Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.

Ἀλλὰ ἐπειδὴ μονάχα ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα δὲν εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ πείσουν τὸν Θεὸ, νὰ μᾶς δώσει αὐτὰ ποὺ τοῦ ζητοῦμε στὶς προσευχές μας αὐτές, πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ κάποια ἄλλα στοιχεῖα ποὺ χρειάζονται ἀκόμη, γιὰ νὰ ἔχουν θετικὸ ἀποτέλεσμα οἱ προσευχές μας. Ἰδοὺ μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις στὴ συνέ­χεια, ἕξι τὸν ἀριθμό.

α) Ὅποιος θέλει νὰ πάρει θετικὴ ἀπάντηση στὸ πρώ­το του αἴτημα, ποὺ εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημά­των του, πρέπει κι αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὅταν προσεύχεται, νὰ συγχωρεῖ τ’ ἁμαρτήματα ποὺ διέπραξαν εἰς βάρος του οἱ ἄλλοι, καθώς μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος: «ὅταν στέκεστε σὲ προσευχή, ν’ ἀφήνετε ὅ,τι διαφορὲς ἔχετε μὲ κάποιον, συγχωρώντας τον, κι ἔτσι νὰ συγχωρήσει καὶ ὁ Πατέ­ρας μας ὁ οὐράνιος καὶ τὰ δικά σας παραπτώματα» (Μάρκ. ια΄ 25).

β) Ὅποιος ζητάει νὰ λάβει κάτι ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει νὰ τὸ ζητάει χωρὶς διψυχία καὶ δισταγμό ἀλλὰ μὲ στε­ρεὴ καὶ ἀδίσταχτη πίστη, ὅπως μᾶς λέει πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας: «ὅλα ὅσα ζητᾶτε στὴν προσευχή σας μὲ πί­στη, θὰ τὰ λάβετε» (Μάτθ. κα’ 22) καί, κατόπιν, ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «κι ἂν κάποιος ἀπό σᾶς ὑστερεῖ σὲ σοφία, ἂς τὴ ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ τὴ χαρίζει μὲ ἀ­πλότητα σὲ ὅλους, χωρὶς νὰ περιφρονεῖ κανέναν ἀλλὰ ποὺ νὰ τὴ ζητάει μὲ πίστη, δίχως ἀμφιβολία, διότι ὅποιος ἔχει ἀμφιβολίες ὁμοιάζει μὲ τὸ κύμα τῆς θάλασσας, ποὺ ὁ ἄνεμος τὸ παρασέρνει καὶ τὸ πηγαίνει πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ· νὰ μὴν ἐλπίζει ποτὲ, πὼς θὰ πάρει κάτι ἀπὸ τὸν Κύριο, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, δίγνωμος καὶ ἄστατος σ’ ὅλους τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς του» (Ἰακ. α΄ 5-7).

γ) Ὅποιος ζητάει, πρέπει νὰ μὴν παρακαλεῖ γιὰ ζη­τήματα ποὺ δὲν τὸν συμφέρουν πνευματικά, δηλαδὴ γιὰ κοσμικὰ πράγματα ποὺ προξενοῦν τὶς ἡδονές του, ἀλλὰ νὰ ἱκετεύει γιὰ ζητήματα κατὰ Θεόν, δηλαδὴ ποὺ συμ­φέρουν κι ἐνδιαφέρουν τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Α­κοῦστε καὶ τὸν ὀνειδισμὸ ἐκ μέρους τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ λέει: «ζητᾶτε κάτι καὶ δὲν τὸ λαμ­βάνετε, διότι τὸ ζητᾶτε μὲ κακὸ σκοπό, δηλαδὴ τὸ ζη­τᾶτε γιὰ νὰ τὸ κατασπαταλήσετε γιὰ τὶς ἡδονές σας» (Ἰακ. δ΄ 3)

δ) Ὅποιος θέλει νὰ λάβει, ὅσα συμφέροντα γιὰ τὴν ψυχὴ του ζητάει ἀπὸ τὸ Θεό, πρέπει κι αὐτὸς νὰ ἐργάζε­ται καὶ νὰ κάνει ὅλα ὅσα δύναται καὶ μπορεῖ, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν κοινὴ παροιμία, ποὺ λέει «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χείρα κίνει»· πρέπει δηλαδὴ νὰ μὴν ἀμελεῖ καὶ νὰ μὴν παραδίνει θεληματικά τὸν ἑαυτὸ του πρῶτα στὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, κι ἔπειτα ζητάει τὴ θεία βοήθεια, διότι δὲν θὰ τὴ λάβει ποτέ, σύμφωνα καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Με­γάλου Βασιλείου: πρέπει, λοιπόν, πρῶτα νὰ προσφέρει κανείς , ὅλα ὅσα μπορεῖ μόνος του, καὶ ὕστερα νὰ παρα­καλεῖ τὸν Θεὸ νὰ ἔρθει βοηθὸς καὶ σύμμαχός του -διότι, ὅταν κάποιος παραδώσει τὸν ἑαυτό του μὲ νωθρότητα στὶς ἐπιθυμίες καὶ παραδοθεῖ ἔτσι μόνος του στοὺς ἐ­χθρούς, αὐτὸν ὁ Θεὸς δὲν τὸν βοηθάει οὔτε εἰσακούει τὶς δεήσεις του, διότι πρόλαβε ὁ ἴδιος καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία του ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸν Θεό· γιατί, βέβαια, ὅποιος ἐπιθυ­μεῖ νὰ ἔχει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν προδίδει τὸ πρέπον καὶ τὸ ἁρμόζον· κι αὐτὸς ποὺ δὲν προδίδει τὸ πρέπον καὶ τὸ ἁρμόζον, δὲν προδίδεται καὶ δὲν ἐγκαταλείπεται ποτὲ ἀπὸ τὴ θεία πρόνοια καὶ βοήθεια» (Ἀσκητικαὶ Διατά­ξεις, κέφ. α΄).

Καί, ἀκριβῶς, γι’ αὐτοὺς λέγει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου Ἠσαΐου: «μὲ ἀναζητοῦν τὴν κά­θε ἡμέρα, κι ἐπιθυμοῦν νὰ γνωρίσουν τὶς ἐντολές μου, ὡσὰν λαὸς ποὺ ἔπραξε τὸ δίκαιο καὶ ποὺ δὲν ἐγκατέλει­ψε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ» (Ἤσ. νη΄ 2). Καί, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μὲ δυὸ λόγια, ὁποῖος θέλει νὰ εἰσακούσει ὁ Θεὸς τὴ δέησή του καὶ νὰ λάβει θετικὴ ἀπάντηση στὸ ζήτημά του, πρέπει νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του, ὅσο μπορεῖ, γιὰ νὰ φυλάγει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ φτάσει στὸ ση­μεῖο νὰ μὴν τὸν κατηγορεῖ ἡ συνείδησή του, ὅτι κατα­φρόνησε ἢ ἀμέλησε κάποιο πράγμα, ποὺ μποροῦσε νὰ τὸ κάμει καὶ δὲν τὸ ἔκαμε. Διότι, ὅπως λέει ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ὅταν ἡ καρδιά μας παύει νὰ μᾶς κατηγορεῖ, τότε ἀποκτοῦμε θάρρος ἐμπρὸς στὸν Θεό, κι Ἐκεῖνος μᾶς δίνει ὅ,τι Τοῦ ζητοῦμε, γιατί ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολές Του καὶ κάνουμε ὅλα ὅσα εἶναι ἀρεστὰ σ’ Ἐκεῖνον» (Α΄ Ἰωάν. γ΄ 21-22).

Καὶ ὁ μέγας Βασίλειος προσθέτει: «Εἶναι, λοιπόν, ἀπα­ραίτητο, νὰ μή μᾶς κατηγορεῖ σὲ τίποτε ἡ συνείδησή μας καὶ, τότε μονάχα, μποροῦμε νὰ ἐπικαλούμαστε τὴ θεία βοήθεια» (Ἀσκητ. Διατ., ὁ.π.) Καὶ ὄχι μονάχα, ὄ­ταν κάποιος προσεύχεται γιὰ τὸν ἑαυτό του, πρέπει νὰ κάμνει τὰ καθήκοντά του, ὅσο μπορεῖ καλύτερα, ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση ποὺ κάποιος ἄλλος προσεύχεται γιὰ κεῖνον, πρέπει κι αὐτὸς νὰ συνεργεῖ προσωπικὰ γιὰ νὰ καρποφορήσει ἡ προσευχὴ, ποὺ γίνεται γιὰ λόγου του.

Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ὁ λόγος τοῦ Ἀδελφοθέου, «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργούμενη» (Ἰακ. ε΄ 16), τὸν ὄ­ποιο ἑρμηνεύοντας ὁ θεῖος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέ­γει: «Πράγματι, πολὺ ἰσχύει ἡ δέηση τοῦ δικαίου, εἴτε χάρη στὸν δίκαιο ποὺ τὴν κάνει, εἴτε καὶ χάρη σ’ ἐκεῖνον ποὺ ζητάει ἀπὸ τὸν δίκαιο νὰ τὴν πραγματοποιήσει· διό­τι, ἀπὸ μὲν τὴν πλευρὰ τοῦ δικαίου ποὺ γίνεται ἡ δέηση, αὐτὴ δίνει θάρρος νὰ παρουσιαστεῖ καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ Κεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ εἰσακούσει τὰ αἰτήματα τῶν δι­καίων, ἐνῶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ ἐκείνου ποὺ ζητάει ἀπὸ τὸν δίκαιο νὰ κάμει γι’ αὐτὸν τὴ δέηση, τοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν κακία καὶ νὰ ἐγκολπωθεῖ πάλι τὴν διάθεση γιὰ ἐνάρετο βίο» (Ε΄ ἑκατ. περὶ θεολο­γίας, κέφ. πδ’).

Καὶ ὁ ἴδιος πάλι, σὲ ἄλλο σημεῖο, λέει: «Εἶναι πράγματι δεῖγμα μεγάλης νωθρότητας, γιὰ νὰ μὴν πῶ παραφροσύνης, νὰ ἐπιζητεῖ κανεὶς τὴ σωτηρία του μὲ τὶς δεήσεις τῶν δικαίων, ἐνῶ ἡ διάθεσή του στρέ­φεται πρὸς τὶς τέρψεις, καὶ νὰ ζητάει τὴ συγχώρεση ἐκείνων τῶν ἁμαρτημάτων, γιὰ τὰ ὁποία σπιλώνεται μὲ δική του διάθεση καὶ ἐνέργεια. Πρέπει, λοιπόν, νὰ μὴν ἀφήνει ἀνενεργὴ καὶ ἀκίνητη τὴ δέηση τοῦ δικαίου…, ἀλλὰ νὰ τὴν ἐνεργοποιεῖ καὶ νὰ τὴν ἰσχυροποιεῖ, δίνον­τάς της φτερὰ μὲ τὶς δικές του ἀρετές» (ὅ.π., κέφ. πγ’).

ἔ) Ὅποιος θέλει νὰ εἰσακούσει ὁ Κύριος τὸ αἴτημά του, πρέπει νὰ μὴ λιποψυχάει οὔτε νὰ θλίβεται καὶ νὰ στενοχωριέται, ὅταν προσεύχεται, ἀλλὰ νὰ προσμένει μὲ ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία, κι ἂς περνάει ἀρκετὸς καιρὸς ἀναμονῆς. Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ προσμένουμε ὑπομένοντας καὶ προσκαρτερώντας στὴν προσευχή, χωρὶς νὰ στενοχωριόμαστε καθόλου, μᾶς ἀ­ναφέρει στὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τῆς χήρας, ἡ ὅποια μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ὑπομονή της ἔ­πεισε στὸ τέλος τὸν ἄδικο δικαστὴ νὰ τῆς ἀποδώσει τὸ δίκιο της. «Καὶ τοὺς ἔλεγε καὶ τὴν παραβολὴ αὐτή, γιὰ τὸ ὅτι πρέπει πάντοτε νὰ προσεύχονται καὶ νὰ μὴν ἀπο­κάμουν» (Λούκ. ιη΄ 1).

Ἔχουμε, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, καὶ τὸν λόγο τοῦ μεγάλου Βασιλείου, ποὺ λέει ὅτι μπο­ρεῖ στὴ δέησή σου πολλὲς φορὲς νὰ ζητήσεις τὰ πνευματικῶς συμφέροντα, ὅμως δὲν ἐπέμεινες ἀρκετά. Διότι, ὄ­πως εἶναι γραμμένο, «μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ σώσετε τὶς ψυχές σας» (Λούκ. κα΄ 19). Καί, «ὅποιος ὑπομείνει ὡς τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθεῖ» (Μάτθ. ι΄ 22). Ἔχουμε γι’ αὐτὸ τὸ θέμα παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὅποιος, ἂν καὶ ἦταν νέος, ὅταν προσεκλήθη ἀπὸ τὴν Ἀσσυρία νὰ πάει στὴν Παλαιστίνη, καὶ εἶχε λάβει μάλιστα καὶ ὑπόσχεση ἀπὸ τὸ Θεό, πὼς θὰ πληθυνθεῖ τὸ σπέρμα τῆς γενιᾶς του ὅπως τ’ ἀστέρια τ’ οὐρανοῦ, εἶδε νὰ πραγματοποιεῖται ἡ παραπάνω ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ μόλις στὰ ἑκατὸ χρόνια τῆς ἡλικίας του! Ἐπίσης, καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰσα­άκ, ὁ ὅποιος παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ χαρίσει τέ­κνα ἀλλὰ ἡ δέησή του εἰσακούστηκε μόλις ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια!

Ὁ μέγας Βασίλειος σὲ συμβουλεύει: «μιμήσου, λοιπόν, καὶ σύ, ἀδελφέ μου, αὐτοὺς τοὺς Πατρι­άρχες καὶ τὴν πίστη τους· καὶ ἂν περάσει κι ἕνας χρό­νος, τρίτος ἢ τέταρτος ἢ περισσότερα χρόνια δίχως νὰ λάβεις τὸ αἴτημά σου, μὴν ἀφήνεις τὴν προσευχή ἀλλὰ νὰ ἐπιμένεις μὲ πίστη, ἐργαζόμενος πάντα τὸ ἀγαθό». Καὶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος προσθέτει: «ὅποιος δὲν βλέπει νὰ εἰσακούεται γρήγορα ἡ δέησή του ἀλλὰ ν’ ἀναβάλλεται ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτὸς αἰσθάνεται πιὸ φλογερὴ τὴν ἐπιθυμία τῆς προσευχῆς· καὶ ὅσο πιὸ πολὺ μακροθυμεῖ ὁ Θεός, δο­κιμάζοντάς μας στὸν πόνο, τόσο πιὸ πολὺ ἔντονα ὀφείλει ὁ προσευχόμενος νὰ ἐπιμένει, ζητώντας τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ» (Σειρὰ στὸ Κατὰ Ματθαῖον, κέφ. ζ΄).

ς) Καὶ τελευταῖον· ὅποιος θέλει νὰ ἐπιτύχει τὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς του, πρέπει πάντοτε νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, εἴτε λάβει γρήγορα ἐκεῖνο ποὺ ζητά εἴτε καὶ ἀργό­τερα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει: «τὰ αἰτήματά σας νὰ τ’ ἀπευθύνετε στὸ Θεὸ μὲ προσευχὴ καὶ δέηση, ποὺ θὰ συνοδεύονται ἀπὸ εὐχαριστία» (Φιλιπ. δ΄ 6). Ἐπειδή, πολλὲς φορές, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς δίνει γρήγο­ρα ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ζητοῦμε, ἢ γιατί ξέρει πὼς θὰ χάσου­με αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει καί, γι’ αὐτὸν τὸ λόγο, θὰ τιμωρηθοῦμε περισσότερο, ἀφοῦ ἀθετήσαμε τὸ χάρισμά του καὶ τὴ δωρεά του· ἤ, γιατί, γνωρίζοντας πὼς μόλις λάβουμε τὸ αἴτημά μας θὰ πάψουμε νὰ προσευχόμαστε.

Γι’ αὐτὸ ἀναβάλλει τὸ ζήτημά μας καὶ δὲν τὸ πραγμα­τοποιεῖ, θέλοντας καὶ προνοώντας νὰ τὸν παρακαλοῦμε πάντοτε καὶ νὰ βρισκόμαστε κοντά του μὲ τὴν προσευ­χή· ἤ, ἀκόμη, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεό ἢ καὶ γιὰ ἄλλους λόγους ποὺ ἔχει ὁ Θεός, ἀκατανόητους βέβαια σ’ ἐμᾶς ἀλλὰ δίκαιους, ποὺ ἀπο­βλέπουν πάντοτε πρὸς τὸ πνευματικὸ συμφέρον μας. Τὰ βεβαιώνει ὅλα αὐτὰ καὶ ὁ βαθὺς θεολόγος καὶ πράγματι μέγας Βασίλειος, μὲ ὅσα γράφει στὸ α΄ κεφάλαιο τῶν Ἀσκητικῶν του Διατάξεων, ὅπου συμπερασματικά μᾶς λέγει: «Γνωρίζοντας, λοιπόν, ὅλα αὐτά, εἴτε πιὸ γρήγορα εἰσακουστοῦμε καὶ λάβουμε εἴτε πιὸ ἀργά, ἂς παραμεί­νουμε πάντοτε μὲ εὐχαριστίες στὸν Κύριο, διότι ὅλα ὅσα κάνει ὁ Δεσπότης τὰ κάνει πάντοτε οἰκονομώντας τὴ δι­κή μας σωτηρία· καὶ νὰ μὴν λιποψυχοῦμε, σταματών­τας τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις».

Καὶ τί λέω; Εἴτε λά­βουμε ἀπ’ τὸν Θεό εἴτε δὲν λάβουμε τὰ αἰτήματά μας, ἐ­μεῖς πρέπει νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε πάντοτε καὶ νὰ ἐπιμέ­νουμε κρούοντας τὴ θύρα τοῦ Θεοῦ καὶ ζητώντας πάλι καὶ πάλι μὲ τὴν προσευχή μας· διότι μᾶς ἀρκεῖ καὶ τοῦτο τὸ μέγα χάρισμα ποὺ λαβαίνουμε, δηλαδὴ τὸ ὅτι ἀξιωνό­μαστε νὰ συνομιλοῦμε μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ νὰ παρα­μένουμε ἑνωμένοι μ’ Ἐκεῖνον ὅταν προσευχόμαστε. Έ­τσι μᾶς λέει καὶ ὁ χρυσὸς κάλαμος τοῦ ἅγιου Ἰωάννου, μὲ κομψότητα καὶ γλαφυρότητα, γράφοντας τὰ παρακάτω: «μεγάλο ἀγαθὸ ἡ προσευχή, ὅταν γίνεται μὲ διάνοια καθαρὴ καὶ χαρούμενη, κι ὅταν μάθουμε τοὺς ἐαυ­τούς μας νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεὸ πάντοτε: ὄχι μονάχα ὅταν λαβαίνουμε τὰ αἰτήματα τῆς προσευχῆς, μὰ κι ὅταν δὲν τὰ λαβαίνουμε.

Διότι, ἄλλοτε μέν μᾶς δίνει κι ἄλλο­τε δὲν μᾶς δίνει· ὡστόσο, καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις εἶσαι κερδισμένος, ἀφοῦ εἴτε λάβεις εἴτε δὲν λάβεις, ἤδη ἔχεις λάβει καὶ μὴ λαμβάνοντας· κι ὅταν ἐπιτύχεις τὸ ζητού­μενο κι ὅταν δὲν τὸ πετύχεις· ἤσουν τυχερὸς κι ὅταν δὲν τὸ πέτυχες, ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς τὸ νὰ μὴ λάβεις τὸ αἴ­τημά σου εἶναι ἐπωφελέστερο· διότι, ἂν δὲν ἦταν πρὸς τὸ συμφέρον μας τὸ νὰ μὴν τὸ λάβουμε, ὁ Θεὸς θὰ μᾶς τὸ ἔδινε ὁπωσδήποτε. Καὶ τὸ νὰ μὴν πετυχαίνουμε κάτι, ὄ­ταν καταλήγει πρὸς τὸ συμφέρον μας, εἶναι ὄντως ἐπι­τυχία» (Εἰς Ἀνδριάντας, λόγ. α΄ καὶ Περὶ εὐχῆς, τόμ. ζ΄). Ἀνάλογα ἔγραψε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης, πού μᾶς παρέδωσε τὴν οὐράνια Κλίμακα: «νὰ μὴ λές, πὼς περνᾶς πολλὴ ὥρα στὴν προσευχή, δίχως νὰ κατορθώσεις τίπο­τε, γιατί ἤδη ἔχεις κάτι κατορθώσει· διότι, ποιὸ ἄλλο ἀγαθὸ θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ καλύτερο ἀπ’ τὸ νὰ βρίσκε­σαι κοντὰ στὸν Κύριο καὶ νὰ ‘σαι μὲ τὴν προσευχὴ ἐκεῖ, ἀδιαλείπτως, περιμένοντας τὴν ἕνωση μ’ Ἐκεῖνον;»

Ἄν, λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, συμφωνεῖτε μὲ ὅλα ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω καὶ προσφέρετε στὸν ἅγιο Θεὸ τὶς προσευχὲς, ποὺ περιέχονται σὲ τοῦτο τὸ βιβλίο ἐδῶ, ἐγώ σᾶς πληροφορῶ πὼς θὰ πλουτίσετε τὶς ψυχές σας μὲ πί­στη ἀκλόνητη, μὲ βέβαιη ἐλπίδα, μὲ ἀγάπη ἀνόθευτη, μὲ συγχώρεση τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ θὰ ἔχετε τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν ὁρατῶν καὶ τῶν ἀοράτων κακῶν, τὴν ἀπόλαυση τῶν αἰτημάτων σας, τὴ λύτρωση ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τῶν δαιμόνων καὶ τὴν ἐπικοινωνία καὶ ἔνω­ση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἀγγέλους του· ἐπειδή, κατὰ τὸν χαριτώνυμο καὶ χρυσόστομο κήρυκα τῆς προσευχῆς: «ὅταν ἀληθινὰ συνομιλοῦμε στὴν προσευχὴ μὲ τὸν Θεό, τότε γινόμαστε ἕνα μὲ τοὺς Ἀγγέλους» (Λόγος Περὶ Προσευχῆς). Καὶ μ’ ἕνα λόγο, θέλω νὰ σᾶς πῶ, ὅτι μὲ τὶς θεῖες τοῦτες προσευχὲς θ’ ἀπολαύσετε ἕνα σωρὸ ἀγαθά, μία ἀπέραντη θάλασσα ἀπὸ θησαυρούς, πλῆθος ἀπὸ καλά, ὁλόκληρη θημωνιὰ ἀπὸ ἀρετές, ἀτελείωτη σειρὰ χαρισμάτων καὶ ὥριμους καρποὺς πνευματικῆς ὠφελείας.