«Τη αγία και μεγάλη Τετάρτη της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιούμεθα οι θειότατοι πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου πάθους μικρόν τούτο γέγονεν». Αυτό είναι το συναξάρι της σημερινής ημέρας, της Μεγάλης Τετάρτης. Οι συνοδοιπόροι του πάθους του Χριστού μας πιστοί καλούμαστε αυτή την ιερή ημέρα να τιμήσουμε την έμπρακτη και ειλικρινή μετάνοια της πρώην πόρνης γυναικός, η οποία έγινε συνώνυμη με την συντριβή και την αλλαγή ζωής.

        Το σημαντικότατο, συγκινητικότατο και διδακτικότατο γεγονός της αλείψεως του Κυρίου με πολύτιμο μύρο από την αμαρτωλή γυναίκα διασώζουν με μικρές παραλλαγές και οι τέσσερις ευαγγελιστές. Ο Ματθαίος (26,6-13), ο Μάρκος (14,3-9) και ο Ιωάννης (12,1-8) ομιλούν για την ίδια γυναίκα, την Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου, η οποία, όπως αναφέραμε, από ευγνωμοσύνη για την ανάσταση του αδελφού της, έκαμε αυτή την σπουδαία πράξη. Αντίθετα ο Λουκάς αναφέρει πως η γυναίκα, που δεν αναφέρεται το όνομά της, ήταν αμαρτωλή πόρνη. Είναι προφανές ότι πρόκειται για διαφορετικό περιστατικό.  

       Βεβαίως στον Εσπερινό της ημέρες διαβάζεται η περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, όμως το περιεχόμενο και η θαυμάσια υμνολογία της ημέρας είναι εμπνευσμένη από την περικοπή του Ευαγγελίου του Λουκά.

        Σύμφωνα με τον ιερό ευαγγελιστή ο Ιησούς προσκλήθηκε σε δείπνο στο σπίτι κάποιου Σίμωνος, ο οποίος ανήκε στην τάξη των Φαρισαίων. Κάποια γυναίκα

αμαρτωλή όταν έμαθε ότι ο Κύριος ήλθε στην πόλη, ζήτησε να μάθει σε πιο σπίτι έχει καταλύσει. Και ενώ έτρωγαν και συζητούσαν, ξάφνου μπήκε στο σπίτι η γυναίκα εκείνη, κρατώντας στα χέρια της αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο πολύτιμο μύρο. Προχώρησε στο μέρος του Ιησού και αφού στάθηκε πίσω Του, γονάτισε και άρχισε να κλαίει και να οδύρεται γοερά. Άνοιξε αμέσως το δοχείο και άρχισε να ρίχνει απλόχερα το μύρο και να πλένει με αυτό πόδια του Ιησού. Μαζί με το πολύτιμο μύρο έσμιγε και τα καυτά δάκρυά της, τα οποία έτρεχαν σαν ποτάμι από τα μάτια της.  Αφού άδειασε το δοχείο ξέπλεξε τα πλούσια μαλλιά της και σκούπισε με αυτά τα πόδια Του, φιλώντας τα αδιάκοπα. 

      Ο Φαρισαίος οικοδεσπότης απόρησε με το γεγονός και διαλογιζόταν: Αυτός εδώ είναι προφήτης, δε γνωρίζει το ποιόν αυτής τη γυναίκας και την αφήνει να τον αγγίξει; Ο καρδιογνώστης Χριστός είπε στον Σίμωνα: Έχω να σου πω το εξής για τις σκέψεις σου: Εκείνος είπε: μίλα μου δάσκάλε. Κάποιος, του είπε, δάνεισε χρήματα σε δύο ανθρώπους, στον πρώτο πεντακόσια δηνάρια και στον δεύτερο πενήντα. Όταν έπρεπε να τα επιστρέψουν αυτοί δεν είχαν και ο δανειστής τους τα χάρισε. Και ρωτά το Σίμωνα: ποιος από τους δυο θα χρωστάει μεγαλύτερη χάρη στον δανειστή; Ο Σίμων απάντησε: αυτός που του χαρίστηκε το μεγαλύτερο ποσό. Σωστά απάντησες του είπε ο Ιησούς. Για κοίταξε αυτή τη γυναίκα. Εγώ μπήκα στο σπίτι σου και δεν μου έπλυνες τα πόδια με νερό, όμως εκείνη μου τα έπλυνε με τα δάκρυά της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Χαιρετισμό δε μου έδωκες, όμως αυτή δε σταμάτησε στιγμή να μου φιλάει τα πόδια. Με λάδι δεν μου άλειψες το κεφάλι, όμως αυτή με πανάκριβο μύρο μου άλειψε τα πόδια. Δεν αξίζει να της πω: «σου συγχωρούνται οι τόσες πολλές αμαρτίες σου, διότι με αγάπησες τόσο πολύ»; Γυρίζοντας προς τη γυναίκα της είπε: «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Τότε άρχισαν οι συνδαιτυμόνες να διερωτώνται: ποιος είναι αυτός που μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Ο Χριστός ξαναλέγει στη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό».

        Η γυναίκα αυτή ήταν διαβόητη για την αμαρτωλότητά της. Οι υποκριτές συντοπίτες της την ήθελαν πόρνη, για να ικανοποιεί τις πορνικές τους αμαρτωλές έξεις. Ένα σκεύος αμαρτωλής ηδονής και τίποτε περισσότερο. Στην κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλεως δεν είχε θέση, ήταν το μίασμα, την οποία έπρεπε να αποφεύγουν. Κάπως έτσι σκέφτηκε και ο Σίμων ο οικοδεσπότης, όταν είδε να μπαίνει στο «καθώς πρέπει» σπίτι του εκείνη και να το «μιαίνει». Πολλώ δε μάλλον να αγγίζει τον υψηλό καλεσμένο του ραβίνο.

    Το σώμα της αμαρτωλής αυτής γυναίκας έχε παραδοθεί εξ’ ολοκλήρου στο βόρβορο της αμαρτίας και της διαφθοράς. Όμως μέσα στα κατάβαθα της ψυχής της σιγόκαιγε αμυδρή φλόγα λυτρώσεως. Ο ψυχικός της κόσμος δεν είχε διαφθαρεί

 ολοκληρωτικά. Η παρουσία του Σωτήρα Χριστού στην πόλη εκείνη λειτούργησε στην καρδιά της ως ισχυρότατος άνεμος, ο οποίος θέριεψε την αδύναμη φλόγα λυτρώσεως και την έκαμε πυρακτωμένο καμίνι, ασυγκράτητη ορμή για μετάνοια και σωτηρία και γι’ αυτό έτρεξε κοντά Του με τον χαρακτηριστικό αυτό τρόπο.

     «Προσέξετε, φιλόχριστοι Χριστιανοί, συμβουλεύει ο ιερός Χρυσόστομος, να νοήσετε και να απολαύσετε την καλή διήγηση της καλής αυτής γυναικός, η οποία έφτασε ως εκεί, χωρίς να την καλέσουν, πλησίασε στο μέρος που βρισκόταν ο Κύριος και εξομολογήθηκε δημόσια, εξ όλης καρδίας, τα κρίματά της, χωρίς να αισχύνη, χωρίς φόβο η αντρειωμένη στην ψυχή. Δε λογάριασε τίποτε, ούτε την ταραχή των υπηρετών, ούτε την κατηγορία και το όνειδος των παρισταμένων».               

     Ο Χριστός, εγκαινίασε μια νέα αντίληψη για τον αμαρτωλό άνθρωπο, εντελώς διάφορη από εκείνη της ιουδαϊκής κοινωνίας. Δεν είναι ο αμαρτωλός άνθρωπος μιασμένος από τη φύση του, αλλά ένας πνευματικά ασθενής, ο οποίος χρειάζεται βοήθεια. Έθεσε ως αντίδοτο της πνευματικής ασθένειας τη μετάνοια, η οποία είναι ο ισχυρότατος εκείνος μοχλός, ο οποίος γκρεμίζει το οικοδόμημα της αμαρτίας και αναγεννά τον άνθρωπο. Δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού παρήλθε ανεπιστρεπτί το καθεστώς του νόμου και της μισθαποδοσίας, και ανέτειλε η εποχή της χάρητος και του ελέους.

      Οι θείοι υμνογράφοι, θέλοντας να τονίσουν το σωτήριο νόημα της μετάνοιας της αμαρτωλής γυναικός, στόλισαν τις ιερές ακολουθίες της Μεγάλης Τετάρτης με μια ποιητική και μουσική πανδαισία ύψιστης αξίας. Η ακολουθία ιδιαίτερα του Όρθρου, σύμφωνα με επιφανείς λειτουργιολόγους, είναι από τις καλλίτερες ποιητικές

συνθέσεις όλων των ακολουθιών του έτους. Τους ύμνους της Μ. Τετάρτης χαρακτηρίζουν οι πλούσιες εικόνες, οι διάλογοι και οι αντιθέσεις. Ο Όρθρος ξεκινάει με το γνωστό «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται…» και ακολουθούν τα υπέροχα καθίσματα «Πόρνη προσήλθε σοι…», «Ιούδας ο δόλιος φιλαργυρίαν ερών…» και το καταπληκτικό «Η πόρνη εν κλαυθμώ ανεβόα, οικτίρμων…». Στο κοντάκιο παρουσιάζεται ο κάθε άνθρωπος αμαρτωλός να βρίσκεται στη θέση της πόρνης. Ο ιερός ποιητής παίρνει τη θέση της και ικετεύει στο Δεσπότη και Λυτρωτή Χριστό να τον ελεήσει, «Υπέρ την πόρνην αγαθέ, ανομήσας, δακρύων όμβρους (όπως εκείνη) ουδαμώς σοι προσήξα, αλλά σιγή δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθω ασπαζόμενος τους αχράντους σου πόδας, όπως μοι την άφεσιν, ως Δεσπότης, παράσχης των οφλημάτων, κράζοντι, Σωτήρ, εκ του βορβόρου των έργων μου ρύσαι με». Εξαίσιες ποιητικές συνθέσεις έργα του αγίου Κοσμά του Μελωδού, είναι τα τροπάρια των στιχηρών των αίνων. «Σε τον της Παρθένου Υιόν πόρνη επιγνούσα Θεόν…», «Το πολυτίμητον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων…», «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον…», «Ω της Ιούδα αθλιότητος! Εθεώρει την πόρνην φιλούσαν τα ίχνη και εκέπτετο δόλω της προδοσίας το φίλημα…». Στα υπέροχα αυτά τροπάρια γίνεται αριστοτεχνική αντίθεση μεταξύ της μετανοούσας γυναικός και του μελλοντικού προδότη μαθητή Ιούδα. Ο ιερός ποιητής εξαίρει την μετάνοια της πόρνης και στηλιτεύει την προδοσία του μαθητή. Τα τροπάρια των αποστίχων είναι και αυτά καταπληκτικές  ποιητικές συνθέσεις και είναι έργα του Βυζαντίου του Μελωδού. «Σήμερον ο Χριστός παραγίνεται εν τη οικία του Φαρισαίου…», «Ήπλωσεν η πόρνη τα τρίχας σοι τω Δεσπότη, ήπλωσεν ο Ιούδας τας χείρας τοις παρανόμοις…», «Προσήλθε γυνή δυσώδης και βεβορβορωμένη…». Στο τέλος ψάλλεται ένα από τα κορυφαία ποιήματα όχι μόνο της Εκκλησίας μας, αλλά και γενικότερα της παγκοσμίου λογοτεχνίας. Πρόκειται για το γνωστότατο δοξαστικό «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…», το γνωστό τροπάριο της Κασσιανής, της μεγάλης αυτής βυζαντινής ποιήτριας, την οποία μερικοί αμαθείς την ταυτίζουν με την πόρνη, που αναφέρεται στον περίφημο ύμνο της. Κανενός η ψυχή δεν μένει ασυγκίνητη στο άκουσμά του.

       Η αφιέρωση της ημέρας αυτής στην μακάρια πρώην πόρνη γυναίκα έγινε σκόπιμα από τους αγίους Πατέρες. Η μορφή της προβάλλει ως φωτεινό ορόσημο καταμεσής στην οδοιπορία προς το Θείο Πάθος για να δείξει και σε μας πως αν δεν συντριβούμε, σαν και εκείνη, και δεν δείξουμε έμπρακτη μετάνοια, δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε το Χριστό στο Πάθος και την Ανάσταση. Η αγία μας Εκκλησία θέσπισε τη μετάνοια ως ύψιστη δωρεά η οποία ανανεώνει την ουρανοδρόμο πορεία μας προς το Χριστό και την τελείωσή μας. Καλός χριστιανός δεν είναι εκείνος, ο οποίος γεμάτο κομπασμό και εγωιστική αυτάρκεια, ισχυρίζεται ότι έφτασε σε επίπεδο αγιότητας και δεν χρειάζεται πια άλλο αγώνα, αλλά ο διατελών σε διαρκή μετάνοια.