Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Σὰν σήμερα ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἡ ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὰ Κόμανα, ὅπου ἐξόριστος πέθανε μαρτυρικά. Ὑμνολογώντας τὸν κορυφαῖο αὐτὸν ποιμένα της ἡ Ἐκκλησία τὸν ὀνόμασε «ὑπόληψιν τῶν ἀξιωμάτων» της καὶ «ἀνάπαυσιν τῶν κροτάφων» της, γιατί τίμησε καὶ δόξασε τὴν ἱεροσύνη ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Χριστός. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λοιπὸν καλύτερη εὐκαιρία, γιὰ νὰ μᾶς θυμίσει ἡ Ἐκκλησία τὴ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὸ μεγαλεῖο της ἱεροσύνης τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὑπεροχὴ της ἔναντι τῆς ἱεροσύνης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκη.
Προτύπωση καὶ ἐκπλήρωση.
Ἡ διδασκαλία αὐτὴ συνοψίζει καὶ τὴν οὐσιαστικὴ ὑπεροχὴ καὶ διαφορὰ Καινῆς ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ οἱ δύο Διαθῆκες σκοπὸ ἔχουν τὴ λύτρωση καὶ σωτηρία μας ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς πτώσης μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση στὴν ἁμαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ἀλλὰ στὴ μὲν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ λύτρωση αὐτὴ προετοιμάστηκε καὶ προεικονίστηκε, στὴ δὲ Καινὴ Διαθήκη οἱ προτυπώσεις ἐκπληρώθηκαν καὶ πραγματοποιήθηκαν στὸ πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ἱεροσύνη ἦταν ἀτελής. Δὲν μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέλεια κοινωνία καὶ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸν καθαρίσει ἀπὸ τὰ νεκρὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας οὔτε νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἐνοχή. Ἐπίσης ἦταν ἱερωσύνη κληρονομική. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα μεταβιβαζόταν στὸν πρεσβύτερο υἱὸ· καὶ οἱ ἱερεῖς ἔπρεπε νὰ κατάγονται ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευί. Ἐξάλλου οἱ ἱερεῖς ὡς ἄνθρωποι ἀσθενεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ ἔπρεπε νὰ προσφέρουν πρῶτα θυσίες γιὰ τὶς δικές τους ἁμαρτίες.
Ὁ θεάνθρωπος Χριστὸς μὲ τὴ θυσία του πάνω στὸν Σταυρὸ ἔγινε ὁ Μέγας Ἀρχιερέας, ἡ πηγὴ τῆς τέλειας ἱερωσύvης, ποὺ μᾶς χαρίζει «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον». Μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Θεὸ-Πατέρα καὶ ἐξασφάλισε γιὰ ἐμᾶς «αἰωνίαν λύτρωσιν» (Ἑβρ. 9,12). Ἡ θυσία αὐτὴ προσφέρθηκε ἐφάπαξ, μία φορά, μόνο γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες, ἀφοῦ ὁ Θύτης εἶναι ἀναμάρτητος. Τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸ φοβερὸ αὐτὸ Μυστήριο εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν προσέφερε θυσία ἀλόγων ζώων ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἑαυτό του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ὁλοκληρώνοντας, λοιπόν, ὁ Χριστὸς τὸ λυτρωτικό του ἔργο μὲ τὸν θάνατό του στὸν Σταυρό, εἶναι «ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα», ὅπως μὲ ὅρκο τὸν εἶχε ἀνακηρύξει ὁ Πατέρας του μέσω τοῦ Προφήτη Δαυίδ. Καὶ ὡς ἱερέας εἶναι ὁ ἀληθινὸς «μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων», ὁ μόνος ἀναμάρτητος καὶ τέλειος.
Ἔτσι ἀντικαταστάθηκε ἡ λευιτικὴ ἱερωσύvη μὲ τὴν ἱερωσύvη τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία καὶ προτύπωνε. Διότι μᾶς χρειαζόταν ἀρχιερέας ἅγιος καὶ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε κακία καὶ πονηρία, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο βεβαίωνε ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλέγξει γιὰ ἁμαρτία (Ἰωάν. 8,46) ὅσο ζοῦσε στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Πατέρα του στοὺς οὐρανούς. Ἐκεῖ προΐσταται «τῆς ἐν τῇ ἄνω Σιὼν μυστικῆς ἱερουργίας» μέσα στὸν ἐπουράνιο Ναό, ποὺ δὲν τὸν ἔκτισε ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ Θεός.
Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἡ ὑπόληψις τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος»
Σ’ αὐτὸ τὸ ὑπερουράνιο δῶρο τῆς ἱερωσύvης τοῦ Χριστοῦ μετέχουν οἱ ἱερεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι πλέον ἐπιλέγονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν ἔχουν τὴν ἱερωσύvη κληρονομική. Πρόκειται βέβαια γιὰ μία ἐπιλογή, ἡ ὁποία στοὺς ἀξίους -ὅπως ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος- προκαλεῖ τρόμο. Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ’Ἀντιοχείας θέλησε νὰ χειροτονήσει τὸν εἰκοσιπεντάχρονο Ἰωάννη πρεσβύτερο, ἐκεῖνος τρομοκρατημένος ἀπὸ τὸ δέος τοῦ ἀξιώματος τῆς ἱερωσύνης προτίμησε τὴ φυγή. Μόνο μετὰ ἀπὸ τὴν πίεση τοῦ ἁγίου Μελετίου, καὶ ἀφοῦ εἶχε γιὰ ἱκανὸ διάστημα ζήσει σὲ αὐστηρὴ μοναχικὴ ζωή, δέχθηκε νὰ χειροτονηθεῖ.
Στοὺς ὑπέροχους περὶ ἱερωσύvης λόγους του ὁ Χρυσορρήμων ἅγιος ἀρχιερέας συγκλονίζεται βλέποντας καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ τρέμει μπροστὰ στὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης: «Ἂν αὐτὸς ποὺ ὑψώθηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ γνώρισε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ποὺ ὑπέμεινε τόσους θανάτους ὅσες ἦταν καὶ οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς του ὕστερα ἀπὸ τὴ μεταστροφή του, ἂν λοιπὸν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν πάντοτε περίτρομος μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀξιώματος τῆς ἱερωσύvης, τότε τί θὰ ὑποστοῦμε ἐμεῖς ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ τὶς παραβαίνουμε;», καταλήγει ὁ Ἅγιος.
Πῶς λοιπὸν στὴ σημερινὴ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου νὰ μὴ δοξολογήσει ἡ Ἐκκλησία τὸν Κύριο μὲ τὰ λόγια: «Μεγάλη ἡ δόξα σου, Κύριε, ποὺ μᾶς ἀπέδωσες πάλι τὸν ἐξόριστο νυμφαγωγὸ· αὐτὸν ποὺ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ διδασκαλία του μᾶς ὁδήγησε στὸν οὐράνιο νυμφώνα· μᾶς ξανάδωσες τὸ στήριγμα τῆς πίστης καὶ τὸν πλοῦτο ποὺ μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φτώχειά μας».
Ἄξιοι μέτοχοι τῆς ἱερωσύνης.
Ὁ πλοῦτος τῶν «ὁσίων, ἀκάκων καὶ ἀμιάντων» ποιμένων δὲν ἐξαντλεῖται στὴν Ἐκκλησία ἀκόμη καὶ σήμερα. Ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Χριστὸς συνεχίζει νὰ ἀναδεικνύει «μυροδοχεῖα» τοῦ ὑψηλοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύvης, ὅπως τὸν ἀγαθὸ λευίτη π. Εὐάγγελο Χαλκίδη ποὺ ὑπηρέτησε ἐπὶ 30 χρόνια στὸν Ἅγιο Βασίλειο Λαγκαδὰ καὶ ἐκοιμήθη τὸ 1987. Ὁ βιογράφος του μαρτυρεῖ χαρακτηριστικά: «Περνοῦσε τὶς περισσότερες ὧρες του στὸν ναὸ προσευχόμενος καὶ μελετώντας. Ἕνα ἀπόγευμα τὸν βρῆκα νὰ διαβάζει μέσα στὸ ἱερό. Στὴ μορφὴ του διακρινόταν καθαρὰ μία ἀσυνήθιστη λάμψη. Τρόμαξα. Τί φῶς εἶναι αὐτό, πάτερ; τόλμησα νὰ ρωτήσω. Δὲν ξέρω, ἀπάντησε μὲ ἁπλότητα. Ἔτσι γίνεται πάντοτε ὅταν βρίσκομαι στὸ ἱερό».
Προφανῶς ἔτσι γίνεται πάντοτε μὲ ἐκείνους τοὺς «κεχωρισμένους ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν» ταπεινοὺς ἱερεῖς, ποὺ ἀξιώνονται ἀπὸ τώρα νὰ φωτίζονται ἀπὸ τὴ λάμψη «τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐραvοῖς».