Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003).
Μιὰ ἁγιογραφία εἶναι μιὰ εἰκόνα, ἀλλὰ μιὰ εἰκόνα ποὺ προορίζεται νὰ εἶναι μιὰ ὁμολογία πίστεως. Εἶναι ὁμολογία πίστεως καμωμένη μὲ χρῶμα καὶ γραμμὲς καὶ τόσο ξεκάθαρη, ἐπειδὴ ἔχει τὶς ρίζες της στὴν πίστη καὶ τὴν πείρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι κάθε γραπτὴ μαρτυρία, καὶ στὸ πλαίσιο αὐτὸ οἱ εἰκόνες πρέπει νὰ συνδέονται μὲ τὴν ἐμπειρία ὁλόκληρης τῆς κοινότητας. Γι αὐτὸ καὶ ὁ καλλιτέχνης ποὺ τὶς ζωγραφίζει εἶναι μοναχὰ ἕνα χέρι, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀποτυπώνει μὲ γραμμὲς καὶ χρῶμα, αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ πίστη καὶ ἡ γνώση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἕνας θεολόγος ἐκφράζει τὴν Ἐκκλησία του, καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα ἐκείνη νὰ τὸν κρίνει. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἕνας ἀπὸ τοὺς κανόνες ποὺ δίνεται στοὺς ἁγιογράφους, ὅταν μαθαίνουν τὸ ἐπάγγελμα τους, εἶναι ὅτι δὲν θὰ πρέπει ν’ ἀντιγράφουν πιστὰ μιὰ παλιὰ εἰκόνα, οὔτε νὰ τὴν δημιουργοῦν ἀπὸ μόνοι τους, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ τὴν ταυτίσει μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο πρόσωπο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν μπορεῖ νὰ ἀνακαλύψει μιὰν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ νὰ τὴν παρουσιάσει σὰν πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Λοιπὸν, μιὰ εἰκόνα εἶναι ἀρχικὰ διακήρυξη πίστης, μὲ τὴ ἔννοια ὅτι μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, μιὰ εἰκόνα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ἁγίων δημιουργήθηκε ὰπὸ τὴν στιγμὴ τῆς Θείας Ἐνσάρκωσης, ἐπειδὴ ὅλες ἔχουν σχέση μὲ αὐτήν καὶ ὅ,τι αύτὴ συνεπάγεται. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς δίδαξε ὅτι τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν ἀπεικονίσουμε, ἐπειδή ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ὁ Μόνος Ἅγιος τοῦ Ἱσραήλ, ἦταν μιὰ πνευματικὴ οὐσία ποὺ ἀποκάλυψε τον ἑαυτό Του, ἀλλά ποτὲ δὲν ἦταν ὁρατὰ παρών. Θυμᾶστε τὴν ἱστορία τοῦ Μωϋσῆ στό Σινᾶ, ὅταν ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεό νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ Τόν δεῖ καὶ ὁ Κύριος ἀπάντησε: « Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο Μου καὶ νὰ ζήσει». Καὶ ἐπέτρεψε στὸν Μωϋσῆ νὰ Τὸν δεῖ καθὼς ἀπομακρυνόταν, ἀλλὰ ποτὲ νὰ Τὸν συναντήσει κατὰ πρόσωπο. Μὲ τὴν Ἐνσάρκωση, μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, πῆρε ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ μὲ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ, τὸν σαρκωμένο Θεὸ, κατέστη δυνατὸ νὰ ἀπεικονίσουμε ἔμμεσα τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Ἔτσι λοιπὸν, ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ἀπόλυτα ξεκάθαρο σὲ ὅλους μας∙ ὅτι κανένας δὲν γνωρίζει πῶς ἦταν ὁ Χριστός. Ἔτσι μιὰ ἁγιογραφία δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι μιὰ προσωπογραφία ἀλλὰ φορέας μιᾶς ἐμπειρίας καὶ αὐτὸ εἶναι διαφορετικό. Ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχα χρησιμοποιήσει τὴ λέξη στιγμιότυπο παρὰ τὴ λέξη προσωπογραφία∙ κάθε ἀπόπειρα νὰ πεῖ κάποιος ὅτι «ὁ Χριστὸς ἦταν ἔτσι» ἀποτελεῖ φαντασία. Δὲν ἔχουμε κάτι ποὺ νὰ μοιάζει στὸν Χριστό, ἀλλὰ ὅ,τι γνωρίζουμε εἶναι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων, τὸ Ποιὸς ἦταν, μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ γραμμὲς καὶ χρῶμα. Πολλὲς εἰκόνες δὲν προσβλέπουν στὴν ὀμορφιά, στὴν κομψότητα, δὲν προσπαθοῦμε ν’ ἀπεικονίσουμε τὸν Χριστὸ στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση σὰν τὸν πιὸ ὄμορφο, ἀρρενωπό ἄνδρα ποὺ μπορεῖ κάποιος νὰ φανταστεῖ. Δὲν προσπαθοῦμε ν’ ἀπεικονίσουμε τὴν Θεοτόκο σὰν τὴν πιὸ κομψὴ καὶ γοητευτικὴ νεαρὴ γυναίκα, αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ μεταφέρουμε μέσα ἀπὸ μιὰν ἁγιογραφία εἶναι σχετικὸ μὲ τὸν ἐσωτερικὸ τους ἑαυτό.
Καὶ αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατὶ κάποια χαρακτηριστικὰ σὲ μιὰν εἰκόνα ὑπογραμμίζονται δυσανάλογα, ἐνῶ ἄλλα ἁπλὰ ἀφήνονται νὰ ἐννοηθοῦν. Ἄν κοιτάξετε μιὰ εἰκόνα, μιὰ καλὴ εἰκόνα,ὄχι ἐκεῖνες ποὺ συναντᾶτε συνήθως σὲ Ρωσικὲς ἤ Ἑλληνικὲς ἐκκλησίες, ἀλλὰ εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπὸ σπουδαίους ἁγιογράφους τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ ἀνακαλύψετε ὅτι ὁρισμένα πράγματα ξεχωρίζουν. Τὸ μέτωπο, τὰ μάτια μεταφέρουν ἕνα μήνυμα, ἐνῶ τὰ μάγουλα ἤ τὸ στόμα παρουσιάζονται σὰν κοινὰ χαρακτηριστικά. Ὁ στόχος μιᾶς εἰκόνας δὲν εἶναι νὰ σᾶς παρουσιάσει ἕνα ὁμοίωμα τοῦ προσώπου, ἀλλὰ μιὰν ὁμοιότητα στὸ μήνυμα ποὺ μεταφέρει, νὰ σᾶς παρουσιάσει ἕνα πρόσωπο ποὺ σᾶς μιλᾶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἕνα πορτραῖτο εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ μία φωτογραφία. Μιὰ φωτογραφία εἶναι μιὰ ἱκανοποιητικὴ εἰκόνα τοῦ προσώπου ποὺ ἔχει φωτογραφηθεῖ μιὰ δεδομένη στιγμή. Εἶναι ἀκριβῶς ὅπως ἦταν τὸ πρόσωπο τὴ συγκεκριμένη στιγμή, ἀλλὰ παραμερίζει πολὺ συχνὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς προσωπικότηας αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμένου προσώπου, ἐνῶ ἕνα καλὸ πορτραῖτο ζωγραφίζεται στὴ διάρκεια πολλῶν συναντήσεων, ποὺ ἐπιτρέπουν στὸν καλλιτέχνη νὰ κοιτάξει βαθύτερα τὸ πρόσωπο, νὰ ξεχωρίσει χαρακτηριστικὰ τὰ ὁποῖα εἶναι ρευστά, ἀλλάζουν, κινοῦνται, ἀλλὰ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἐκφράζει κάτι ἀπὸ τὴν προσωπικότητα του. Ἔτσι, τὸ πορτραῖτο εἶναι κάτι πολὺ πιὸ σύνθετο, πλούσιο καὶ ἀνάλογο τῆς προσωπικότητας ἀπ’ ὅ,τι θὰ ἦταν μία στιγμιαία φωτογραφία, ἄν καὶ σὲ καμιὰ στιγμὴ αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο δὲν ἦταν ἀκριβῶς ὅπως ὁ ζωγράφος τὸ εἶχε παραστήσει στο πορτραῖτο. Δὲν εἶναι μιὰ προσπάθεια νὰ ἔχουμε μία ἔγχρωμη φωτογραφία, ἀλλὰ νὰ ἀποδοθεῖ τὸ ὅραμα τοῦ τὶ εἶναι ἕνα πρόσωπο.
Τώρα καταλαβαίνουμε μετὰ ἀπ’ ὅσα εἰπώθηκαν, ὅτι χρησιμοποιοῦμε τὶς εἰκόνες μὲ εὐλάβεια καὶ ἕνας ἀριθμὸς ἀνθρώπων στὴ Δύση νομίζουν ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι γιὰ ἐμᾶς ὅ,τι ἦταν τὰ εἴδωλα γιὰ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη σὲ παλαιότερες ἐποχές. Δὲν εἶναι εἴδωλα, ἐπειδὴ δὲν στοχεύουν ἤ ἀκόμα δὲν προσπαθοῦν νὰ δώσουν μιὰν ἐπαρκὴ εἰκόνα τοῦ προσώπου στὸ ὁποῖο ἀναφέρονται. Τὸ ἔχω ἤδη ἀναφέρει πολλὲς φορές, ἀλλὰ θὰ προσθέσω αὐτό. Στοὺς λόγους, στὶς θεολογικὲς ἤ στὶς δογματικὲς ὁμλογίες, στὰ δόγματα, στὶς προσευχὲς καὶ στοὺς ὕμνους τῶν Ἐκκλησιῶν, δὲν ἔχει γίνει ποτὲ καμία προσπάθεια στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ ἐκφραστεῖ, ν’ἀποδοθεῖ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεός. Ἤδη τὸν τέταρτο αἰώνα, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἔγραψε ὅτι ἐὰν προσπαθήσουμε νὰ συγκεντρώσουμε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων, ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ γραπτά τους, ὅλα τὰ γνωρίσματα ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτουν ποιὸς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ οἰκοδομήσουμε μιὰ ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποὺ θὰ πετυχαίναμε, δὲν θὰ ἦταν μιὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἕνα εἴδωλο, ἐπειδὴ θὰ γινόταν μὲ βάση τὰ δικὰ μας μέτρα, τόσο ἀσήμαντο ὅσο ἐμεῖς, ἐπειδὴ θὰ ἦταν στὸ μέτρο ποὺ ἐμεῖς κατανοοῦμε τὰ πράγματα.
Ἄν θελήσουμε νὰ καταλάβουμε τὶ εἶναι μιὰ θεολογικὴ ὁμολογία- καὶ τοῦτο βρίσκει ἐφαρμογὴ ὄχι μόνο στὶς γραπτὲς μαρτυρίες, ἀλλὰ ἐπίσης στὶς εἰκόνες, ἡ πλησιέστερη προσέγγιση θὰ ἦταν ὅτι μιὰ θεολογική ὁμολογία ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται, μὲ λόγια, μὲ γραμμές, μὲ τὴ μουσικὴ ἤ σὲ μία ἀκολουθία ποὺ εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, μοιάζει πολύ μὲ τὸν οὐρανὸ τὴ νύχτα. Αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὸν οὐρανὸ εἶναι ὅτι βλέπουμε πέρα ἀπὸ τὸ σκοτάδι, τὸ ἡμιδιαφανὲς σκοτάδι τοῦ οὐρανοῦ, βλέπουμε ἀστέρια σὲ σχηματισμούς. Τοῦτα τ’ ἀστέρια εἶναι στοιχεῖα φωτὸς καὶ αὐτοὺς τοὺς σχηματισμοὺς εἶναι εὔκολο νὰ τοὺς ἀναγνωρίσουμε, ἔτσι ποὺ κοιτάζοντας τὸν οὐρανό μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸ δρόμο μας στὴ γῆ∙ ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι σημαντικὸ εἶναι ὅλα αὐτὰ τ’ ἀστέρια ποὺ χωρίζονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο μὲ τεράστια κενά. Ἐὰν συγκεντρώνατε ὅλα τ’ ἀστέρια σ’ ἕνα μέρος, θὰ εἴχατε μπροστά σας μιὰ λαμπερὴ μάζα φωτιᾶς, ἀλλὰ κανένα δείκτη πρὸς ὁποιαδήποτε κατεύθυνση, θὰ εἴσασταν ἀδύναμοι νὰ βρεῖτε τὸ δρόμο σας, ὄχι μόνο στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ καὶ στὴ γῆ. Αὐτὸ ποὺ εἶναι σημαντικὸ εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη ἀνάμεσα στὰ ἀστέρια καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει ἐπίσης μὲ τὶς ὁμολογίες ποὺ ἑρμηνεύονται θεολογικὰ μέ λέξεις, μὲ γραμμές, ἤ μὲ χρῶμα. Μᾶς δίνουν μιὰν ἁμυδρὴ εἰκόνα καὶ ἀφήνουν ἕνα τεράστιο κενὸ ὅπου μποροῦμε νὰ διεισδύσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἡσυχία, τὴν εὐλάβεια. Καὶ ἡ ἡσυχία καὶ ἡ λατρεία ποὺ τοὺς ἀποδίδονται, νομίζω, ὅτι μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν σωστὰ μὲ τὴ λέξη «μυστήριο».
Γνωρίζω ὅτι μυστήριο στὴν καθομιλουμένη εἶναι κάτι ποὺ εἶναι μυστικό, κρυμμένο καὶ θὰ πρέπει νὰ ἀποκαλυφθεῖ γιὰ νὰ δοῦμε πίσω ἀπ’ αὐτό. Ἡ ἑλληνικὴ λέξη «μυστήριο» προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα « μύω» ποὺ σημαίνει εἰσάγω σὲ κάτι˙ μένουμε ἀπόλυτα σιωπηλοὶ στὴν ἡσυχία ἐξαιτίας τῆς βαθιᾶς ἐντύπωσης ποὺ κάτι μᾶς προξενεῖ. Ἔχει δοθεῖ η Γαλλικὴ λέξη «muet», ποὺ σημαίνει ἄφωνος. Καθὼς βιώνουμε τὴν θεϊκὴ παρουσία ποὺ μᾶς συντρίβει, αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ὑποκλιθοῦμε σὲ στάση λατρευτική. Ἡσυχάζει ὁ νοῦς, τὰ συναισθήματα, γινόμαστε ἀπόλυτα δεκτικοὶ, ὄχι παθητικοὶ ἀλλὰ ἐνεργὰ δεκτικοί. Ἄν ἔπρεπε νὰ δώσω μιὰν εἰκόνα, θὰ σᾶς ἔλεγα ὅτι ἡ συμπεριφορά μας ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς, εἶναι ὅμοια μ’ ἐκείνη τοῦ παρατηρητῆ πουλιῶν. Γνωρίζετε τί συμβαίνει στὸν παρατηρητὴ. Ξυπνᾶ νωρὶς τὸ πρωὶ, πρὶν ξυπνήσουν τὰ πουλιά, πηγαίνει στὸ δάσος, στὰ λειβάδια, ἡσυχάζει, καὶ τότε μ’ ἔνταση παραμένει σὲ ἐγρήγορση, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀκίνητος, ἐπειδὴ ἄν κουνηθεῖ, ἄν δὲν γίνει μέρος τοῦ σκηνικοῦ, τὰ πουλιὰ θὰ ἐξαφανιστοῦν, πολὺ πρὶν τὰ παρατηρήσει. Κι ἔτσι, ἡ στάση τοῦ παρατηρητῆ εἶναι ἡ ἔντονη ἐγρήγορση ποὺ συνδυάζει μιὰν ὁλοκληρωτικὴ ζωντάνια μὲ μιὰν ἀκινησία. Αὐτό εἶναι ποὺ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὀνομάσει ὅτι εἶναι ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς πιστοῦ ὡς πρὸς τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ κι ἐπίσης ὡς πρὸς κάθε ὁμολογία, κάθε ἔκφραση, ποὺ ἐκφράζει τὸν Θεὸ ἤ θεῖα πράγματα. Βλέπουμε μὲ ἡσυχία, μὲ σκοπὸ νὰ λάβουμε ἕνα μήνυμα καὶ ὅσο πιὸ βαθιὰ εἶναι ἡ ἡσυχία, ὅσο πιὸ τέλεια ἡ ἡσυχία, τόσο περισσότερο ὁλοκληρωμένα καὶ τέλεια μπορεῖ νὰ μᾶς προσεγγίσει τὸ μήνυμα.
Προφανῶς, ὅταν κοιτάζουμε μὰν εἰκόνα ἵσως ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἔχει χαραστηριστικὰ ποὺ κατανοοῦμε ἤ ἀναλύουμε διανοητικά. Ὅταν ὑπάρχει ἕνα πρόσωπο, τὸ ἀποτέλεσμα ἵσως εἶναι πιὸ ἄμεσο, ἀλλὰ ὅταν πρόκειται γιὰ μιὰ σκηνή, ὅπως ἡ εἰκόνα τῶν Χριστουγέννων, μιὰ εἰκόνα τῆς εἰσόδου τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, μιὰ εἰκόνα τῆς Σταύρωσης, ὑπάρχουν χαρακτηριστικὰ ποὺ μποροῦμε νὰ ἐξετάσουμε μὲ τὰ μάτια μας καὶ νὰ προσλάβουμε μὲ τὸν νοῦ, ἀλλὰ μόλις γίνει αὐτό, ἀντιμετωπίζουμε κάτι ποὺ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο περισυλλογῆς. Καὶ θᾶ σᾶς δώσω ἕνα- δυὸ παραδείγματα.
Τὸ πρῶτο ποὺ ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς παρουσιάσω εἶναι μιὰ εἰκόνα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, ποὺ πιθανὸν κανένας ἀπὸ ἐσᾶς δὲν ἔχει δεῖ. Βρίσκεται στὴν νότια Ρωσία, ὑπάρχουν πολύ λίγα ἀντίγραφα, ἐπειδὴ δὲν θεωρεῖται ὅτι εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς σπουδαῖες, ὄμορφες καὶ κλασσικὲς εἰκόνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτὸ ποὺ παρουσιάζεται εἶναι – σὲ ἀντίθεση πρὸς ἕνα σκοτεινὸ φόντο, τὸ πρόσωπο μιᾶς, θὰ ἔλεγα, νέας χωρικῆς, τετράγωνο πρόσωπο μὲ χωρίστρα στὴ μέση, μὲ τὰ μαλλιὰ νὰ πέφτουν στοὺς ὥμους της, δίχως κάλυμα στὸ κεφάλι καὶ χωρὶς νὰ σᾶς κοιτάζει, ὅπως γίνεται στὶς περισσότερες εἰκόνες, ἀλλὰ νὰ κοιτάζει πρὸς τὴν ἀπεραντοσύνη, τὴν αἰωνιότητα, στὸ ἄπειρο, – πρέπει νὰ ἀνακαλύψετε πρὸς τὰ ποῦ.. Καὶ ἔπειτα τὸ δεύτερο πράγμα ποὺ παρατηρεῖτε, εἶναι ὅτι μπροστὰ ἀπὸ τὸ στῆθος της, ὑπάρχουν δυὸ χέρια ποὺ ἀγωνιοῦν, σφιγμένα ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν ὁδύνη. Καὶ ὅταν ἀναρωτιέστε, γιατὶ εἶναι αὐτὴ ἡ γυναῖκα ξέσκεπη, γιατί ἔχει χάσει τὸ πέπλο της, γιατί τὰ μαλλιά της πέφτουν ἔτσι γύρω της; Γιατί ὑπάρχει αὐτὸ τὸ σταθερὸ βλέμμα καὶ αὐτὰ τὰ χέρια ποὺ ἀγωνιοῦν; Κοιτάζετε τὴν εἰκόνα, καὶ βλέπετε σὲ μιὰ γωνία τῆς εἰκόνας ζωγραφισμένο μὲ πολὺ ἁπαλὸ κίτρινο χρῶμα τὸν Σταυρό, ἕνα Σταυρὸ δίχως σῶμα. Εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀντιμετωπίζει τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ὄχι τὸ μυστήριο τῆς δικῆς της προσφορᾶς τοῦ Υἱοῦ Της στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸ γεγονός ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι νεκρὸς, τὴν φαινομενική ἧττα, τὸ τέλους κάθε ἐλπίδας της, τοῦ γαλήνιου πόνου τῆς καρδιᾶς της.
Αὐτὸ εἶναι ἕνα παράδειγμα, ἀλλὰ μόλις ἔχετε ἀναλύσει αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, ἀφοῦ κοιτάξετε τὸ πρόσωπο καὶ ἀναρωτηθεῖτε, τὶ βλέπουν αὐτὰ τὰ μάτια καὶ τί ἔχουν δεῖ καὶ τὶ βλέπουν στὴν γωνιὰ τῆς εἰκόνας, γιὰ ποιὸ πράγμα μιλᾶνε καὶ καταλάβετε, τὸτε ἔρχεστε ἀντιμέτωποι μ’ αὐτὸ ποὺ ἡ Μητέρα ἀντιμετωπίζει,- μὲ τὴν Σταύρωση, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφθηκε ὡς ζωὴ καὶ θάνατος, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς λέει, « Αὐτὸ πού, – ὁ καθένας σας χωριστά,ὄχι στὸ σύνολο, ἀλλὰ ὁ καθένας χωριστά – σημαίνει γιὰ μένα, μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ μ’ ὁλάκερη τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, «γεννηθεὶς ἐκ τῆς Παρθένου», ποὺ σταυρώθηκε στὸν Γολγοθᾶ μετὰ τὴν τραγικὴ ἑβδομάδα τοῦ πάθους. Ἔτσι τὴ δεδομένη στιγμὴ, ἡ εἰκόνα δὲν ἀποτελεῖ πλέον μιὰν ἱστορία, εἶναι μιὰ ἄμεση πρόκληση, ἡ ἀντιμετώπιση ἑνὸς γεγονότος στὸ ὁποῖο μποροῦμε ν’ ἀνταποκριθοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν λατρεία, τὴν ἐσωτερικὴ μεταστροφὴ, ἀπὸ τὴν προσευχὴ μὲ τὴν πιὸ εὐρεία ἔννοια αὐτῆς τῆς λέξης. Δίχως νὰ ἐπαναλαμβάνουμε λόγια προσευχῆς, δίχως νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκανε ἕνα ἀγόρι ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα μας, ποὺ ὅταν ἦταν ἑπτά χρονῶν, εἶπε στὴ μητέρα του: «Τώρα ποὺ τελειώσαμε τὴν προσευχή, μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε λιγάκι;»- ποὺ σημαίνει : τώρα, ποὺ ἔχουμε πεῖ ὅλες αὐτὲς τὶς λέξεις ποὺ εἶναι γραμμένες στὸ βιβλίο, ποὺ δὲν μπορῶ ἀκόμα νὰ διαβάσω, ἀλλὰ ποὺ ἐπαναλαμβάνεις κάθε βράδυ, μπορῶ νὰ σταθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ πῶ ὅτι λυπᾶμαι , ὅτι Τὸν ἀγαπῶ, ὅτι εἶμαι χαρούμενος καὶ μετὰ νὰ πῶ «Καληνύχτα» καὶ νὰ στείλω ἕνα φιλὶ στὴν εἰκόνα ποὺ εἶναι τόσο ψηλὰ γιὰ νὰ τὴν φιλήσω.
Τὸ ἄλλο παράδειγμα ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σᾶς δώσω, εἶναι μιᾶς εἰκόνας τῆς Θείας Ἐνσάρκωσης, μιὰ Χριστουγεννιάτικη εἰκόνα- ἕνα βουνό, ἕνα σπήλαιο, σὲ μιὰ γωνία οἱ ἄγγελοι ψάλλουν στοὺς βοσκούς, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ οἱ τρεῖς βασιλιάδες ποὺ ταξιδεύουν, σὲ ἄλλη γωνία ὁ Ἰωσήφ ποὺ κάθεται καὶ δοκιμάζεται ἀπὸ τὸν Σατανᾶ ποὺ τοῦ ψιθυρίζει ὅτι κάποιο μεγάλο κακὸ ὑπάρχει στὴν ὅλη κατάσταση, καὶ ἔπειτα εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Παιδί. Ἀλλὰ τούτη ἡ εἰκόνα ποὺ ἰδιαίτερα θυμᾶμαι, δὲν μᾶς δείχνει τὸ Παιδὶ στὴ φάτνη. Δὲν εἶναι ἡ κλασικὴ συναισθηματικὴ εἰκόνα ποὺ βλέπουμε τόσο συχνά. Ἀντὶ γιὰ τὴν φάτνη, ὑπάρχει ἕνα θυσιαστήριο ἀπὸ ρὸζ πέτρα καὶ τὸ Παιδὶ βρίσκεται σ’ αὐτό. Καὶ αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἶναι μιὰ θεολογικὴ ὁμολογία, ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση ὡς Θεία πράξη μέσω τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς ὑπάρχει στὸν κόσμο γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος, μᾶς μιλάει γιὰ τὸ γεγονὸς ὅπου ὁ Υιὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ πεθάνει, ὅτι ἡ γέννηση Του ἦταν ἡ ἀρχὴ γιὰ νὰ εἰσέλθει σ’ ἕναν κόσμο πόνου, ἀπόρριψης καὶ θανάτου. Καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνακαλύπτουμε ὅτι τὸ βουνὸ δὲν σημαίνει τίποτα, ὅτι οἱ ποιμένες καὶ οἱ βασιλιάδες, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ ψυχική του διάθεση εἶναι χαρακτηριστικὰ τοῦ παρελθόντος, ποὺ ἁπλὰ ἔφεραν σ’ ἐμᾶς τὸ μήνυμα, ἐρχόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ κεντρικὸ γεγονός – ὁ Θεὸς ἔχει γίνει ἄνθρωπος καὶ ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος δέχτηκε νὰ γίνει ἀδύναμος, εὐάλωτος καὶ νὰ εἰσέλθει στὸ βασίλειο τῶν παθῶν καὶ τοῦ θανάτου. Καὶ τότε, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕναν Θεὸ ποὺ μποροῦμε νὰ λατρέψουμε μὲ ἕναν νέο τρόπο, ὄχι ἕναν Θεὸ ποὺ λατρεύουμε στοὺς μεγάλους καθεδρικοὺς ναούς, ἐξαιτίας τῆς ἀξεπέραστης ἀγάπης ποὺ ἀντιπροσωπεύει, ὄχι τὸν Ἕνα Παντοδύναμο Θεό, ἀλλὰ τὸν Θεὸ ποὺ διάλεξε νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ἀδύναμος, ἀπροστάτευτος, ἀβοήθητος, νὰ μᾶς προσφερθεῖ καὶ βλέπουμε τὶ ἔκανε τὸ ἀνθρώπινο γένος σὲ αὐτὸν τὸν Θεὸ ποὺ ἀνέλαβε ὅλη τὴν εὐθύνη τῆς πράξης Του πεθαίνοντας γιὰ χάρη μας.
Ἔτσι ἔρχομαι μ’ αὐτὸ, στὸ τελευταῖο σημεῖο τῆς ὁμιλίας μου, ποὺ προφανῶς εἶναι πολύ σύντομο. Ἀντικρίζοντας μιὰν εἰκόνα, λαμβάνουμε ἕνα μήνυμα καὶ τοῦτο τὸ μήνυμα εἶναι πάντοτε ἀκριβῶς ὅπως εἶναι ἕνα κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου, ἤ μιὰ προσευχὴ γραμμένη ἀπὸ ἕναν ἅγιο, εἶναι γιὰ ἐμᾶς μιὰ πρόκληση – πῶς ἀπαντᾶτε σ’ ὅ,τι βλέπετε, τί κάνετε; Ποιοι εἶστε σὲ σχέση μὲ αὐτὸ τὸ γεγονός, τὸ πρόσωπο, τὸν ἄνθρωπο, σ’ αὐτὴ τὴν ἰδιαίτερη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἁγίων Του, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ἀποστόλων; Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς προσευχῆς στὴν πράξη. Φερόμαστε μὲ εὐλάβεια στὶς εἰκόνες, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ὄμορφες, ὄχι ἐπειδὴ φέρουν ἕνα οὐσιαστικὸ μήνυμα, ἀλλὰ ἐπειδή, κατὰ κάποιο τρόπο, ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ γεγονότος ὅτι συνδέονται μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ γεγονός ποὺ ἀπεικονίζουν.
Δὲν ἀντιμετωπίζετε μιὰν εἰκόνα σὰν ἕνα εἴδωλο, ἀλλὰ ἀκριβῶς μὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ ἀντιμετωπίζατε τὴν φωτογραφία κάποιου ποὺ ἀγαπᾶτε ἰδιαίτερα. Ἴσως εἶναι οἱ κεκοιμημένοι γονεῖς σας, ἴσως εἶναι οἱ γονεῖς σας ποὺ ζοῦν, ἴσως εἶναι τὸ ἀγόρι ἤ τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπᾶτε μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά. Κοιτᾶτε αὐτὲς τὶς φωτογραφίες καὶ δὲν φαντάζεστε ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο, δὲν τὶς λατρεύετε ἀλλὰ ὑπάρχουν πράγματα ποὺ θὰ κάνατε καὶ πράγματα ποὺ δὲν θὰ κάνατε. Ἄν ἔχετε τὴν φωτογραφία κάποιου ζωντανοῦ ἤ κεκοιμημένου ποὺ ἀγαπᾶτε μὲ ὅλη την καρδιά σας, δὲν θὰ πάρετε ἁπλὰ τὸ φλυτζάνι σας νὰ τὸ τοποθετήσετε ἀπὸ πάνω, ἐπειδὴ εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος νὰ προστατέψετε τὸ τραπέζι. Καὶ πιθανὸν θὰ εἴσαστε ἀρκετὰ ἀνόητοι, ἄν κάποια στιγμὴ ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχει κανεὶς νὰ σᾶς κοιτάζει, πάρετε τὴν φωτογραφία καὶ τὴν φιλήσετε. Λοιπόν, αὐτὸ εἶναι ποὺ κάνουμε ἀκριβῶς μὲ τὶς εἰκόνες. Τὶς φιλᾶμε, εἴμαστε λιγότερο ντροπαλοὶ καὶ τὸ κάνουμε δημόσια, ἀλλὰ τὸ κάνουμε ἐπειδὴ εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος νὰ φιλήσουμε τὸ πρόσωπο ποὺ κατὰ ἕναν τρόπο ἀπουσιάζει, ποὺ εἶναι παρὼν πνευματικά, ναί, ποὺ ἡ εἰκόνα του ὑπάρχει ὅπως ἕνα παράθυρο, ὅπως ἕνας δεσμὸς, μιὰ συγγένεια μὲ αὐτὸ τὸ πρόσωπο.
Καὶ ἡ προσευχή μας πρὸς τὶς εἰκόνες, δὲν εἶναι προσευχὴ στὸ ξύλο ἤ στὸ χρῶμα ἤ ἀκόμα πρὸς τὴν σκηνὴ ἤ τὸ πρόσωπο. Ὅλα γίνονται διάφανα σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ φωτογραφία εἶναι διάφανη σ’ ἐμᾶς, ἐπειδὴ εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ βλέπουμε, ποὺ ἀγαπᾶμε, ποὺ φερόμαστε μὲ τρυφερότητα καὶ σεβασμὸ ὅταν κρατᾶμε τὴν φωτογραφία ἑνὸς ἀγαπημένου προσώπου. Καὶ ἡ προσευχή μας πρὸς τὴν εἰκόνα εἶναι μιὰ προσευχὴ ὅπου ἐπικοινωνοῦμε μέσω αὐτῆς. Ἴσως εἶναι μιὰ βοήθεια γιὰ ἐμᾶς, διότι δεν εἶναι ὁ καθένας μας ἱκανὸς νὰ κλείσει τὰ μάτια, ν’ ἀποκοπεῖ ἀπὸ ὅ,τι τὸν περιβάλλει, νὰ νοιώσει ὅτι βρίσκεται μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνον καὶ στὸν Θεὸ, δὲν ὑπάρχει κάτι ποὺ νὰ χρειάζεται γιὰ νὰ τὸν συνδέσει μὲ τὸν Θεό. Τελικὰ, ἔχοντας κοιτάξει τὴν εἰκόνα, καὶ ἀφοῦ πράγματι δεχθοῦμε τὸ μήνυμα ποὺ φέρει, τὴν πρόκληση ποὺ μᾶς δίνεται, πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ κλείσουμε τὰ μάτια καὶ νὰ νοιώσουμε ὅτι βρισκόμαστε μέσα στὴν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἁγίου ποὺ ἀπεικονίζονται στὴν εἰκόνα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ μία ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του. Μᾶς λέει, «ἄν θέλετε νὰ προσευχηθεῖτε, σταθῆτε μπροστὰ στὶς εἰκόνες σας, μετὰ κλεῖστε τὰ μάτια καὶ προσευχηθεῖτε».
Προφανῶς, ποιό τὸ νόημα νὰ ἔχετε εἰκόνες, ἄν κλείνετε τὰ μάτια σας καὶ δὲν τὶς κοιτᾶτε; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχετε ρίξει μιὰ ματιὰ καὶ αὐτή ἡ ματιὰ πρέπει νὰ σᾶς ἔχει ἀφυπνίσει,νὰ ἔχετε ρίξει μιὰ ματιὰ καὶ νὰ εἶστε ἀνοιχτοὶ σὲ κάθε μήνυμα καὶ πρόκληση καὶ τότε πρὲπει νὰ εἶστε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα στοιχεῖα αὐτῆς τῆς εἰκόνας καὶ νὰ μπορεῖτε νὰ προσευχηθεῖτε, νὰ ψάλλετε στὸν Θεό.
Καὶ θὰ τελειώσω μ’ ἕνα παράδειγμα, μιὰ σκηνὴ ποὺ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μιὰν εἰκόνα, ἀλλὰ ποὺ θὰ σᾶς κάνει ξεκάθαρη πιθανὸν καλύτερα ἀπ’ ὅτι μπορῶ ἐγώ, τὴν ἰδέα νὰ ξεκινήσουμε μὲ ὅλο τὸ εἶναι μας νὰ ψάλλουμε καὶ νὰ προσευχόμαστε. Ἦμουν τότε δεκαεννέα χρονῶν καὶ διάβαζα μαζὶ μὲ ἕναν ἠλικιωμενο διάκονο σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μικρὲς ἐκκλησίες τοῦ Παρισιοῦ. Ἦταν πολύ μεγάλος σὲ ἠλικία, εἶχε χάσει μὲ τὰ χρόνια ὅλα του τὰ δόντια καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι διάβαζε καὶ ἔψελνε ὄχι τόσο καθαρὰ καὶ νὰ προσθέσω ὑποτιμητικά, διάβαζε καὶ ἔψελνε μὲ μιὰν ταχύτητα ποὺ μὲ ξεπερνοῦσε, τὰ μάτια μου δὲν μποροῦσαν νὰ παρακολουθήσουν τὶς γραμμές. Καὶ ὅταν τελειώσαμε τὴν λειτουργία, καθὼς ἤμουν τὸσο ὑπερήφανος, ὅσο μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι στὰ δεκαεννιά του χρόνια, τοῦ εἶπα: « Ἀδελφὲ Εὐθύμιε, μοῦ κλέψατε ὅλη τὴν ἀκολουθία διαβάζοντας και ψέλνοντας τόσο γρήγορα. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι τὴν στερήσατε ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας, εἶμαι βέβαιος, δὲν μπορέσατε νὰ καταλάβετε μιὰ λέξη ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέγατε». Καὶ τότε, ὁ ἠλικιωμένος ἄνδρας μὲ κοίταξε ( δὲν γνωρίζω γιατί, ἀλλὰ μὲ συμπάθησε) καὶ μοῦ εἶπε: «Ὦ λυπᾶμαι τόσο, ἀλλὰ ξέρεις, γεννήθηκα σὲ μιὰ πάμφτωχη οἰκογένεια, σ’ ἕνα πολὺ φτωχὸ χωριὸ τῆς Ρωσίας, οἱ γονεῖς μου δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ μὲ κρατήσουν γιὰ νὰ μὲ θρέψουν, ἐπειδὴ ἦταν πάρα πολὺ φτωχοὶ, ἔτσι μὲ ἔδωσαν στὴν ἠλικία τῶν ἑφτὰ σ’ἕνα γειτονικὸ μοναστήρι ὅπου μὲ ἀνέθρεψαν, μὲ μόρφωσαν, μὲ δίδαξαν νὰ διαβάζω καὶ νὰ ψέλνω, καὶ ποτέ δὲν ἄφησα τὸ μοναστήρι μέχρι τὴν ἐπανάσταση. Καὶ διάβαζα αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔψελνα κάθε μέρα ὅλη μου τὴ ζωή. Καὶ τώρα, ξέρεις τὶ συμβαίνει; Ὅταν βλέπω λέξεις σὲ κείμενα, εἶναι σὰν ἕνα χέρι νὰ ἄγγιξε μιὰ χορδὴ τῆς ψυχῆς μου, καὶ ἡ ψυχὴ μου ξεκινᾶ νὰ ψέλνει σὰν νὰ εἶμαι ἅρπα ποὺ τὴν ἀγγίζει ἕνα χέρι. Δὲν προσκολλιέμαι στὶς λέξεις. Ἐσὺ ἀκόμα χρειάζεσαι τὸ κείμενο, ἀλλὰ γιὰ μένα, εἴτε τὸ βλέπω, εἴτε βλέπω τὶς νότες, μοῦ εἶναι ἀρκετό. Ξεκινῶ νὰ ψέλνω μὲ ὅλο μου τὸ εἶναι».
Λοιπόν, αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ γίνει ὅταν κοιτάζουμε μιὰ εἰκόνα καὶ δεχόμαστε τὴν ἐπίδραση ποὺ ἔχει πάνω μας, ἔτσι ποὺ ὅλη ἡ ὑπαρξή μας νὰ ξεκινᾶ νὰ ψέλνει, νὰ ψέλνει πρὸς τὸν Θεὸ σὲ ὁποιονδήποτε ἦχο. Μπορεῖ νὰ εἶναι μετάνοια, χαρὰ, εὐγνωμοσύνη, μεσιτεία, δὲν ἔχει σημασία, αὐτὸ ποὺ εἶναι σημαντικὸ εἶναι ὅτι θὰ πρέπει νὰ ψάλλουμε στὸν Θεὸ ὅπως μιὰ ἅρπα ὅταν τὴν ἀγγίζει ἕνα χέρι.