Ἄγνωστος συγγραφεύς.
Μελετώντας προσεκτικὰ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ ποὺ μᾶς περιβάλλει, καταλήγουμε ἀναπόφευκτα στὸ συμπέρασμα, ὅτι στὶς μέρες μας τὸ καθῆκον καὶ ἡ ἀρετὴ ἔχουν χάσει τὴν παλιά τους αἴγλη. Ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται πὼς μετράει σήμερα εἶναι ἡ δύναμη καὶ ὁ ἀριθμός. Αὐτὸ γίνεται ἰδιαίτερα ἀντιληπτὸ στὴν πολιτική, κοινωνικὴ καὶ ἰδιωτικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ κάθε εἴδους πιέσεις καὶ ἀδικίες εὔκολα συγχωροῦνται στοὺς ἰσχυρούς τῆς ἡμέρας. Ἡ διατυμπανιζόμενη πρόοδος καὶ ἐξέλιξη σκεπάζει καὶ δικαιολογεῖ πολλά. Συχνὰ καὶ ἡ πιὸ δειλὴ ἀντίρρηση γιὰ κάποιο ἐπίμεμπτο γεγονὸς χαρακτηρίζεται ὡς ἔλλειψη λεπτότητας. Ἐπίσης καταπληκτικὴ ἐπιρροὴ στὴν ἀνθρώπινη σκέψη ἀσκεῖ ἡ γνώμη τοῦ πλήθους.
Καθετὶ ποὺ σκέφτεται, ἀποφασίζει καὶ ἐνεργεῖ τὸ σύνολο, γίνεται νόμος, στὸν ὁποῖο ὑποτάσσονται ὅλοι καὶ στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ὑποκύπτει ἡ ἴδια ἡ συνείδηση. Φυσικά, τὸ σύνολο μπορεῖ κάποτε νὰ ἔχει δίκιο. Εἶναι πολλοί, ὡστόσο, ποὺ ἔχουν τὴν ἐντύπωση -καὶ ἴσως δὲν κάνουν λάθος- ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς τὸ πλῆθος, ὁ ὄχλος, πέφτει ἔξω.
«Ἀλλὰ τί μᾶς ἐνδιαφέρει;», σκέφτονται πολλοί. «Εἶναι πιὸ συνετὸ νὰ φέρεσαι ὅπως ὅλοι· ἤ, τουλάχιστον, δὲν εἶναι ἀσυγχώρητο τὸ νὰ μὴν τηρεῖται τόσο αὐστηρὰ τὸ καθῆκον, ἀφοῦ καὶ ἄλλοι δὲν τὸ τηροῦν. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους!».
Αὐτὸς ὁ κανόνας, ὅμως, εἶναι ὀλέθριος, γιατί, κι ἂν ἀκόμα σὲ μερικὲς περιπτώσεις φαίνεται νὰ μᾶς διευκολύνει, πληρώνουμε αὐτὴ τὴ διευκόλυνση μὲ τριπλῆ θυσία: τῶν πεποιθήσεών μας, τῆς ἐλευθερίας μας καὶ τῆς τιμῆς μας.
1. Η ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ.
Ὅσοι ἀκολουθοῦν αὐτὸν τὸν κανόνα, συχνὰ πρέπει νὰ θυσιάσουν πρώτ’ ἂπ’ ὅλα τὶς πεποιθήσεις τους. Βέβαια κανεὶς δὲν ἔχει ἀντίρρηση, ὅτι εἶναι συνήθως ἀναγκαῖο νὰ προσαρμοζόμαστε στὶς καθημερινὲς βιοτικὲς ἀπαιτήσεις καὶ συνθῆκες, ὅταν αὐτὲς δὲν προσβάλλουν οὔτε τὴν πίστη οὔτε τὰ χριστιανικὰ ἤθη. Ὁ χριστιανὸς ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο εἶναι πάντα πρόσχαρος πρὸς ὅλους, εὐγενικός, ἐξυπηρετικός, περιποιητικὸς καὶ πρόθυμος νὰ ὑπομείνει ὅλα ὅσα δὲν ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ πιστεύω του.
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀκριβῶς σταματάει ἡ μεγαλόψυχη διάθεσή του νὰ συμμορφώνεται μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου: Ἂς μὴν παραδέχονται οἱ γύρω του οὔτε τὴ θεία ἀποκάλυψη οὔτε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς παρασύρονται στὶς προκλητικὲς ἐνέργειές τους ἀπὸ τὴ γνώμη τοῦ ὄχλου. Ἂς καταπατοῦν χωρὶς τύψεις τὸν θεῖο καὶ ἀνθρώπινο ἠθικὸ νόμο. Ἂς περιφρονοῦν τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Ὁ πιστὸς χριστιανὸς θὰ θρηνεῖ τὴν πνευματικὴ ἀναπηρία τῶν συνανθρώπων του, ἀλλὰ φυσικὰ ποτὲ δὲν θὰ τοὺς μιμηθεῖ. Ἡ προσωπική του συνείδηση, φωτιζόμενη καὶ παιδαγωγούμενη ἀπὸ τὴν πίστη, στέκει γι’ αὐτὸν μοναδικὸς ὁδηγός.
Μὰ καὶ πῶς μποροῦσε νὰ εἶναι διαφορετικά; Μήπως ἡ πλάνη παύει νὰ εἶναι πλάνη, ὅταν γίνεται ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ σύνολο; Καὶ τὸ κακὸ πού ἐνεργεῖται σὲ εὐρεία κλίμακα, δὲν παραμένει ἐξίσου κακό; Καὶ τὸ ἠθικὸ χρέος, ἔστω ξεχασμένο καὶ ἀπαράδεκτο ἀπὸ τοὺς πολλούς, χάνει ἄραγε γι’ αὐτὸν τὴν ὑπέρχρονη καὶ καθολική του ἰσχύ;
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στοὺς ἀσταθεῖς καὶ ἀμφιταλαντευόμενους χριστιανοὺς ὅλων αὐτῶν τῶν ἐποχῶν: «Μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰώνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζει τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρώμ. 12, 2).
Ἔτσι, ἂν ὅλος ὁ κόσμος λησμόνησε τὶς θεῖες ἀλήθειες καὶ βυθίστηκε στὸ κακὸ -«Ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Ἃ’ Ἰω. 5, 19)- γιὰ νὰ ὑλοποιηθεῖ ἡ εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ νὰ πρωτεύσει σὲ ὅλα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολὺ συχνὰ καὶ ἀπαραίτητο καὶ φυσικὸ νὰ ξεχωρίζουμε ἀκριβῶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸ θέλημά τους δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸν θεῖο νόμο καὶ ἡ ζωή τους δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ χριστιανικὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα.
Στὸ θέμα αὐτὸ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μᾶς προβάλλει ἕνα ἐντυπωσιακὸ παράδειγμα στὸ πρόσωπο τοῦ Τωβίτ.
Ζοῦσε στὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἑβραῖοι, ξεχνώντας τὶς ἀμέτρητες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ξέπεσαν στὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη. Ἡ ἀποστασία γενικεύθηκε τόσο, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἰσχύσουν γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὰ λόγια του προφητάνακτος Δαβίδ: «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνὸς» (Ψάλμ. 13, 3).
Καὶ ὅμως, μέσα στὸν πλανεμένο ὄχλο ὁ Τωβὶτ παραμένει ἀκλόνητος στὴν πίστη καὶ στὶς παραδόσεις τῶν προγόνων του καὶ στὸν θεοδίδακτο νόμο τοῦ ὅρους Σινᾶ. Ὅταν ὅλοι ἔτρεχαν νὰ προσκυνήσουν τὸ χρυσὸ μοσχάρι, ὁ Τωβὶτ πήγαινε στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ λατρεύσει τὸν ἀληθινὸ Θεό, προσφέροντας τὶς ἀπαρχὲς τῶν ἀγρῶν του καὶ τὸ δέκατο ὅλων τῶν εἰσοδημάτων του.
Ἦρθαν ἔπειτα τὰ μαῦρα χρόνια της σκλαβιᾶς φορτωμένα δοκιμασίες -αἰχμάλωτος στὴ χώρα τῶν Ἀσσυρίων-, ἀλλὰ οὔτε τώρα προδίνει τὴν ὁδὸ τῆς ἀληθείας. Παραμένει σταθερὰ προσηλωμένος στὸν πατροπαράδοτο νόμο. Ἔτσι, ἐνῶ ὅλοι ἔτρωγαν τὰ ἀπαγορευμένα ἀπὸ τὸν θεῖο νόμο σφάγια τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν, τὰ εἰδωλόθυτα, αὐτὸς οὔτε μία φορὰ δὲν κάνει «ὅ,τι κάνουν ὅλοι».
Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ κορυφώνεται ἡ μαρτυρία πίστεως τοῦ Τωβίτ, μέσα στὸ εἰδωλοκρατούμενο γένος του, εἶναι ριψοκίνδυνη καὶ διαμετρικὰ ἀντίθετη τακτικὴ ποὺ ἀκολουθεῖ -συγκριτικὰ μὲ τοὺς δειλοὺς συμπατριῶτες του- στὸ καίριο γιὰ τὴν ἰσραηλιτικὴ συνείδηση θέμα τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν: Ἀψηφώντας ὄχι πιὰ ἁπλῶς κοινὴ γνώμη, σχόλια καὶ εἰρωνεῖες, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν ἀκόμα τὴ διαταγὴ τῶν τυράννων, ποὺ ἀπαγόρευε μὲ ποινὴ θανάτου τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐγκατέλειπε κάθε σούρουπο τὸ φτωχικό του, γιὰ νὰ ἐπιτελέσει -μόνος αὐτὸς- τὸ ὕστατο ἱερὸ χρέος, κηδεύοντας ὅσα ἄταφα πτώματα τῶν δύστυχων σκλάβων ὁμοφύλων του ἔβρισκε.
Εἶναι γνωστὲς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ οἱ εὐλογίες μὲ τὶς ὁποῖες τὸν ἀντάμειψε ὁ Κύριος -ὄχι πάντως ἀμέσως, ἀλλ’ ἀφοῦ πρῶτα δοκίμασε ἐπὶ πολὺ τὴν ἄκαμπτη καὶ ἀνδρεία ἐμμονή του στὸν θεῖο νόμο καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ ἀπελπιστικὰ ἀντίξοες περιστάσεις.
Παρόμοια καλούμαστε κι ἐμεῖς, μέσ’ ἀπὸ τὶς (θεληματικὰ ἤ, συνήθως, ἀθέλητα) στρατευμένες κατὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐπιβλητικὲς σὲ ὄγκο μάζες, νὰ ξεμακρύνουμε -θαρραλέες μονάδες-, νὰ ξεχωρίσουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. «Ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β’ Κόρ. 6,17). Καὶ σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἂς δεχθοῦμε τὴ συμβουλὴ τοῦ δασκάλου τῆς οἰκουμένης καὶ ἂς σκεφθοῦμε ποιοὶ θέλει νὰ εἶναι οἱ χριστιανοί· πῶς θέλει νὰ εἶναι ξένοι πρὸς τὴν παροῦσα ζωή, ὄχι γιὰ νὰ κατοικήσουν κάπου ἔξω καὶ μακριὰ ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλά, ἐνῶ θὰ ζοῦν μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ θὰ τὸν συναναστρέφονται, δὲν θὰ ζοῦν ὅπως ζεῖ ὁ κόσμος, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ λάμπουν σὰν τὰ ἀστέρια καὶ θὰ δείχνουν στοὺς ἀπίστους μὲ τὰ ἔργα τους ὅτι μετατόπισαν τὸν ἑαυτό τους σὲ ἄλλη πολιτεία, καὶ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τὸ κοινὸ πρὸς τὴ γῆ καὶ τὰ ἐγκόσμια πράγματα». Δὲν θὰ θυσιάσουμε, λοιπόν, οἱ χριστιανοί, γιὰ μία ταπεινὴ εὐαρέσκεια ἐκείνων ποὺ παρανομοῦν, καμιὰ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ πεποιθήσεις μας, οὔτε τὸ “γιώτα” ἢ τὴν “κεραία” τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.
2. Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ὅτι τὸν ἐπιζήμιο κανόνα «δὲν πρέπει νὰ ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους» τὸν ἀκολουθοῦν συνηθέστερα, ἄνθρωποι, ποὺ πολύ τοῦς ἀρέσει νὰ ὀνομάζονται «φιλελεύθεροι», χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι μὲ τὴν ἔνταξή τους σ’ αὐτὸ τὸ μαζικὸ καλούπι ἀρνοῦνται τὴν προσωπική τους ἐλευθερία καὶ αὐτοπαραδίνονται σὲ μία ταπεινωτικὴ σκλαβιά.
Πολὺ σωστὰ γράφει καὶ πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ὁ ὄχλος εἶναι, δυστυχῶς, κύριός μας καὶ φοβερὸς τύραννος… Ὁ πολὺς ὄχλος, ὁ ἄτακτος καὶ τιποτένιος, δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ δώσει διαταγές, ἀλλὰ ἀρκεῖ μόνο νὰ μᾶς δείξει τὶς προτιμήσεις του καὶ ἀμέσως ὑπακούομε σὲ ὅλα. Καὶ πῶς, λένε, μπορεῖ νὰ ἀποφύγει κανεὶς αὐτοὺς τοὺς δυνάστες; Ἂν ἀποκτήσει φρόνημα ἀνώτερο ἀπ’ αὐτούς, ἂν ἐξετάσει προσεκτικὰ τὴ φύση τῶν πραγμάτων, ἂν περιφρονήσει τὴ γνώμη τῶν πολλῶν, ἂν πρὶν ἀπ’ ὅλα ἀσκήσει τὸν ἑαυτό του, ὥστε, προκειμένου γιὰ θέματα ποὺ εἶναι πραγματικὰ αἰσχρά, νὰ μὴ φοβᾶται τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸ ἀκοίμητο μάτι τοῦ Θεοῦ, καὶ προκειμένου γιὰ ἀγαθὰ θέματα νὰ ἐπιδιώκει καὶ πάλι τὰ στεφάνια ποὺ δίνει Ἐκεῖνος».
Ἀπροκάλυπτα ἂς ἀναρωτηθεῖ καθένας μας: Ἕνας ἄνθρωπος πού φοβᾶται νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, πού δὲν τολμάει νὰ φανερώνει ἔμπρακτα τὶς πεποιθήσεις του, εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερος; Θὰ ἦταν εὐτυχής, ἂν μποροῦσε νὰ ἐκδηλωθεῖ ἀδίσταχτα, σύμφωνα μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του, ἀλλὰ δὲν τολμάει. Δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Εἶναι δέσμιος στὴν “κοινὴ γνώμη ”. Καὶ μόνη ἡ ἁπλὴ παρουσία προσώπων μὲ ἀντίθετες ἀπόψεις τὸν παραλύει. Εἶναι πολὺ τολμηρὸς καὶ φέρεται ὅπως τοῦ ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή του, ὅταν εἶναι μόνος ἢ σὲ περιβάλλον ποὺ συμμερίζεται τὰ πιστεύματά του. Ἀλλὰ ρίξτε μία ματιά, ὅταν βρίσκεται μέσα στὸ ἀνερμάτιστο πλῆθος. Δὲν τὸν ἀναγνωρίζετε! Εἶναι ἄλλος ἄνθρωπος: Σκέφτεται καὶ ζεῖ ὅπως ὅλοι. Ἀρνεῖται τὴν προσωπικότητά του, τὴν ἐλευθερία τῆς σκέψεως καὶ συνειδήσεώς του. Εἶναι ἕνας δοῦλος καὶ μάλιστα ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἀπὸ τοὺς δούλους.
Ἡ διατύπωση αὐτὴ δὲν κρύβει σχῆμα ὑπερβολῆς. Μήπως ὑπάρχει ἀπαισιότερη μορφὴ δουλείας ἀπὸ τὸ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ ἐκφράσεις ὅ,τι νιώθεις καὶ νὰ ἐκδηλωθεῖς ὅπως ποθεῖς;
Ἐκεῖνος ποὺ κρατιέται δέσμιος ἀπὸ τέτοια ψυχολογικὰ συμπλέγματα, συχνὰ ἀναγκάζεται νὰ ταπεινωθεῖ πάρα πολύ. Ὁ φόβος «μὴν ξεχωρίσει ἀπὸ τοὺς ἄλλους» πιεστικὰ τὸν ἀναγκάζει νὰ συμμετέχει κάποτε σὲ ψυχοφθόρες συζητήσεις ἢ νὰ χαμογελάει ἄλλοτε σὲ βλάσφημα καὶ αἰσχρὰ ἀστεία κατὰ τῆς πίστεως. Μία τέτοια τακτική, ὅμως, δὲν εἶναι μόνο ἀνελεύθερη, ἀλλὰ φτάνει σὲ πλήρη ἐξευτελισμὸ τῆς προσωπικότητας.
Νά, λοιπόν, μὲ ποιὲς ἀναπόφευκτες συνέπειες συνοδεύεται ὁ κανόνας «δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καλύτερα νὰ φερόμαστε ὅπως ὅλοι».
Τελείως διαφορετικὰ συμπεριφέρονταν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ καὶ οἱ μάρτυρες. Μπροστὰ στὸ βῆμα τῶν αἱμοχαρῶν δικαστῶν καὶ μπροστὰ στὰ ὀργισμένα ἐχθρικὰ πλήθη δὲν δίσταζαν νὰ ὁμολογοῦν θαρραλέα τὴν πίστη τους στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ρωτοῦσαν τὸ χριστιανό:
― Πῶς ὀνομάζεσαι;
― Χριστιανός! ἀπαντοῦσε.
― Ποιὸ εἶναι τὸ ἐπάγγελμά σου;
― Χριστιανός!
― Ἡ πατρίδα σου;
― Χριστιανός!…
Πάντα ἡ ἴδια μεγαλειώδης καὶ ἀνδρεία ἀπάντηση, ποὺ συχνὰ ἔφερνε σὲ δύσκολη θέση τοὺς διῶκτες, κάποτε τοὺς προβλημάτιζε καὶ ὄχι σπάνια τούς ὁδηγοῦσε στὸν Χριστό.
Αὐτὸ εἶναι τὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦμα: Πνεῦμα εἰλικρίνειας, σταθερότητας, ἀληθινῆς ἐλευθερίας, πνεῦμα διαμετρικὰ ἀντίθετο πρὸς τὴν ταπεινωτικὴ θεωρία τοῦ «δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους». Ὁ Θεὸς δὲν «ἔδωκεν ἠμῖν πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως» (Β’ Τίμ. 1, 7).
3. ΘΥΣΙΑ ΤΙΜΗΣ.
Ἀλλά, ἄραγε, αὐτὴ ἡ τακτική τοῦ χαμαιλεοντισμοῦ, ἀπογυμνώνοντας τὸ χριστιανὸ ἀπὸ τὶς ἀρχές του κι ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν αὐτοελευθερία, τοῦ ἐξασφαλίζει τουλάχιστον τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸ σεβασμὸ τῶν ἄλλων, ὅπου καὶ ἀποβλέπει κυρίως; Θὰ ἦταν τελείως ἀψυχολόγητο νὰ ὑποθέσουμε κάτι τέτοιο. Ἡ κοινὴ γνώμη στὰ πνευματικὰ θέματα -τὸ εἴπαμε ἤδη- πέφτει πολὺ ἔξω. Ποτέ, ὡστόσο, δὲν ἀμείβει μὲ τὴν ὑπόληψή της χαρακτῆρες ἀμφιταλαντευόμενους. Οἱ ἄνθρωποι -πῶς νὰ τὸ κάνουμε;- ἀγαποῦν καὶ μάλιστα θαυμάζουν, ἔστω ἐνδόμυχα, τὶς σταθερὲς καὶ ξεκαθαρισμένες πεποιθήσεις, καὶ ὁ σεβασμὸς τους εἶναι βαθὺς γιὰ κείνους ποὺ στέκουν ἀσάλευτοι στὶς ἀρχές τους.
Αὐτὸ ἴσχυε ἀκόμα καὶ στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Ἕνας προχριστιανὸς ἀκριβῶς σοφός, θέλοντας νὰ δώσει τὴν εἰκόνα τοῦ ἐνάρετου ἀνθρώπου, τονίζει ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ καθήκοντος· οὔτε ἡ παντοδυναμία τῶν τυράννων, οὔτε ἡ πίεση τῆς κοινῆς γνώμης οὔτε ἀκόμα ἡ καταστροφὴ ὁλόκληρης τῆς… οἰκουμένης!
Πολὺ πειστικὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια ὅσων ὑποστηρίζουμε σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι μία ἐνέργεια τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Κωνστάντιου τοῦ Χλωροῦ: Θέλοντας νὰ δοκιμάσει τοὺς χριστιανοὺς ἀξιωματικούς τῆς ἀκολουθίας του, τοὺς ἀνακοίνωσε ὅτι θὰ κρατήσει κοντὰ του μόνο αὐτοὺς ποὺ θ’ ἀρνηθοῦν ἀμέσως τὴ χριστιανική τους πίστη. Μερικοὶ τότε, κάνοντας ἕνα βῆμα μπροστά, δήλωσαν ὅτι εἶναι ἕτοιμοι ν’ ἀρνηθοῦν. Καὶ τότε ὁ Κωνστάντιος, ρίχνοντάς τους μία περιφρονητικὴ ματιά, τοὺς ἐδίωξε ὡς ἀνάξιους τῆς ἐμπιστοσύνης του.
Τὸ ἴδιο ὑποτιμητικὸ βλέμμα, εἴτε ἔκδηλο εἴτε ὑποκριτικὰ καλυμμένο, εἶναι ἡ ἀμοιβὴ τῶν δειλῶν καὶ μικρόψυχων, ποὺ εἶναι ἕτοιμοι σ’ ἕνα εἰρωνικὸ μειδίαμα νὰ προδώσουν τὶς ἀρχές τους. Οἱ ἄνθρωποι τοὺς περιφρονοῦν, ἐνῶ, ἀντίθετα, σέβονται ἐκείνους ποὺ τίποτα δὲν εἶναι ἱκανὸ νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ οἱ ἴδιοι ἔχουν ἐπιλέξει. Κι ὄχι μόνο τοὺς σέβονται, ἀλλὰ κάποτε εἶναι ἕτοιμοι νὰ τοὺς μιμηθοῦν.
Ἕνα γεγονὸς πάνω σ’ αὐτό: Σὲ κάποιο πολυτελὲς ξενοδοχεῖο παρατέθηκε ἐπίσημο γεῦμα. Ἦταν περίοδος νηστείας. Ὅλοι ἔτρωγαν ἀρτύσιμα φαγητά. Κάποιος, ὅμως, παράγγειλε νηστίσιμο, μὲ συνέπεια νὰ εἰσπράξει πολλὰ εἰρωνικὰ χαμόγελα καὶ σχόλια προσβλητικά. Τὸ ἤρεμο, ὡστόσο, καὶ γεμάτο αὐτοπεποίθηση φέρσιμο τοῦ νηστευτῆ καὶ οἱ σοβαρὲς καὶ ἔξυπνες ἀπαντήσεις του πολὺ γρήγορα ἀνάγκασαν τοὺς ἐπιπόλαιους συνδαιτημόνες νὰ σωπάσουν. Ἕνας, μάλιστα, σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του καί, ἐκφράζοντας τὸ θαυμασμό του γιὰ τὴ σταθερότητα ποὺ εἶχε στὶς ἀρχὲς του ὁ πρῶτος, πρόσθεσε: «Δὲν ἐπιθυμῶ ἐσεῖς μόνο νὰ ἔχετε ἀπόψε νηστίσιμο φαγητό. Εἶμαι κι ἐγὼ ὀρθόδοξος χριστιανὸς καὶ ἀπὸ σήμερα θ’ ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμά σας». Κι ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ νὰ τοῦ σερβίρουν νηστίσιμο φαγητό.
* * *
Πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἀποτελεῖ μεγάλο κίνδυνο γιὰ τὴ χριστιανικὴ ζωὴ ἡ πλατιὰ διάδοση στὶς μέρες μας τῆς νοοτροπίας: «Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους».
Ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ εἰδωλολάτρης φιλόσοφος Πλάτων, τὸν 5ο π.Χ. αἰώνα, ἐπισημαίνει αὐτὸν τὸν κίνδυνο γιὰ τὴν ἠθικὴ ζωὴ στὸ πρόσωπο τοῦ Σωκράτη. Στὸ διάλογο «Κρίτων» προσωποποιεῖ αὐτὴ τὴ μικρόψυχη ἔγνοια «μὴν τυχὸν ἔρθουμε σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ γνώμη τῶν πολλῶν» στὴ μορφὴ τοῦ μαθητῆ τοῦ Σωκράτη Κρίτωνα. Ἀλλὰ ὁ Σωκράτης τοῦ ἀπαντάει: «Οὔ… πάνυ ἡμῖν φροντιστέον τί ἐροῦσιν οἱ πολλοὶ ἡμᾶς, ἀλλ’ ὅ,τι ὁ ἐπαΐων περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων, ὁ εἵς καὶ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια».
Δηλαδή: Δὲν πρέπει καθόλου νὰ νοιαζόμαστε τί θὰ ποῦν γιὰ μᾶς οἱ πολλοί, ἀλλὰ τί θὰ πεῖ ὁ γνώστης τοῦ τί εἶναι δίκαιο καὶ τί ἄδικο, ὁ ἕνας, ὄχι οἱ πολλοί, καὶ αὐτὴ ἡ Ἀλήθεια.
Μιλώντας σχεδὸν προφητικὰ ὁ Σωκράτης, ἐκτὸς ποὺ ἀδιαφορεῖ ἂν θὰ ξεχωρίσει ἀπὸ τοὺς πολλούς, δίνει τὸ βάρος στὴ γνώμη τοῦ ἑνός, τοῦ ἐκλεκτοῦ, ποὺ στὴν περίπτωσή μας δὲν εἶναι παρὰ ὁ Θεός, ὁ «Εἵς καὶ αὐτὴ ἡ Ἀλήθεια».
Ὅσοι ὅμως θεωροῦν τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Πλάτωνα «ξεπερασμένους», καθὼς ἀκόμα καὶ τὸν ἄλλο σοφό, ποὺ εἶπε «εἰς ἑμοὶ μυρίοι, ὅταν ἄριστος ᾖ», ἂς ἀναπαύσουν τὴν πρωτοποριακὴ σκέψη τους στὸν «πρωτοποριακὸ» Εὐγένιο Ἰονέσκο καὶ συγκεκριμένα στοὺς «Ρινόκερούς» του, ποὺ μᾶς μεταφέρουν τὸ ἴδιο μήνυμα, τὴ δυσπιστία δηλαδὴ τοῦ Σωκράτη στὴ γνώμη τῶν πολλῶν καί, ἀκόμα πιὸ κοντά μας, τὴν ἀποστολικὴ προτροπὴ «μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰώνι τούτῳ» (Ρώμ. 12, 2).
Θυμίζουμε ὅτι στὸ ἔργο του αὐτὸ ὁ διάσημος θεατρικὸς συγγραφέας παρουσιάζει ἀλληγορικὰ κάποιες μεμονωμένες στὴν ἀρχὴ περιπτώσεις ἀνθρώπων, πού, ἀκολουθώντας ἕναν ἀρκετὰ κτηνώδη τρόπο ζωῆς, ἔπαιρναν κι ἐξωτερικὰ τὴ μορφὴ τοῦ ρινόκερου, ἐπισύροντας βέβαια τὸν ἀνατριχιαστικὸ ἀποτροπιασμὸ καὶ τὴ φρίκη τῆς «καλῆς κοινωνίας». Ἀργότερα, ὅμως, τὰ κρούσματα αὐτὰ τῶν μεταμορφώσεων πλήθαιναν, ὥσπου οἱ τελευταίοι ποὺ δὲν μεταμορφώθηκαν κι ἀπόμειναν ἄνθρωποι, νὰ δέχονται τὰ βέλη τῆς… ρινόκερης εἰρωνείας καὶ περιφρονήσεως καὶ νὰ νιώθουν κομπλεξικοὶ γιατί ἦταν «ἀλλιώτικοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους», γιατί δηλαδὴ δὲν ἔγιναν κι αὐτοὶ ρινόκεροι!
Ἀνάμεσα στὴ διδασκαλία τοῦ πλατωνικοῦ Κρίτωνα καὶ στὸ πρωτοποριακὸ μήνυμα τοῦ Ἰονέσκο, γιά μᾶς, τοὺς χριστιανούς, κεντρική, χρονικὰ καὶ ἀξιολογικά, θέση κατέχει μία θαυμαστὴ προφητεία τοῦ ἀγράμματου καθηγητῆ τῆς ἐρήμου Μεγάλου Ἀντωνίου, ποὺ διαβάζουμε στὸ Γεροντικό:
«Εἶπεν ὁ ἀββὰς Ἀντώνιος ὅτι ἔρχεται καιρὸς ἴνα οἱ ἄνθρωποι μανῶσι, καὶ ἐπὰν ἴδωσι τινὰ μὴ μαινόμενον, ἐπαναστήσονται αὐτῶ λέγοντες, ὅτι σὺ μαίνη, διὰ τὸ μὴ εἶναι ὅμοιον αὐτοῖς».
Εἶπε ὁ ἀββὰς Ἀντώνιος ὅτι θὰ ‘ρθεῖ καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ τρελαθοῦν· κι ἂν δοῦν κανέναν γνωστικό, θὰ τὰ βάλουν μαζί του λέγοντας, «ἐσὺ τρελάθηκες», ἐπειδὴ δὲν θὰ εἶναι ὅμοιος μ’ αὐτούς.
Ἂν δὲν τὴν περπατᾶμε ἤδη αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τῆς προφητείας, ὁπωσδήποτε εἴμαστε πολὺ κοντά της. Καί, βέβαια, δὲν πρέπει ν’ ἀποτελεῖ φιλοδοξία μας ἡ τρέλα, ἔστω καὶ ὁμαδική. Ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι ν’ ἀκούσουμε πολλὲς φορὲς μὲ φιλόσοφο ἀπάθεια τὸ «ἐσὺ τρελάθηκες».
Πάντως ἡ συλλογικὴ πείρα μας, ποὺ δὲν εἶναι καὶ τόσο μικρή, πείθει ὅτι αὐτοὶ οἱ μεμονωμένοι καὶ λίγοι, ποὺ δὲν παρασύρθηκαν ἀπὸ τὸ ρεῦμα τῆς μαζοποιήσεως τῶν ἰδεῶν -κοινωνικῶν, πολιτικῶν, θρησκευτικῶν-, δὲν εἶναι καὶ τόσο λίγοι, ἀλλὰ εἶναι, ὁμολογουμένως, μεμονωμένοι.
Βέβαια, μία πολὺ μεγάλη μερίδα τοῦ κόσμου -ὄχι «ὅλος ὁ κόσμος»- ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς πνευματικὲς ἀξίες, ἀγνοεῖ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως καὶ ποδοπατεῖ τὸν αἰώνιο νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν, ὅμως, πάρα πολλοί, καὶ μάλιστα ἀνάμεσα στοὺς νέους, ὅσο δὲν τὸ ὑποψιαζόμαστε, ποὺ δὲν ὑποτάχθηκαν στὴ νοοτροπία τοῦ ὄχλου καὶ στὴν ἰσοπέδωση τῆς προωθούμενης παγκοσμιοποιήσεως, ποὺ δὲν καταδέχτηκαν νὰ προδώσουν τὶς ἀρχές τους γιὰ μία ψεύτικη κοινωνικότητα, ποὺ δὲν «ἔκλιναν γόνυ τὴ Βάαλ», ποὺ ἔμειναν πιστοὶ στὴ λατρεία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀσυμβίβαστοι στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἄθλημα τῆς ἀρετῆς. Μόνο πού, καθὼς εἴπαμε, ἐνῶ δὲν εἶναι τόσο λίγοι, εἶναι «μεμονωμένοι» καὶ στοὺς πολλοὺς -ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τέτοια στηρίγματα- ἄγνωστοι.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι «τὸ καλὸ δὲν κάνει θόρυβο». Συμφωνοῦμε. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ «λείμμα Κυρίου», ποὺ δὲν συσχηματίσθηκε «τῷ αἰώνι τούτῳ» δὲν εἶναι -δὲν πρέπει νὰ εἶναι- ἐπιδεικτικό. Ἀλλά, ἐπιτέλους, ἂς μὴν εἶναι καί… ντροπαλό!
Ὅσοι, λοιπόν, ἔχουμε λίγο ὡς πολὺ ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὴν ὀλέθρια θεωρία τοῦ «δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους», εἶναι ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη τῶν καιρῶν νὰ τὴν ἀπορρίψουμε τὸ συντομότερο. Χωρὶς μεγάλα λόγια, ἡ στάση μας, καθὼς αὐτὴ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικό μας βίωμα, ἂς εἶναι τὸ «κατηγορῶ» τῆς θεωρίας αὐτῆς.
Τηρώντας σταθερὰ τὶς φωτεινὲς ἐντολὲς τῆς πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας, χωρὶς τὴν ἔνοχη ντροπή, γεμάτοι θάρρος, εἶναι σίγουρο πὼς σύντομα θ’ ἀπολαύσουμε τὴν ἐκτίμηση, τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὸ σεβασμὸ τῶν συνανθρώπων μας. Ἀλλά, καὶ ἂν αὐτὸ δὲν γίνει, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ μᾶς δώσει πλουσιοπάροχα τὴν ἀμοιβὴ τῆς σταθερότητας καὶ τῆς ἀνδρείας. Αὐτόν, λοιπόν, ἂς ὁμολογοῦμε παντοῦ καὶ πάντοτε, «Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἔλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τὲ καὶ Ἔλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Ἃ’ Κόρ. 1, 23-24).