Ἐλύτης Ὀδυσσέας.

«Ὅσο κι ἂν μπορεῖ νὰ φανεῖ παράξενο, τὴν ἀρχικὴ ἀφορμὴ νὰ γράψω τὸ ποίημα μοῦ τὴν ἔδωσε ἡ διαμονή μου στὴν Εὐρώπη τὰ χρόνια τοῦ ’48 μὲ ’51. Ἦταν τὰ φοβερὰ χρόνια ὅπου ὅλα τὰ δεινὰ μαζὶ – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, ἐμφύλιος – δὲν εἴχανε ἀφήσει πέτρα πάνω στὴ πέτρα. Θυμᾶμαι τὴν μέρα ποὺ κατέβαινα νὰ μπῶ στὸ ἀεροπλάνο, ἕνα τσοῦρμο παιδιὰ ποὺ παίζανε σὲ ἕνα ἀνοιχτὸ οἰκόπεδο. Τὸ αὐτοκίνητό μας ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει γιὰ μία στιγμὴ καὶ βάλθηκα νὰ τὰ παρατηρῶ. Ἤτανε κυριολεκτικὰ μὲς τὰ κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα μὲ γόνατα παραμορφωμένα, μὲ ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στὶς τσουκνίδες τοῦ οἰκοπέδου ἀνάμεσα σὲ τρύπιες λεκάνες καὶ σωροὺς σκουπιδιῶν. Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία εἰκόνα ποὺ ἔπαιρνα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Καὶ αὐτή, σκεπτόμουνα, ἦταν ἡ μοίρα τοῦ Γένους ποὺ ἀκολούθησε τὸν δρόμο τῆς Ἀρετῆς καὶ πάλεψε αἰῶνες γιὰ νὰ ὑπάρξει. Πρὶν περάσουν 24 ὦρες περιδιάβαζα στὸ Οὐσὶ τῆς Λωζάννης, στὸ μικρὸ δάσος πλάι στὴ λίμνη. Καὶ ξαφνικὰ ἄκουσα καλπασμοὺς καὶ χαρούμενες φωνές. Ἦταν τὰ Ἐλβετόπαιδα ποὺ ἔβγαιναν νὰ κάνουν τὴν καθημερινή τους ἱππασία. Αὐτὰ ποὺ ἀπὸ πέντε γενεὲς καὶ πλέον, δὲν ἤξεραν τί θὰ πεῖ ἀγῶνας, πεῖνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σὰν πριγκιπόπουλα, μὲ συνοδοὺς ποὺ φοροῦσαν στολὲς μὲ χρυσὰ κουμπιά, περάσανε ἀπὸ μπροστά μου καὶ μ’ ἄφησαν σὲ μία κατάσταση ποὺ ξεπερνοῦσε τὴν ἀγανάκτηση.

Ἤτανε δέος μπροστὰ στὴν τρομακτικὴ ἀντίθεση, συντριβὴ μπροστὰ στὴν τόση ἀδικία, μία διάθεση νὰ κλάψεις καὶ νὰ προσευχηθεῖς περισσότερο, παρὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖς καὶ νὰ φωνάξεις. Ἤτανε ἡ δεύτερη φορᾶ στὴ ζωή μου – ἡ πρώτη ἤτανε στὴν Ἀλβανία – ποὺ ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ἄτομό μου, καὶ αἰσθανόμουν ὄχι ἁπλὰ καὶ μόνο ἀλληλέγγυος, ἀλλὰ ταυτισμένος κυριολεκτικὰ μὲ τὴ φυλή μου. Καὶ τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας ποὺ ἔνιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στὸ Παρίσι. Δὲν εἶχε περάσει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ πολέμου καὶ τὰ πράγματα ἦταν ἀκόμη μουδιασμένα. Ὅμως τί πλοῦτος καὶ τί καλοπέραση μπροστὰ σέ μᾶς! Καὶ τί μετρημένα δεινὰ ἐπιτέλους μπροστὰ στὰ ἀτελείωτα τὰ δικά μας! Δυσαρεστημένοι ἀκόμα οἱ Γάλλοι ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ‘χουν κάθε μέρα τὸ μπιφτέκι καὶ τὸ φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Ὑπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, μὲ κοιτάζανε βλοσυρὰ καὶ μοῦ λέγανε: ἐμεῖς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι ὅταν καμιὰ φορᾶ τολμοῦσα νὰ ψιθυρίσω ὅτι ἤμουν Ἕλληνας κι ὅτι περάσαμε κι ἐμεῖς πόλεμο μὲ κοιτάζανε παράξενα: ἅ, κι ἐσεῖς ἔ; Καταλάβαινα ὅτι ἤμασταν ἀγνοημένοι ἀπὸ παντοῦ καὶ τοποθετημένοι στὴν ἄκρη-ἄκρη ἑνὸς χάρτη ἀπίθανου. Τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας καὶ ἡ δεητικὴ διάθεση μὲ κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιὲς ἐνστικτώδεις διαθέσεις ἄρχισαν νὰ ἀναδεύονται καὶ νὰ ξεκαθαρίζουν. Ἡ παραμονή μου στὴν Εὐρώπη μὲ ἔκανε νὰ βλέπω πιὸ καθαρὰ τὸ δράμα τοῦ τόπου μας. Ἐκεῖ ἀναπηδοῦσε πιὸ ἀνάγλυφο τὸ ἄδικο ποὺ κατάτρεχε τὸν ποιητή. Σιγά-σιγὰ αὐτὰ τὰ δυὸ ταυτίστηκαν μέσα μου. Τὸ ἐπαναλαμβάνω, μπορεῖ νὰ φαίνεται παράξενο, ἀλλὰ ἔβλεπα καθαρὰ ὅτι ἡ μοίρα τῆς Ἑλλάδας ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἔθνη ἦταν ὅ,τι καὶ ἡ μοίρα τοῦ ποιητῆ ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους – καὶ βέβαια ἐννοῶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος καὶ τῆς ἐξουσίας. Αὐτὸ ἦταν ὁ πρῶτος σπινθήρας, ἦταν τὸ πρῶτο εὔρημα. Καὶ ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔνιωθα γιὰ μία δέηση, μοῦ ‘δωσε ἕνα δεύτερο εὔρημα. Νὰ δώσω, δηλαδή, σ’ αὐτὴ τὴ διαμαρτυρία μου γιὰ τὸ ἄδικο τὴ μορφὴ μίας ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας. Κι ἔτσι γεννήθηκε τὸ Ἄξιόν Ἐστί».

99.  Ἡ ἀγάπη τοῦ Οὐράνιου Πατέρα.

Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης-Αριζονίτης.

Ὁ Θεός μας εἶναι ἀγάπη καὶ «ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ». Ὅποιος Χριστιανὸς δὲν ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά του, δὲν ἔχει ζωὴ Χριστοῦ στὴν ψυχή του. Αὐτὸ τὸ μεγάλο ἔργο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ κατέβει ὁ Θεός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ λάβει σάρκα, νὰ κατοικήσει ἀνάμεσά μας, νὰ μᾶς πλησιάσει, δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ ἀπέραντη φιλανθρωπία τῆς θείας ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς προστατεύει καὶ μᾶς φροντίζει γιὰ ὅλα. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουμε καὶ λυποῦμε τὸν Θεό. Ἀσεβοῦμε πολλάκις, ἀλλὰ ἡ φιλανθρωπία Του εἶναι ἀπέραντη καὶ ὅλα τὰ συγχωρεῖ. Ὅλοι μας, καὶ πρῶτος ἐγώ, ἔχουμε λυπήσει αὐτὴ τὴν μεγάλη καρδιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέγεται ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ προσέξουμε στὴν ζωή μας, στὸν βίο μας, καὶ στὴ συνέχεια νὰ μὴν Τοῦ δώσουμε ξανὰ τὴν πίκρα τῆς ἁμαρτίας.

Ἡ παραβολὴ τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, εἶναι μία ὅσο γίνεται ἀκριβέστερη ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα πρὸς τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο. Ἐκεῖ βλέπουμε ὅτι ὁ ἄσωτος υἱός, ποὺ ἀπεικονίζει κάθε ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο πάνω στὴ γῆ, ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ τοῦ δώσει τὸ μέρος ποὺ τοῦ ἀνήκει ἀπὸ τὴν πατρικὴ περιουσία ὡς υἱός. Βέβαια πάρα πολὺ ἄφρονα, ἄμυαλα ζήτησε νὰ πάρει τὸ μερίδιό του καὶ ν’ ἀποσπαστεῖ ἀπὸ τὴν πατρικὴ στέγη, ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἀγάπη, ἀπὸ τὴν πατρικὴ φροντίδα. Καὶ νομίζοντας ὅτι εἶναι ἱκανὸς μόνος του νὰ φροντίσει περὶ τῆς ζωῆς του, ἔφυγε καὶ ἡ ἀμυαλοσύνη πληρώθηκε πάρα πολὺ ἀκριβά. Ὅπως διαλαμβάνει τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιό μας, ὁ ἄσωτος αὐτὸς υἱὸς κατασπατάλησε ὅλη αὐτὴ τὴν περιουσία ζῶντας μία ἁμαρτωλὴ ζωή.

Ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ γεννᾷ θάνατο. Ὁ μισθὸς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ ψυχικὸς θάνατος καὶ πολλάκις γίνεται αἰτία νὰ πεθάνει κανεὶς καὶ σωματικά. Ὁ ἄσωτος υἱὸς ἀφοῦ σπατάλησε ὅ,τι εἶχε πάρει σὰν περιουσία, κατήντησε νὰ βόσκει χοίρους καὶ νὰ ζεῖ μὲ τὰ ξυλοκέρατα τῶν χοίρων. Δηλαδὴ ὅταν ὁ ἄνθρωπος πάρει τὴν περιουσία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀξιωθεῖ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, μετά, ὅταν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴ Χάρη, διότι διέκοψε αὐτὴ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, καταντᾷ νὰ γίνει σκεῦος τοῦ διαβόλου, σκεῦος τῆς ἁμαρτίας, «ζῶν ἀσώτως» μακρὰν τοῦ Θεοῦ, κυλιόμενος συνεχῶς ἀπὸ ἁμαρτία σὲ ἁμαρτία.

Βλέπουμε πάλι στὴν παραβολή, ὅτι ὁ ἄσωτος κάποια στιγμὴ ἦρθε στὸν ἑαυτό του, κατάλαβε τὸ λάθος του. Ὅταν ἔπραττε τὴν ἁμαρτία φαίνεται ὅτι ἦταν ἐκτὸς ἑαυτοῦ, ἐκτὸς λογικῆς, ἐκτὸς συνέσεως καὶ σωφροσύνης. Ἦρθε στὸν ἑαυτό του -λέει ὁ Χριστός μας- καὶ εἶπε, σκέφθηκε, συλλογίστηκε: «πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων; Ἐγὼ ἐδῶ στὰ ξένα χάνομαι καὶ ἀπόλλυμαι. Καλύτερα νὰ γυρίσω πίσω καὶ δὲν θὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν πατέρα μου νὰ μὲ ἀποκαλεῖ παιδί του, διότι δὲν εἶμαι ἄξιος, ἀλλὰ θὰ τοῦ πῶ νὰ μὲ λογίσει ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες του. Αὐτοὶ περνοῦν τόσο καλὰ ἐκεῖ, νὰ γίνω καὶ ἐγὼ ἕνας τέτοιος, μοῦ ἀρκεῖ αὐτό. Δὲν ἔχω πρόσωπο νὰ τοῦ ζητήσω υἱοθεσία διότι ἀπώλεσα τὴν ἀξιοπρέπεια τῆς υἱοθεσίας. Διότι σπατάλησα ὅ,τι εἶχα ἀπὸ τὸν πατέρα μου, μοῦ ἀρκεῖ νὰ ἐπιστρέψω».

Αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα σκέφθηκε καὶ ἔβαλε ἀπόφαση νὰ ξεκινήσει. Πρὶν ἀκόμα ξεκινήσει, ὁ πατέρας του τὸν περίμενε ἔξω μὲ ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκάλη του. Τόσο πολὺ εἶναι ἕτοιμος ὁ Θεὸς νὰ δεχτεῖ ἕναν ἁμαρτωλό. Πῆρε ὁ ἄσωτος τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς σωτηρίας, πῆρε τὸν δρόμο τὸν ἴσιο καὶ ἔφτασε στὸ πατρικὸ σπίτι του. Ὁ πατέρας ἀμέσως τὸν ἀγκάλιασε, τὸν φίλησε, ἔκλαψε ἐπάνω του, ἔκλαψε καὶ ὁ ἄσωτος, καὶ ἄρχισε νὰ τοῦ λέει: «Ἥμαρτον, πάτερ, εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, δὲν εἶμαι ἄξιος κληθῆναι υἱός σου, ἀλλὰ ποίησόν μὲ ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».

Τί ἀπαντᾷ ὁ Πατέρας;

«Ξέχασέ τα ὅλα ὅ,τι ἔκανες. Μοῦ ἀρκεῖ ἡ ἐπιστροφή σου, μοῦ φτάνει ὅτι γύρισες στὸ σπίτι. Ἤσουν πεθαμένος καὶ ἀνέζησες, χαμένος καὶ εὑρέθῃς. Αὐτὸ φτάνει. Τὰ κρίματα ὅλα, τὰ σφάλματα, τὴ σπατάλη τῆς περιουσίας, ὅλα ξέχασέ τα».

Ἀμέσως διατάζει λουτρό. Ἀφοῦ ἔκανε λουτρό, τὸν ἔντυσε τῆς υἱοθεσίας τὴν παλιὰ στολή, διέταξε νὰ τοῦ βάλουν δαχτυλίδι στὸ χέρι του. Τὰ πάντα ἄλλαξαν, καὶ ἐκεῖ ποὺ ἦταν βρώμικος, βοσκὸς χοίρων, σὲ μιὰ στιγμή, μὲ τὴν ἐπιστροφή, ἔγινε παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε παιδὶ Βασιλέως. Ὁλόλαμπρος, στολισμένος. Δὲν τὸ περίμενε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ὁ πατέρας τόση στοργή; Τόση ἀγάπη; Τόση ἀλλαγή; Τί ματαιοφροσύνη καὶ τί πλάνη, σκέφθηκε ὁ ἄσωτος, ποὺ εἶχα, ὅταν ἤμουν μακριά του! Τελικὰ διέταξε νὰ σφαγεῖ ὁ μόσχος ὁ σιτευτὸς καὶ ν’ ἀρχίσει ἡ συναυλία τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Καὶ ἄρχισε ἡ πανήγυρις. Τὰ πάντα ἔλαμπαν μέσα στὸ παλάτι τοῦ πατέρα καὶ αὐτὸς εἶχε βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας του. Ὁ δὲ πατέρας ἐκαλλωπίζετο στὴν ἀνάζηση τοῦ παιδιοῦ του, καὶ ἦταν ὅλος χαρὰ καὶ εὐφροσύνη.

Αὐτὸ εἶναι μία εἰκόνα ἐλάχιστη ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο. Ὁ Πατέρας ὁ Οὐράνιος εἶναι πανέτοιμος ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέψει καὶ ζητήσει τὴν συγνώμη καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν σώφρονα βίον, εἶναι ἕτοιμος, πανέτοιμος, νὰ συγχωρήσει καὶ νὰ ξεχάσει τὰ πάντα. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔρθει στὸν ἑαυτό του, νὰ καταλάβει τὰ σφάλματά του, νὰ ταπεινώσει τὸ φρόνημα, ν’ ἀναγνωρίσει ὅτι ἔσφαλε, καὶ ὁ Θεὸς θὰ τοῦ πεῖ: Ξέχασέ τα ὅλα, παιδί μου, φτάνει ποὺ γύρισες. Ὅλα τὰ συγχωρῶ, ἀρκεῖ ποὺ γύρισες κοντά μου.

Ἔρχεται καὶ ὁ ἄλλος, ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Διάβολος μὲ τὴ μεγάλη του πανουργία, μὲ τὴν τέχνη του, μὲ τὴ μαστοριά του, καὶ σφυρίζει στὸ αὐτὶ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ τοῦ λέει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν σὲ συγχωρεῖ, εἶσαι πολὺ ἁμαρτωλός. Ἔκαμες ἐγκλήματα. Τώρα σὲ περιμένει μεγάλη τιμωρία καὶ κόλαση, μὴν πλησιάζεις τὸν Θεὸ καθόλου, δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ σηκώσεις τὰ μάτια σου, νὰ προσευχηθεῖς καὶ νὰ ζητήσεις συγνώμη. Ὁ Θεὸς εἶναι ὀργισμένος, καὶ τόσα ἄλλα.

Ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν πρέπει νὰ πιστέψει σ’ ὅλα αὐτά. Διότι ἕνας πατέρας, μία μητέρα, ὅταν ἐπιστρέψει τὸ παιδί της ἀπὸ μία ἁμαρτία, ἀπὸ μία ἄσωτη ζωή, ποὺ νὰ τὴν εἶχε προηγουμένως ὑβρίσει, νὰ τὴν εἶχε δείρει, νὰ τὴν εἶχε σπρώξει, νὰ τὴν εἶχε μουτζώσει, χτυπήσει, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἐπιστρέψει, ἡ μητέρα ἀμέσως θὰ τὸ ἀγκαλιάσει τὸ παιδί, θὰ τοῦ δώσει συγνώμη, δὲν θὰ λογιστεῖ τίποτα κακό, ἀρκεῖ ποὺ τὸ παιδί της γύρισε στὸ σπίτι μετανοιωμένο. Ἐὰν μία μητέρα μ’ ἕνα μόριο ἀγάπης, δίνει τόση συγνώμη καὶ τόσο ἔλεος στὸ παραστρατημένο καὶ μετανοιωμένο παιδί της, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός, ὁ ἄπειρος στὴν ἀγάπη, θὰ δώσει συγνώμη καὶ ἔλεος καὶ φιλανθρωπία; Δὲν πρέπει νὰ δώσουμε ἀκρόαση στοὺς ψιθυρισμοὺς τοῦ ἀποστάτη διαβόλου. Αὐτὸς δὲν ἔμαθε τὴν ταπείνωση, δὲν γνωρίζει τί θὰ πεῖ ταπείνωση, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ σκηνώσει στὸν λογισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ταπείνωση, ἀμέσως γεννᾷται ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἄρα ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἐκεῖνα τὰ κακὰ ποὺ μᾶς κρατᾶνε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὴν εἰκόνα τοῦ ἀσώτου υἱοῦ νὰ τὴ ζήσουμε μέσα στὴ σκέψη καὶ τὴν καρδιά μας καὶ θὰ ἀντλήσουμε, ἢ μᾶλλον θὰ ἀντλοῦμε συνεχῶς μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Ὄχι μόνο μετάνοια καὶ ἐπιστροφή, ἀλλὰ θὰ πλουτίζουμε τὴν καρδιά μας μὲ ἀγάπη Θεοῦ. Θὰ νοιώθουμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας στοργικὸ μὲ μία ἀγάπη ποὺ δὲν ἔχει μέτρο. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀστοχήσουμε. Ὅσα καὶ ἂν μᾶς ψιθυρίσει ὁ ἐχθρός, ὅτι δὲν μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός, διότι ἐγκληματήσαμε στὴ ζωή, ὅταν δοῦμε στὸν καθρέφτη τοῦ ἀσώτου υἱοῦ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός μας, ἀμέσως ὅλοι οἱ λογισμοὶ τοῦ διαβόλου θὰ διασκορπιστοῦν.

[τ. 6, ρθρο «Περ γάπης κα εσπλαχνίας Θεο», σελ. 137 (πόσπασμα)]