα Άχραντα σκηνώματα της δόξης του Χριστού»!

  Ζούμε σε μια εποχή εκτροπής και διαστροφής, χυδαιότητος και δολιότητος αφού δεν έχουμε μόνο την ακολασία των πράξεων αλλά και την μετάλλαξη των εννοιών, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει πλέον ψυχοσωματικά διαστραφεί. Π.χ. η λέξη «παρθενία» εκλαμβάνεται σήμερα ως συνώνυμη της ανωμαλίας και εναντιθέτως, η ποικιλότροπη διαφθορά θεωρείται «εύσημο παλικαριάς» και «παράσημο ανδρείας»! Και αυτά δεν συμβαίνουν μόνο μεταξύ νεανιζόντων παιδιών που ζουν έντονα, λόγω ηλικιακής ακμής, την έξαρση της σαρκικότητας, αλλά και μεταξύ ανθρώπων ωριμότερης ηλικίας, που με τους εναγκαλισμούς, τους ασπασμούς και τις αισχρότητες του ψεύτικου και πρόχειρου έρωτα, διακωμωδούν την αγάπη σε όλες τις εκφάνσεις της και την παρουσιάζουν σαν το πιο φθηνό απόκτημα που μπορεί κάποιος να διαθέτει στον τόπο μας… Αν είναι και κληρικός, άνθρωπος δηλαδή ταγμένος με την ποιμαντική του σαγήνη «εις το αρπάσαι κόσμον και δούναι Θεώ» κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, «καλόν ήν αυτώ ει ούκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. ΚΣΤ΄, 24).

Αλλοίμονο στον κληρικό που ναρκοθετεί «έργω και λόγω» την οδό της μετανοίας των ανθρώπων και γίνεται με το παράδειγμα και την σαπρολογία του προαγωγός στο ψηλαφητό σκοτάδι της αμαρτίας! Οι πόρνες μπορεί να σωθούν, ιδιαίτερα όσες υπήρξαν θύματα οδυνηρών παιδικών χρόνων και δύσκολων συγκυριών ζωής… Οι εκπορνευτές, όμως, και εξωραϊστές της πορνείας, αποκλείεται! Τους αναμένει η αφάνεια, το εξώτερον σκότος, η πιο φλογισμένη «αγκαλιά» της αιωνίου κολάσεως!

  Μην ξεχνάμε ότι ο Άγιος Πορφύριος, επέτρεψε και ενθάρρυνε τις πόρνες να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό, όταν κατά λάθος μπήκε την παραμονή των Φώτων στο δικό τους χώρο, αλλά εμπόδισε αυστηρά την «αμίαντη» τσατσά που τις είχε στην δούλεψή της και τις επιστράτευσε στο έργο αυτό, να πράξει το ίδιο… Άλλωστε, στα θέματα αυτά, για μας τους κληρικούς ισχύει, όσα διακελεύεται στο βιβλίο των ερωταποκρίσεών του, ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης:

  «…Πρέπει να γνωρίζετε ότι οι κρίσεις του Δικαίου Κριτή είναι πολλές και διάφορες, όπως και οι ανταποδόσεις, τις οποίες πρόκειται να κάνει σ’ αυτούς που αμαρτάνουν στο σώμα τους. Γιατί αλλιώς κρίνεται ο πιστός, και αλλιώς ο άπιστος. Γιατί αυτός που γνώριζε το θέλημα του Κυρίου του και το πρόδωσε, αυτός θα δαρεί πολύ. Και άλλο είναι το κρίμα εκείνου που πόρνευσε στα νιάτα του, και άλλο εκείνου που πόρνευσε στα γηρατειά του.

  Άλλο είναι το κρίμα του ανύπαντρου, και άλλο εκείνου που έχει γυναίκα. Και άλλο επίσης είναι το κρίμα εκείνου που συγκατοικεί με ποταπή (ξετσίπωτη), και άλλο εκείνου που έχει γυναίκα σεμνή.

  Και άλλο είναι το βάρος εκείνου που παρανόμησε σε μία, και άλλο αν έχει μολυνθεί με πολλές.

 Και άλλο είναι το βάρος του δασκάλου και του Ιερέα, και άλλο του απλού ανθρώπου..

Διότι οι δυνατοί, αναφέρει η Αγία Γραφή, θα τιμωρηθούν αυστηρότερα από κάθε άλλον όταν αμαρτήσουν..

 Άλλο είναι όταν γίνεται από συνήθεια κακή, και άλλο από γοητεία της στιγμής. Άλλη επίσης συγγνώμη έχει αυτός που υποκύπτει, και θλίβεται, και υποφέρει και άλλη αυτός που αμαρτάνει, και ζει αμέριμνος ή καυχάται κιόλας.. Και το τελευταίο: αλλιώς τιμωρείται αυτός που φυσιολογικά αμαρτάνει, και με άλλο τρόπο και μάλιστα αυστηρότερα από κάθε αμαρτία, θα τιμωρηθεί αυτός που διαπράττει την παρά φύση αμαρτία των Σοδόμων (πρωκτική διαστροφή), την οποία ούτε τα άλογα ζώα κάνουν!

 Η Αγία Γραφή, διηγούμενη γι’ αυτή την φοβερή αμαρτία λέγει: «Φεύγε από την βρομερότατη ασέλγεια των Σοδόμων, για να αποφύγεις την φωτιά και το θειάφι που έπεσε στην πεντάπολη εκείνη»…

Η γη εκείνη των Σοδόμων, που είναι η πιο εύφορη πεδιάδα της οικουμένης, ως απόδειξη της κακίας της κατακάηκε και αφού έγινε πυρίκαυστη, έμεινε για πάντα άγονη και σε ακατάλληλες εποχές βλαστάνει φυτά. Ο Απόστολος Πέτρος, αναφερόμενος στην καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων λέγει: <Ο Κύριος γνωρίζει να γλυτώνει τους ευσεβείς από πειρασμό, και τους άδικους τους φυλάσσει κολαζόμενους την ημέρα της κρίσεως και μάλιστα αυτούς που πορεύονται πίσω από άλλη σάρκα με επιθυμία μιασμού… >. Αν εκείνοι, μόνο για την σιχαμερή εκείνη εργασία, έγιναν παρανάλωμα φωτιάς και Θείου, πόσο αξίζουμε εμείς την τιμωρία, οι οποίοι διαβάζουμε συνεχώς τον νόμο του Θεού, τους Προφήτες και τους Αποστόλους και κάνουμε χειρότερα; Ας τα ακούσουν αυτά οι παντρεμένοι με γυναίκες και από ερωτική μανία και σπατάλη σαρκική, κυρίως από έλλειψη φόβου Θεού, εγκαταλείποντας τον φυσιολογικό τρόπο συνεύρεσης, αναμιγνύονται μαζί τους με τρόπο εμετικό και αφύσικο, οι οποίοι δεν θα έχουν καμμιά απολογία την ημέρα της κρίσεως..» (Από το Βιβλίο «Αναστασίου Σιναΐτου – ερωταποκρίσεις» σελ. 60-62, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ)

  Όλα αυτά εγράφησαν, γιατί η γυναίκα εκείνη στη μορφή της μας κρύβει όλους μας. Ας μην παραξενευθεί κάποιος ότι δήθεν τον παρομοιάζουμε με μια τέτοια βδελυρή προσωπικότητα. Γιατί αν ο άνθρωπος έμαθε να κάνει διακρίσεις και να κατατάσσει σε ποιότητες τις αμαρτίες του, δεν συμβαίνει βέβαια το ίδιο με τον Παντεπόπτη Θεό, που ξέρει ότι πολλοί εύκολοι επικριτές, διαπράττουν στα κρυφά απείρως χειρότερα έργα και είναι «άπιαστοι κλέφτες», έναντι κάποιων άλλων που διαμορφώθηκαν από μικροί μέσα στα πλαστήρια της αδικίας, του τρόμου και της παιδικής εκμετάλλευσης και σπρώχθηκαν σ’ αυτό τον τρόπο ζωής, που είναι δαχτυλοδεικτούμενος, γιατί ακριβώς είναι γνωστός και φανερός… Όλοι, όμως, οι άπιαστοι-επικριτές, θα αποδειχθούν έμφορτοι σε αμαρτωλά πεπραγμένα δραπέτες και θα αξιολογηθούν ανάλογα «εν ημέρα αδεκάστου ετάσεως»!

  Τώρα γλυκοχαράζει στον ορίζοντα η αυγή της Νέας Διαθήκης. Από το ένα μέρος μαζί με την γυναίκα του ιστορήματος τούτου, ας βρεθούμε όλοι εμείς οι κατάδικοι, οι εξόριστοι του Παραδείσου, οι αιχμάλωτοι των παθών, προκειμένου να αναπτερώσουμε την ελπίδα και να ιδιοποιηθούμε «επ’ Εκκλησίας» την λύτρωση που εκπηγάζει από τα Άχραντα Πάθη και το Κενό Μνημείο του Σωτήρος μας! Και από εκεί, πάνω από την κορφή του βουνού, ανατέλλει ο λαμπρός Ήλιος της αυθεντικής αγάπης (όχι της εμετικής αγαπολογίας και ελευθεροτροπίας που δηλητηρίασε τις ψυχές των ανθρώπων σήμερα), που θα διαλύσει την παγωνιά και θα θερμάνει την καρδιακή μας ψυχρότητα. Όπως ανεβαίνει στο στερέωμα σιγά-σιγά, στέλνει τις ακτίνες Του ομοιόβαθμα προς πάσα κατεύθυνση. Όλοι πρέπει να μάθουν τί αξίζει η γλυκειά Του θαλπωρή. Κι όλοι πρέπει να τρέξουν ν’ αποθέσουν, στου Ήλιου αυτού την θέα, τα βάρη των ενοχικών καταστάσεων που τους πιέζουν φορτικά και συμπνίγουν όλες τις ψυχικές ικμάδες τους…

  Στο ταπεινό μας αυθεντικότατο διήγημα, ξανασαρκώθηκε η αμαρτωλός του Ευαγγελίου στην υπόσταση μιας σύγχρονης παραστρατημένης γυναίκας… Είχε, όμως, τέτοια αγαθή κατάληξη ο μολυσμένος βίος της, που μας υπενθύμισε το άφατο έλεος, την ακένωτη φιλανθρωπία του Χριστού αλλά και την διαφορετική κρίση του Θεανθρώπου από τις εμπαθείς και κοντόφθαλμες αξιολογήσεις «ημών των αλαζόνων και χοϊκών»… Και είναι αυτό το πιο ελπιδοφόρο, το πιο σημαντικό δίδαγμα για όλους μας. Και στο μεν όργανο της αγάπης του Θεού στην περίπτωση του διηγήματος τούτου, ήτοι την Οσία Γερόντισσα Γαλακτία, της απευθύνουμε κατακλείοντας τον λόγο, την διάπυρη ικετευτική κραυγή μας «μη διαλείπεις πρεσβεύειν υπέρ ημών»! Την δε σεμνοπρεπούσα γυναίκα μέσα στην αμαρτία της και αστραποφεγγούσα από την γενναιότροπη και βαθυκάρδια μετάνοιά της, (που η Γερόντισσα της δωροφόρησε με την στάση ζωής, την διδαχή και την προσευχή της), την καταστέφουμε με τα αρμόζοντα σ’ αυτήν παρακάτω επίκαιρα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου:

«Και από θανάτου μεν προς την αιώνιον οδεύσεις ζωήν,

από δε της παρ’ ανθρώπων ατιμίας επί την δόξαν παρά Θεού˙

και από των εν κόσμω θλίψεων και κολάσεων επί τας αιωνίους αναπαύσεις τας συν Αγγέλοις.

Γη σε πολίτην ουκ απεδέξατο, αλλ’ ουρανός υποδέξεται, κόσμος εδίωξεν, αλλά βαστάσουσιν Άγγελοι παραστήσαι σε Χριστώ…» ΑΜΗΝ!