Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων.

Η εξαγορά του χρόνου στη χριστιανική ζωή.

Όταν τελειώνει ο παλιός ο χρόνος και αρχίζει ο καινούριος, οι άνθρωποι και μάλιστα οι Χριστιανοί κάνουν, είτε μόνοι τους είτε με τον πνευματικό τους, μια αυτοκριτική, μια αξιολόγηση, έναν εσωτερικό πνευματικό απολογισμό για την περίοδο που πέρασε και έναν πνευματικό σχεδιασμό, για τη νέα που έρχεται, που να μπορεί να λειτουργεί, ως πυξίδα και μέτρο, για γόνιμες αποφάσεις και πράξεις, που θα τους βοηθούν να πορεύονται μέσα σε μια ηθικοπνευματική πληρότητα και ισορροπία.

 Ο Απ. Παύλος, γνωρίζοντας τον προορισμό της ανθρώπινης ζωής αλλά και τον αποτελεσματικό τρόπο επίτευξής του, αναφέρει: «Προσέχετε πώς να συμπεριφέρεστε, με κάθε ακρίβεια στη ζωή σας, όχι ως μωροί και άσοφοι, αλλά ως συνετοί και φρόνιμοι, προκειμένου να αξιοποιείτε τον χρόνο και τις ευκαιρίες της παρούσας ζωής, διότι, λόγω της αμαρτίας που επικρατεί, οι ημέρες είναι γεμάτες από πειρασμούς και πνευματικούς κινδύνους. Γι’ αυτό να φροντίζετε να συνειδητοποιείτε ποιο είναι το θέλημα του Θεού στη ζωή σας (Εφεσ. 5, 15-17).

Σε άλλο σημείο, ο Απόστολος αναφέρεται στη μεγάλη ευκαιρία, που δίνεται στους ανθρώπους, εδώ και τώρα σε αυτήν την ζωή, προκειμένου να αξιοποιήσουν τον χρόνο για τη σωτηρία τους: «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. 6, 2), ενώ, σε άλλη συνάφεια, υπογραμμίζει ότι ο χρόνος είναι λίγος και σύντομος: «ο καιρός συνεσταλμένος εστίν» (Α΄ Κορ. 7, 29).

Ο Μέγας Βασίλειος, επίσης, στις διδαχές του, ως προς τον τρόπο χρήσεως του χρόνου, υπογραμμίζει ότι είναι ανάγκη να γνωρίζουμε ότι, οντολογικά, είμαστε και θνητοί και αθάνατοι, καθώς έχουμε σώμα θνητό, αλλά ψυχή αθάνατη. Γι΄ αυτό, συμβουλεύει, πως χρειάζεται να προσέχουμε, έτσι ώστε να μην προσκολλούμαστε στα προσωρινά, ως να είναι αιώνια αλλά και να μην περιφρονούμε τα αιώνια, ως να είναι προσωρινά.

Πρώτη προτεραιότητά μας είναι να μην αφήνουμε τον χρόνο, εική και ως έτυχε, να μας κυβερνά, κατασπαταλώντας άσκοπα τη ζωή μας, αλλά να είμαστε εμείς οι κυβερνήτες του, εξαγοράζοντας (αξιοποιώντας) τον καιρό (χρόνο), για μπορούμε, έτσι, να μετατρέπουμε τα επίγεια και προσωρινά, σε ουράνια και αιώνια, σύμφωνα με τον σκοπό της ζωής μας, έτσι όπως τον όρισε ο Θεός.

Ο Απ. Παύλος, ακόμη, τονίζει σχετικά ότι χρειάζεται να γίνεται καλή χρήση των αγαθών του κόσμου τούτου και να μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας να προσκολλάται σε αυτά, διότι, έτσι, βλάπτεται τόσο το σώμα όσο και η ψυχή, καθώς η μορφή αυτού του κόσμου, λόγω της προσωρινότητάς του, τελειώνει και φεύγει ασυγκράτητα (Α΄ Κορ. 7. 31).

Στην ίδια πνευματική κατεύθυνση, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ερμηνεύοντας την εξαγορά του χρόνου, αναφέρεται, αφενός, στο μεγάλο κέρδος που έχουμε, εάν με μεγάλη επιμέλεια και σπουδή φροντίζουμε να μην υστερούμε σε πνευματικούς αγώνες και ενάρετες πράξεις, αφετέρου, στη μεγάλη ζημία που υφιστάμεθα, εάν αμελήσουμε ή ολιγωρήσουμε, έστω και μικρό χρόνο γι αυτά. Διότι, «όταν άλλοι πορεύονται σύμφωνα με τις εντολές του Θεού και εργάζονται, με σπουδή και θέρμη όλες τις αρετές, εμείς, όμως, ραθυμούμε, με αμέλεια και αργία, εκείνοι μεν εξαγοράζουν τον καιρόν και ωφελούνται απεριόριστα, εμείς δε χάνουμε και τους εαυτούς μας και τον χρόνο που δεν αξιοποιούμε».

Για τον λόγο αυτό, ο Άγιος Συμεών σημειώνει ότι «οι ορθοφρονούντες, σε αυτόν τον κόσμο, εξαγοράζουν, μέσω θλίψεων και πειρασμών, τα αιώνια αγαθά και την χωρίς τέλος ευφροσύνη». Αντίθετα, «οι φιλόκοσμοι, οι φιλόδοξοι, οι φιλόσαρκοι, οι φιλήδονοι και οι φιλόπλουτοι» προοδίδουν τα αιώνια και ατίμητα και εξαγοράζουν, παράλογα, τα πρόσκαιρα, τα φθαρτά και τα χωρίς αξία, χάνοντας έτσι τη σωτηρία τους».

Και καταλήγει ο Άγιος στο συμπέρασμα ότι είναι σοφό να εξαγοράζουμε τον χρόνο μας, προσφέροντας τις προθέσεις μας και τον εαυτό μας στην εργασία των εντολών του Θεού, στη μοναδική κτήση και το ασύγκριτο κέρδος της αρετής, για να καταλήξουμε, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, στο λιμάνι του Θεού.

Οι άνθρωποι, συνήθως, χρησιμοποιούμε τον χρόνο, για να κερδίσουμε εγκόσμια αγαθά. Ο «χρόνος» είναι ένα από τα πολύτιμα και ακριβά αγαθά που έχουμε, που αν ζούμε, εκκλησιαστικά, το μόνο αντάλλαγμα που μπορούμε να δώσουμε για να τον εξαγοράσουμε ή να τον πληρώσουμε είναι η μετάνοια και οι ενάρετες πράξεις αγάπης και φιλανθρωπίας.

Αυτό τονίζουν και οι λειτουργικές ευχές της Εκκλησίας μας: «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι». Η καλύτερη επένδυση, συνεπώς, του χρόνου της ζωής μας είναι τον χρησιμοποιούμε για την εσωτερική μας αναγέννηση και την ψυχική μας ισορροπία, προκειμένου να μην δαπανάται, απερίσκεπτα, καθώς κυλάει, σαν χείμαρος, χωρίς επιστροφή, όπως σημειώνει ο Κ. Καβάφης: «Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. Δώδεκα και μισή πώς πέρασαν τα χρόνια».

Ο άνθρωπος, όντως, όπως διδάσκει η Εκκλησία, «ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται» και, εάν δεν συνειδητοποιήσει αυτήν την αλήθεια στη ζωή του, τότε επιτρέπει στον χρόνο να περνά, χωρίς να τον εμπλουτίζει με νοήματα ζωής και πρότυπα σωτηρίας.

Ο χρόνος στη χριστιανική μας πίστη είναι «συνεσταλμένος», περνάει, δηλαδή και φεύγει με ταχύτητα, δεν περιμένει πολύ και οφείλουμε να τον αντιμετωπίζουμε, ως δωρεά του Θεού, που μας προσφέρεται για να προλάβουμε να μετανοήσουμε, καθώς, όπως μας θυμίζει ο Γ. Σεφέρης, «είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά».

Κάθε αρχή του χρόνου είναι ευχάριστη και θέλουμε να τη γιορτάζουμε, όπως και τα γενέθλιά μας. Ο χρόνος, όμως, εκτός από αρχή έχει και τέλος, που έρχεται να σφραγίσει και να προσδιορίσει τη συνέχεια της ζωής, αν, δηλαδή, θα είναι για μας αιώνια και μακάρια ή αιώνια και πονετική.

Γι΄ αυτό η Εκκλησία μας, προσβλέποντας σε ένα αίσιο τέλος, που θα καταλήγει στη σωτηρία μας, εύχεται να είναι «χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά».

Μόνον οι άφρονες δαπανούν τον χρόνο τους σε ματαιότητες αυτού του κόσμου, που δεν παραμένουν μετά το τέλος του χρόνου. Κάθε φορά, συνεπώς, που εορτάζουμε την αρχή του χρόνου, ως νέο ξεκίνημα νέων σχεδίων για τη ζωή, οφείλουμε, ταυτόχρονα, να σκεπτόμαστε, να θεολογούμε και να μελετούμε και το «βραχύ της ζωής», το τέλος που έρχεται, έτσι, ώστε να μην πιστεύουμε στις ματαιότητες των εγκοσμίων, που, συνήθως, μας δίνουν την αίσθηση ότι το προσωρινό κυριαρχεί έναντι του αιωνίου.

Είναι λυπηρό να παίρνουμε από αφροσύνη τη ζωή μας λάθος και να πορευόμαστε σε λάθος δρόμο, αφοσιωμένοι, ψυχή τε και σώματι, σε αυτά, που, πολύ σύντομα και γρήγορα, τελειώνουν για μας, καθώς το μόνον που μας μένει, όταν τελειώνει ο χρόνος, είναι η ψυχή μας, γυμνή, χωρίς πλούτο και χωρίς ουράνιο θησαυροφυλάκιο.

Με βάση τα παραπάνω, είναι εμφανές ότι κάθε αρχή, ενός ακόμη νέου χρόνου, είναι ανάγκη να ακολουθούμε, με σεβασμό και υπακοή στην πίστη μας, το άγιο και σωτήριο θέλημα του Θεού, συνειδητοποιώντας πως όλα τα εγκόσμια είναι προσωρινά και πως δεν αξίζει να επιθυμούμε όλα όσα δεν παραμένουν, αλλά εξαφανίζονται στο τέλος του χρόνου μας, καθώς «ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα». Γι αυτό η Εκκλησία μας, την ημέρα της πρωτοχρονιάς, εύχεται για όλους μας: «και δος ημίν Κύριε εν ειρήνη και ομονοία τον κύκλον του ενιαυτού διελθείν».