Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος.
Ἁγία καὶ Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ ἕνα ἀνάμεικτο συναίσθημα χαρμολύπης κυριαρχεῖ στὶς καρδιὲς ὅλων. Ἀφενὸς μὲν λύπη, διότι «ἡ τῶν πάντων ζωή» ἐν τῷ τάφῳ κεῖται, ἀφετέρου δὲ χαρά, διότι ὁ τῶν ὅλων Κύριος «τάφῳ συνεσχέθη ἀλλ’ οὐ κατεσχέθη», «ἵνα ἀθανατίσας ζωώσῃ ἡμᾶς ὡς ἀθἀνατος» (ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἡμέρας).
Ἐξ ἄλλου, τὸ πρωὶ τῆς ἡμέρας αὐτῆς, στὶς Ὧρες, τὰ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα ποὺ διαβάζονται μετὰ ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς καὶ τὶς Προφητεῖες εἶναι ὅλα παρμένα ἀπ’ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου καὶ τονίζουν, ἀκριβῶς, τὴν λυτρωτικὴ καὶ ἀναγεννητικὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Ἔτσι ὁ Σταυρός, στὴν Καινὴ Διαθήκη, δὲν ἀποτελεῖ πλέον ὄργανο τιμωρίας ἀλλὰ σύμβολο τῆς ἀπέραντης ἀγάπης τοῦ Ἐσταυρωμένου, διότι «ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Συγχρόνως ἀποτελεῖ ὄργανο σωτηρίας, ἀφοῦ «ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ ἡμεῖς σωθησόμεθα» (Ῥωμ. ε’ 10) καὶ ἐν τέλει «ἐν τῷ μώπωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν». Νὰ γιατί ὁ Παῦλος ἀναφωνεῖ: «ἐμοἰ δὲ μὴ γένοιτο καυχάσθω, εἰ μὴ ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου» καὶ «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὐκέτι περιτομή, ἀκροβυστία, (…) ζύμη παλαιά, ἀλλὰ καινὴ ζύμη καὶ καινὴ κτίσις» (Γαλ. στ’ 14-16, Κορ. Α’ ε’ 6-8).
Αὐτὸ τὸ φαινομενικὰ παράδοξο, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ νὰ σηματοδοτεῖ τὴν ζωοποίησή μας, πραγματικὰ μόνον δυνάμει τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῆ.
Κοντολογίς, σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ λυρικώτερα τροπάρια τῶν Ἐγκωμίων ὁ Χριστός μας παρομοιάζεται μὲ τὸ φιλόστοργο πτηνό, τὸν πελεκᾶνο, ποὺ τιτρώσκει –τρυπάει- τὴν πλευρά του, ὥστε μὲ τὸ αἶμα ποὺ ἀναβλύζει νὰ ζωογονήσῃ τὰ μισοπεθαμένα ἀπὸ τὸ δάγκωμα τοῦ δηλητηριώδους ὄφεως παιδιά του, «ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς».
Ἐξ ἄλλου, σ’ ὅλα τὰ τροπάρια, μαζὶ μὲ τὸν θρῆνο γιὰ τὸν ἀκατανόητο,ἀνθρωπίνως, θάνατο τοῦ Εὐεργέτου Σωτῆρος καὶ γιὰ τὴν ἀνάρμοστη ταφή Του («τὰ μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια»), συμπλέκεται καὶ ἡ ἐλπίδα γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ τὴν συνακόλουθη σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: «Εἰρήνην Ἐκκλησίᾳ, λαῷ σου σωτηρίαν δώρησαι σῇ ἐγέρσει» (Γ’ Στάση).
Τὰ Ἐγκώμια, ἑπομένως, ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος «ἑορταστικοῦ θρήνου», ἀπολύτως ἐναρμονισμένου μὲ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς χαρμολύπης καὶ τῆς ὐπόλοιπης ἀκολουθίας τῆς ἡμέρας.
Χαρακτηριστικώτερο παράδειγμα ἀποτελοῦν τὰ Εὐλογητάρια, ποὺ ψάλλονται ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὰ Ἐγκώμια, σὲ ἦχο πλ. α’, δηλωτικὸ ἀκριβῶς τοῦ ἀνάμεικτου συναισθήματος τῆς χαρμολύπης ποὺ περιγράψαμε. Ἔτσι, ἡ ἐλπίδα γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος μετατρέπεται πλέον σὲ βεβαιότητα καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως παρουσιάζεται ὡς ἤδη συντελεσθέν! Ἰδού: «τῶν ἀγγέλων ὁ δῆμος κατεπλάγη ὁρῶν σε … τοῦ θανάτου τὴν ἰσχὺν καθελόντα (νὰ καταλύῃς) καὶ σὺν ἑαυτῷ τὸν ἀδάμ ἐγείραντα καὶ ἐξ ἅδου πάντας ἐλευθερώσαντα». Σὲ ἄλλο τροπάριο, ὁ Ἄγγελος λέει στὶς Μυροφόρες ὅτι «ὁ Σωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος»﮲ ἐπίσης ὅτι «θρήνου ὁ καιρὸς πέπαυται﮲ μή κλαίετε﮲ τὴν ἀνάστασιν δὲ ἀποστόλοις εἴπατε», καὶ τὸ κορυφαῖο: «τί μετὰ νεκρῶν τὸν ζῶντα λογίζεσθε; ὡς Θεὸς γὰρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος». Γι’ αὐτό, Εὐλογητάρια ψάλλονται κάθε Κυριακή, σὲ ἀνάμνηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας!
Καὶ ὅλα αὐτά, ἐνῶ πρόκειται σὲ λίγο νὰ ἀκολουθήσῃ ἡ Ἔξοδος τοῦ Ἐπιταφίου. Ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ θρήνου ἔχει ἐπισκιαστῆ πλήρως ἀπὸ τὸ κυρίαρχο συναίσθημα τῆς χαρᾶς γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ θρηνουμένου Κυρίου!
Ἔτσι καὶ οἱ Αἴνοι ποὺ ἀκολουθοῦν, πρὶν ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν Δοξολογία, ἔχουν συντεθῆ στὸ ἴδιο ἑορταστικὸ ἀναστάσιμο πνεῦμα: «Δόξα τῇ σῇ οἰκονομίᾳ, δι’ ἧς (χάριν στὴν ἐπιτέλεση, δηλαδή, τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων) ἐδωρήσω ἡμῖν τὴν παναγίαν ἐκ νεκρῶν σου ἀνάστασιν». Σὲ ἄλλο τροπάριο τῶν Αἴνων ὀ ὑμνογράφος μᾶς καλεῖ: «αὐτῷ βοήσωμεν﮲ ἀνάστα ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν, (…)», «ἀνάστηθι αὐτεξουσίως ὁ δοὺς σεαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἑκουσίως», «ὁ συντρίψας κράτος θανάτου καὶ ἀνοίξας πύλας Παραδείσου ἀνθρώποις, δόξα σοι».
Γίνεται, ἑπομένως, ἀπολύτως φανερὸ ὅτι τὰ Εὐλογητάρια καὶ οἱ Αἴνοι, κυρίως, εἰσάγουν στὸ ἑορταστικὸ πνεῦμα τῆς ἑπομένης ἡμέρας, τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὁπότε τὸ πρωΐ, ποὺ ἀκοῦμε τὸν Ἑσπερινὸ τῆς ἡμέρας, μετὰ ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ψάλλεται πανηγυρικὰ τό: «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν …»
Τέλος, κατὰ τὸ πέρας τοῦ Ὄρθρου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (Μεγάλη Παρασκευὴ ἑσπέρας), διαβάζεται, στὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἀναστάσιμο πνεῦμα ποὺ περιγράψαμε παραπάνω, μιὰ καταπληκτικὴ προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ. Ὁ Κύριος, λέει ὁ προφήτης, τὸν μεταφέρει «ἐν μέσῳ πεδίου μεστοῦ ὀστέων ἀνθρωπίνων», τὰ ὁποῖα, μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ἀποκτοῦν πνεῦμα ζωῆς, νεῦρα καὶ σάρκες, «καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν», ἔνδειξη ὅτι ὁ Κύριος, ὅπως λέει στὸν προφήτη, θὰ ἀνοίξῃ τοὺς τάφους καὶ θὰ ἀναγάγῃ ἐκ τῶν τάφων τὸν λαό Του!
Μὲ τὴν αἰσιόδοξη αὐτὴν προφητεία καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα στιχηρά «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ…», «ὡς ἐκλείπει καπνὸς ἐκλιπέτωσαν…», ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ ἐπίσης ἐλπιδοφόρο Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα (Κορ. Α’, ε’ 6-8, Γαλ. γ’ 13-14), ὁλοκληρώνεται ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, προετοιμάζοντάς μας ἔτσι, καταλλήλως, γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἑπομένης ἡμέρας.
Ἐναρμονιζόμενοι, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς μὲ τὸ πνεῦμα τῶν ἡμερῶν, ἂς βιώσωμε μὲ κατάνυξη καὶ ἠρεμία τὰ κοσμοσωτήρια γεγονότα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν γλυκιὰ προσμονὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν κορύφωσή των θὰ φθάσωμε νὰ ἑορτάσωμε πανηγυρικὰ καὶ τὴν Ἁγία καὶ Ἔνδοξό Του Ἀνάσταση. Ἀμήν. Γένοιτο!