Ἅγιος Νεκτάριος, Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως.

Περὶ ζήλου ἀγαθοῦ.

Ζῆλος εἶναι ἡ θέρμη τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐκδηλώνεται σὰν ὁρμὴ ἢ σὰν πάθος καὶ ἐπιθυμία. Ζῆλο λίγο-πολὺ διακρίνουμε καὶ στοὺς καλοὺς καὶ στοὺς κακοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ζῆλος εἶναι ἀγαθὸς, ὅταν ἡ ὁρμή του κινεῖται καὶ ἐργάζεται πρὸς τὸ καλό. Ὅταν ὅμως ἐκδηλώνεται πρὸς τὰ χυδαία καὶ τὰ τιποτένια, εἶναι πονηρός. Ὁ ἀγαθὸς ζῆλος ζητᾶ τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ. Ζητᾶ τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, μιμεῖται τὸ καλὸ καὶ ποθεῖ ἡ ψυχὴ του τὸ ἀγαθό. Ὁ ἀγαθὸς ζῆλος γεννιέται μέσα στὴν ἀγαθὴ ψυχὴ σὰν καλῆ ἐπιθυμία, χωρὶς ἴχνος ζήλιας· εἶναι ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ ἀγαθὸ καὶ ἐκφράζει τὴν διάθεση γιὰ πρόοδο. Ὁ ἀγαθὸς ζῆλος ἐπιθυμεῖ πάντοτε τὰ ἀνώτερα.

Περὶ τοῦ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῆ.

Ὁ χαρακτήρας τοῦ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῆ εἶναι αὐτὸς ποὺ λατρεύει, γεμάτος ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴν πίστη του, τὸν Θεό. Πράγματι, εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀφοσιωμένος στὸν Θεὸ καὶ φυλάει μὲ αὐστηρότητα τὸν νόμο Του. Ἀκολουθεῖ εὐλαβικὰ τὶς πατρικὲς παραδόσεις καὶ ἐργάζεται μὲ πολλὴ θέρμη γιὰ τὴν δόξα τοῦ ὀνόματός Του. Εἶναι ἐραστὴς τῶν ἔργων ποὺ ἀξίζουν τὸν ἔπαινο καὶ γεμάτος πόθο βιάζεται νὰ μιμηθεῖ τὰ καλά. Βαδίζει μὲ πολλὴ προθυμία τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ ἐπιδιώκει μὲ ζῆλο τὶς ἄριστες τῶν ἀσχολιῶν. Ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς εἶναι φίλος κάθε καλοῦ, ἀγαπάει καὶ ποθεῖ ὅλες τὶς ἀρετές. Διακαίεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ διαδώσει τὸν θεῖο λόγο, μὲ σκοπὸ τὴ στερέωση τῆς πίστης, τὴν εὐόδωση τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, τὴ μεγαλύτερη ἐπίδοση τοῦ θείου κηρύγματος, τὴν ἀποκατάσταση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ. Ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς πάντοτε ἐργάζεται, πάντοτε κινεῖται, πάντοτε βρίσκεται σὲ δράση. Ὁ ζῆλος του τόσο περισσότερο φλέγεται καὶ ἀναζωπυρώνεται, ὅσο περισσότερο πασχίζει γιὰ τὸ ἀγαθό, ὅσο περισσότερο ἀγαπάει τὸν Θεό. Ὁ ζηλωτὴς αὐτός, ἐνῶ κοπιάζει, δὲν ἀποθαρρύνεται· ἐνῶ ἐργάζεται, δὲν ἀποκάμνει· ἐνῶ πονάει, δὲν αἰσθάνεται τὴν κούραση· ἐνῶ δαπανᾶται, δὲν ἐξαντλεῖται καὶ δὲν γκρινιάζει, ἀλλὰ πάντα ἀκμαῖος καὶ ζωηρός, εὔθυμος καὶ θαρραλέος, ἐξορμᾶ πρὸς νέα ἐργασία. Φλεγόμενος ἀπὸ τὸν ἔνθεο ζῆλο του, ζητᾶ νὰ ἐπεκτείνει τὶς ἐνέργειές του σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής, ὁρμώμενος ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει μὲ ἀγάπη καὶ αὐταπάρνηση. Δὲν κάνει τίποτα, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει θλίψη στὸν πλησίον του. Ὁ ζῆλος του ἐνέχει φωτισμὸ καὶ ἐπίγνωση. Τίποτα δὲν τὸν ἐξωθεῖ σὲ παρεκτροπή.

Χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῆ εἶναι ἡ θερμὴ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἡ πραότητα, ἡ ἀνεξιθρησκία, ἡ ἀνεξικακία, ἡ διάθεση γιὰ εὐεργεσία καὶ ἡ εὐγένεια τῶν τρόπων. Ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ.

Χαρακτήρας τοῦ μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῆ.

Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής, ἔχει μὲν ζῆλο ἀλλὰ δὲν ἔχει ἐπίγνωση. Ξεγελιέται μέσα στὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐνέργειές του, δῆθεν ἐργαζόμενος γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ παραβαίνει τὸν νόμο ποὺ θέλει νὰ ἀγαπάει τὸν συνάνθρωπο. Ὁ μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής, πάνω στὴν θέρμη τοῦ ζήλου του πράττει τὰ ἀντίθετα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ θεῖος νόμος καὶ τὸ θεῖο θέλημα. Διαπράττει ἀκόμη καὶ τὸ κακό, ἂν νομίζει ὅτι ἀπ’ αὐτὸ θὰ ἔλθει, ὅ,τι ἐκεῖνος θεωρεῖ καλὸ καὶ ἀγαθό. Ὁ ζῆλος τοῦ μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴ εἶναι φωτιὰ ποὺ καταστρέφει, «πῦρ καταναλίσκον». Μπροστὰ πηγαίνει ἡ καταστροφὴ καὶ πίσω του ἔρχεται ἡ ἐρήμωση. Ὁ μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς εὔχεται στὸν Θεὸ νὰ ρίξει φωτιὰ καὶ νὰ κατακάψει ὅλους, ὅσους δὲν δέχονται τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς πεποιθήσεις του. Τέτοιου εἴδους ἀνθρώπους τοὺς χαρακτηρίζει μίσος πρὸς τοὺς ἐτερόθρησκους ἢ ἑτερόδοξους, ἡ ζήλια καὶ ὁ ἐπίμονος θυμός, ἡ ἐμπαθὴς ἀντίσταση πρὸς τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ θείου νόμου, ἡ παράνομη ἐπιμονή, προκειμένου νὰ ὑπερασπισθεῖ τὰ δικά του φρονήματα, ὁ παράφορος ζῆλος νὰ ντροπιάσει τοὺς πάντες, ἡ φιλοδοξία, ἡ φιλονικία, ἡ ἔριδα, τὸ φιλοτάραχο. Ὁ μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς εἶναι ἄνθρωπος ὀλέθριος.

Περὶ κακοῦ ζήλου καὶ τοῦ χαρακτῆρα αὐτοῦ ποὺ ἔχει κακὸ ζῆλο.

Ὁ κακὸς ζῆλος εἶναι βρασμὸς μοχθηρῆς ψυχῆς καὶ ἐκδηλώνεται σὰν ζηλοτυπία, σὰν φθόνος, σὰν μίσος πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κάτι λαμπρό. Ὁ κακὸς ζῆλος παρακινεῖται ἀπὸ τὰ χυδαία καὶ τὰ πονηρὰ καὶ ματιάζει τὰ καλά. Αὐτὸς ποὺ ἔχει κακὸ ζῆλο, ὁ ζηλήμονας, ζητᾶ νὰ ἀμαυρώσει καθετὶ ποὺ εἶναι φωτεινὸ στὴν ὄψη καὶ φθονεῖ τὸν κάτοχό του. Μισεῖ αὐτοὺς ποὺ εὐτυχοῦν καὶ ποθεῖ τὴ δυστυχία τους. Χαίρεται μὲ τὴν καταστροφή τους καὶ εὐχαριστιέται στὶς συμφορές τους. Κανέναν δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ νὰ ἐπαινοῦν ἢ νὰ μακαρίζουν. Διαβάλλει καὶ συκοφαντεῖ αὐτοὺς, ποὺ διακρίθηκαν σὲ δόξα καὶ τιμή. Βρίσκει ἐλαττώματα στὰ καλὰ καὶ διασείρει τὰ ἄξια. Καμιὰ χάρη δὲν ἀναγνωρίζουν τὰ μάτια του. Ἡ γλώσσα του κινεῖται γιὰ νὰ κοροϊδέψει. Τὸ στόμα του ἐκβράζει βλαστήμια. Ἡ καρδιὰ του ἐχθρεύεται αὐτοὺς ποὺ προοδεύουν καὶ ὅσους τὸν ξεπερνοῦν τοὺς ἀποστρέφεται. Μισεῖ τὴν πρόοδο καὶ μηχανεύεται τρόπους γιὰ νὰ τὴν ἀνακόψει. Αὐτὸς ποὺ ζηλεύει εἶναι ἐγωιστὴς καὶ ἀνόητος, γιατί μόνο τὸν ἑαυτὸ του θεωρεῖ ἄξιο τιμῆς καὶ δόξας ποὺ ἄλλοι κατέκτησαν καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του πάντοτε ἀδικημένο. Αὐτὸς ποὺ ζηλεύει εἶναι κακὸς καὶ μελετάει τὸ κακό. Στὴν καρδιὰ του συσσωρεύονται τὰ κακά· δυσφορεῖ καὶ θλίβεται, ὅταν ζεῖ ἄδοξα καὶ λιώνει ἀπὸ τὴν ζήλια του. Ὁ ζηλιάρης εἶναι ἄθλιος καὶ ἐλεεινὸς ἄνθρωπος.