Ἱερόθεος Βλάχος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου.

Ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου εἶναι Δεσποτικοθεομητορικὴ ἑορτή. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι εἶναι Δεσποτικὴ ἐπειδὴ ἀναφέρεται στὸν Δεσπότη Χριστό, ὁ ὁποῖος συνελήφθη στὴν γαστέρα τῆς Θεοτόκου, καὶ θεομητορικὴ ἑορτὴ ἐπειδὴ ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο ἐκεῖνο, ποὺ συνετέλεσε στὴν σύλληψη καὶ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν Παναγία.

Ἡ Θεοτόκος Μαρία ἔχει μεγάλη ἀξία καὶ σπουδαία θέση στὴν Ἐκκλησία, ἀκριβῶς γιατί ἦταν τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ποὺ περίμεναν ὅλες οἱ γενεές καὶ αὐτὴ ἔδωσε στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι, τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου συνδέεται στενὰ μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ ἀξία τῆς Παναγίας δὲν ὀφείλεται μόνον στὶς ἀρετές της ἀλλὰ κυρίως στὸν καρπὸ τῆς κοιλίας της. Γι’ αὐτό, ἡ Θεοτοκολογία συνδέεται στενώτατα μὲ τὴν Χριστολογία. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ τὸν Χριστὸ, δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε αὐτὴν ποὺ τοῦ ἔδωσε σάρκα, καὶ ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ τὴν Παναγία, ἀναφερόμαστε ταυτόχρονα καὶ στὸν Χριστό, γιατί ἀπὸ Αὐτὸν ἀντλεῖ Χάρη καὶ ἀξία. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ στὴν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν, στὴν ὁποία ὑμνεῖται ἡ Θεοτόκος ἀλλὰ πάντοτε ἐν συνδυασμῷ, μὲ τὸ ὅτι εἶναι μητέρα τοῦ Χριστοῦ: «Χαῖρε ὅτι ὑπάρχεις βασιλέως καθέδρα, χαῖρε ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα».

Αὐτὸς ὁ σύνδεσμος Χριστολογίας καὶ Θεοτοκολογίας φαίνεται καὶ στὴν ζωὴ τῶν ἁγίων. Ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν ἁγίων, ποὺ εἶναι τὰ πραγματικὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὅτι ἀγαποῦν τὴν Παναγία. Εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρχη ἅγιος, ὁ ὁποῖος δὲν τὴν ἀγαπᾶ.

Α.

Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν. Στὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ψάλλουμε: «σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις…». Τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς, κατὰ τὸ ὁποῖο ὀ ἀρχάγγελος Γαβριήλ – ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέονται ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ – ἐπισκέφθηκε μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ τὴν Παναγία καὶ τὴν πληροφόρησε, ὅτι ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι αὐτὴ θὰ γίνη ἡ μητέρα Του. (βλ. Λουκᾶ α΄, 26-56).

Ἡ λέξη «εὐαγγελισμός» ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ ἐπὶ μέρους λέξεις, ἤτοι εὐ καὶ ἀγγελία, καὶ δηλώνει τὴν καλὴ εἴδηση, τὴν καλὴ ἀγγελία. Πρόκειται γιὰ τὴν πληροφορία ποὺ δόθηκε διὰ τοῦ ἀρχαγγέλου, ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ ἐνανθρωπήση γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Οὐσιαστικὰ, πρόκειται γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ δόθηκε μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας (βλ. Γεν. γ΄, 15), ἡ ὁποία λέγεται πρωτευαγγέλιο. Γι’ αὐτό, ἡ πληροφορία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη εἴδηση μέσα στὴν ἱστορία.

Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ εἶναι πρεσβεία τοῦ Θεοῦ καὶ παράκληση στοὺς ἀνθρώπους διὰ τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ Του. Παράλληλα εἶναι καὶ ἡ καταλλαγὴ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Πατέρα, ὁ Ὁποῖος δίνει ὡς μισθὸ τὴν ἀγέννητη θέωση σὲ αὐτοὺς ποὺ ὑπακούουν στὸν Χριστό. Ἡ θέωση λέγεται ἀγέννητη, γιατί δὲν γεννᾶται ἀλλὰ φανερώνεται στοὺς ἀξίους. Ἑπομένως, ἡ θέωση ποὺ προσφέρεται διὰ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ, δὲν εἶναι γέννηση ἀλλὰ φανέρωση διὰ τῆς ἐνυποστάτου ἐλλάμψεως, σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἄξιοι αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως.

Ἡ καλὴ ἀγγελία, τὸ εὐαγγέλιο, ὁ εὐαγγελισμὸς εἶναι διόρθωση τῶν γεγονότων ποὺ ἔγιναν στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, στὸν αἰσθητὸ Παράδεισο τῆς Ἐδέμ. Ἐκεῖ ἀπὸ γυναίκα ἄρχισε ἡ πτώση καὶ τὰ ἀποτελέσματά της, ἐδῶ ἀπὸ γυναίκα ἄρχισαν ὅλα τὰ ἀγαθά. Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι ἡ νέα Εὕα. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ὁ αἰσθητὸς Παράδεισος, ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία. Ἐκεῖ ὁ Ἀδάμ, ἐδῶ ὁ Χριστός. Ἐκεῖ ἡ Εὕα, ἐδῶ ἡ Μαρία. Ἐκεῖ ὁ ὄφις, ἐδῶ ὁ Γαβριήλ. Ἐκεῖ ὁ ψιθυρισμὸς τοῦ δράκοντος-ὄφεως στὴν Εὕα, ἐδῶ ὁ χαιρετισμὸς τοῦ ἀγγέλου στὴν Μαρία (Ἰωσὴφ Βρυένιος). Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, διορθώθηκε τὸ σφάλμα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας.

Β.

Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἀπεκάλεσε τὴν Παναγία «κεχαριτωμένη». Τῆς εἶπε: «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σου, εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν» (Λουκ. α΄, 28-29). Ἡ Παναγία ἀποκαλεῖται «κεχαριτωμένη» καὶ χαρακτηρίζεται «εὐλογημένη», ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί της.

Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά καὶ ἄλλους ἁγίους Πατέρας, ἡ Παναγία εἶχε ἤδη χαριτωθῆ καὶ δὲν χαριτώθηκε τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Παραμένοντας μέσα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τοῦ Ναοῦ, ἔφθασε στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ θέωση. Ἐὰν τὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ προοριζόταν γιὰ τοὺς προσηλύτους καὶ ἐὰν ὁ κυρίως Ναὸς γιὰ τοὺς ἱερεῖς, τὰ ἅγια τῶν ἁγίων προορίζονταν γιὰ τὸν ἀρχιερέα. Ἐκεῖ εἰσῆλθε ἡ Παναγία, δεῖγμα ὅτι ἔφθασε στὴν θέωση. Εἶναι γνωστὸν, ὅτι στὴν χριστιανικὴ ἐποχὴ ὁ νάρθηκας προοριζόταν γιὰ τοὺς κατηχουμένους καὶ τοὺς ἀκαθάρτους, ὁ κυρίως ναὸς γιὰ τοὺς φωτισθέντας, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔφθασαν στὴν θέωση.

Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶχε φθάσει στὴν θέωση καὶ πρὶν ἀκόμη δεχθῆ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀρχαγγέλου. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ, χρησιμοποίησε μία εἰδικὴ μέθοδο Θεογνωσίας καὶ Θεοκοινωνίας, ὅπως ἑρμηνεύει θαυμάσια καὶ θεόπνευστα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Πρόκειται γιὰ τὴν ἡσυχία, τὴν ἡσυχαστικὴ ὁδό. Κατάλαβε ἡ Παναγία, ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ φθάση στὸν Θεὸ μὲ τὴν λογική, τὴν αἴσθηση, τὴν φαντασία καὶ τὴν ἀνθρώπινη δόξα, ἀλλὰ διὰ τοῦ νοῦ. Ἔτσι, νέκρωσε ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν αἴσθηση, καὶ διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἐνεργοποίησε τὸ νοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἔφθασε στὴν ἔλλαμψη καὶ τὴν θέωση. Καὶ, γι’ αὐτὸ, ἀξιώθηκε νὰ γίνη Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, νὰ δώση τὴν σάρκα της στὸν Χριστό. Δὲν εἶχε ἁπλῶς ἀρετές ἀλλὰ τὴν θεοποιὸ Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Παναγία εἶχε τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, συγκριτικὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Βέβαια, ὁ Χριστός, ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὅλο τὸ πλήρωμα τῶν Χαρίτων, ἀλλὰ καὶ ἡ Παναγία ἔλαβε τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῶν Χαρίτων τοῦ Υἱοῦ της. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι κατώτερη, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶχε τὴν Χάρη κατὰ φύσιν, ἐνῶ ἡ Παναγία κατὰ μετοχήν, σὲ σχέση ὅμως μὲ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἀνώτερη.

Ἡ Παναγία εἶχε τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος, ἐκ τοῦ πληρώματος τῶν Χαρίτων τοῦ Υἱοῦ της, πρὸ τῆς συλλήψεως, κατὰ τὴν σύλληψη καὶ μετὰ τὴν σύλληψη. Πρό τῆς συλλήψεως, τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος ἦταν τέλειο, κατὰ τὴν σύλληψη ἦταν τελειότερο καὶ μετὰ τὴν σύλληψη ἦταν τελειότατο (ἄγ. Νικόδημος ἁγιορείτης). Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ Παναγία ἦταν παρθένος κατὰ τὸ σῶμα καὶ παρθένος κατὰ τὴν ψυχή. Καὶ αὐτὴ ἡ σωματική της παρθενία εἶναι ἀνώτερη καὶ τελειότερη ἀπὸ τὴν ψυχικὴ παρθενία τῶν ἁγίων, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Γ.

Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν γεννᾶται ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ἡ πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας καὶ οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς πτώσεως κληρονομήθηκαν σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Φυσικό ἦταν καὶ ἡ Παναγία νὰ μὴν εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι σαφής: «πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄, 23). Στὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ χωρίο, φαίνεται ὅτι τὸ ἁμάρτημα νοεῖται ὡς στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκόμη, ὅτι κανεὶς δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αὐτό. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ἡ Παναγία γεννήθηκε μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Πότε, ὅμως, ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ αὐτό; Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ πρέπει νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ σχολαστικὲς ἀντιλήψεις.

Κατ’ ἀρχᾶς, πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ἦταν ἡ στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἀπώλεια τῆς Θεοκοινωνίας. Αὐτὸ ὅμως εἶχε καὶ σωματικὲς συνέπειες, γιατί στὸ σῶμα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας εἰσῆλθε ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος. Ὅταν στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος γιὰ κληρονόμηση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, δὲν ἐννοεῖται ἡ κληρονόμηση τῆς ἐνοχῆς τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ κυρίως οἱ συνέπειές της, ποὺ εἶναι ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος. Ὅπως ὅταν ἀρρωσταίνη ἡ ρίζα τοῦ φυτοῦ, ἀρρωσταίνουν καὶ τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα, τὸ ἴδιο ἔγινε μὲ τὴν πτώση τοῦ Ἀδάμ. Ἀσθένησε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ποὺ κληρονομεῖ ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ εὔκρατο κλίμα τῆς καλλιέργειας τῶν παθῶν καὶ, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, σκοτίζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἡ πρόσληψη ἀπὸ τὸν Χριστό, μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του, αὐτοῦ τοῦ θνητοῦ καὶ παθητοὺ σώματος χωρὶς τὴν ἁμαρτία, συνετέλεσε στὸ νὰ διορθωθοῦν οἱ συνέπειες τοῦ ἁμαρτήματος τοῦ Ἀδάμ. Θέωση ὑπῆρχε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως καὶ φωτισμὸς τοῦ νοῦ, ἀλλὰ δὲν εἶχε καταργηθῆ ὁ θάνατος, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ θεόπτες Προφῆτες πήγαιναν στὸν Ἅδη. Με τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, θεώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔτσι δόθηκε ἡ δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ θεωθῆ. Ἐπειδὴ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γινόμαστε μέλη τοῦ θεωθέντος καὶ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ λέμε ὅτι, διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα.

Ὅταν προσαρμόσουμε αὐτὰ στὴν περίπτωση τῆς Παναγίας, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν σχέση της μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ τὴν ἐλευθέρωσή της ἀπὸ αὐτό. Ἡ Παναγία γεννήθηκε μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, εἶχε ὅλες τὶς συνέπειες τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου στὸ σῶμα της. Μὲ τὴν εἴσοδό της στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ἔφθασε στὴν θέωση. Αὐτὴ, ὅμως, ἡ θέωση δὲν ἦταν ἀρκετὴ γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς συνέπειές του, ποὺ εἶναι ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος, ἀκριβῶς γιατί δὲν εἶχε ἐνωθῆ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ἔτσι, τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ θεία φύση ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν γαστέρα τῆς Παναγίας, ἡ Παναγία πρώτη γεύεται τὴν ἐλευθέρωσή της ἀπὸ τὸ λεγόμενο προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ τὶς συνέπειές του. Ἄλλωστε, τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔγινε αὐτὸ, ποὺ ἀπέτυχε νὰ κάνη ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα μὲ τὸν ἐλεύθερο προσωπικὸ τους ἀγώνα. Γι’ αὐτό, ἡ Παναγία τὴν στιγμὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔφθασε σὲ μεγαλύτερη κατάσταση ἀπὸ ἐκείνην, στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα πρὶν τὴν πτώση. Ἀξιώθηκε νὰ γευθῆ τὸ τέλος τοῦ σκοποῦ τῆς δημιουργίας, ὅπως θὰ δοῦμε σ’ ἄλλες ἀναλύσεις.

Γι’ αὐτό, γιὰ τὴν Παναγία δὲν χρειάστηκε νὰ γίνη Πεντηκοστή, δὲν χρειάστηκε νὰ βαπτισθῆ. Αὐτὸ ποὺ βίωσαν οἱ Ἀπόστολοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε σὲ ὅλους ἐμᾶς κατὰ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἔγινε γιὰ τὴν Παναγία τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Τότε ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν ἐνοχή ἀλλὰ ὅτι ἀπέκτησε τὴν θέωση στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, λόγω τῆς ἑνώσεώς της μὲ τὸν Χριστό.

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅτι τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἡ Παναγία ἔλαβε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο τὴν καθάρισε καὶ τῆς ἔδωσε δύναμη δεκτική τῆς θεότητος τοῦ Λόγου, συγχρόνως δὲ καὶ γεννητική. Δηλαδή, ἡ Παναγία ἔλαβε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καθαρτικὴ χάρη ἀλλὰ καὶ δεκτικὴ καὶ γεννητική τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀνθρώπου.

Δ.

Ἡ ἀπάντηση τῆς Παναγίας στὴν πληροφορία τοῦ ἀρχαγγέλου, ὅτι θὰ ἀξιωθῆ νὰ γεννήση τὸν Χριστὸ, ἦταν ἐκφραστική: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. α΄, 38). Φαίνεται ἐδῶ ἡ ὑπακοὴ τῆς Παναγίας στὸν λόγο τοῦ ἀρχαγγέλου ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπακοή της στὸν Θεό, γιὰ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἦταν παράδοξο καὶ παράξενο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Ἔτσι, ὑποτάσσει τὴν λογική της στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Μερικοὶ ἰσχυρίζονται, ὅτι κατὰ τὴν στιγμὴ ἐκείνη, ὅλοι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα περίμεναν μὲ ἀγωνία νὰ ἀκούσουν τὴν ἀπάντηση τῆς Παναγίας, ἔχοντας φόβο μήπως ἀρνηθῆ καὶ δὲν ὑπακούση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἰσχυρίζονται ὅτι, ἐπειδὴ κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ τέτοιο δίλημμα, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔχει ἐλευθερία, μπορεῖ νὰ πῆ τὸ ναὶ ἢ τὸ ὄχι, ὅπως ἄλλωστε ἔγινε στὴν περίπτωση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας, τὸ ἴδιο μποροῦσε νὰ συμβῆ καὶ στὴν Παναγία. Ἀλλὰ ὅμως, ἡ Παναγία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀρνηθῆ, ὄχι γιατί δὲν εἶχε ἐλευθερία ἀλλὰ γιατί εἶχε τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κάνει διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ γνωμικοῦ θελήματος. Γνωμικὸ θέλημα ἔχει κανεὶς, ὅταν διακρίνεται γιὰ τὴν ἄγνοια ἑνὸς πράγματος, γιὰ τὴν ἀμφιβολία καὶ τελικὰ γιὰ τὴν ἀδυναμία ἐπιλογῆς. Πρόκειται γιὰ μία ἀμφιταλάντευση περὶ τοῦ πρακτέου. Φυσικὸ θέλημα ἔχει κανεὶς, ὅταν ὁδηγῆται κατὰ τρόπο φυσικό, χωρὶς ἀμφιταλαντεύσεις, χωρὶς ἄγνοια, στὴν πραγματοποίηση τῆς ἀλήθειας.

Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι τὸ φυσικὸ θέλημα συνδέεται μὲ τὸ «θέλειν», ἐνῶ τὸ γνωμικὸ θέλημα μὲ τὸ «πῶς θέλειν» καὶ μάλιστα, ὅταν γίνεται μὲ ἀμφιβολίες καὶ ἀμφιταλαντεύσεις. Ἑπόμενο εἶναι, ὅτι τὸ φυσικὸ θέλημα συνιστᾶ τὴν τελειότητα τῆς φύσεως, ἐνῶ τὸ γνωμικὸ θέλημα συνιστᾶ τὴν ἀτέλεια τῆς φύσεως, ἀφοῦ προϋποθέτει ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔχει γνώση τῆς ἀλήθειας, δὲν εἶναι βέβαιος γι’ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἀποφασίση.

Ὁ Χριστὸς καίτοι εἶχε δυὸ θελήματα, λόγω τῶν δυὸ φύσεων, ἀνθρωπίνης καὶ θείας, ἐν τούτοις εἶχε φυσικὸ θέλημα, ἀπὸ τὴν ἄποψη ποὺ μελετᾶμε ἐδῶ καί, βέβαια, δὲν εἶχε γνωμικὸ θέλημα. Ὡς Θεὸς, ἤξερε πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ δὲν ὑπῆρχε ποτὲ ἀμφιβολία μέσα Του οὔτε ἀμφιταλάντευση. Αὐτὸ κατὰ χάριν βιώνεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἐπειδὴ ἡ Παναγία εἶχε φθάσει στὴν θέωση, γι’ αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀρνηθῆ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ συγκατατεθῆ γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση. Εἶχε τὴν τέλεια ἐλευθερία καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἐλευθερία της ἐνεργοῦσε πάντοτε κατὰ φύσιν καὶ ὄχι παρὰ φύσιν. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε φθάσει στὴν θέωση, ἔχουμε ἀτελῆ ἐλευθερία, τὸ λεγόμενο γνωμικὸ θέλημα, γι’ αὐτὸ καὶ ἀμφιταλαντευόμαστε γιὰ τὸ πρακτέο. Ἡ ἐρώτησή της «πῶς ἔσται μοὶ τοῦτο, ἐπεῖ ἄνδρα οὐ γινώσκω» (Λουκ. α΄, 34) δείχνει ταπείνωση, ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀλλὰ καὶ τὸ παράδοξο τοῦ πράγματος, ἐπειδὴ ὑπῆρχαν θαυματουργικὲς συλλήψεις στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὄχι ὅμως ἀσπόρως.

Ε.

Κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἔχουμε ἄμεση σύλληψη τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Σ’ ἕνα θεοτοκίο ψάλλουμε: «Τοῦ Γαβριὴλ φθεγξαμένου σοὶ παρθένε τὸ χαῖρε σὺν τῇ φωνῇ ἐσαρκοῦτο ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης«. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν παρενεβλήθησαν μερικὲς ὧρες καὶ ἡμέρες γιὰ νὰ γίνη ἡ σύλληψη ἀλλὰ ἔγινε ἀκριβῶς ἐκείνη τὴν στιγμή.

Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εἶπε στὸν Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. «Μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκα σου, τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματος ἐστὶν Ἁγίου» (Ματθ. α΄, 20). Ἡ Παναγία γέννησε κατὰ ἄνθρωπον τὸν Χριστό ἀλλὰ ἡ σύλληψη ἔγινε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου.

Ὁ Μ. Βασίλειος, ἑρμηνεύοντας αὐτὴν τὴν φράση καὶ κυρίως τὸ «γεννηθὲν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», λέγει, ὅτι κάθε πράγμα ποὺ προέρχεται ἀπὸ κάτι ἄλλο, δηλώνεται μὲ τρεῖς λέξεις. Ἡ μία εἶναι τὸ «δημιουργικῶς», ὅπως ὁλόκληρη ἡ κτίση δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐνέργειά Του. Ἡ ἄλλη εἶναι τὸ «γεννητῶς», ὅπως ὁ Υἱὸς γεννήθηκε πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἡ τρίτη εἶναι τὸ «φυσικῶς», ὅπως ἡ ἐνέργεια βγαίνει ἀπὸ κάθε φύση, ἤτοι ἡ λαμπρότητα ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ γενικότερα ἡ ἐνέργεια ἀπὸ τὸν ἐνεργοῦντα. Γιὰ τὴν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἡ ἀληθινὴ ἔκφραση εἶναι, ὅτι ὁ Χριστὸς συνελήφθη μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «δημιουργικῶς» καὶ ὄχι γεννητῶς καὶ φυσικῶς.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διδάσκει, ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ συνέπηξε γιὰ τὸν Ἑαυτό του, μὲ τὰ ἁγνὰ καὶ καθαρώτατα αἵματα τῆς Θεοτόκου, σάρκα ποὺ εἶναι ἐμψυχωμένη ἀπὸ λογικὴ καὶ νοερὰ ψυχή, ὄχι σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Βέβαια, ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὴν γαστέρα τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν δύναμη καὶ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν πρέπει νὰ ἀπομονώνουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα. Εἶναι γνωστὸν ἀπὸ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ὅτι κοινὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου ἔγινε καὶ γίνεται μὲ τὴν κοινὴ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ὄχι μόνον τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐδημιούργησε τὸ δεσποτικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός, δηλαδὴ ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάδα. Η διατύπωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας εἶναι, ὅτι ὁ Πατὴρ εὐδόκησε τὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ αὐτούργησε τὴν σάρκωσή Του καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἐτελεσιούργησε.

Ἡ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου ἔγινε μὲ ἡσυχία καὶ κρυφιότητα καὶ ὄχι μὲ κρότο καὶ ταραχή. Κανείς, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ καταλάβη ἐκείνη τὴν στιγμὴ αὐτὰ τὰ μεγάλα ποὺ ἐπετελέσθησαν. Ὁ Προφητάναξ Δαυὶδ προφήτευσε αὐτὸ τὸ γεγονὸς λέγοντας: «Καταβήσεται ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον, ὡσεὶ σταγὼν ἡ στάζουσα ἐπὶ τὴν γῆν» (Ψαλμ. οα΄, 6). Ὅπως ἡ βροχὴ, ποὺ πέφτει ἐπάνω σ’ ἕνα ποκάρι ἀπὸ μαλλὶ δὲν προκαλεῖ θόρυβο οὔτε καὶ καμμιὰ φθορά, τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ κατὰ τὸν Eὐαγγελισμὸ καὶ τὴν σύλληψη. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν σύλληψή Του δὲν προκάλεσε θόρυβο οὔτε καὶ καμμιὰ φθορὰ στὴν παρθενία τῆς Παναγίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία ἦταν καὶ ἔμεινε Παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, κατὰ τὸν τόκο καὶ μετὰ τὸν τόκο. Εἶναι τὰ τρία ἀστέρια, τὰ ὁποῖα ὁ ἁγιογράφος σχηματίζει πάντοτε στὸ μέτωπο καὶ στοὺς δυὸ ὤμους τῆς Παναγίας.

Στ.

Ἡ ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέσα στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου, συνιστᾶ τὴν ἄμεση θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Δηλαδή, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἑνώθηκε ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὑπάρχει θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «ἅμα σάρξ, ἅμα Θεοῦ Λόγου σάρξ». Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν παρενεβλήθη ἕνα διάστημα μετὰ ἀπὸ τὴν σύλληψη γιὰ νὰ θεωθῆ τὸ ἀνθρώπινο πρόσλημμα ἀλλὰ αὐτὸ ἔγινε ἀμέσως κατὰ τὴν ὧρα τῆς συλλήψεως.

Συνέπεια καὶ συνέχεια αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι, ὅτι ἡ Παναγία πρέπει νὰ λέγεται Θεοτόκος, ἀφοῦ αὐτὴ γέννησε πραγματικὰ τὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο κυοφόρησε ἐννέα μῆνες στὴν κοιλία της, καὶ ὄχι ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ Παναγία λέγεται Θεοτόκος καὶ ὄχι Χριστοτόκος. Τὸ χριστολογικὸ δόγμα ἔχει συνέπεια καὶ στὸ θεοτοκολογικό. Ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, ἀκριβῶς γιατί συνέλαβε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Χριστό.

Αὐτὸ πρέπει νὰ τονισθῆ, γιατί παλαιὰ ἔγινε μεγάλη θεολογικὴ συζήτηση γιὰ τὸ ἂν ἡ Παναγία πρέπει νὰ λέγεται Θεοτόκος, λόγω ὑπάρξεως αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ἡ δὲ τελικὴ κατοχύρωση τῆς διδασκαλίας, ὅτι ἡ Παναγία ἐγέννησε Θεό καὶ ὅτι ἀμέσως μὲ τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπάρχει θέωσή της, ἔγινε στην Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ὁ αἱρετικὸς Νεστόριος, χρησιμοποιώντας φιλοσοφικοὺς ὅρους καὶ ἀνθρώπινο στοχασμό, ὑποστήριζε, ὅτι ἡ Παναγία ἦταν ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἦταν ἀδύνατο νὰ γεννήση τὸν Θεό. Τὸ βρέφος ποὺ ὑπῆρχε μέσα της δὲν ἦταν Θεός ἀλλὰ ἄνθρωπος. Ἁπλῶς ὁ Θεὸς «παρῆλθεν» ἢ «συμπαρῆλθεν» διὰ τῆς Θεοτόκου. Βέβαια, ὑπῆρχε πρόβλημα στὴν θεολογία του γιὰ τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν δυὸ φύσεων στὸν Χριστό. Ὁ Νεστόριος πίστευε, ὅτι ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἁπλῶς συνημμένη μὲ τὴν φύση τῆς θεότητος. Ὁ Λόγος ἦταν Θεός ἀλλὰ ἦταν συνημμένος μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ κατοικοῦσε μέσα του. Μὲ τέτοιες προϋποθέσεις ὀνόμαζε τὴν Παναγία Χριστοτόκο καὶ ὄχι Θεοτόκο.

Ὅμως ὁ Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ἡ κάθε φύση ἐνεργοῦσε «μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας» στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Τὸ θέμα αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε, ὅταν θὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ ὅμως πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση θεώθηκε ἀμέσως μὲ τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν θεία φύση, στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέσα στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου. Γι’ αὐτὸ ἡ Παναγία εἶναι καὶ λέγεται Θεοτόκος, ἀφοῦ γέννησε κατὰ ἄνθρωπον τὸν Θεό.

Ζ.

Ἡ ἄμεση θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπὸ τὴν θεία φύση τοῦ Λόγου δὲν σημαίνει, ὅτι καταργοῦνται τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Αὐτὸ δείχνει, ὅτι ἡ σύλληψη καὶ κυοφορία ἀλλὰ καὶ ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν. Ὑπὲρ φύσιν, γιατί ἔγινε δημιουργικῶς ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ ὄχι σπερματικῶς. Κατὰ φύσιν, γιατί ἡ κυοφορία ἔγινε κατὰ τὸν τρόπο ποὺ κυοφορεῖται τὸ βρέφος.

Ὑπάρχει ὅμως ἕνα σημεῖο, ποὺ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ. Σὲ κάθε βρέφος ὑπάρχουν μερικὰ στάδια, ἕως ὅτου ἔλθη ἡ ὧρα νὰ γεννηθῆ. Κατ’ ἀρχᾶς γίνεται ἡ σύλληψη, στὴν συνέχεια μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα ὁ ἐξεικονισμὸς τῶν μελῶν τοῦ σώματός του, ἔπειτα ἀναπτύσσεται ὀλίγον κατ’ ὀλίγον καὶ, κατὰ τὸν βαθμὸ τῆς ἀναπτύξεώς του, ἀκολουθεῖ ἡ κίνηση καὶ τέλος, ὅταν ὁλοκληρωθῆ, ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας του.

Ἐνῶ στὸ θεῖο βρέφος ἔχουμε ὀλίγον κατ’ ὀλίγον αὔξηση, ἐν τούτοις δὲν παρενεβλήθη διάστημα μεταξὺ συλλήψεως καὶ ἐξεικονισμοὺ τῶν μελῶν. Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει ρητῶς: «εὐθὺς γὰρ τέλειον ἢν τῇ σαρκὶ τὸ κυοφορούμενον, οὐ ταῖς κατὰ μικρὸν διαπλάσεσι μορφωθέν». Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ δοῦμε ἀπὸ τὴν ἄποψη, ὅτι ἐξεικονίσθησαν τὰ μέλη τοῦ σώματός Του ἀμέσως, δημιουργήθηκε τέλειος ἄνθρωπος ἀλλὰ ὅμως δὲν βρέθηκε ἀμέσως στὴν διάπλαση τῶν ἐννέα μηνῶν. Ἀναπτυσσόταν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐνῶ εἶχε ἀπαρτισθῆ τὸ σῶμα Του ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Η.

Ἡ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου ἔγινε ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα δημιουργικῶς καὶ ὄχι σπερματικῶς, γιατί ἔπρεπε νὰ ἀναλάβη ὁ Χριστὸς τὴν καθαρὰ φύση, ποὺ εἶχε ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς παραβάσεως. Βέβαια, ὁ Χριστὸς προσέλαβε σάρκα παθητὴ καὶ θνητή, ὅπως αὐτὴ ἔγινε μετὰ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, γιὰ νὰ νικήση τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ἀλλ’ ὅμως, ἦταν ἄκρως καθαρὰ καὶ ἀμίαντος, ὅπως ἦταν πρὸ τῆς παραβάσεως. Ἔτσι, ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ ἀπόψεως καθαρότητος ἦταν ὅπως τὸ πρὸ τῆς παραβάσεως σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀπὸ ἀπόψεως δὲ θνητότητος καὶ φθαρτότητος ἦταν τὸ μετὰ τὴν παράβαση σῶμα τοῦ Ἀδάμ.

Ἑπομένως, ἡ σύλληψη ἔγινε διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γεννᾶται σήμερα ὁ ἄνθρωπος (διὰ τοῦ σπέρματος) εἶναι μετὰ τὴν παράβαση. Κατά τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ἡ κίνηση τῆς σαρκὸς πρὸς γέννηση δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένη τελείως τῆς ἁμαρτίας, γιατί, ἐνῶ ὁ νοῦς ἔχει ταχθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἡγεμονεύη τὸν ἄνθρωπο, συμπεριφέρεται «ἀνυποτάκτως» κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κινήσεως τῆς σαρκός. Ἔτσι, ἡ καθαρὰ φύση τοῦ Χριστοῦ ἔχει σχέση μὲ τὴν δημιουργικὴ καὶ ὄχι σπερματικὴ σύλληψη.

Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς συνδέεται στενώτατα, μὲ τὸ ὅτι ἡ σύλληψη, κυοφορία καὶ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Παναγία ἦταν ἀνήδονος, ἄκοπος καὶ ἀνώδυνος. Ὁ Χριστός, λοιπόν, συνελήφθη, κυοφορήθηκε ὡς βρέφος καὶ γεννήθηκε ἀνηδόνως, ἀκόπως, ἀνωδύνως. Συνελήφθη ἀσπόρως γιὰ δυὸ βασικοὺς λόγους. Πρῶτον, γιὰ νὰ ἀναλάβη τὴν καθαρὰ ἀνθρώπινη φύση καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ γεννηθῆ ἀφθόρως καὶ ἀνωδύνως.

Ἡ Παναγία, ὅπως συνέλαβε τὸν Χριστὸ ἀνηδόνως, χωρὶς ἡδονή, τὸ ἴδιο καὶ τὸν κράτησε ἐννέα μῆνες στὴν κοιλία της, ἀκόπως καὶ ἀβάρως. Δέν αἰσθανόταν βάρος, παρὰ τὸ ὅτι τὸ θεῖο βρέφος ἀναπτυσσόταν φυσιολογικὰ καὶ εἶχε τὸ βάρος ἑνὸς ἀναπτυσσομένου ἐμβρύου. Ἐφαρμόσθηκε ἔτσι ἡ προφητεία τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου: «Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης κούφης» (Ἤσ. ἰθ’, 1). Μὲ τὸν ὄρο «νεφέλη κούφη» ἐννοεῖται ἡ ἀνθρώπινη σάρκα, ποὺ ἦταν τόσο πολὺ ἐλαφρά, ὥστε δὲν προξένησε κανένα βάρος καὶ κόπο στὴν Παναγία, κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐννεαμήνου κυοφορίας.

Ἡ ἄσπορη καὶ ἀνήδονη σύλληψη τῆς Παναγίας καὶ ἡ ἄκοπη κυοφορία συνδέεται στενὰ μὲ τὴν ἄφθορη καὶ ἀνώδυνη γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Κατά τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὑπάρχει στενὴ σχέση μεταξὺ ἡδονῆς καὶ ὀδύνης, ἀφοῦ κάθε ἡδονὴ ἔχει συνημμένο καὶ τὸν πόνο. Ὁ Ἀδὰμ αἰσθάνθηκε ἡδονὴ καὶ ἀκολούθησε ὁ πόνος σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἔτσι καὶ τώρα, διὰ τῆς ἐλευθερώσεως ἀπὸ τὴν ἡδονὴ προέρχεται χαρὰ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔφθειρε τὴν παρθενία τῆς Θεοτόκου, ὅπως ἀκριβῶς ἡ σύλληψη δὲν ἔγινε μὲ ἡδονή καὶ ἡ κυοφορία μὲ βάρος καὶ κόπο. Εκεί ποὺ ἐνεργεῖ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, «νικᾶται φύσεως τάξις».

Θ.

Ἡ διάρκεια τῆς κυοφορίας τῆς Παναγίας εἶναι προτύπωση τῆς ἀδιαλείπτου κοινωνίας, ποὺ θὰ ἔχουν οἱ ἅγιοι στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι γνωστὸ καὶ δεδομένο, ὅτι ἡ μητέρα ποὺ ἔχει κυοφορούμενο βρέφος ἔχει στενὴ καὶ ὀργανικὴ σχέση μαζί του. Σύγχρονοι ἐπιστήμονες ἔχουν ἀποδείξει, ὅτι τὸ βρέφος ἐπηρεάζεται πάρα πολὺ, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν σωματικὴ κατάσταση τῆς μητέρας του ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ψυχολογική της συγκρότηση. Καὶ ἐπειδὴ τὸ θεῖο βρέφος συνελήφθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἀλλὰ μεγάλωσε κατὰ τὸν φυσικὸ τρόπο, δηλαδὴ εἶχε κοινωνία μὲ τὸ σῶμα τῆς Παναγίας, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει στενὴ σχέση μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου. Φυσικά, αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ δοῦμε ἀπὸ τὴν ἄποψη, ὅτι ἡ Παναγία δίνει τὸ αἷμα της στὸν Χριστό ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς τὴν Χάρη καὶ εὐλογία Του σὲ αὐτήν. Κυοφορούμενος ὁ Χριστὸς δὲν ἔπαυσε νὰ βρίσκεται ταυτόχρονα στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκε μὲ τὴν θεία φύση ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, ἀμέσως ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς συλλήψεως. Αυτό σημαίνει ὅτι πρώτη ἡ Παναγία γεύθηκε τὰ ἀγαθὰ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τὴν θέωση. Αὐτὸ ποὺ οἱ Μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ γεύθηκαν κατὰ τὴν Πεντηκοστή, καὶ ἐμεῖς μετὰ τὸ Βάπτισμα, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅταν κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ ζοῦν οἱ ἅγιοι στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τὸ ζοῦσε ἡ Παναγία ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεως καὶ κυοφορίας.

Ἑπομένως, ὁ Χριστὸς ἐννέα ὁλόκληρους μῆνες, μέρα καὶ νύχτα, ἔτρεφε μὲ τὸ ἁγιασμένο αἷμα Του τὴν Παναγία. Αὐτὸ εἶναι προτύπωση τῆς ἀδιαλείπτου θείας Κοινωνίας καὶ τῆς ἀδιαλείπτου σχέσεως καὶ κοινωνίας τῶν ἁγίων μὲ τὸν Χριστὸ, ποὺ θὰ γίνη κυρίως στὴν ἄλλη ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία εἶναι προτύπωση τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρίσμα εἶναι Παράδεισος.

Ι.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, μιλώντας γιὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, προχωρεῖ καὶ σὲ μία προσωπικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ προσέγγιση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Γιατί δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ ἑορτάζουμε ἐξωτερικὰ τὰ γεγονότα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἀλλὰ νὰ τὰ πλησιάζουμε ὑπαρξιακὰ καὶ πνευματικά. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, συνέλεξε πολλὰ χωρία ἁγίων στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γι’ αὐτὴν τὴν ὑπαρξιακὴ προσέγγιση.

Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὀ λόγος τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου: «Διὰ τὸν φόβον σου, Κύριε, ἐν γαστρί ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν καὶ ἐτέκομεν, πνεῦμα σωτηρίας σου ἐποιήσαμεν ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. κστ΄, 18). Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων, σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ μήτρα εἶναι ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου. Διὰ τῆς πίστεως, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σπείρεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν καθιστὰ ἔγκυο ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιὰ τὸν φόβο νὰ μὴ μείνη ὁ ἄνθρωπος μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Διὰ τοῦ φόβου αὐτοῦ, ἀρχίζει ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ποὺ ὁμοιάζει μὲ πόνο, ὠδίνες τοκετοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, γεννιέται τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας, ποὺ εἶναι ἡ θέωση καὶ ὁ ἁγιασμός.

Ἡ μόρφωση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας γίνεται μὲ πνευματικὲς ὠδίνες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν» (Γαλ. δ΄, 19). Ὠδίνες εἶναι ὁ ἀσκητικὸς ἀγώνας καὶ μόρφωση εἶναι ἡ θέωση καὶ ὁ ἁγιασμός.

Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας (ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή, ἅγιο Συμεὼν τὸν νέο Θεολόγο, ὅσιο Νικήτα τὸν Στηθάτο κλπ.), αὐτὸ ποὺ συνέβη σωματικὰ στὴν Παναγία, αὐτὸ γίνεται πνευματικὰ σὲ κάθε ἕναν, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχὴ παρθενεύει, δηλαδὴ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη. Ὁ Χριστός, ποὺ μία φορᾶ γεννήθηκε κατὰ σάρκα, θέλει νὰ γεννᾶται πάντα κατὰ πνεῦμα, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θέλουν, καὶ ἔτσι γίνεται βρέφος, διαπλάττοντας τὸν ἑαυτὸ του μέσα σ’ ἐκείνους διὰ τῶν ἀρετῶν.

Ἡ πνευματικὴ σύλληψη καὶ γέννηση γίνεται ἀντιληπτὴ, ἀπὸ τὸ ὅτι σταματᾶ ἡ ρύση τοῦ αἵματος, δηλαδὴ παύουν νὰ ὑπάρχουν ἐπιθυμίες γιὰ τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἐνεργοῦν τὰ πάθη στὸν ἄνθρωπο, μισεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία καὶ θέλει διαρκῶς νὰ πράττη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ δὲ ἡ σύλληψη καὶ γέννηση ἀποκτᾶται μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν θείων ἐντολῶν, κυρίως μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοὸς στὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη μονολόγιστη προσευχή. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου εἶναι εὐαγγελισμὸς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, πληροφορία ὅτι ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ παγκόσμια ἑορτὴ πρέπει νὰ συντελέση στὴν προσωπικὴ ἑορτή, στὸν προσωπικὸ εὐαγγελισμό. Πρέπει νὰ δεχθοῦμε τὰ προοίμια τῆς σωτηρίας μας, ποὺ εἶναι ἡ μεγαλύτερη εἴδηση στὴν ζωή μας.