1.
Τὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας.
Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
(Ματθ.22.1-14 καὶ Λκ. 14.16-24)
Ἂς μελετήσουμε γιὰ λίγα λεπτὰ τὴν παραβολὴ αὐτή.
Κάποιος ἄνθρωπος προσκάλεσε σὲ δεῖπνο αὐτοὺς ποὺ φαινόντουσαν νὰ εἶναι οἱ πιὸ ἀγαπημένοι φίλοι του γιὰ νὰ περάσουν λίγες ὧρες μέσα στὴ δική του χαρά. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὁ ἕνας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλο περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή του, ὁ καθένας καὶ γιὰ τὸ δικό του λόγο. Ὁ ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕνα κομμάτι γῆς, εἶχε ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ, τὸ κατεῖχε, εἶχε γίνει ὁ ἰδιοκτήτης καὶ δὲν εἶχε πιὰ τὸν καιρὸ νὰ μοιραστεῖ τὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου – εἶχε τὴ δική του.
Ἕνας ἄλλος εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ εἶχε δουλειά, εἶχε ἔργο σοβαρὸ στὴ ζωή, ἦταν πολὺ ἀπασχολημένος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ξεχαστεῖ στὶς γιορτὲς ἑνὸς ἄλλου, νὰ κάθεται ἀργὸς στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε πάνω στὴ γῆ τὴ δική του δημιουργικὴ ἀπασχόληση.
Κάποιος τρίτος εἶχε παντρευτεῖ, εἶχε βρεῖ τὴν προσωπική του χαρὰ καὶ δὲ γνοιαζόταν γιὰ τὴ γιορτὴ ἑνὸς φίλου.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι γύρισαν τὴν πλάτη στὸ φίλο τους γιατί ὁ καθένας εἶχε βρεῖ καὶ κάτι τὸ ὁποῖο τὸν ἀπορροφοῦσε περισσότερο ἀπὸ τὴ φιλία, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀφοσίωση.
Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ δική μας ἡ μοῖρα; Ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ νὰ μοιραστοῦμε τὴν ἴδια ζωὴ μ\’ Ἐκεῖνον, τὴ δική Του ζωή, τὴν αἰώνια, οὐράνια ζωὴ καὶ ἑπομένως καὶ τὴν αἰώνια εὐφροσύνη. Κι ἐμεῖς λέμε: «Ναὶ Κύριε, θὰ ἔλθουμε, θὰ ἔλθουμε ὅμως ὅταν δὲ θὰ ἔχουμε πιὰ τίποτα νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ· ὅσο ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει μιὰ λωρίδα γῆς στὴν ὁποία εἶναι δυνατὸ νὰ προσκολληθοῦμε ἢ κάτι νὰ κάνουμε ποὺ νὰ μᾶς ἀπορροφᾶ καὶ νὰ μᾶς μεθάει, ὅσο ἔχουμε τὴ δική μας χαρά, μικρὴ ἴσως ἀλλὰ δική μας, δὲν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴ δική σου χαρά. Ὅταν θὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ φύγουν αὐτὰ τὰ τερπνὰ ἴσως νὰ θυμηθοῦμε ὅτι μᾶς ἔχεις προσκαλέσει. Ἴσως, ὅταν τίποτα δὲ θὰ μᾶς ἔχει ἀπομείνει, νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε αὐτὸ ποὺ ἀνήκει σὲ κάποιον ἄλλο – τὸ δικό Σου».
Δὲν εἶναι τέτοιος ὀ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε; Ὁ καθένας μας ἔχει δώσει τὴν καρδιά του σὲ κάτι, εἶναι μπλεγμένος καὶ μεθυσμένος μὲ κάποιο πράγμα, ὁ καθένας ἀναζητεῖ τὴ δική του εὐχαρίστηση, ἡ ζωὴ ὅμως περνᾶ καὶ ὁ Κύριος ἔχει ἔλθει πάνω στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴ δική Του χαρά. Ἦλθε μέσα στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε τόσο ποὺ ἂν μόνο ἤμασταν μαζί Του θὰ \’τανε ὅλος δικός μας· ὄχι πὼς θὰ τὸν θεωρούσαμε κτῆμα μας μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ κτηματίας αἰσθάνεται τὴν ἰδιοκτησία τῆς γῆς ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἕνας καλλιτέχνης βλέπει τὴν ὀμορφιὰ καὶ μπορεῖ νὰ χαίρεται, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀρπακτικότητα.
Ὁ Κύριος ἔχει μπεῖ στὴ ζωὴ καὶ ἐκτελεῖ ἕνα ἔργο στὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ νὰ συμμετάσχουμε. Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι νὰ μεταμορφώσουμε τὴ ζωή, νὰ μεταμορφώσουμε τὸν κόσμο, νὰ μεταμορφώσουμε τὴ γῆ μας σὲ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ μεγαλοψυχία καὶ πλατειὰ ἀγάπη, ἀπαιτεῖ τὴν ἱκανότητα νὰ θεωροῦμε σὰν δική μας φροντίδα ὄχι μόνο τὴ δική μας ἐργασία ἀλλὰ καὶ ἐκείνη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ δικό μας ἔργο πρέπει οἱ ψυχές μας νὰ μεγαλώσουν, πρέπει νὰ μποροῦμε νὰ ξεχνᾶμε τὶς δικές μας μικρὲς ὑποθέσεις γιὰ χάρη τοῦ μεγάλου ἔργου τοῦ Θεοῦ. Ἡ κάθε καρδιὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ κάποιον, ὁ Κύριος ὅμως μᾶς λέει: «Ἡ καρδιὰ σας εἶναι πολὺ στενή, ἀνοῖξτε την πλατύτερα, ἀγαπῆστε συμπαθεῖς καὶ ἀσυμπαθεῖς, ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπημένους σας, ἀγαπᾶτε ὅμως καὶ τοὺς ξένους, ἀγαπᾶτε μὲ ἀγάπη δοσμένη, χωρὶς ἰδιοτέλεια, ξεχνώντας τοὺς ἑαυτούς σας».
Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι περιγράφονται στὴν παραβολὴ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ κάνουμε. Εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ξεχάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ περιμένουμε μέχρι ποὺ νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ ἐπίγεια χαρὰ πρὶν θυμηθοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐνῶ θὰ μπορούσαμε ἤδη νὰ ζούσαμε μέσα της, ἡ ζωὴ παρέρχεται κι ἐμεῖς ἀντιπαρερχόμαστε τὴ ζωή.
Ό Κύριος λέει: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6.33), δὲν προσθέτει ὅμως ὅτι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα τότε θὰ μᾶς ἀφαιρεθοῦν. Λέει ἀντίθετα: «ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Εἴμαστε ἀληθινὰ ἀνίκανοι νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δώσει ζωή, περίσσεια ζωῆς ὥστε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη νὰ μᾶς εἶναι ἀκριβή καὶ ὄχι μόνο μιὰ ἐλάχιστη γωνιά της, ὥστε νὰ \’ ναι δικό μας ὁλόκληρο τὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ κόσμου κι ὁλόκληρο τὸ πεπρωμένο του, ὄχι ἁπλῶς τὸ κομματάκι ποὺ ἐμεῖς θὰ μπορέσουμε νὰ κατορθώσουμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σύντομης ἐπίγειάς μας ζωῆς; Δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν πιστέψουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μας ποὺ ἀγκαλιάζει τόσο λίγους ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ τοὺς στηρίξει τέλεια μόνο, ὅταν ξεχάσουμε τὴν ἰδιοκτησία καὶ θυμηθοῦμε τὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
2.
Δεῖπνον Μέγα.
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Πολὺ παράξενη καὶ ἀπροσδόκητη φαίνεται ἡ ἀντίδραση τῶν προσκεκλημένων στὸ δεῖπνο. Ὁ πλούσιος οἰκοδεσπότης δὲν τοὺς κάλεσε γιὰ ἕνα κέρασμα, ἀλλὰ σὲ «δεῖπνον μέγα»· καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά τοὺς τίμησε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίσημη πρόσκληση, καὶ μὲ ὑπενθύμιση μέσω δούλου ὅτι «ἕτοιμα ἐστιν πάντα». Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ εἶναι μᾶλλον βέβαιο ὅτι κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἀρνιόταν τέτοια εὐκαιρία πλουσίου συμποσίου καὶ —γιατί νὰ τὸ κρύψουμε;- ἄφθονης τροφῆς τῆς ματαιοδοξίας του.
Ἡ αἰτία τῆς ἄρνησης
Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια κάποιος Ἀμερικανὸς ἑκατομμυριοῦχος, θέλοντας νὰ ἐμπαίξει αὐτὴ τὴν ἄρρωστη δίψα τῶν ἐπωνύμων γιὰ προβολή, κάλεσε περίπου χίλια ἄτομα ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἀφρόκρεμα τῆς Νέας Ὑόρκης σὲ δεξίωση στὸ πιὸ ἀριστοκρατικὸ ξενοδοχεῖο τῆς πόλης. Κανεὶς δὲν ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ὅλοι τους ἦταν ἐκεῖ. Τότε, στὸ ζενὶθ τῆς εὐωχίας, ὁ οἰκοδεσπότης πῆρε ἕνα μικρόφωνο καὶ τοὺς εἶπε: «Χαίρετε! Εἶμαι αὐτὸς ποὺ σᾶς κάλεσε. Δὲν μὲ γνωρίζετε, οὔτε σᾶς γνωρίζω. Ὅμως οὔτε ἕνας ἀπὸ σᾶς δὲν ἀναρωτήθηκε \”ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ποὺ μὲ καλεῖ\”. Ὅλοι σας παραβλέψατε αὐτὴ τὴ \”λεπτομέρεια\”, προκειμένου νὰ μὴν χάσετε μία ἀκόμη κοσμικὴ ἐκδήλωση. Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ καὶ γι’ αὐτὸ σᾶς κάλεσα. Μπορεῖτε νὰ συνεχίσετε τὴ διασκέδασή σας».
Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ ἐπίσημοι προσκεκλημένοι τῆς σημερινῆς παραβολῆς, «οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τῶν Ἰουδαίων καὶ ὅσοι τιμιώτεροι τοῦ πλήθους» (Ζιγαβηvός), δὲν διέφεραν καὶ πολὺ ἀπὸ τοὺς κοσμικούς τοῦ ἀναφερθέντος περιστατικοῦ. Σὲ ματαιοδοξία καὶ ὑποκρισία σίγουρα τοὺς ξεπερνοῦσαν. Ἐπιδίωκαν «τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις, τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς», καὶ ὅλα – ἀκόμα καὶ τὸ νὰ «μεγαλύνουν τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων τους»- τὰ ἔκαναν «πρoς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. 23,5-7). Τέτοιοι, λοιπόν, ἐγωιστὲς ἄνθρωποι ἦταν ἀδιανόητο νὰ ἀρνηθοῦν πρόσκληση σὲ «δεῖπνον μέγα».
Τότε γιατί δὲν ἀνταποκρίθηκαν, καὶ μάλιστα προφασιζόμενοι λογικὲς μὲν καὶ νόμιμες, ἀλλὰ ἀνεπαρκεῖς δικαιολογίες; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στὸ ὅτι δὲν τοὺς ἐνθουσίαζε τὸ ἐδεσματολόγιο. Τὰ ἕτοιμα ἐδέσματα τοῦ «μεγάλου δείπνου», κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ἦταν: «Ἁμαρτιῶν ἀπόθεσις, Πνεύματος Ἁγίου μέθεξις, υἱοθεσίας λαμπρότης, βασιλεία οὐρανῶν». Εἶναι φανερὸ ὅτι ματαιοδοξίες, φιλοπρωτίες, παχυλὲς ἀντιλήψεις γιὰ μεσσιακὴ βασιλεία μὲ ἐθνικὴ εὐδαιμονία καὶ δόξα, δὲν συμπεριλαμβάνονταν στὰ προσφερόμενα «πιάτα». Γι’ αὐτὸ oι ἐπίσημοι προσκεκλημένοι ὄχι ἁπλῶς δὲν ἐνθουσιάστηκαν ἀπὸ τὴν πρόσκληση, ἀλλὰ τὴν ἄκουσαν σὰν ἐνοχλητικὴ ἀφύπνιση καὶ ἔλεγχο.
Ποιοὶ «ἀνακλιθήσονται» καὶ ποιοὶ «ἐκβληθήσονται»;
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί, ὄχι μόνο ὁ Ἡρώδης, ἀλλὰ καὶ «πᾶσα Ἱεροσόλυμα ἐταράχθη», ὅταν κάποιοι ἄλλοι προσκεκλημένοι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀνατολῆς τοὺς «ξύπνησαν» ρωτώντας «ποῦ ἐστιν ὁ τεxθεὶς βασιλεύς;». Μὲ ἄλλα λόγια τοὺς εἶπαν: «Τί κοιμόσαστε; Ξυπνῆστε. Ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Βασιλιάς, \”μορφὴν δούλου λαβών\”, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ \”ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα\”. Τὸ τραπέζι εἶναι ἕτοιμο καὶ μᾶς περιμένει». Ἐκεῖνοι ὅμως oι «ἐπίσημοι», ποὺ νὰ καταδεχθοῦν ἀφύπνιση ἀπὸ τοὺς «κεκλημένους ἐκ τῶν ὁδῶν καὶ τῶν φραγμῶν». Καὶ γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ὕπνο τους, δὲν δίστασε ὁ -ὡς μὴ ὤφελε- τρομοκρατημένος βασιλιάς τους νὰ σφάξει χιλιάδες νηπίων.
Μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν «τιμιωτέρων» προσκεκλημένων ὁ οἰκοδεσπότης κάλεσε ἀπὸ «τὰς πλατείας καὶ τὰς ρύμας τῆς πόλεως» τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν «ἀσθενῆ, ἀφεγγῆ καὶ χωλεύουσαν τὴν διάνοιαν» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Τοὺς κάλεσε ὁ Χριστὸς διὰ τῶν Ἀποστόλων του: «Πορεύεσθε μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Πολλοὶ ἀνταποκρίθηκαν. Καὶ ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἀκόμη χῶρος, κάλεσε καὶ τοὺς ἐξ ἐθνῶν μὲ «συντονωτέραν κλῆσιν» λέγοντας στὸν σταλέντα δοῦλο: «ἀνάγκασον εἰσελθεῖν». Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐντολὴ δὲν σημαίνει κατάργηση τῆς ἐλευθερίας τῶν καλουμένων καὶ βίαιη προσαγωγή. Ἁπλῶς δείχνει ὅτι, γιὰ νὰ πιστέψουν τὰ ἔθνη, χρειάζεται μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πιὸ κοπιαστικὴ γι\’ αὐτοὺς διαδρομή.
Τὸ ὅτι ἡ «διαδρομὴ» γιὰ τὰ τέκνα Ἀβραὰμ ἦταν εὐκολότερη φαίνεται χαρακτηριστικὰ στὸν βίο τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ ἐξ Ἰουδαίων (26 Δεκεμβρίου). Γι\’ αὐτὸν τὸν «ἀγαθὸν Ἰσραηλίτην» ἦταν ἀρκετὸ νὰ δεῖ ἕνα Χριστιανὸ νὰ σχηματίζει στὸ στόμα του τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἐνῶ χασμουριόταν, γιὰ νὰ νιώσει τὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ στὸ «Μέγα Δεῖπνο». Ἀναζήτησε τὴν ἀλήθεια, μεταστράφηκε καὶ ἔγινε Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας• καὶ φυσικὰ θὰ κρίνει τοὺς ὁμοεθνεῖς του, ποὺ περιφρόνησαν τὴ θεία πρόσκληση. Τὸ ἀδικαιολόγητο τῆς ἄρνησής τoυς φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους: «Ἂν κάποιος δὲν σᾶς δεχθεῖ καὶ δὲν ἀκούσει τὰ λόγια σας, φεύγοντας τινάξτε καὶ τὴ σκόνη ἀπὸ τὰ πόδια σας». Καὶ ὁ μόνος φιλάνθρωπος Κύριος συμπλήρωσε τὰ φοβερὰ λόγια: «Τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσης, μὲ μεγαλύτερη ἐπιείκεια θὰ κριθοῦν οἱ κάτοικοι τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων παρὰ αὐτοὶ ποὺ δὲν θὰ δεχθοῦν τὸ κήρυγμά σας».
Ἑτοίμασε τὸ ὑπερῶον
Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἡ ἑτοιμασία τοῦ Δείπνου εἶναι ἀμφίπλευρη: καὶ ἐκ μέρους τοῦ Καλοῦντος καὶ ἐκ μέρους τῶν καλουμένων. Καὶ ὁ μὲν Οἰκοδεσπότης πολλαπλῶς καὶ συνεχῶς μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὅσον ἀφορᾶ Ἐκεῖνον «ἕτοιμά ἐστι πάντα». Χρειάζεται ὅμως κι ἐμεῖς νὰ ἐργαστοῦμε ἐντατικὰ γιὰ τὶς δικές μας ἑτοιμασίες: νὰ εὐτρεπίσουμε τὴν ψυχή μας γιὰ νὰ ἔχουμε «ὦτα ἀκούειν» τὴν διὰ τοῦ Εὐαγγελίου πρόσκληση· νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ πάθη, γιὰ νὰ ἑτοιμαστεῖ τὸ «ἀνώγαιον» καὶ νὰ στρωθεῖ τὸ τραπέζι· καὶ νὰ ἀποκτήσουμε «στολὴν τῆς ψυχῆς» λαμπρὴ ἀπὸ ἀρετές, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ποῦν οἱ ὑπηρέτες: «Ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Ἄραγε ποιὸς κόπος δὲν ἀξίζει, γιὰ νὰ ἀκούσει κανεὶς τὸ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης: «Μακάριος ἐστιv, ὅς δύναται πιστῶς ὑποδέξασθαι τὸν Κύριον, ἀνώγαιον μὲν τὴν καρδίαν προετοιμάσας καὶ δεῖπνον τὴν εὐσέβειαν»!
3.
Πρόσκληση στὸ Μυστήριο τῆς Ζωῆς (Λουκ. ιδ΄ 16-24)
Καραγιάννης Νικάνωρ, Ἀρχιμανδρίτης.
Τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μετέχει ὁ ἄνθρωπος στὸ μυστήριο τῆς ὄντως ζωῆς, μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ καθίσει στὸ τραπέζι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ κοινωνήσει ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωή Του, γιὰ νὰ μεταγγίσει στὸ σῶμα τοῦ κόσμου τὸ αἷμα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Θεὸς πατέρας καλεῖ τὰ παιδιά του, νὰ νιώσουν καὶ νὰ βιώσουν τὴ ζωντανὴ παρουσία Του. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μέσα στὴ θεία λατρεία καὶ κατεξοχὴν στὴ θεία Λειτουργία.
Πόσο διδακτικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ὅταν γράφει: «Εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθουμε τὸ θαῦμα τῶν Μυστηρίων, δηλαδὴ τὴ θεία Εὐχαριστία, τί ἀκριβῶς εἶναι, καὶ γιατί μᾶς δόθηκε καὶ τί ὠφελούμαστε ἀπὸ αὐτό: Ἕνα σῶμα γινόμαστε καὶ μέλη ἐκ τῆς σαρκὸς Αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων Αὐτοῦ (…). Ὁ Κύριος σ\’ αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς εὐχαριστίας ἀναμειγνύει τὸν ἑαυτό Του μὲ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μᾶς προσφέρει τὸ Σῶμα Του καὶ γινόμαστε σύσσωμοι μὲ Αὐτὸν καὶ μᾶς κάνει ναὸ τῆς θεότητάς Του. Ἂς ἀναμειχθοῦμε μὲ τὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ, γιατί μὲ αὐτὴ τὴν τροφὴ ποὺ μᾶς χάρισε θέλει νὰ δείξει πόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε». Ἐδῶ συμπυκνώνεται καὶ πραγματώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μυστήριο ποὺ διαχέει τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μιᾶς ἀγάπης ποὺ θυσιάζεται καὶ προσφέρεται διαρκῶς, γιὰ νὰ ἁγιασθεῖ, νὰ ζήσει καί, τελικά, νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος.
«Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες»
Ὁ λόγος τῆς παραβολῆς εἶναι πράγματι προφητικὸς καὶ ἀποκαλυπτικός, γιατί στὸ δεῖπνο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀντικατοπτρίζεται ἡ στάση τοῦ ἄνθρωπου κάθε ἐποχῆς. Οἱ προσκεκλημένοι, ἐνῶ ἀρχικὰ δέχονται, στὴ συνέχεια ἀποποιοῦνται τὴν πρόσκληση δίνοντας διάφορες δικαιολογίες γιὰ τὴν ἄρνησή τους. Ἐνδεχομένως, ὑποκύπτουν στὸν πειρασμό, γιὰ νὰ καλύψουν προσχηματικὰ τὴ φοβερή τους ἀδιαφορία. Ἀπορροφημένοι μέσα στὴν τύρβη τοῦ κόσμου καὶ τὴ δίνη τῆς καθημερινότητάς τους, ἐπικαλοῦνται πάντοτε τὶς ἴδιες δικαιολογίες. Ἴσως οἱ μορφὲς καὶ οἱ ἀφορμὲς νὰ εἶναι διαφορετικές, ἀλλὰ οἱ βαθύτερες αἰτίες ἴδιες: «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν… ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά…». Οἱ ἀτελείωτες βιοτικὲς μέριμνες, ἡ ἀγωνία τῆς ἐργασίας, ἡ ἐξασφάλιση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γίνονται κάποτε ἐμπόδια στὴν πρόσκληση τῆς σωτηρίας.
Καὶ αὐτό, γιατί συνήθως ὅλα αὐτὰ συνδέονται μ\’ ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα καὶ συναίσθημα, τὸ ἄγχος. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἄγχος πολιορκεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὁ χῶρος τῆς καρδιᾶς του καὶ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του στενεύουν ἐπικίνδυνα καὶ τότε τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ἀπωθεῖται στὸ περιθώριο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τυλιχθεῖ μέσα στὸ δίχτυ τοῦ ἄγχους, ζεῖ σὲ μιὰ ἀφόρητη πίεση καὶ ἔνταση, γι\’ αὐτὸ καὶ νιώθει νὰ πνίγεται. Νά, γιατί τὰ προβλήματα καὶ οἱ δυσκολίες μεγεθύνονται, οἱ ἀνασφάλειες καὶ οἱ φοβίες πολλαπλασιάζονται καί, τρέχοντας ὁ ἄνθρωπος λαχανιασμένος νὰ προλάβει τὴ ζωή, παραβλέπει καὶ προσπερνᾶ τὸν Θεό. Ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι πίσω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βρίσκεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία χαράσσει μιὰ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο καὶ ὑψώνει ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθειά Του καὶ νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνή Του. «Γυναῖκα ἔγημα», κάποιες ἄλλες φορὲς ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ διάφορες ἀνθρώπινες σχέσεις δυσχεραίνει τὴν ἀνταπόκρισή μας στὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὰ αὐτονόητα οἰκογενειακὰ βάρη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς προσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ποὺ σήμερα μᾶς ἀπασχολοῦν ἰδιαίτερα. Σχέσεις ποὺ, κάποτε, δὲν ἔχουν εἰλικρίνεια καὶ ἠθική. Σχέσεις ποὺ δὲν στηρίζονται στὴν ἀγάπη, ἀλλὰ στὴν ἐκμετάλλευση, καὶ ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδα πάθη, νεκρώνοντας κάθε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν Θεό. Γιατί κάθε ἐπικοινωνία, σχέση, καὶ σύνδεσμός μας μὲ τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ ἔχει ὅρια. Ὅρια ἀπαραβίαστα, ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν ἀνεξαρτησία μας καὶ τὴν ἐσωτερική μας ἐλευθερία καὶ ἀφήνουν μέσα μας χῶρο καὶ χρόνο γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἴδιο κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νὰ ζήσουμε τὴν παρουσία Του στὸ μυστήριο τῆς ὄντως ζωῆς μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία ἐνόψει τῶν Χριστουγέννων. Γι\’ αὐτό, μὴ χανόμαστε στὴν ὁμίχλη τῶν προφάσεων τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
4.
Ὁ κίνδυνος τῆς εἰδωλολατρίας σήμερα(Κολ.3,4-11)
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης, Καθηγητής Πανεπιστημίου.
Αἴτημα βασικό τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀνακαίνιση ὄχι σάν ἕνα στατικό γεγονός πού συντελεῖται αὐτόματα καί ἀστραπιαία ἀλλά σάν μία συνεχής δυναμική πορεία μέ πτώσεις καί ἐπανορθώσεις. Τό χριστιανικό εὐαγγέλιο δέν παρουσιάστηκε μέσα στόν κόσμο σάν μία καινούργια διδασκαλία μόνο, ἀλλά κυρίως καί κατ’ ἐξοχή ἦλθε σάν καινούργια ζωή, σάν δείκτης πορείας ἀπό τόν φθαρμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο στόν σωστό καί ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο.
Γι’αὐτό γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στούς Κολοσσαεῖς (3,4-11): «Ὅταν ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή μας, φανερωθεῖ, τότε κι ἐσεῖς θά φανερωθεῖτε μαζί του δοξασμένοι στήν παρουσία του. Ἀπονεκρῶστε, λοιπόν, ὅ,τι σᾶς συνδέει μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόν: Τήν πορνεία, τήν ἠθική ἀκαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξία, πού εἶναι εἰδωλολατρία. Γιά ὅλα αὐτά θά πέσει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω σ\’ ἐκείνους πού δέν θέλουν νά πιστέψουν. Σ\’ αὐτούς ἀνήκατε ἄλλοτε κι ἐσεῖς, ὅταν αὐτά τά πάθη δυνάστευαν τή ζωή σας. Τώρα ὅμως πετάξτε τά ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας: Τήν ὀργή, τό θυμό, τήν πονηρία, τήν κακολογία καί τήν αἰσχρολογία. Μή λέτε ψέματα ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπό πάνω σας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἑαυτό σας μέ τίς συνήθειές του. Τώρα πιά ἔχετε ντυθεῖ τόν καινούργιο ἄνθρωπο, πού ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μέ τή νέα ζωή του νά φτάσει στήν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Σ\’ αὐτή τή νέα κατάσταση δέν ὑπάρχουν πιά ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοι, περιτμημένοι κι ἀπερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δοῦλοι, ἐλεύθεροι· τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλα καί ὁ Χριστός τά διέπει ὅλα».
Στό κείμενο αὐτό ἀπαριθμοῦνται διάφορες ἐκδηλώσεις πού ἀνήκουν στόν ἄνθρωπο μιᾶς περασμένης ἐποχῆς πού δέν γνώρισε τήν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Ἀνήκουν, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν ὁρολογία τοῦ Ἀπ. Παύλου στό πρωτότυπο κείμενο, στόν «παλαιό ἄνθρωπο». Ἀνάμεσα σ’ αὐτές τίς ἐκδηλώσεις εἶναι οἱ σεξουαλικές ἐκτροπές, τά πάθη, οἱ κακίες, ὁ θυμός, τό ψέμα καί ἡ πλεονεξία. Μέ πολύ σκεπτικισμό καί ἀπορία ἀναρωτιέται κανείς, ἄν αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις ἀνήκουν ἀνεπιστρεπτί σέ μία προχριστιανική ἐποχή ἤ μήπως συχνά ἀποτελοῦν στοιχεῖα καί τῆς σημερινῆς πραγματικότητας πού εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας.
Ἐλέχθη προηγουμένως ὅτι ἡ ἀνακαίνιση εἶναι πορεία, στήν ὁποία εἶναι ἐνδεχόμενο νά πέσει κανείς καί νά ξανασηκωθεῖ γιά νά συνεχίσει. «Ὁσάκις ἄν πέσῃς, ἔγειραι καί σωθήσῃ» λέγει ἕνα ἄγραφο λόγιο τοῦ Χριστοῦ πού διασώζεται μέσα στά πατερικά καί λειτουργικά μας κείμενα. Ἡ ἀνακαίνιση εἶναι συνεχής πορεία καί ἀγώνας, στόν ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά κουραστεῖ, νά καταβληθεῖ, ἀλλά καί νά ξανασυνεχίσει τήν ἄνοδο στίς κορυφές τῆς τελειότητας. «Βρισκόμαστε σέ ἀδιέξοδο, ἀλλά δέν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν, ὁ Θεός ὅμως δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ρίχνουν κάτω, μά δέ χάνουμε τόν ἀγώνα», γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στή Β΄ Κορινθίους 4,8-9.
Οἱ παραπάνω ἐκδηλώσεις πού ἀπαριθμεῖ τό ἀνάγνωσμα ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς εἰδωλολατρίας. Τό ὅτι ὁ Παῦλος τίς ἐπισημαίνει ἀπευθυνόμενος σέ χριστιανούς, στούς χριστιανούς τῶν Κολοσσῶν ἀλλά σέ μᾶς σήμερα, ἔχει τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελοῦν συνεχῆ κίνδυνο. Ἡ προτροπή του μᾶς ὁδηγεῖ στό νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ εἰδωλολατρία δέν εἶναι ξεχασμένο παρελθόν ἀλλά ἕνα συνεχῶς ἀπειλητικό παρόν. Ὁ Χριστιανισμός βέβαια ἱστορικά θριάμβευσε ἐπάνω στά εἴδωλα, αὐτά ὅμως σέ ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο δέν παύουν νά ἐκδικοῦνται τούς χριστιανούς, προσπαθώντας νά τούς ἐπαναφέρουν στήν παλιά ἐποχή.
Ἄν ἀμφιβάλλει κανείς, δέν ἔχει παρά νά προσέξει τίς ἐκδηλώσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἡ πλεονεξία – γιά τήν ὁποία χαρακτηριστικά σημειώνει τό ἀνάγνωσμα ὅτι εἶναι εἰδωλολατρία – παρουσιάζεται σάν ἔλλειψη πίστεως καί ἐμπιστοσύνης στόν Θεό, σάν φόβος μπροστά στό ἀβέβαιο μέλλον, σάν ἄμυνα στή σκέψη τοῦ θανάτου, σάν ὑπερτροφική ἐνίσχυση τοῦ ἑαυτοῦ μας, σάν κατάσταση ἑωσφορικῆς αὐτοπεποιθήσεως.
Ἀκόμη πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἀναζητήσουν μορφές εἰδωλολατρίας στόν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας κόσμο. Αὐτή μπορεῖ ὕπουλα νά ἐμφωλεύει καί μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀκριβέστερα μέσα στούς χριστιανούς. Τό νά χρησιμοποιεῖ κανείς τόν Θεό σάν μέσο γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν στόχων του, τό νά τόν θέτει στήν ὑπηρεσία τῶν κοινωνικῶν του ἐπιδιώξεων δέν εἶναι εἰδωλολατρία, καί μάλιστα τῆς πιό συγκαλυμμένης καί ὕπουλης μορφῆς; Τό νά ὁμιλεῖ κανείς γιά ἱερά πράγματα, ἐνῶ ἡ ζωή του καί ἡ σκέψη του εἶναι κολλημένες στήν ἀπόκτηση ἀξιωμάτων γιά τήν καταδυνάστευση τῶν ἄλλων, στήν ἐξασφάλιση τοῦ ἐγώ μέ κάθε τρόπο, δέν εἶναι εἰδωλολατρία συνταιριασμένη μέ πολλή ὑποκρισία;
Ὁ κίνδυνος λοιπόν τῆς εἰδωλολατρίας ἀπειλεῖ τούς χριστιανούς καί σήμερα. Καί εἶναι κίνδυνος ὄχι εὐκαταφρόνητος. Τό «οὐ ποιήσης σεαυτῷ εἴδωλον» τῆς πρώτης ἐντολῆς τοῦ Μωσαϊκοῦ δεκαλόγου, τῆς πιό δύσκολης ὁμολογουμένως ἐντολῆς, ἄς ἠχεῖ συνεχῶς στά ἀφτιά μας. Ὅσο κι ἄν ὁ παλαιός ἄνθρωπος ἑλκυστικά προβάλλει σάν προσαρμοστική δύναμη στή ζωή, ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ ὁλοκληρωμένος ἠθικά καί πνευματικά, εἶναι τό τέρμα μιᾶς ἀγωνιστικῆς πορείας πού καταξιώνει καί ὀμορφαίνει τή ζωή.
5.
Οἱ Ἅγιοι Προπάτορες.
Διονύσιος Ψαριανός, Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)
Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν ἁγίων Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προπάτορες εἶναι οἱ τρεῖς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ὁ Ἰούδας, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ ὁποίου γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ὁ Ἰακὼβ κάλεσε τὰ δώδεκα παιδιά του καὶ τοὺς εἶπε· «Συναχθῆτε καὶ ἀναγγείλω ὑμῖν τί συναντήσει ὑμῖν ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν». Ἔπειτα ἄρχισε νὰ τοὺς εὐλογῆ ἕναν – ἕναν, κι ὅταν ἔφτασε στὸν Ἰούδα εἶπε· «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Αὐτὴ εἶναι ἡ προφητεία ὅτι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός.
Δὲν θὰ μείνωμε τώρα περισσότερο, ἀκολουθώντας τὴ συνέχεια τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα ὥς τὸν βασιλέα Δαβὶδ κι ὕστερα ὥς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτοὺς ὅλους στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια εἶναι δυὸ κατάλογοι, ἕνας ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου καὶ δεύτερος ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὴ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ…», καθὼς ἀκοῦμε στὴ θεία Λειτουργία μία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὅλοι ὅσων τὰ ὀνόματα ἀναφέρονται στὸν γενεαλογικὸ αὐτὸν κατάλογο, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὥς τὸν Ἰούδα, ἀπὸ τὸν Ἰούδα ὥς τὸν Δαβὶδ κι ἀπὸ τὸ Δαβὶδ ὥς τὸν Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα, εἶναι οἱ προπάτορες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Θὰ ὁμιλήσουμε τώρα μόνο γιὰ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Προπάτορες καὶ ὁ γενάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ἀπολύτρωσης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μετὰ τὸν ὑπαινιγμὸ καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στοὺς Πρωτοπλάστους, ἀμέσως μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση. Δυὸ χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴ δημιουργία καὶ τετρακόσια χρόνια μετὰ τὸν κατακλυσμό, κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θὰ κληρονομήσουν τὴν Παλαιστίνη, θὰ γίνουν μέγα ἔθνος καὶ αὐτοὶ θὰ μεταδώσουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ εἶναι ἡ Γένεση, διαβάζομε τὴν ἱερὴ ἱστορία τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ.
Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀπόλυτη πίστη στὸ Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν θέλη νὰ ὁμιλήση γιὰ τὴν πίστη, πάντα καὶ μάλιστα στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, φέρνει γιὰ παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ. Θὰ περιορισθοῦμε σὲ δυὸ μόνο περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ πίστη του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀδιαμαρτύρητη ὑπακοή του σὲ ὅ,τι λέγει ὁ Θεός. Στὸ δωδέκατο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν κλήση τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἂν σοὶ δείξω». Δὲν εἶναι μικρὸ καὶ λίγο αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Θεός· νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο του καὶ νὰ μὴν ξέρη ποῦ πηγαίνει. Ὁ Ἀβραάμ ἀδιαμαρτύρητα «ἐπορεύθη, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Κύριος».
Στὸ εἰκοστὸ δεύτερο κεφάλαιο πάλι τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Πάρε τὸ γιό σου τὸν Ἰσαὰκ κι ἀνέβα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω καὶ πρόσφερε τὸν θυσία σ’ ἐμένα…» Ἡ θεία Γραφὴ λέγει ὅτι «ὁ Θεὸς ἐπείραζε τὸν Ἀβραάμ», τὸν δοκίμαζε δηλαδὴ καὶ τὸν ἔβαζε νὰ κάμη κάτι, ποὺ στὸ τέλος ὁ ἴδιος δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε. Ὁ Ἀβραάμ, μὲ πίστη ποὺ χαρίζει ὑπεράνθρωπη δύναμη, πῆρε τὸν Ἰσαάκ, τὸν φόρτωσε καὶ τὰ ξύλα τῆς θυσίας κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἒχτισ’ ἐκεῖ ἕνα πρόχειρο θυσιαστήριο, ἔβαλε τὸ παιδὶ ἐπάνω στὰ ξύλα καὶ σήκωσε τὸ μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ σφάξη. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· «Μὴ ἐπιβάλης τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποίησῃς αὐτῷ μηδὲν νῦν γὰρ ἔγνων ὅτι φοβῇ τὸν Θεὸν σύ, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι’ ἐμέ…».
Ἄλλο παράδειγμα τέτοιας πίστης καὶ ὑπακοῆς στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει. Καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Ἰσαὰκ ἦταν «υἱὸς τῆς ἐπαγγελίας», τὸ παιδὶ ποὺ γέννησε ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴ Σάρα σὲ ἡλικία ἑκατὸ ἐτῶν, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς πὼς στὰ γεράματά του θὰ γέννηση παιδί, δὲν ἀπίστησε· κι ὅταν ὕστερα τοῦ εἶπε νὰ τὸ θυσιάση, πάλι δὲν ἀπίστησε, ἀλλὰ συμμορφώθηκε ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Γιὰ τὰ δυὸ αὐτὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ τὰ ὁποῖα εἴπαμε, γράφει ὁ Ἀπόστολος στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Μὲ πίστη ὑπήκουσε ὁ Ἀβραὰμ κι ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο του, «μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». Καὶ πάλι μὲ πίστη «προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος». Ἀμήν.
6.
Το μεγάλο Δείπνο του Χριστού και η απάντηση των καλεσμένων: ”αγρόν ηγόρασα!” [+ΒΙΝΤΕΟ]
Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά – Η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου.
Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ: Κάποιο Σάββατο, ο Κύριος προσκλήθηκε και κάθισε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου για φαγητό. Εκεί ένας συνδαιτυμόνας του είπε: “Μακάριος είναι εκείνος που θα φάει γεύμα στη Βασιλεία του Θεού!”. Ο Κύριος τότε, πήρε αφορμή για να πει την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου: “Κάποιος άνθρωπος”, είπε, “έκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο και κάλεσε πολλούς. Κι έστειλε το δούλο του για να πει στους προσκεκλημένους: Ελάτε, όλα πλέον είναι έτοιμα για το μεγάλο δείπνο”. Κι ενώ ο Κύριος ρωτήθηκε για γεύμα, μιλάει για δείπνο, διότι συνήθως ένα βραδινό φαγητό έχει μεγαλύτερη διάρκεια από ένα μεσημεριανό τραπέζι και έχει μεγαλύτερη ευφροσύνη. Θέλει έτσι να δείξει ότι το πανηγύρι της Βασιλείας Του και το πνευματικό, που δεν θα δημιουργεί κορεσμό, δείπνο, θα είναι ατελεύτητο και λαμπρό. Δεν μπορούμε, βεβαίως, ούτε να φαντασθούμε πώς θα είναι όλα αυτά τα ευφρόσυνα στη Βασιλεία των Ουρανών. Πώς να καταλάβουμε τι σημαίνει ότι αιωνίως θα συναναπαυόμαστε με τους δικαίους και όλες τις αγγελικές θείες δυνάμεις και θα γευόμαστε τις άπειρες πνευματικές δωρεές του Θεού; Πώς να κατανοήσουμε τι σημαίνει αιώνια αναψυχή και ευφροσύνη, τι σημαίνει πνευματικός χορτασμός των ψυχών μας στην επουράνια Βασιλεία του; Όλα αυτά που θα προσφερθούν στους “κλητούς Κυρίου” είναι αγαθά ύψιστα, ατίμητα καί αιώνια. Δηλαδή, «αμαρτιών απόθεσις, Πνεύματος Αγίου μέθεξις, υιοθεσίας λαμπρότης» (Κύριλλος Αλεξ.). Ο Θεός λοιπόν ετοίμασε για μας άπειρα και απερίγραπτα αγαθά, που δεν μπορούμε να σκεφθούμε και να συλλάβουμε. Και απευθύνεται στον καθένα μας, μέσα από τις περιστάσεις της ζωής μας, με διάφορα πρόσωπα που στέλνει στη ζωή μας, με την Εκκλησία Του και τα Μυστήριά της, με τη μελέτη και την ακρόαση του θείου λόγου, με τις θείες επισκέψεις στο νου και στην καρδιά μας, με θεία σκιρτήματα και άρρητες καρδιακές νεύσεις, καλώντας μας στη Βασιλεία Του για να μας καταστήσει αιώνια ευτυχισμένους. Μας καλεί με μία εσωτερική φωνή στη συνείδησή μας, στα μύχια των καρδιών μας. “Ελάτε”, μας λέει, “το ουράνιο δείπνο είναι έτοιμο και σας περιμένει”. Μας περιμένει δηλαδή μια ζωή αιώνια, μια κοινωνία με το Θεό και τους αγίους, ένα πανηγύρι που δεν θα τελειώσει ποτέ. Πλούσιο, λοιπόν, Δείπνο και πρόσκληση συμμετοχής σ’ αυτό, όχι μόνο γενική και καθολική, αλλά ιδιαίτερα πρόσκληση προσωπική. Όπως ένας προς έναν έχουν προσκληθεί οι άνθρωποι για να συμμετάσχουν στο Δείπνο, έτσι και ένας προς έναν προσκαλούνται για να παρακαθίσουν στο Δείπνο. Όπως η πρόσκληση ήταν προσωπική, έτσι και η συμμετοχή θα έπρεπε να ήταν απόφαση όχι μόνο προσωπική, αλλά και συνειδητή, όμως….
“ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ”: Δυστυχώς, η απάντηση ήταν αρνητική, αλλά και αποκαρδιωτική. Πρώτον, γιατί ήταν καθολική, αφού «ήρξαντο από μιάς παραιτείσθαι πάντες»! Ακόμη, οι προσκεκλημένοι της Παραβολής, σα συνεννοημένοι, άρχισαν να αρνούνται το κάλεσμα του οικοδεσπότη και να δικαιολογούν την απουσία τους. «Αγρόν ηγόρασα», είπε ο πρώτος «και έχω ανάγκη να πάω να το δω». Μια απάντηση που έγινε παροιμιώδης και που εκφράζει διαχρονικά την πλήρη αδιαφορία. Ο δεύτερος, για να δικαιολογήσει την άρνησή του, επικαλείται επαγγελματικούς λόγους. Και αυτοί οι επαγγελματικοί λόγοι όχι μόνο τον απορρόφησαν, αλλά και τον έκαναν άπληστο και, προ πάντων, υλόφρονα. Όχι ένα, ούτε δύο, αλλά «ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε(!) και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά». Ο αριθμός «πέντε» δεν υποδηλώνει μόνο εμπορική δραστηριότητα και απληστία, αλλά ακόμη συμβολίζει την πλήρη υποταγή του ανθρώπου στις πέντε αισθήσεις. Αν ο πρώτος ήταν αδιάφορος για πνευματικά θέματα, ο δεύτερος δεν εκδηλώνει μόνο αδιαφορία, αλλά είναι και υποδουλωμένος στην ύλη, την οποίαν υπηρετεί με όλα του τα πάθη. Ο τρίτος θα προβάλει σαν δικαιολογία της άρνησής του το γάμο και την οικογένεια. Σαν άλλος Αδάμ μεταθέτει την ευθύνη των πράξεών του στη γυναίκα! «Γυναίκα έγημα». Είμαι νιόπαντρος. Δικαιολογία που φανερώνει όχι μόνο την απορρόφηση από τις οικογενειακές ανέσεις και απολαύσεις, αλλά και στο ότι οι άλλοι –γυναίκα, παιδιά, συγγενείς– τον εμποδίζουν από του να ασκήσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα! Σαν να λέει «φταίνε άλλοι! Φταίει η γυναίκα! Φταίει η οικογένεια». Ξεχνά ότι η οικογένεια είναι η «κατ’ οίκον Εκκλησία» (Ρωμ. ιστ΄ 5). Ξεχνά ότι η οικογένεια είναι φυτώριο αγίων και εργαστήριο αρετής. Μέσα στο χώρο της οικογένειας θα καλλιεργηθεί η θρησκευτικότητα, θα θεμελιωθεί αγιότητα, καθώς και η αγάπη προς την πατρίδα και την κοινωνία. Όταν επέστρεψε ο δούλος στον κύριό του και του διηγήθηκε τα καθέκαστα, εκείνος θύμωσε και του είπε: “Βγες γρήγορα στις πλατείες και τα στενά και φέρε εδώ μέσα τους πτωχούς και τους σακάτηδες, τους χωλούς και τυφλούς”. Ύστερα από λίγο επέστρεψε πάλι ο δούλος και είπε: “Κύριε, έγινε όπως διέταξες. Υπάρχει όμως ακόμη χώρος στο σπίτι”. “Βγες λοιπόν έξω απ’ την πόλη στους δρόμους και παρακίνησε επίμονα όσους βρεις να ‘ρθουν εδώ, να γεμίσει το σπίτι μου”, του είπε ο οικοδεσπότης. Κι έκλεισε ο Κύριος την παραβολή λέγοντας: “Κανείς από τους ανθρώπους που αρνήθηκαν το κάλεσμα, δεν θα γευθεί το δείπνο μου”.
ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΛΗΤΟΙ ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ: Οι καλεσμένοι της παραβολής πρόταξαν τρεις διαφορετικούς λόγους για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους. Το Δείπνο όμως δεν ματαιώθηκε, ούτε και η πρόσκληση ακυρώθηκε. Η Βασιλεία του Θεού δεν εξαρτάται από ανθρώπινη θέληση ή διάθεση, αλλά από την παρουσία του Θεού, που έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει τον άνθρωπο και να τον ζωοποιεί. Καλεί λοιπόν τους “πτωχούς τω πνεύματι”, δηλαδή τους ταπεινούς και τους πλουτίζει με τη θεϊκή Του σοφία. Καλεί αναπήρους και τους κάνει υγιείς. Καλεί χωλούς και βαδίζουν τον ορθό δρόμο. Καλεί τυφλούς, ώστε να βλέπουν το “όντως Φως”. Η σοφία του Θεού υπερβαίνει τις ανθρώπινες αδυναμίες και η Εκκλησία, όπου το πνευματικό δείπνο της Βασιλείας του Θεού προσφέρεται σε όλους μας κάθε Κυριακή, είναι ο χώρος όπου ο άνθρωπος θεραπεύεται από κάθε πνευματική ασθένεια ή αναπηρία και μεταμορφώνεται σε τέκνο Θεού. Η πρόσκληση του Θεού είναι προσωπική και διαχρονική. Αρνήθηκαν οι Ιουδαίοι να την δεχθούν. Έτσι ο Θεός απευθύνθηκε στα έθνη. Απευθύνεται στους Χριστιανούς, το νέο Ισραήλ της Χάριτος, και πάλι λίγο πριν το γεγονός της ενανθρώπησης. Όμως, σαν Χριστιανοί, πόσοι και πόσο βιώνουμε αυτό το γεγονός; Μήπως περιοριζόμαστε στον εξωτερικό διάκοσμο, όπως οι βιτρίνες των ημερών, ή αρκούμαστε να συμμετάσχουμε στα λεγόμενα «ρεβεγιόν» για να νιώθουμε Χριστούγεννα; Αλλά και όσοι βρισκόμαστε στην Εκκλησία, ανταποκρινόμαστε στην πρόσκληση για συμμετοχή στο Δείπνο της βασιλείας του Θεού, τη Θεία Κοινωνία και απαντάμε θετικά στο «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε»; Κι ακόμη περισσότερο, όσοι ανταποκρινόμαστε θετικά, μήπως η συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας έγινε απλή συνήθεια; Πόσοι πλησιάζουμε στο μυστήριο με συναίσθηση φόβου Θεού, ή την πίστη ότι ζούμε το γεγονός της Ενανθρώπησης του Θεού και ζούμε πραγματικά τη δική μας ανάσταση; Γιατί, για να ζήσουμε την ανάσταση, πέρα από την πίστη στο Θεό και το φόβο του Θεού, πρέπει να σηκώσουμε και το δικό μας σταυρό που είναι η αγάπη. Ο Ι. Χρυσόστομος αυμβουλεύει: “εννόησον ώ άνθρωπε, ποίας μέλλεις άπτεσθαι θυσίας, ποία προσέρχεσαι τραπέζη”. Σκέψου, συ το χώμα και η στάχτη πώς μεταλαμβάνεις Αίμα και Σώμα Χριστού του Θεού! Απαραίτητη, λοιπόν, είναι ή ψυχική προετοιμασία μας πριν τη Θεία Μετάληψη. Ας μην υποτιμούμε την ασύλληπτη τιμή του, όταν πλησιάζουμε το Άγιο Ποτήριο. Ας προσερχόμαστε «ψυχαίς καθαραίς και αρρυπώτοις χείλεσι», «μετά φόβου Θεού, πίστεως καί αγάπης». Ο Ιησούς, με τη μορφή του «δούλου» της παραβολής, μας προσκαλεί και σήμερα «έρχεσθαι ότι έτοιμά εστι πάντα». Μας καλεί να μετατρέψουμε το σπήλαιο της καρδιάς μας σε νέα Βηθλεέμ απ’ όπου θα διαλαλείται η ενανθρώπηση και θα αντανακλά στην όλη μα ζωή.
ΤΟ ΜΕΓΑ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ: Αν όλοι ιεραρχούσαμε σωστά τα πράγματα και εκτιμούσαμε την πρόσκληση του Θεού, θα λέγαμε: Με καλεί ο Θεός στη Βασιλεία του. Κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να σταθεί ικανό να μου στερήσει τον Παράδεισο. Διαφορετικά, περιφρονώντας την πρόσκληση και τη χάρη του Θεού προβάλλοντας προφάσεις που απλώς δείχνουν πόσο περισπούν και δένουν οι φροντίδες μας της ζωής, η εργασία και οι οικογενειακές μας υποχρεώσεις, κινδυνεύουμε να τη χάσουμε για πάντα. “Ο Χριστός μας προσκαλεί. Όχι από δική του ανάγκη, αλλά για να ικανοποίησει δική μας ανάγκη. Μην αρνηθούμε και εμείς την πρόσκληση. Ας ανταποκριθούμε με προθυμία κι ας τρέξουμε στο δείπνο της θείας λειτουργίας. Κι εκεί να σταθούμε με προσοχή”, συμβουλεύει ο μακαριστός Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης. Άλλωστε, κινδυνεύουμε να χάσουμε όχι κάτι μικρό, αλλά το μεγαλύτερο, το άπειρο, τον ίδιο τον Θεό. Κι αν χάσουμε τον Θεό, χάσαμε τα πάντα. Καμία πρόφαση λοιπόν να μη σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μας προς τη Βασιλεία του Θεού. Δεν θα έχουμε καμία δικαιολογία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΠΕ, Τ. 11, Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, σελ. 376 κ.εξ.
“Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 403 κ.εξ.. Επιμέλεια: Δημήτρης Δημουλάς
Θεόδωρος Αντωνιάδης –Μητρόπολη Πάφου, Η παραβολή του Μεγ. Δείπνου.
Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης, Άρνηση σε πρόσκληση.
Αρχ. Χ.Π.Α., “Φωνή Κυρίου”, 13 Δεκεμβρίου 1992”
konstantinosa.oikonomou@gmail.com
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ: youtube.com/watch?v=5rGjffVTxBY