Ἅγιος Πορφύριος.
Κάποιο ἀπόγευμα ἐπισκέφθηκα τὸ Γέροντα μ’ ἕναν γνωστό μου. Μᾶς δέχθηκε στὸ κελί του καὶ τοὺς δύο μαζί. Στὴ συζήτησή μας, ποὺ ἀκολούθησε, ὁ γνωστός μου, μεταξὺ ἄλλων, τοῦ μίλησε καὶ γιὰ τὴ μεγάλη ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφε στὸ πρόσωπό μου.
Ὁ Γέροντας τὸν κοίταζε, ἔπειτα ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ δὲν εἶπε τίποτα. Σὲ λίγο φύγαμε.
Στὴν ἑπόμενη ἐπίσκεψή μου ἤμουν μόνος. Ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε: “Σκέφτομαι ἐκεῖνον τὸ γνωστό σου, πού μοῦ ἔφερες καὶ μοῦ ἔλεγε, μὲ χαρά, γιὰ τὴν ἐκτίμηση πού σοῦ ἔχει.
Τὴ στιγμὴ ὅμως, πού μοῦ τὰ ἔλεγε αὐτά, ξέρεις ἐγὼ τί εἶδα στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του; Ὅτι σὲ ἀποστρέφεται καὶ σὲ ἀπορρίπτει”.
Ἔμεινα ἐμβρόντητος ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψή του, ποὺ οὔτε κἄν θὰ μποροῦσα νὰ φαντασθῶ.
Ὁ Γέροντας συνέχισε: “Πρόσεξε ὅμως, αὐτὸ ποὺ εἶδα βρίσκεται στὸ ἀσυνείδητό του. Κατάλαβες; Τί εἶναι ἀσυνείδητο;”
Τοῦ εἶπα ὅ,τι ἤξερα σχετικά. Κι ἐκεῖνος συμπλήρωσε:
“Ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ ἀσυνείδητό του, δὲν τὸ γνωρίζει.
Νὰ τὸ προσέξεις πολὺ αὐτὸ πού σοῦ λέω”. Ὅταν ἐπέστρεψα στὸ σπίτι, αἰσθανόμουν θλίψη καὶ ἐκνευρισμὸ γιὰ τὴ διχασμένη καὶ διπρόσωπη συμπεριφορὰ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφοῦ μὲ ἀπέρριπτε κατὰ βάθος, ποιὸς τὸν ὑποχρέωνε νὰ μὲ πλησιάζει καὶ μάλιστα νὰ ὁμολογεῖ, μπροστὰ στὸ Γέροντα, τὴν ἐκτίμησή του ἀπέναντί μου; Δὲ θὰ ἦταν πιὸ κανονικὸ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ μένα, γιὰ νὰ βρίσκεται τουλάχιστον σὲ ἁρμονία μὲ τὰ ὅποια βαθύτερα αἰσθήματά του;
Πέρασαν ἀρκετὲς ὧρες ἐκνευρισμοῦ καὶ μόνο ἀπὸ κάποια στιγμὴ καὶ μετά, ἄρχισα νὰ καταλαβαίνω τὸ νόημα τῆς ἐπισημάνσεως τοῦ Γέροντα: “Πρόσεξε, αὐτὸ βρίσκεται στὸ ἀσυνείδητό του καὶ δὲν τὸ γνωρίζει”.
Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς συνειδητὰ μὲ ἐκτιμοῦσε πολὺ καὶ τὸ ἔδειχνε καὶ αἰσθανόταν ἐντάξει ἀπέναντί μου.
Τὸ πρόβλημα τῆς αὐτοαντιφάσεώς του ἦταν κρυμμένο στὸ ἀσυνείδητό του καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ἀγνοοῦσε. Ἡ διαπίστωσή μου αὐτή, ποὺ δικαιολογοῦσε τὴν προειδοποίηση τοῦ Γέροντα, μὲ ἠρέμησε. Τὸν δέχθηκα ὅπως εἶναι καὶ διατήρησα ἀμετάβλητη τὴν εὐνοϊκὴ στάση μου, ὅπως πρίν.
Ἀργότερα, ὅταν ξαναεῖδα τὸν Γέροντα, μοῦ διευκρίνισε σχετικά: “Αὐτό, ποὺ εἶδα στὸ ἀσυνείδητό του, εἶναι παλιό, εἶναι τραῦμα, εἶναι δαιμονικό”. Καὶ σὲ ἐρώτησή μου, ἂν μὲ τὸν ἐξαναγκασμὸ του μπορεῖ ν’ ἀλλάξει, μοῦ ἀπήντησε: “Μὲ τὴν ἁγιότητα ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος, φεύγουν τὰ ψυχικὰ τραύματα. Σήμερα οἱ ψυχίατροι τὸ λένε ψυχασθένεια, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα εἶναι δαιμονικὴ ἐνέργεια, ποὺ ὀφείλεται στὶς ἁμαρτίες”.
[Γ 413-5]