Σεραφείμ Ρόουζ, Ἱερομόναχος.
Ἡ ἀποκρυφιστικὴ διδασκαλία γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωή, παρότι καταλήγει νὰ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, ἐντούτοις ἔχει πράγματι ὡς ἀφετηρία μία ἀναμφισβήτητη Χριστιανικὴ ἀλήθεια: ὄτι ο θάνατος τοῦ σώματος δὲν ἀποτελεῖ τὸ τέλος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀλλὰ μόνον τὴν ἀρχὴ μίας νέας κατάστασης γιὰ τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, ἡ ὁποία συνεχίζει τὴν ὕπαρξή της ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὁ θάνατος, ποὺ δὲ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀλλὰ ἐπῆλθε στὴ δημιουργία ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο, εἶναι ἡ πιὸ ἐντυπωσιακὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία ἐκδηλώνεται ἡ πεπτωκυία φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν αἰωνιότητα ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ τὸ πῶς ἀντιμετωπίζει τὸ δικό του θάνατο καὶ τὸ πῶς προετοιμάζεται γι’ αὐτόν.
Ἡ ἀληθινὴ Χριστιανικὴ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο ἐμπεριέχει στοιχεῖα τόσο φόβου ὅσο καὶ ἀβεβαιότητας, ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ αἰσθήματα ποὺ ὁ ἀποκρυφισμὸς ἐπιδιώκει νὰ ἀκυρώσει. Ὡστόσο, στὴ Χριστιανικὴ στάση ἀπουσιάζει παντελῶς ὁ ἀπελπισμένος φόβος πού μπορεῖ νὰ αἰσθάνονται αὐτοὶ ποὺ πεθαίνουν χωρὶς νὰ ἐλπίζουν καθόλου σὲ μία αἰώνια ζωή· ὁ χριστιανός, ἔχοντας ἀναπαυμένη τὴ συνείδησή του πλησιάζει τὸ θάνατο χωρίς ταραχὴ καί, ἀνάλογα μὲ τὸ πόση χάρη ἔχει δεχθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀκόμα καὶ μὲ μία ὁρισμένη αἴσθηση βεβαιότητας. Ἂς δοῦμε τώρα τὰ παραδείγματα χριστιανικοῦ θανάτου ἀπὸ δύο ἅγιους γέροντες ποὺ ἔζησαν στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου τὸν 5ο αἰώνα:
«Ἐνῶ δὲ σίμωνε ἡ κοίμησή του, ἔμεινε τρεῖς μέρες ἔχοντας ἀνοιχτὰ τὰ μάτια καὶ ἀκίνητα. Καὶ τὸν σκούντησαν οἱ ἀδελφοὶ λέγοντας: “Ἀββᾶ Ἀγάθων ποῦ εἶσαι;” Τοὺς λέγει: “Μπροστὰ στὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ στέκομαι”. Τοῦ λέγουν: “Καὶ σὺ φοβᾶσαι πάτερ;” Τοὺς ἁπαντά: “Βέβαια, ἔβαλα ὅλη μου τὴ δύναμη γιὰ νὰ φυλάξω τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἄνθρωπος εἶμαι. Πούθε νὰ ξέρω ἂν ὁ κόπος μου ὑπῆρξε θεάρεστος;” Τοῦ λέγουν οἱ ἀδελφοί: “Δὲν ἔχεις πεποίθηση ὅτι ὁ κόπος σου ἦταν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;” Τοὺς ἁπαντὰ ὁ γέρων: “Δὲν ἔχω βεβαιότητα, πρὶν συναντηθῶ μὲ τὸ Θεό. Γιατί ἀλλιῶς κρίνει ὁ Θεὸς καὶ ἀλλιῶς οἱ ἀνθρωποι”. Καὶ καθὼς ἤθελαν νὰ τοῦ πάρουν καὶ ἄλλα λόγια, τοὺς λέγει: “Κάνετέ μου τὴ χάρη, μὴ μοῦ μιλᾶτε πλέον, γιατί εἶμαι ἀπασχολημένος.” Καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα μὲ χαρά. Καὶ τὸν ἔβλεπαν νὰ τοὺς φεύγει, καθὼς κάποιος ἀσπάζεται τοὺς φίλους καὶ ἀγαπημένους του».[1]
Ἀκόμα καὶ μεγάλοι ἅγιοι ποὺ πεθαίνουν ἐν τῷ μέσω ἔκδηλων σημείων τῆς Θείας Χάριτος διατηροῦν μία νηφαλιότητα καὶ ταπεινοφροσύνη ὅσον ἀφορᾶ τὴ δική τους σωτηρία.
«Ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Σισώη, ὅτι, ὅταν ἔμελλε νὰ τελευτήσει καὶ κάθονταν οἱ πατέρες γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ τοὺς λέγει: “Νὰ ὁ Ἀββὰς Ἀντώνιος ἦλθε”. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο λέγει: “Νὰ ἡ χορεία τῶν προφητῶν ἦλθε”. Καὶ πάλι τὸ πρόσωπό του περίσσια ἔλαμψε καὶ εἶπε: “Νά, ἡ χορεία τῶν ἀποστόλων ἦλθε”. Καὶ ἔλαμψε πάλι τὸ πρόσωπό του πιὸ πολύ. Καὶ ἰδού, ἦταν σὰν νὰ μιλοῦσε μὲ κάποιους. Καὶ τὸν ρώτησαν οἱ γέροντες, λέγοντας: “Μὲ ποιὸν μιλᾶς πάτερ;”. Καὶ ἐκεῖνος εἶπε: “Νὰ οἱ Ἄγγελοι ἦλθαν νὰ μὲ πάρουν καὶ παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν γιὰ νὰ μετανοήσω λίγο ἀκόμη”. Καὶ τοῦ λέγουν οἱ γέροντες: “Δὲν ἔχεις ἀνάγκη νὰ μετανοήσεις, πάτερ”. Καὶ τοὺς εἶπε ὁ γέρων: “Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι δὲν βλέπω νὰ ἔχω κάμει ἀρχή”. Καὶ πληροφορήθηκαν ὅλοι ὅτι εἶναι τέλειος. Καὶ πάλι, ξαφνικά, ἔγινε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ φοβήθηκαν ὅλοι. Καὶ τοὺς λέγει: “Βλέπετε, ὁ Κύριος ἦλθε καὶ λέγει: Φέρτε μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου”. Καὶ εὐθὺς παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἔγινε σὰν ἀστραπή. Καὶ γέμισε ὅλο τὸ κελλὶ ἀπὸ εὐωδία».[2]
Πόσο διαφέρει αὐτὴ ἡ νηπτικὴ χριστιανικὴ στάση συγκρινόμενη μὲ τὴν ἐπιπόλαιη στάση μερικῶν μὴ Ὀρθόδοξων σημερινῶν Χριστιανῶν οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι εἶναι ἤδη «σεσωσμένοι» καὶ ὅτι δὲν πρόκειται καν νὰ ὑποστοῦν τὴν κρίση ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἑπομένως δὲν ἔχουν κανένα λόγο νὰ φοβοῦνται τὸ θάνατο. Μία τέτοια στάση, εὐρέως διαδεδομένη μεταξὺ τῶν σημερινῶν Προτεσταντῶν, στὴν πραγματικότητα δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀποκρυφιστικὴ ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ φοβᾶται τὸ θάνατο ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει αἰώνια καταδίκη· ἀναμφισβήτητα, ἂν καὶ ἀκουσίως, ἡ ἰδέα αὐτὴ ἔχει συντελέσει στὴ διαμόρφωση τῆς ἀνωτέρω στάσης. Τὸν 11ο αἰώνα, στὰ Ἑρμηνευτικά του σχόλια στὰ Εὐαγγέλια, καὶ συγκεκριμένα στὸ Κατὰ Ματθαῖον 22:14 «Πολλοὶ γὰρ εἴσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»,[3] ὀ όσιος Θεοφύλακτος ἀπὸ τὴ Βουλγαρία εγραψε: «Πολλοὶ ἄνθρωποι ἐξαπατοῦν τὸν ἑαυτό τους μὲ μία μάταιη ἐλπίδα· νομίζουν ὅτι θὰ κληρονομήσουν τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ θὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ χορὸ τῶν ἀναπαυόμενων στὸ ὕψος τῶν ἀρετῶν, ἔχοντας ὑπερβολικὴ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Πολλοὶ καλοῦνται, ἀφοῦ ὁ Θεὸς καλεῖ πολλούς, μᾶς καλεῖ, μάλιστα, ὅλους, ὅμως λίγοι εἶναι οἱ ἐκλεκτοί, λίγοι σώζονται, λίγοι εἶναι ἄξιοι νὰ τοὺς ἐπιλέξει ὁ Θεός».
Ἡ ὁμοιότητα μεταξύ τῆς ἀποκρυφιστικῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς κοινῆς Προτεσταντικῆς ἄποψης ἀποτελεῖ ἴσως τὸν κύριο λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχουν ἀποβεῖ τόσο ἀνεπιτυχεῖς οἱ ἀπόπειρες μερικῶν Εὐαγγελικῶν Προτεσταντῶν νὰ κρίνουν τὶς σημερινὲς «μεταθανάτιες» ἐμπειρίες ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ «Βιβλικοῦ Χριστιανισμοῦ». Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εχουν χάσει ἕνα τόσο μεγάλο μέρος τῆς παραδοσιακῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωή, τὸν ἐναέριο κόσμο, καὶ τὰ ἔργα καὶ τὶς πλάνες τῶν δαιμόνων, ποὺ οἱ κριτικὲς τους εἶναι συχνὰ ἀσαφεῖς καὶ αὐθαίρετες, ἐπίσης ἡ ἱκανότητα διάκρισης τῶν ἐμπειριῶν ποὺ ἐκδηλώνονται σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο πολλὲς φορὲς δὲν εἶναι καλύτερη ἀπὸ αὐτὴν τῶν κοσμικῶν ἐρευνητῶν καὶ τοὺς ὁδηγεῖ νὰ ἐξαπατηθοῦν ὅπως κι ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀπατηλὲς «χριστιανικὲς» ἢ «Βιβλικὲς» ἐμπειρίες τοῦ ἐναέριου κόσμου.
Ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο βασίζεται σὲ μία ἐπίγνωση τῶν κρίσιμων διαφορῶν ἀνάμεσα σὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἄλλη ζωή. Ο Αρχιεπίσκοπος Μόσχας Μακάριος συνοψιζει τὴ Βιβλικὴ καὶ Πατερικὴ διδασκαλία στὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «Ὁ θάνατος εἶναι τὸ ἀπώτατο ὅριο στὸ ὁποῖο λήγει ἡ περίοδος τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ ἀρχίζει ἡ ἐποχὴ τῆς ἀνταμοιβῆς, ἔτσι ὥστε μετὰ θάνατον νὰ καθίσταται ἀδύνατη τόσο ἡ μετάνοια ὅσο καὶ ἡ ἐπανόρθωση τῆς ζωῆς. Ὁ Σωτήρας Χριστὸς ἐξέφρασε αὐτὴν τὴν ἀλήθεια στὴν παραβολή Του γιὰ τὸν πλούσιο καὶ τὸ Λάζαρο, ἀπὸ τὴν ὁποία γίνεται φανερὸ ὅτι καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος ἔλαβαν τὴν ἀνταμοιβὴ τους ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατο, καὶ ὁ πλούσιος, ἄσχετα μὲ τὸ πόσο βασανίστηκε στὴν κόλαση, δὲν μπόρεσε νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὰ μαρτύριά του μέσω τῆς μετανοίας: «μεταξὺ ἠμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται»[4] (κατὰ Λουκᾶν 16:26).»[5]
Ὁ θάνατος, ἑπομένως, ἀποτελεῖ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πραγματικότητα ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ συνειδητοποιήσει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν καὶ τὸν ἄλλο κόσμο και τον παροτρύνει νὰ ζήσει τὴ ζωὴ τῆς μετάνοιας καὶ τῆς κάθαρσης κατὰ τὸ πολύτιμο χρονικὸ διάστημα ποὺ τοῦ δίδεται. Ὅταν κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τον Αββὰ Δωρόθεο γιατί τοῦ συνέβαινε νὰ αἰσθάνεται ἀκηδία ὅταν καθόταν στὸ κελλί του, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἐπειδὴ ἀκόμα δὲ γνώρισες οὔτε τὴν ἀνάπαυση ποὺ προσδοκᾶμε οὔτε τὴν κόλαση ποὺ μᾶς περιμένει. Γιατί ἂν ἤξερες καλὰ αὐτὰ τὰ δύο, καὶ ἂν ἀκόμα τὸ κελλί σου ἦταν γεμάτο σκουλήκια, ὥστε νὰ εἶσαι βουτηγμένος σ’ αὐτὰ μέχρι τὸ λαιμό, θὰ ὑπέμενες χωρὶς νὰ ἀκηδιάζεις».[6]
Παρομοίως, ὀ όσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ διδασκε: «Ἂν γνώριζες τί χαρὰ καὶ τί γλυκύτητα ἀναμένει στὸν οὐρανὸ τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου, τότε θὰ ἀποφάσιζες νὰ ὑπομένεις μὲ εὐγνωμοσύνη, σ’ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή, ὅλα τὰ βάσανα, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς συκοφαντίες· ἀκόμη καὶ ἂν τὸ ἴδιο τὸ κελλὶ μας ἦταν γεμάτο σκουλήκια κι ἂν ἀκόμα τὰ σκουλήκια κατάτρωγαν τὶς σάρκες μας κατὰ τὴ διάρκεια ὅλης της ἐπίγειας ζωῆς μας, καὶ τότε, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, ἔπρεπε νὰ συγκατατεθοῦμε σ’ αὐτό, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦμε τὴν οὐράνια ἐκείνη χαρὰ τὴν ὁποία ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν».[7]
Ἡ ἀπουσία φόβου ἐκ μέρους ἀποκρυφιστῶν καὶ Προτεσταντῶν ὁμοίως, μπροστὰ στὸ θάνατο, προέρχεται ἄμεσα ἀπὸ τὴν ἀπουσία ἐπίγνωσης περὶ τοῦ τί ἀναμένει τὸν ἄνθρωπο στὴ μέλλουσα ζωὴ καὶ περὶ τοῦ τί μπορεῖ νὰ κάνει σήμερα ὥστε νὰ προετοιμαστεῖ γι’ αὐτήν. Ἀντίθετα, ἀποτέλεσμα τῶν ἀληθινῶν ἐμπειριῶν ἢ ὁράσεων τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς εἶναι νὰ συνταράσσεται ὁ ἄνθρωπος μέχρι τὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του καί, στὴν περίπτωση ποὺ μέχρι τότε δὲν ἔχει ἀκολουθήσει μία ἐν Χριστῷ ζωή, νὰ τροποποιεῖ ὅλη του τὴ ζωὴ ὥστε νὰ προετοιμαστεῖ γιὰ αὐτὴν ποὺ θὰ ἀκολουθήσει. Ὅταν ὀ αγ. Ἀθανάσιος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου πεθανε καὶ ἐπανῆλθε στὴ ζωὴ μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες, οἱ ἄλλοι μοναχοὶ «τρομοκρατήθηκαν βλέποντας τὸν, ἄρχισαν τότε νὰ τὸν ρωτοῦν πῶς εἶχε γίνει κάτι τέτοιο, καὶ τί εἶχε δεῖ καὶ ἀκούσει ἐνόσω ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του. Σὲ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις ἀπάντησε λέγοντας μόνο: “Σῶστε τὸν ἑαυτό σας!”. Καὶ ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ἐπίμονα τὸν ρωτοῦσαν νὰ τοὺς πεῖ κάτι ψυχωφελές, ἐκεῖνος τοὺς συνέστησε τὴν ὑπακοὴ καὶ την αδιάκοπη μετάνοια. Ἀμέσως μετὰ ὁ Ἀθανάσιος ἐγκλείστηκε σὲ ἕνα σπήλαιο, ὅπου παρέμεινε συνεχῶς ἐπὶ δώδεκα χρόνια, χύνοντας ἀκατάπαυστα δάκρυα μέρα καὶ νύχτα, τρεφόμενος μὲ λίγο ψωμὶ καὶ νερὸ μέρα παρὰ μέρα, καὶ μὴ συζητώντας μὲ κανέναν γιὰ ὅλο ἐκεῖνο τὸ διάστημα. Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, ἐπανέλαβε στοὺς συγκεντρωμένους ἀδελφοὺς τὶς ἐντολές του γιὰ ὑπακοὴ καὶ μετάνοια, καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ ἐν Κυρίῳ».[8]
Κατὰ παρόμοιο τρόπο, στὴ Δύση, ὁ Βέδας περιγράφει πὼς ἕνας ἄνδρας ἀπὸ τὴν Νορθούμπρια, ἀφοῦ ἦταν νεκρὸς γιὰ μία ὁλόκληρη νύχτα, ἐπανῆλθε στὴ ζωὴ καὶ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς: «Ἐλευθερώθηκα ἀληθινὰ ἀπὸ τὴ σφιχτὴ ἀγκαλιὰ τοῦ θανάτου, καὶ μοῦ ἐπετράπη νὰ ζήσω ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ πάλι. Ὅμως στὸ ἑξῆς πρέπει νὰ υἱοθετήσω ἕναν πολὺ διαφορετικὸ τρόπο ζωῆς καὶ νὰ ἐγκαταλείψω τὸν προηγούμενο».[9] Ἔδωσε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του καὶ ἀποσύρθηκε σὲ μία μονή. Ἀργότερα διηγήθηκε ὅτι εἶχε δεῖ καὶ τὸν παράδεισο καὶ τὴν κόλαση, ἀλλὰ «αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ συζητήσει γι’ αὐτὰ καὶ γιὰ τὰ ἄλλα ὅσα εἶχε δεῖ, μὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲ ζοῦσαν πνευματικά, ἀλλὰ μόνο μὲ ὅσους κατατρύχονταν ἀπὸ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας ἢ χαροποιοῦνταν ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῶν αἰωνίων ἀγαλλιάσεων, καὶ ἦταν πρόθυμοι νὰ φυλάξουν τὰ λόγια του στὴν καρδιά τους καὶ νὰ ζήσουν στὸ ἑξῆς μὲ ἁγιότητα».[10]
Ἀκόμα καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἡ ἀληθινὴ ἐμπειρία τοῦ ἄλλου κόσμου ποὺ βίωσε ὁ συγγραφέας του Unbelievable for many… τὸν συντάραξε σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ἄλλαξε ἐντελῶς τὴ ζωή του, ἔγινε μοναχός, καὶ προέβη σὲ μία καταγραφὴ τῶν ἐμπειριῶν του πρὸς ἀφύπνιση καὶ ἄλλων οἱ ὁποῖοι, ὅπως κι ἐκεῖνος, ζοῦσαν μέσα στὴν ψευδῆ αἴσθηση ἀσφάλειας ποὺ τοὺς παρεῖχε ἡ ἀπουσία πίστης στὴ μέλλουσα ζωή.
Τέτοιες ἐμπειρίες ἀπαντῶνται πολὺ συχνὰ σὲ Βίους Ἁγίων καὶ σὲ ἄλλες Ὀρθόδοξες πηγές, καὶ βρίσκονται σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τὶς σύγχρονες ἐμπειρίες ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν δεῖ τὸν «παράδεισο» καὶ τὸν «ἄλλο κόσμο» ἀλλὰ ἐξακολουθοῦν νὰ διατηροῦν μία ψευδῆ αἴσθηση ἀσφάλειας θεωρώντας ὅτι εἶναι ἤδη «προετοιμασμένοι» γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωὴ καὶ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος δὲν εἶναι καθόλου κάτι ποὺ πρέπει νὰ φοβόμαστε.
Ἡ πρωταρχικὴ σπουδαιότητα τὴν ἐνθύμησης τοῦ θανάτου στὴ χριστιανικὴ ζωὴ περιγράφεται στο εγχειρίδιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, την Κλίμακα του ἄγ. Ἰωάννη, ὀ Έκτος Λόγος τῆς ὁποίας εἶναι εἰδικὰ ἀφιερωμένο στὸ θέμα αὐτό: «Ὅπως ὁ ἄρτος εἶναι ἀναγκαιότερος ἀπὸ κάθε ἄλλη τροφὴ ἔτσι καὶ ἡ σκέψις τοῦ θανάτου ἀπὸ κάθε ἄλλη πνευματικὴ ἐργασία… Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περάσουμε μὲ εὐλάβεια τὴν σημερινὴ ἡμέρα, ἐὰν δὲν τὴν λογαριάσωμε σὰν τὴν τελευταία της ζωῆς μας».[11] Ἡ Ἁγία Γραφὴ διδάσκει: «ἐν πάσι τοῖς λόγοις σου μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰώνα οὒχ ἁμαρτήσεις.» (Σοφία Σειράχ ζ΄ 36) [12]. Ὁ ἁγ. Βαρσανούφιος απο τὴ Γάζα ἔδωσε τὴν ἑξῆς συμβουλὴ σὲ ἕναν ἀδελφό: «Ἂς ἐνδυναμώνουμε τὶς σκέψεις μας μὲ τὴν ἐνθύμηση τοῦ θανάτου, τὴν ὥρα τοῦ ὁποίου κανεὶς ἄνθρωπος δὲ γνωρίζει. Ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ πράττουμε τὸ καλὸ πρὶν ἀποχωρήσουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωὴ – ἐπειδὴ δὲ γνωρίζουμε ποιὰ ἡμέρα θὰ κληθοῦμε – ὥστε νὰ ἀποφύγουμε νὰ βρεθοῦμε ἀπροετοίμαστοι καὶ νὰ παραμείνουμε ἐκτός του νυμφῶνος μαζὶ μὲ τὶς πέντε μωρὲς παρθένες». [13]
Ὁ μεγαλος Αββᾶς Ποιμήν, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ θάνατο τοῦ ἁγ. Ἀρσενίου τοῦ Μεγαλου εῖπε: «Μακάριος εἶσαι Ἀββᾶ Ἀρσένιε, γιατί ἔκλαψες τὸν ἑαυτό σου σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο. Γιατί ὅποιος δὲν κλαίει τὸν ἑαυτὸ του ἐδῶ κάτω, αἰώνια ἐκεῖ, στὴν ἄλλη ζωή, θὰ κλαίει. Εἴτε λοιπὸν ἐδῶ θεληματικὰ εἴτε ἐκεῖ ἀπὸ τὶς βασάνους, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν κλάψει».[14]
Μόνον ὁ ἄνθρωπος μὲ μία σοβαρὴ χριστιανικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς μπορεῖ νὰ τολμήσει νὰ πεῖ, ὅπως καὶ ὀ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «τὴν ἐπιθυμίαν ἔχω εἰς τὸ ἀναλύσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (Πρὸς Φιλιππησίους 1:23).[15] Μόνον ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ζήσει τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς μετανοίας, θρηνώντας γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μπορεῖ νὰ πεῖ ὅπως καὶ ὀ ἅγ. Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων: «Οἱ ἀνόητοι φοβοῦνται τὸ θάνατο ὡς τὸ χείριστο τῶν δεινῶν, ἀλλὰ οἱ σοφοὶ τὸν ἀναζητοῦν ὡς ἀνάπαυση μετὰ τὸν κοπιώδη ἀγώνα τους καὶ ὡς τὸ τέλος τῶν δεινῶν τους».[16]
Ο επίσκοπος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ καταλήγει στὴν περίφημη «Ὁμιλία περὶ Θανάτου» χρησιμοποιώντας λόγια ποὺ ἰσχύουν καὶ γιὰ ἐμᾶς ἐπίσης, ἕναν αἰώνα πιὸ μετά, ὡς ἔκκληση γιὰ τὴν ἐπιστροφή μας στὴ μία καὶ μόνη χριστιανικὴ στάση ἔναντι τοῦ θανάτου, ἀπορρίπτοντας ὅλες τὶς ρόδινες αὐταπάτες τῆς σημερινῆς πνευματικῆς μας κατάστασης καθὼς καὶ ὅλες τὶς ψευδεῖς ἐλπίδες σχετικὰ μὲ τὴ φύση τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς:
«Ἂς ἀφυπνίσουμε μέσα μας τὴν ἐνθύμηση τοῦ θανάτου, πηγαίνοντας στὰ κοιμητήρια, ἐπισκεπτόμενοι τοὺς ἀρρώστους, παρευρισκόμενοι στὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ τῶν οἰκείων μας, ἐξετάζοντας συχνὰ καὶ ἀνανεώνοντας στὴ μνήμη μας διάφορα περιστατικὰ θανάτων ποὺ ἔχουμε δεῖ ἢ ἀκούσει… Κατανοώντας τὴ βραχύτητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας καὶ τὴ ματαιότητα ὅλων τῶν γήινων ἀποκτημάτων καὶ προνομίων, κατανοώντας τὸ τρομακτικὸ μέλλον ποὺ περιμένει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν περιφρονήσει τὸ Λυτρωτὴ καὶ τὴ λύτρωση καὶ ἔχουν καθ’ ὁλοκληρίαν θυσιάσει τὸν ἑαυτό τους στὴν ἁμαρτία καὶ τὴ φθορά, ἂς ἀποστρέψουμε τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμούς μας ἀπὸ τὴ σταθερή τους προσήλωση στὴν παραπλανητικὴ καὶ σαγηνευτικὴ ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου τούτου ποὺ εὔκολα αἰχμαλωτίζει τὴν ἀδύναμη ἀνθρώπινη καρδιὰ καὶ τὴν ὠθεῖ στὸ νὰ τὴν ἀγαπᾶ καὶ νὰ τὴν ὑπηρετεῖ· ἂς τοὺς στρέψουμε στὸ φοβερὸ ἀλλὰ σωτήριο θέαμα τοῦ θανάτου ποὺ μᾶς περιμένει. Ἂς θρηνήσουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας ὅσο ἀκόμα ὑπάρχει καιρός· ἂς πλυθοῦμε, ἂς ἐξαγνισθοῦμε κλαίοντας καὶ ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες μας ποὺ εἶναι καταγεγραμμένες στὰ βιβλία τοῦ Παντοκράτορος. Ἂς ἀποκτήσουμε τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, αὐτὴ τὴ σφραγίδα, αὐτὸ τὸ σημάδι ἐκλογῆς καὶ σωτηρίας· εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἀνεμπόδιστη διέλευση ἀπὸ τὸν ἐναέριο κόσμο καὶ τὴν εἴσοδο στὶς οὐράνιες πύλες καὶ κατοικίες… Ἀλίμονο, ἐσεῖς ποὺ ἐξοριστήκατε ἀπὸ τὸν παράδεισο! Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας στὴ γῆ δὲν εἶναι οἱ ἀπολαύσεις, οὔτε οἱ ἑορτασμοί, οὔτε οἱ διασκεδάσεις, ἀλλὰ ἡ προσπάθεια, μέσω τῆς πίστης, τῆς μετανοίας καὶ τοῦ Σταυροῦ, νὰ συντρίψουμε τὸ θάνατο ὅπως ἐκεῖνος μᾶς ἔχει συντρίψει καὶ νὰ ἀνακτήσουμε τὸ χαμένο Παράδεισο! Εἴθε ὁ φιλεύσπλαχνος Θεὸς νὰ δωρίσει στοὺς ἀναγνῶστες αὐτῆς τῆς Ὁμιλίας, καὶ σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὴ συνέταξε, μνήμη θανάτου, καὶ μὲ τὴ μνήμη αὐτή, τὴν ἀπονέκρωσή τους ἀπέναντι σὲ ὁτιδήποτε μάταιο, καὶ ζώντας μία ζωὴ μὲ στόχο τὴν αἰωνιότητα, νὰ ἀποβάλουν τὸ φόβο ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ νὰ εἰσέλθουν στὴν εὐλογημένη, αἰώνια, ἀληθινὴ ζωή. Ἀμήν.»[17]
_____________________________
[1] Εἶπε Γέρων…, Τὸ «Γεροντικὸν» σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ὑπὸ Βασιλείου Πέντζα, Ἔκδ. «Ἀστὴρ» Ἄλ. Καὶ Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1992, σέλ. 38
[2] Στὸ ἴδιο, σέλ. 246.
[3] «Διότι πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, ὀλίγοι ὅμως εἶναι οἱ ἐκλεκτοί.» (Κατὰ Ματθαῖον 22:14).
[4] «Ὑπάρχει μεταξὺ μας ἕνα μεγάλο χάσμα
[5] Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Μόσχας, Ὀρθόδοξη Δογματικὴ Θεολογία, (στὰ Ρωσικά), τόμ. 2, Ἁγία Πετρούπολη 1883, σέλ. 524.
[6] Ἀββᾶ Δωροθέου, «Γιὰ τὸ φόβο τῆς μελλούσης κολάσεως», Ἔργα Ἀσκητικά, Ἔκδ. «Ἑτοιμασία», Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1993, σέλ. 291.
[7] Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Βίος Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, Ἔκδ. Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1983, σέλ. 45.
[8] Εἶπε Γέρων…, ε.α. σέλ. 255 · Ἐπισκόπου Ἰγνατίου, Ἔργα, τόμος ΙΙΙ, σέλ. 129 · Βλ. τὸν Βίο του στὸ Kiev-Caves Patericon, Holy Trinity Monastery, Jordanville, Νέα Ὑόρκη 1967, σέλ. 153-55. Ἡ μνήμη τοῦ ἄγ. Ἀθανασίου τοῦ «Ἀναστηθέντος», ἑορτάζεται τὴν 2α Δεκεμβρίου.
[9] Bede, A history of English church and people, μτφρ. Leo shery-Price, Penguin Books, Baltimore 1968, Βιβλίο 5, 12, σέλ. 289, 293.
[10] Στὸ ἴδιο, σέλ. 289, 293.
[11] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλίμαξ, «Λόγος ΣΤ΄», μτφρ. Ἀρχιμ. Ἰγνατίου, Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, ἴδ. Ἔκδ., Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2000, σέλ. 139, 145.
[12] «Εἰς ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια σου νὰ ἐνθυμῆσαι πάντοτε τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου, καὶ ἔτσι ποτὲ δὲν θὰ παρασυρθῆς εἰς ἁμαρτίας.» (Σοφία Σειράχ ζ΄ 36)
[13] Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, Ἄγ., Καθοδήγηση στὴν Πνευματικὴ Ζωὴ (στὶς Ἐρωταποκρίσεις), Μόσχα 1855, Ἀπόκριση 799.
[14] Εἶπε Γέρων…, ε. α., σέλ. 30.
[15] «Ἔχω τὴν ἐπιθυμίαν νὰ πεθάνω καὶ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν» (Πρὸς Φιλιππησίους 1:23).
[16] St. Ambrose, «Death as a God», Seven Exegetical Works, μτφρ. Michael P. McHugh, Catholic University of America Press, 1972, τόμ. 65, σέλ. 94.
[17] Ἐπισκόπου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Ἔργα, τόμ. ΙΙΙ, Ἔκδ. τουζώφ, Ἁγία Πετρούπολη 1886, σέλ. 181-183.