Ὁ δίκαιος ὡς παράνομος.
Καθώς μπαίνουμε στήν τελική εὐθεία γιά τή Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, τά Χριστούγεννα, ἡ Ἐκκλησία μέ τό ἴδιο πάντα εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μᾶς προετοιμάζει γιά τήν πανηγυρική καί συνάμα ταπεινή εἴσοδο τοῦ Βασιλέως τῆς Δόξης στό ἱστορικό προσκήνιο. Καί ἐνῶ ἑτοιμαζόμαστε γιά τίς δοξολογίες τῶν ἀγγέλων, τήν ὁμολογία τῶν ποιμένων, τήν προσκύνηση τῶν μάγων, τόν ἀστέρα, τό σπήλαιο, τή φάτνη, ἔρχεται μία σειρά ὀνομάτων, πού δέν εἶναι ἱστορικά πλήρης, μιᾶς πού δέν ξεκινᾶ ἀπό τόν Ἀδάμ, ἀλλά ἀπό τόν Ἀβραάμ, γιά νά ἀναδείξει τό δικαίωμα τοῦ Χριστοῦ να προσδιορίζεται κατά τά κριτήρια τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ὡς ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Βεβαίως, αὐτό ὀφείλεται στήν πρόθεση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου νά ἀπευθύνει τό Εὐαγγέλιό του κατ’ ἀρχήν στούς ὁμοεθνεῖς του καί κατόπιν στήν οἰκουμένη καί ἑπομένως, ἔπρεπε νά πείσει γιά τήν καταγωγή τοῦ Χριστοῦ «ἐξ οἴκου καί πατριᾶς Δαβίδ».
Ἡ παράθεση ὅμως τοῦ καταλόγου τόσων ὀνομάτων, δέν ἱκανοποιεῖ μόνον τήν ἱστορικά περιορισμένη στοχοθεσία τοῦ Ματθαίου. Κατορθώνει συνάμα ν’ ἀναδείξει μιά σειρά κατά σάρκα προγονῶν τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ μέν νά σχετίζονται μεταξύ τους μέ συγγένεια, ἀποτελοῦν ὅμως ταυτόχρονα ἕνα ἑτερόκλητο σύνολο, στό ὁποῖο καθρεπτίζεται ἡ παθογένεια ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Καί τοῦτο διότι τά παρατιθέμενα ὀνόματα ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ μας δέν ἦταν ἅγιοι, καί πολλοί ἀπό αὐτούς δέν θά μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν ἔστω καλοί ἄνθρωποι. Ἡ ἁμαρτία, τήν ὁποία ἔρχεται νά καταργήσει ὁ «Σωτήρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν», φαίνεται νά ἔχει κατακλύσει τον κόσμο τόσο, ὥστε να κατακυριεύει ἀκόμη καί τό γενεαλογικό δέντρο τοῦ ἀναιρέτη της.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ
Δέν μποροῦμε στόν περιορισμένο χῶρο τοῦ κηρύγματος, ν’ ἀναπτύξουμε ὅσα πρέπει, σέ σχέση μέ τό ἀναφερόμενο ὄνομα. Κάτι τέτοιο θά ἰσοδυναμοῦσε μέ ἀντιγραφή ἐκτεταμένων ἀποσπασμάτων ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Μᾶς βοηθᾶ ὅμως, νά συνειδητοποιήσουμε τό πόσο δίκιο ἔχουν οἱ ἑρμηνευτές ὅταν τονίζουν ὅτι ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή εἶναι ἡ γέφυρα πού συνδέει Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, ἀναδεικνύοντας τή συνέχεια τῆς ἱερῆς ἱστορίας καί ὑπογραμμίζοντας τόν μυστικό τρόπο πού δρᾶ ὁ Ἅγιος Θεός, ὥστε νά ἐνεργοποιήσει τά γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ὀφείλουμε, ὡστόσο, νά σταθοῦμε μέ ἰδιαίτερο σεβασμό σέ ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀνήκει μέν στόν κόσμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δέν ἀναφέρεται ὅμως σέ αὐτή. Συνάμα, μνημονεύεται στήν Καινή Διαθήκη ἐπιδεικνύοντας ἦθος ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τέτοιο πού τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἀναδεικνύει σέ μεγάλους Πατέρες καί Ὁσίους τῆς πίστης μας. Ὁ λόγος γιά τόν Ἰωσήφ, τόν μνήστορα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται ἀπό τόν Ματθαῖο γιά νά κατοχυρωθεῖ τό ἐξ ἀρρενογονίας δικαίωμα τοῦ Κύριου νά θεωρεῖται ἀπόγονός του Δαβίδ. Παράλληλα, περιγράφεται καί ὁ πειρασμός τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε μόλις κατάλαβε ὅτι ἡ Θεοτόκος «εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα», χωρίς νά μπορεῖ κατ’ ἀρχήν νά κατανοήσει τό «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου».
Ὁ Ματθαῖος περιγράφοντας τή σκηνή μέ πολύ σεβασμό, ἀναφέρει ὅτι μετά τόν ἀρραβώνα, γιά λόγους προστασίας, τῆς Μαρίας μέ τόν πολύ μεγαλύτερο στήν ἡλικία Ἰωσήφ, πρίν συγκατοικήσουν ὡς σύζυγοι διαπιστώθηκε ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἐγκυμοσύνη τῆς Θεοτόκου. Τό πρῶτο τό ὁποῖο συνάγεται ἀπό τήν περιγραφή εἶναι ἡ ἀπόλυτη σιωπή τῆς Παναγίας μας. Δέν προσπαθεῖ νά δικαιολογηθεῖ, δέν προσπαθεῖ νά ἐξηγήσει, δέν φαίνεται ν’ ἀντδρᾶ σέ ὅ,τι συμβαίνει γύρω της καί τήν ἀφορᾶ. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη της στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, στά χεριά τοῦ ὁποίου ἐπαφίεται γιά νά δώσει λύση.
Ἡ «ἀνεκτικότητα» τοῦ Ἰωσήφ
Πῶς ἀντιδρᾶ ὁ Ἰωσήφ; Τό λιγότερο πού θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ εἶναι ψύχραιμα καί συνετά, ἄν ὄχι καί ἅγια. Δέν δημοσιοποιεῖ τό γεγονός. Δέν κατευθύνεται πρός τούς Ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ γιά νά ζητήσει τόν λόγο πού τόν ἀρραβώνιασαν μέ μία κοπέλα ἤδη ἔγκυο. Ἀναδεικνύοντας τόν χαρακτηρισμό πού τοῦ ἀποδόθηκε ὡς προστάτης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, σκέπτεται πῶς αὐτή δέν θά ὑποστεῖ συνέπειες θανάσιμες ἤ ἐξευτελιστικές, χωρίς νά σκέπτεται τόν ἑαυτό του ἤ νά ἐγκλωβίζεται στή θεώρηση ὅτι προσεβλήθηκε.
Μάλιστα ὁ Ματθαῖος γράφει χαρακτηριστικά: «Ἰωσήφ (…) δίκαιος ὤν καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν». Ὁ Ἰωσήφ προσδιορίζεται ὡς δίκαιος τήν ἴδια στιγμή πού ἐμφανίζεται νά μεθοδεύει τήν παρανομία. Κατά τόν Μωσαϊκό Νόμο (Λευιτ. 20, 10), ἡ ποινή γιά τή μοιχεία ἦταν ὁ θάνατος μέ λιθοβολισμό, ὥστε νά ἐπιτυγχάνεται καί ἡ διαπόμπευση. Βεβαίως, μετά τή ρωμαϊκή κατάκτηση, ἐπειδή οἱ Ρωμαῖοι διεκδικοῦσαν γιά τούς ἑαυτούς τους τό δικαίωμα ἐπιβολῆς θανατικῆς ποινῆς, ἡ μωσαϊκη διατάξη ἔτεινε νά περιοριστεῖ ὡς πρός τήν ἀφαίρεση ζωῆς, ὄχι ὅμως ὡς πρός τή διαπόμπευση. Καί ὁ Ἰωσήφ χαρακτηρίζεται ὡς δίκαιος τή στιγμή πού σκέφτεται πῶς δέν θά ἐφαρμόσει τόν Νόμο.
Γιατί αὐτό; Μά γιά νά δηλωθεῖ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὅτι ὁ Μωσαϊκός Νόμος δέν ἦταν τό πλῆρες καί ἀποκεκαλυμμένο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μιά συνθήκη πού σκοπό εἶχε νά συγκρατήσει τά πράγματα μέχρι νά ἐμφανιστεῖ ὁ Λυτρωτής τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Δέν ἦταν αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός, ἀλλά αὐτό πού ἄντεχε ὁ ἀμαυρωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπος. Ἦταν αὐτό πού συγκρατοῦσε τόν σκληρόκαρδο ἄνθρωπο μέχρι νά ὡριμάσει, γιά νά μπορέσει νά δεχθεῖ αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός. Κι αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός εἶναι αὐτό πού βλέπουμε νά βλαστάνει στήν καρδιά τοῦ Ἰωσήφ, ὡς ἀπόδειξη τῆς ὡριμότητας τῆς ἀνθρωπότητας νά δεχθεῖ κάτι ἀνώτερο καί τέλειο. Ἕνα συνδυασμό ἀνεκτικότητας, ἐπιείκειας, ἀγάπης, καλοσύνης, ὡς ἀπόδειξη τῶν ὅσων ὁ Θεός καί ἡ ζωή κοντά του καλλιεργοῦν ὡς βιώματα ἀλήθειας στούς δικούς του ἀνθρώπους. Ὁ Ἰωσήφ ξεπερνᾶ τή νομιμότητα γιά νά φθάσει στήν ἀγάπη. Μπολιάζει τό δίκαιο μέ τό καλό καί τό ἐπιεικές γιά νά πραγματώσει στή ζωή του τήν ἀλήθεια ὅτι «δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται» (Α’ Τίμ. 1,9), μιᾶς πού ἡ μόνη δέσμευση πού πλέον κυριαρχεῖ εἶναι ἡ ἀγάπη.