Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, γεννημένος τό 330μ.Χ. στή Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς μέ δυνατό χριστιανικό φρόνημα, ἔμελλε νά γίνει Μέγας πνευματικός διδάσκαλος καί κορυφαῖος θεολόγος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ χριστιανική του ἀνατροφή καί ἡ πνευματική του πορεία τόν ὁδήγησαν στήν Θεία θεωρεία τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, καί στήν αὐστηρή ἀσκητική ζωή, παράλληλα μέ τό ποιμαντικό, παιδαγωγικό καί φιλανθρωπικό του ἔργο.

Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν καθηγητής ρητορικῆς στή Νεοκαισάρεια καί ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια ἀπόγονος οἰκογένειας Ρωμαίων ἀξιωματούχων. Στήν οἰκογένεια ἐκτός ἀπό τό Βασίλειο ὑπῆρχαν ἄλλα ὀκτώ παιδιά. Μεταξύ αὐτῶν, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ἀσκητής καί θαυματουργός, ἡ Ὁσία Μακρίνα καί ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Σεβαστείας.

Τά πρῶτα γράμματα, τοῦ τά δίδαξε ὁ πατέρας του. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, στήν Κωνσταντινούπολη καί στήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ σπούδασε γεωμετρία, ἀστρονομία, φιλοσοφία, ἰατρική, ρητορική καί γραμματική. Οἱ σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Ἡ ἀσκητική του ζωή ξεκίνησε ἤδη ἀπό τά χρόνια ὁποῦ φοιτοῦσε στήν Ἀθήνα. Ὁ σοφός δάσκαλός του Εὔβουλος ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν αὐστηρή νηστεία, τοῦ Ἁγίου, καί μετά τήν παραίνεσή του, λέγεται ὅτι ἔγινε Χριστιανός.

Συμφοιτητές του ἦταν καί δύο νέοι πού ἔμελλε νά διαδραματίσουν σπουδαῖο ρόλο στήν ἱστορία. Ὁ ἕνας, φωτεινό ὁ Ἅγιος καί Μέγας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καί ὁ ἄλλος μελανό στόν ἀντίποδα, προδότης τοῦ Ἰησοῦ, εἰδωλολάτρης καί διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης. Κατά τήν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἐτῶν, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀνέπτυξαν μεγάλη καί ἰσχυρή φιλία. Ταυτόχρονα μέ τίς σπουδές τους, εἶχαν ἱεραποστολική δράση. Διοργάνωναν χριστιανικές συγκεντρώσεις, στίς ὁποῖες ἀνέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ἵδρυσαν ἐπίσης καί τόν πρῶτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.

Ἐπέστρεψε στήν Καισαρεία τό καλοκαίρι τοῦ 356μ.Χ. καί συνεχίζοντας τήν παράδοση τοῦ πατέρα του, ἔγινε καθηγητής τῆς ρητορικῆς. Τό 358 μ.Χ. ἐπηρεασμένος ἀπό τό θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ του μοναχοῦ Ναυκρατίου, καθώς καί μέ τήν παρότρυνση τῆς ἀδερφῆς του Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός, καί ἀποφασίζει νά ἀφιερώσει τόν ἑαυτό του στήν ἀσκητική πολιτεία. Ἀποσύρθηκε λοιπόν σέ ἕνα κτῆμα τῆς οἰκογενείας του στόν Πόντο. Χαρακτηριστικό τῆς μεγαλοψυχίας του εἶναι, ὅτι μετά τήν βάπτισή του δώρισε στούς φτωχούς καί στήν ἐκκλησία τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του. Τό φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους ξεκινᾶ ἕνα ὁδοιπορικό σέ γνωστά κέντρα ἀσκητισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καί Μεσοποταμία, ἐπιθυμώντας νά συναντήσει πολλούς ἀσκητές καί μοναχούς γιά νά γνωρίσει τόν τρόπο ζωῆς τους. Ὅταν γύρισε στό Πόντο ἀπό τό ταξίδι αὐτό, μοίρασε καί τήν ὑπόλοιπη περιουσία του καί ἀποσύρθηκε στό κτῆμα του ἐπιθυμώντας νά ζήσει πλέον ὡς μοναχός. Ἐκεῖ ἔγραψε τούς: «Κανονισμούς διά τόν Μοναχικόν βίον», κανόνες πού ρυθμίζουν τήν ζωή στά μοναστήρια μέχρι τίς μέρες μας. Μέ τήν ὑψηλή του κατάρτιση στήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί τόν ἀσκητικό, θαυμαστό του βίο, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἐξαπλώθηκε μέ τόν καιρό σέ ὅλη τήν Καππαδοκία. Ἔτσι καί ὁ Μητροπολίτης τῆς Καισαρείας Εὐσέβιος πραγματοποιώντας τήν Θεία Βούληση ἀλλά καί αὐτή τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς, χειροτόνησε τό 364 μ.Χ. τόν Ἅγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Τό 370 μ.Χ., μετά τόν θάνατο τοῦ Εὐσεβίου καί σέ ἡλικία 41 ἐτῶν, τόν διαδέχθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος στήν ἐπισκοπική ἕδρα, μέ τή συνδρομή τοῦ Εὐσεβίου ἐπισκόπου Σαμοσάτων καί τοῦ Γρηγορίου ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ. Ἐπίσκοπος πλέον, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀντιμετώπισε τήν προσπάθεια τοῦ Αὐτοκράτορα Οὐάλη νά ἐπιβάλει τόν Ὁμοιανισμό (ρεῦμα τοῦ Ἀρειανισμοῦ), ἐπικοινωνώντας μέσω ἐπιστολῶν μέ τόν Μέγα Ἀθανάσιο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καί τόν Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στόν τόπο του, στήν περιφέρεια τῆς δικῆς του ποιμαντικῆς εὐθύνης εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τήν ἔντονη παρουσία τοῦ ἀρειανικοῦ στοιχείου καί ἄλλων κακοδοξιῶν. Ἀπό τίς ἐπιστολές του φαίνονται οἱ προσπάθειες πού κατέβαλε γιά τήν καταπολέμηση τῆς σιμωνίας τῶν ἐπισκόπων, γιά τήν ἀνάδειξη ἄξιων κληρικῶν στό ἱερατεῖο, καθώς καί γιά τήν πιστή ἐφαρμογή τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπό ὅλους τοὺς πιστούς καί φανερώνεται ἐπίσης ἡ ποιμαντική φροντίδα στά ἀποκομμένα καί περιθωριοποιημένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν οἰκουμενική Ἐκκλησία ὁ Μέγας Βασίλειος οὐσιαστικά ἀναλαμβάνει τά πνευματικά ἡνία ἀπό τό Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος γηραιός πλέον, ἀποσύρεται ἀπό τήν ἐνεργό δράση. Ἐργάζεται συνεχῶς γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ὀρθόδοξων χριστιανικῶν ἀρχῶν καί ὑπερασπίζεται μέ σθένος τό δογματικό προσανατολισμό τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, βοηθοῦσε πάντοτε τούς ἀδικημένους καί κουρασμένους, τούς πεινασμένους καί τούς ἀρρώστους, ἀνεξάρτητα ἀπό τό γένος, τή φυλή καί τό θρήσκευμα. Ἔτσι τό ὅραμά του τό ἔκανε πραγματικότητα ἱδρύοντας ἕνα πρότυπο καί γιά τίς μέρες μας κοινωνικό καί φιλανθρωπικό σύστημα, τή «Βασιλειάδα». Ἕνα ἵδρυμα πού λειτουργοῦσε νοσοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο καί ξενώνας γιά τήν φροντίδα καί ἰατρική περίθαλψη τῶν φτωχῶν ἀρρώστων καί ξένων. Τίς ὑπηρεσίες του τίς πρόσφερε τό ἵδρυμα δωρεάν σέ ὅποιον τίς εἶχε ἀνάγκη. Τό προσωπικό τοῦ ἱδρύματος αὐτοῦ ἦταν ἐθελοντές πού προσφέρανε τήν ἐργασία γιά τό καλό τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ἦταν ἕνα πρότυπο καί σέ ἄλλες ἐπισκοπές καί στούς πλουσίους ἕνα μάθημα νά διαθέτουν τόν πλοῦτο τους μέ ἕνα ἀληθινά χριστιανικό τρόπο. Πραγματικά εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ ἡ ἔμπνευση πού εἶχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. νά ἱδρύσει καί νά λειτουργήσει ἕνα τέτοιο ἵδρυμα – πρότυπο.

Καταπονημένος ἀπό τήν μεγάλη δράση πού ἀνέπτυξε σέ τόσους πολλούς τομεῖς, ἐναντίον τῶν διαφόρων κακοδοξιῶν καί εἰδικά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, μή διστάζοντας πολλές φορές νά ἀντιταχθεῖ μέ τήν ἑκάστοτε πολιτική ἐξουσία, μέ ὅπλα του τήν πίστη καί τήν προσευχή, μέ τά κηρύγματα καί τούς λόγους του, μέ τά πολλά ἀσκητικά καί παιδαγωγικά συγγράμματα, καθώς καί τήν ἀσκητική ζωή του ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας παραδίδει τό πνεῦμα στό Θεό τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 379 μ.Χ. σέ ἡλικία 49 ἐτῶν. Ὁ θάνατός του βυθίζει στό πένθος ὄχι μόνο τό ποίμνιό του ἀλλά καί ὅλο τό χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς. Στήν κηδεία του συμμετέχει καί ἕνα πλῆθος ἀνομοιογενές ἀπό ἄποψη θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς διαφοροποιήσεως. Τό ὑψηλῆς σημασίας θεολογικό καί δογματικό του ἔργο καθώς καί ἡ λειτουργική καί πρωτότυπη ἀνθρωπιστική του δράση, εἶναι ἡ μεγάλη παρακαταθήκη πού μᾶς ἄφησε. Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία τήν 1ην Ἰανουαρίου. Ἀπό τό 1081 μ.Χ. ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης Ἰωάννης Μαυρόπους (ὁ ἀπό Εὐχαϊτῶν) θέσπισε ἕναν κοινό ἑορτασμό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, στίς 30 Ἰανουαρίου, ὡς προστατῶν τῶν γραμμάτων καί τῆς παιδείας.

Μέ σοφία, στό ἀπολυτίκιο του ἀναφέρεται ἡ φράση «… τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας…». Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στόν Ἐπιτάφιο γιά τόν καλό καί Μέγα φίλο του Ἅγιο Βασίλειο, ἀποδίδει σ\’ αὐτόν, μέ τήν ποιητική καί βαθιά στοχαστική ματιά του, τό χαρακτηρισμό «παιδαγωγός τῆς νεότητος»

Ὁ Μ. Βασίλειος, ἐκτός τῶν ἄλλων θαυμάσιων καί Θείας ἐμπνεύσεως ἔργων του, ἔγραψε καί τήν ἐκτενή καί κατανυκτική Θεία Λειτουργία, πού, μετά τήν ἐπικράτηση τῆς συντομότερης Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τελεῖται 10 φορές τό χρόνο:

τήν 1η Ἰανουαρίου (ὅπου γιορτάζεται καί ἡ μνήμη του),

τίς πρῶτες πέντε Κυριακές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς,

τίς παραμονές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων,

τήν Μ. Πέμπτη καί τό Μ. Σάββατο.

Λίγα θαυμαστά γεγονότα ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου

Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης

Ὅταν ὁ Ἰουλιανός ὁ παραβάτης, ὁ ἀσεβής καί διώκτης τῶν Χριστιανῶν, θέλησε νά πάει στήν Περσία νά πολεμήσει πέρασε κοντά ἀπό τήν Καισαρεία. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος γνωρίζοντάς τον ἀπό τήν Ἀθήνα ὅπου ἦταν συμφοιτητές πῆγε μαζί μέ τόν λαό νά τόν τιμήσει. Ὁ Ἰουλιανός ἀπαίτησε νά τοῦ δωρίσει, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος δέν εἶχε τίποτε ἄλλο, τρεῖς ἀπό τούς κριθαρένιους ἄρτους του. Ὁ Ἅγιος τό ἔκανε καί ὁ Ἰουλιανός διέταξε τούς ὑπηρέτες νά ἀνταμείψουν τή δωρεά καί νά δώσουν χόρτο ἀπό τό λειβάδι. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος βλέποντας τήν καταφρόνηση τοῦ βασιλιᾶ τοῦ εἶπε «ἐμεῖς, βασιλιᾶ ὅτι μᾶς ζήτησες ἀπό κεῖνο πού τρῶμε σοῦ τό προσφέραμε κι ἐσύ μᾶς ἀντάμειψες ἀπό κεῖνο πού τρῶς». Τότε ὁ Ἰουλιανός θύμωσε πάρα πολύ καί ἀπείλησε, ὅτι ὅταν θά ἐπιστρέψει ἀπό τήν Περσία νικητής, θά κάψει τήν πόλη καί τόν λαό θά τούς πάρει δούλους. Ὅσο γιά τόν ἴδιο τόν Ἅγιο Βασίλειο θά τόν ἀνταμείψει ὅπως πρέπει.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὅταν πῆγε στήν πόλη ζήτησε ἀπό τό λαό νά μαζέψουν ὅτι πολύτιμο εἶχαν καί νά τό ἀποθηκεύσουν κάπου ἕως ὅτου ἐπιστρέψει ὁ φιλοχρήματος Ἰουλιανός γιά νά τοῦ τό προσφέρουν. Ἴσως κι ἔτσι κατευνάσουν τήν ὀργή του.

Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐπιστρέφει ὁ ἄφρων βασιλιάς, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ζήτησε ἀπό τούς πολίτες νά προσευχηθοῦν καί νά νηστεύσουν τρεῖς μέρες. Μετά ὅλοι μαζί ἀνέβηκαν στό δίδυμον ὄρος τῆς Καισαρείας ὅπου στή μία ἀπό τίς δύο κορυφές ἦταν ὁ ναός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐκεῖ προσευχόμενος ὁ Ἅγιος εἶδε σέ ὀπτασία, μία μεγάλη οὐράνια στρατιά, νά κυκλώνει τό ὄρος καί στή μέση νά κάθεται σέ θρόνο μία γυναίκα (ἡ Παναγία) καί νά δοξάζεται, ἡ ὁποία γυναίκα εἶπε στούς ἀγγέλους νά τῆς φέρουν τόν Μερκούριο γιά νά φονεύσει τόν Ἰουλιανό, τόν ἐχθρό του υἱοῦ της. Ἔπειτα εἶδε τόν Μάρτυρα Μερκούριο νά φθάνει ὁπλισμένος μπροστά στήν βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων κι ὅταν ἐκείνη τόν πρόσταξε αὐτός νά φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τόν Ἅγιο Βασίλειο καί τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο πού ἦταν γραμμένη ὅλη ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως κι ἔπειτα τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου ἦταν ἡ ἐπιγραφή «Εἶπε» καί στό τέλος τοῦ βιβλίου ἐκεῖ πού ἔγραφε γιά τήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ ἐπιγραφή «Τέλος». Μόλις εἶδε τήν ὀπτασία αὐτή ὁ Ἅγιος ξύπνησε.

Τό νόημα τῆς ὀπτασίας τοῦ βιβλίου, ἦταν ὅτι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔγραψε, ὄντως, ἑρμηνεία στήν Ἑξαήμερον τοῦ Μωϋσέως στήν ὁποία διηγεῖται, πῶς ὁ Θεός ἐποίησε τόν οὐρανό, τήν γῆ, τόν ἥλιο, τήν σελήνη, τή θάλασσα, τά ζῶα καί ὅλα τά αἰσθητά κτίσματα. Ὅταν ὅμως, ἔμελλε νά γράψει καί γιά τήν ἕβδομη ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, τότε ὁ Μέγας αὐτός Ἅγιος ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στή γῆ καί πῆγε στούς οὐρανούς νά συναντήσει τόν Κύριόν του πού μέ δύναμη ἀγάπησε καί πού γι\’ Αὐτόν μέσα σέ πολύ σύντομο διάστημα πού ἔζησε ἔπραξε τόσα πολλά καί τόσο μεγάλα. Τό ἔργο του συμπλήρωσε κατόπιν ὁ ἀδελφός του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νύσσης, πού ἔγραψε γιά τήν ἕβδομη ἡμέρα τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅταν ὁ Ἅγιος εἶδε τήν ὀπτασία, πῆγε στήν πόλη μέ μερικούς κληρικούς, στό Ναό τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, ὅπου μή βρίσκοντας τό λείψανο τοῦ Ἁγίου καί τά ὅπλα του πού φυλάσσονταν στόν Ναό ἕναν αἰώνα ἀφότου μαρτύρησε ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Βαλεριανοῦ καί Βαλερίου, κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ κι ἔτρεξε ἀμέσως στό λαό νά τούς εἰδοποιήσει ὅτι ὁ ἄφρων Ἰουλιανός φονεύθηκε.

Βλέποντας τό θαῦμα οἱ Χριστιανοί καί τήν παρρησία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου δέν θέλησαν νά πάρουν πίσω τήν περιουσία πού εἶχαν ἀποθηκεύσει γιά τόν τύραννο Ἰουλιανό. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀφοῦ τούς ἐπαίνεσε γιά τήν πράξη τους, τό ἕνα τρίτο τοῦ ποσοῦ τούς τό ἔδωσε καί τά ὑπόλοιπο ποσό τό διέθεσε γιά νά κτίσουν πτωχοτροφεῖα, ξενοδοχεῖα, νοσοκομεῖα, γηροτροφεῖα καί ὀρφανοτροφεῖα.

Οὐάλης

Μετά τόν Ἰουλιανό τόν παραβάτη, βασίλευσε ὁ θεοσεβής Ἰοβιανός μόνο γιά ἕνα χρόνο καί κατόπιν τή βασιλεία παρέλαβαν ὁ Οὐαλεντιανός καί ὁ ἀδελφός του Οὐάλης πού ἦταν αἱρετικός, ὀπαδός τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὁ Οὐάλης ἀφοῦ πῆρε μέ τό μέρος του ὅλους τοὺς ἐπισκόπους, θέλησε νά κάμψει καί τόν Μέγα Βασίλειο πού ἔμαθε ὅτι ἦταν ἀνένδοτος. Ἔστειλε δύο δικούς του ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μέ ἀπειλές προσπάθησαν νά ἀποδεχθεῖ ὁ Ἅγιος τίς αἱρετικές καί βλάσφημες δοξασίες τοῦ Ἀρείου. Ὁ ἕνας, μάλιστα ὁ ἄρχοντας Μόδεστος ἀφοῦ γύρισε ἄπραγος στόν βασιλιά τοῦ εἶπε ὅτι, εὐκολότερο εἶναι νά μαλακώσει κανείς τό σίδηρο παρά τήν γνώμη τοῦ Βασιλείου. Ἀκούγοντας αὐτά ὁ βασιλιάς Οὐάλης θέλησε νά πάει ὁ ἴδιος στόν Μέγα Βασίλειο. Αὐτό καί ἔκανε. Ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτή τῶν Θεοφανείων, ὅταν ἔφθασε ὁ βασιλιάς στόν Ναό. Ἐκεῖ εἶδε τήν τάξη καί τήν ἡσυχία τῶν Χριστιανῶν πού παρακολουθοῦσαν, τόν Ἅγιο Βασίλειο νά τούς διδάσκει, σεμνός, ἀπέριττος, μέ λόγο δυνατό, γεμάτο σοφία καί χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ βασιλιάς ἔδειξε νά μετανιώνει κι ἀφοῦ μίλησε μέ τόν Ἅγιο, ἔφυγε.

Οἱ Ἀρειανοί Ἀρχιερεῖς, ὅμως καί πάλι μετέβαλαν τή γνώμη τοῦ βασιλιᾶ καί τόν ἔπεισαν νά ἐξορίσει τόν Ἅγιο. Ὅρισε τότε ὁ βασιλιάς νά συντάξουν ἕνα κείμενο μέ τήν ἀπόφαση τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου. ‘Ομως, βλέποντας ὅτι τό χέρι ἐκείνου πού θά ἔγραφε τήν ἀπόφαση τῆς ἐξορίας, ξεράθηκε καί τό ἴδιο του τό παιδί ἀρρώστησε βαριά, κάλεσε τόν Ἅγιο νά προσευχηθεῖ. Καί κεῖνος μόνο πού εἶδε τό παιδί τό ἴασε. Καί τόν Μόδεστο, ἀκόμη γιάτρευσε πού καί κεῖνος κινδύνευε νά πεθάνει. Αὐτά εἶδε ὁ βασιλιάς καί γύρισε στό θρόνο του.

Ὁ βασιλιάς Οὐάλης ἀργότερα, θέλησε νά χωρίσει τήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας σέ δύο ἐπαρχίες, μέ ἕδρα τήν Καισάρεια στή μία καί τά Τύανα στήν ἄλλη. Οἱ ἐπίσκοποι αἱρετικοί ὅπως ἦταν βρῆκαν εὐκαιρία, γιατί συνέχεια φιλονικοῦσαν μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο νά χωρίσουν καί τίς Μητροπόλεις σέ δύο, ὁρίζοντας δική τους Μητροπολίτη στά Τύανα. Τότε ὁ Ἅγιος μέ ταπείνωση τούς εἶπε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ὑποχρέωση νά ἀκολουθεῖ τήν βασιλεία, ἀλλά ἡ βασιλεία τήν Ἐκκλησία, οὔτε εἶναι πρέπον νά χωρίζουν οἱ Μητροπολίτες, οἱ μιμητές τοῦ Χριστοῦ ἐπειδή χώρισαν οἱ ἔπαρχοι. Δέν τόν ἄκουσαν ὅμως οἱ ἐπίσκοποι καί ὅρισαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Ἄνθιμον. Κι ὄχι μόνο αὐτό ἀλλά ἔκλεψαν καί κάποια κτήματα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ὀρέστου πού ἦταν στή δικαιοδοσία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ὁ Ἅγιος ὡς μιμητής Χριστοῦ, εἰρήνευσε καί ἀρκέσθηκε στήν ἐπαρχία τῆς Καισαρείας. Βλέποντας ὁ Θεός τήν ὑπομονή του, σύντομα τιμώρησε τόν Μητροπολίτη Τυάνων Ἄνθιμον καί ἑνώθηκαν καί πάλι οἱ ἐπαρχίες. Τότε εἶναι καθώς λένε ὅτι χειροτόνησε ὁ Ἅγιος Βασίλειος τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο Ἐπίσκοπο στά Σάσιμα.

Ἀργότερα πάλι, μέ περίσσιο θράσος οἱ Ἀρειανοί ἐπίσκοποι καί μέ τήν ἄδεια τοῦ βασιλιᾶ Οὐάλη ἐκδίωξαν τόν Ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα τῆς Νίκαιας καί τούς Χριστιανούς τῆς πόλης καί κατέλαβαν τόν Μητροπολιτικό Ναό. Τότε ἔδρασε γι\’ ἄλλη μιὰ φορά ὁ Μέγας αὐτός Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀφοῦ πῆρε τήν ἄδεια τοῦ βασιλιᾶ νά διευθετήσει ὅπως αὐτός ἤθελε μέ τόν τρόπο του, ἀρκεῖ νά εἶναι δίκαιος καί γιά τά δύο μέρη, ἔφθασε στή Νίκαια καί εἶπε νά σφραγίσουν τόν Ναό καί οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ Ἀρειανοί καί ἀφοῦ προσευχηθοῦν πρῶτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου, ἐάν ἀνοίξουν οἱ πύλες νά πάρουν αὐτοί τόν Ναό, ἐάν ὅμως ὄχι νά προσευχηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἐάν ἀνοίξουν οἱ πύλες νά τούς δοθεῖ καί πάλι ὁ Ναός ἐάν ὄχι νά πάει στούς Ἀρειανούς. Συμφώνησαν ὅλοι καί περισσότερο οἱ Ἀρειανοί ἀφοῦ πλεονεκτοῦσαν στή περίπτωση πού δέν ἄνοιγαν οἱ πύλες. Ἔτσι κι ἔγινε. Προσευχήθηκαν πρῶτα οἱ Ἀρειανοί, γιά τρεῖς ἡμέρες. Πῶς νά τούς ἀκούσει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτοί τόν ὑβρίζουν; Οἱ πύλες καί βέβαια ἔμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο στό Ναό τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, πού ἦταν κοντά στόν Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ὁ Ἅγιος Βασίλειος μέ ὅλο τό πλῆθος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πῆγαν στό Μητροπολιτικό Ναό καί ὅταν ἀκούσθηκε ὁ Μέγας Βασίλειος νά λέει «Εὐλογητός ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων», ἔσπασαν οἱ μοχλοί καί οἱ κλειδαριές καί οἱ πύλες ἄνοιξαν. Μετά ἀπό αὐτό τό θαῦμα ὁ Ναός ἐπανῆλθε στούς Ὀρθοδόξους καί πολλοί ἀπό τούς πιστούς τοῦ Ἀρείου ἔγιναν Ὀρθόδοξοι.

Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος

Μαθαίνοντας ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, παρακάλεσε τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψει ποιός εἶναι ὁ Ἅγιος. Εἶδε τότε στήλη πυρός πού ἔφθανε μέχρι τόν οὐρανό καί ἄκουσε μία φωνή νά λέει «Ἐφραίμ, Ἐφραίμ, καθώς τήν πυρίνην ταύτην στήλην, τοιοῦτος εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος». Τότε γρήγορα ἔφυγε ἀπό τήν ἔρημο παίρνοντας μαζί του ἕνα διερμηνέα πού νά μιλάει τήν Ἑλληνική καί Συριακή γλώσσα καί πῆγε νά βρεῖ τόν Ἅγιο Βασίλειο. Ἔφθασε τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, ὅταν τήν ὥρα ἐκείνη λειτουργοῦσε ὁ Μέγας Βασίλειος καί βλέποντας ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ τά λαμπρά καί πολύτιμα ἄμφια τά ὁποῖα φοροῦσε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, θέλησε νά φύγει γιατί νόμιζε ὅτι μάταια πῆγε. Τότε ἔστειλε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἕνα διάκονο νά βρεῖ στή δυτική πύλη τόν Ὅσιο Ἐφραίμ καί νά τόν φέρει στό ἱερό. Ὁ Ὅσιος δέν θέλησε νά πάει λέγοντας στόν διάκονο, ὅτι μᾶλλον πλανήθηκε ὁ Ἀρχιερέας, γιατί αὐτοί εἶναι ξένοι. Ἔστειλε πάλι τόν διάκονο ὁ Ἅγιος Βασίλειος λέγοντάς του νά τοῦ πεῖ «Κύριε Ἐφραίμ, ἐλθέ εἰς τό Ἅγιον Βῆμα, διότι σέ καλεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος». Κατάλαβε ἔτσι ὁ Ὅσιος ὅτι στήλη πυρός ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος καί πῆγε στό Ἅγιο Βῆμα καί ἀφοῦ τόν ἀσπάσθηκε συνομίλησε μαζί του γιά πνευματικά θέματα καί θεία νοήματα.

Μία χάρη σοῦ ζητῶ, Ἅγιε Δέσποτα τοῦ εἶπε μέσω τοῦ διερμηνέα του ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, νά προσευχηθεῖς στόν Κύριό μας νά μοῦ χαρίσει τό Πανάγιο Πνεῦμα τήν δύναμη νά μιλήσω Ἑλληνικά. Προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος μαζί μέ τόν Ὅσιο Ἐφραίμ καί νά τό θαῦμα. Ὁ Ὅσιος πραγματικά μίλησε Ἑλληνικά. Κατόπιν ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐχειροτόνησε τόν Ὅσιο Ἐφραίμ Ἱερέα καί τόν διερμηνέα του Διάκονο.

Μιμητής Χριστοῦ

Ὅταν κάποτε παρατήρησε τόν τοπικό ἄρχοντα γιά μία ἀδικία πού ἔκανε σέ μία χήρα γυναίκα, κι ἀφοῦ ὁ ἄρχοντας δέν συμμορφώθηκε, ἀναγκάσθηκε ὁ Ἅγιος νά τοῦ πεῖ, ὅτι ὅπως ἔμενε ἀσυγκίνητος στίς ἐκκλήσεις αὐτῆς τῆς ἀδικημένης γυναίκας ἔτσι κάποιοι θά μένουν ἀσυγκίνητοι ὅταν αὐτός ὁ ἴδιος θά ἔχει τήν ἀνάγκη τους. Ἔτσι ἔγινε ὅταν ὁ βασιλιάς τοῦ ἔδειξε τήν ὀργή του, ὁδηγώντας τον σιδηροδέσμιο οἱ στρατιῶτες του στίς πόλεις γιά νά πληρώσει τίς ἀδικίες πού εἶχε κάνει. Τότε κατάλαβε τήν πρόρρηση τοῦ ἁγίου καί παρακάλεσε τόν Ἅγιο Βασίλειο καί τόν Θεό νά τόν λυπηθεῖ. Ὁ ἀμνησίκακος Ἅγιος προσευχόμενος στόν Θεό καί μόνο μέ τήν εὐχή του ἠρέμησε τό βασιλιᾶ καί μετά ἀπό ἕξι μέρες ἀφ\’ ὅτου ὁ δυστυχής ἄρχοντας παρακάλεσε τόν Ἅγιο Βασίλειο ἔφθασε γράμμα ἀπό τό βασιλιᾶ ὅπου τόν ἐλευθέρωνε. Μ\’ αὐτό τόν τρόπο συνετίσθηκε ὁ ἄρχοντας κι ἀναγνώρισε τήν καλωσύνη τοῦ Ἁγίου τόν ὁποῖο κι εὐχαρίσθησε. Καί στή γυναίκα πού εἶχε ἀδικήσει ἔδωσε διπλάσιο τό ποσό.

Πρός τό τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας του, καθώς μετέβαινε στήν Ἐκκλησία, μία ἁμαρτωλή γυναίκα ἔπεσε στά πόδια του ρίχνοντας ἕνα γράμμα στό ὁποῖο ἔγραψε τίς ἁμαρτίες της, γιατί ντρεπόταν ἡ ἴδια νά τίς ξεστομίσει καί κλαίγοντας παρακαλοῦσε τόν Ἅγιο νά τό διαβάσει καί νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες της. Ὁ Ἅγιος τήν παρηγόρησε, καί εἶπε ὅτι μόνο ὁ Κύριος συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, ὅπως ἦταν, κρατοῦσε τό γράμμα σ\’ ὅλη τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας. Στό τέλος κάλεσε τή γυναίκα καί τῆς ἐπέστρεψε τό γράμμα. Ἐκείνη μόλις τό ἄνοιξε δέν βρῆκε τίποτε γραμμένο, παρά μόνο ἕνα σημεῖο ὅπου ἀναφέρει ἕνα θανάσιμο ἁμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τόν παρακαλοῦσε νά τήν λυπηθεῖ καί νά προσευχηθεῖ καί πάλι στό Θεό νά τή συγχωρήσει. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος τότε τῆς εἶπε νά πάει ἀμέσως στήν ἔρημο νά βρεῖ τόν Ὅσιο Ἐφραίμ καί νά δεηθεῖ αὐτός, στόν Θεό γιά τό ἁμάρτημά της. Ἡ γυναίκα χωρίς νά χρονοτριβήσει μέ τήν εὐχή τοῦ Ἁγίου πῆγε ἀμέσως στήν ἔρημο. Ἐκεῖ βρῆκε τόν Ὅσιο Ἐφραίμ κι ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκε τήν ἱστορία της, τόν παρακάλεσε θερμά.

Ὁ Ὅσιος ὅμως τῆς ἀρνήθηκε, λέγοντάς της νά πάει στόν Ἅγιο Βασίλειο ὅπου οἱ δικές του δεήσεις ἔσβησαν τίς ἁμαρτίες της ἔτσι αὐτός πάλι μπορεῖ νά δεηθεῖ στόν Κύριο καί γιά τή μία ἁμαρτία πού ἔμεινε. Νά τό κάνει σύντομα ὅμως γιατί ὁ Ἅγιος σέ λίγο πεθαίνει. Ἐκείνη μόλις τό ἄκουσε ἔφυγε τρέχοντας νά προλάβει ζωντανό τόν Ἅγιο. Ὅταν ἔφθασε, ὅμως ἡ δύστυχη βρῆκε τό φέρετρό του καί πλῆθος κόσμου πάνω του. Ἔκλαιγε καί φώναζε, ρίχνοντας τό γράμμα στά πόδια τοῦ Ἁγίου εἶπε σέ ὅλους τήν ἱστορία. Κλαίγοντας ἔλεγε ὅτι ὁ Ἅγιος μποροῦσε νά δεηθεῖ καί γι\’ αὐτή τήν ἁμαρτία ἀλλά τήν ἔστειλε σέ ἄλλον. Ἕνας Ἱερέας τότε θέλησε νά δεῖ στό γράμμα γιά ποιά ἁμαρτία μιλοῦσε ἡ γυναίκα. Καί τότε νά τό θαῦμα. Δέν ὑπῆρχε στό γράμμα τίποτε γραμμένο.

Κατά τήν τελευταία μέρα πάλι τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος καί Μέγας Βασίλειος ἔκανε Χριστιανό τόν Ἑβραῖο γιατρό καί φίλο του Ἰωσήφ καθώς καί ὅλη του τήν οἰκογένεια μέ θαυμαστό τρόπο. Ἀφοῦ ὁ γιατρός τόν ἐπισκέφθηκε, ρώτησε ὁ Ἅγιος νά τοῦ πεῖ πόσες ὧρες τοῦ μένουν. Αὐτός πιάνοντας τόν σφυγμό του, τοῦ εἶπε ὅτι μένουν λίγες ὧρες, κι ὅτι στή δύση τοῦ ἡλίου θά πεθάνει. Ὁ Ἅγιος τότε τοῦ εἶπε ὅτι ἄν ζήσει μέχρι τήν ἑπόμενη ἡμέρα τί θά κάνει. Ὁ Ἰωσήφ τοῦ εἶπε ὅτι ἄν συμβεῖ κάτι τέτοιο νά πεθάνει ὁ ἴδιος. Καλά τό λές τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος νά πεθάνεις τήν ἁμαρτία καί νά ζήσεις ἐν Χριστῷ. Δέχθηκε ὁ Ἰωσήφ γιατί ἦταν ἀδύνατο μέ τούς φυσικούς νόμους νά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ὅταν ἔφυγε ὁ Ἑβραῖος, προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος στόν Θεό νά τοῦ παρατείνει τή ζωή καί γιά νά δώσει τήν πραγματική ζωή στό φίλο του Ἰωσήφ καί στήν οἰκογένειά του καί γιά νά προλάβει νά ἔρθει ἐκείνη ἡ δυστυχισμένη γυναίκα, πού ἔστειλε στήν ἔρημο στόν Ὅσιο Ἐφραίμ. Ὁ Θεός ἄκουσε τή δέηση τοῦ ἀγαπημένου δούλου του. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα τό πρωΐ ζήτησε νά τοῦ φέρουν τόν Ἑβραῖο γιατρό. Ἐκεῖνος ἀμέσως πῆγε στό σπίτι τοῦ Ἁγίου νομίζοντας ὅτι θά τόν βρεῖ νεκρό. Βλέποντας ὅμως ὅτι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἦταν ζωντανός χωρίς κἄν σφυγμό καί ζωή στίς φλέβες του ἔπεσε στά πόδια του κι ἀναγνώρισε τόν ἀληθινό Θεό καί Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστό. Σέ λίγο ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος βάπτισε τόν Ἰωσήφ μέ τό ὄνομα Ἰωάννη καί ὅλη του τήν οἰκογένεια.

Γύρω στίς δέκα ρώτησε πάλι ὁ Ἅγιος τόν φίλο του «Κύριε Ἰωάννη πότε θά πεθάνω;» κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε «ὅταν ὁρίσεις ἐσύ Δέσποτα»

Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

Κατανοώντας ὁ Ἅγιος Βασίλειος τά προβλήματα πού εἶχαν δημιουργηθεῖ καί στόν κλῆρο καί στό λαό, νά παρακολουθήσουν τήν μακρά Θεία Λειτουργία καί τίς εὐχές πρός τόν Θεό, στήν ὅλη ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, παρακάλεσε τόν Κύριο μέ νηστεία καί προσευχή νά τοῦ φανερώσει τόν τρόπο νά βοηθήσει τούς πιστούς. Ὁ τρόπος, θαυμαστός, ὅπως μόνο σέ ἕναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα καί Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας θά ταιρίαζε. Σέ ὀπτασία, λοιπόν, εἶδε ὁ Ἅγιος, ὁ σοφότατος Βασίλειος, τόν Κύριο μέ τούς Ἀποστόλους, νά τελεῖ τήν Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τίς εὐχές ὄχι ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γραμμένες στή Θεία λειτουργία τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, ἀλλά συντετμημένες μέ τέτοιο τρόπο, ὅπως τίς συνέθεσε κατόπιν ὁ Ἅγιος στή Θεία Λειτουργία του.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α\’.

Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου,

ὡς δεξαμένην τόν λόγον σου

δι\’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας,

τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας,

τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας,

Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ ὅσιε,

Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε,

δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.