Παπαδόπουλος Παῦλος, Ἀρχιμανδρίτης.
Στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς σου προσπάθειας ἦρθε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ἐπισκίασε. Ὅλα γινόταν μὲ χαρὰ καὶ εὔκολα. Εἶχες μέσα σου χαρά, αἰσθανόσουν τὸν Χριστὸ στὴν προσευχή σου, στὴν ἀνάσα σου, στὴν ζωή σου. Τώρα νιώθεις ὅτι Τὸν ἔχεις χάσει. Ἀπογοητεύεσαι. Στὶς δυσκολίες, στοὺς πειρασμοὺς καὶ στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς σου νιώθεις μόνη σου. Ψάχνεις τὸν Θεὸ μὰ δὲν Τὸν βρίσκεις. Αἰσθάνεσαι ἐγκαταλελειμμένη. Ἐκκλησιάζεσαι, μελετᾶς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐξομολογῆσε τακτικά, ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι ἀπῶν. Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; Ποῦ πῆγε ἡ Χάρις Του; Τί ἔκανα λάθος; Τί κάνω λάθος;
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά μοῦ ἔγραψες.
Αὐτὸ ποὺ βιώνεις τὸ ἔχουν περιγράψει μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τὴν δική τους πείρα. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ τῆς ἐγκατάλειψης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα γεγονὸς τὸ ὁποῖο στιγματίζει τὴν πνευματικὴ προσπάθειά μας λόγο τοῦ ναρκισσισμοῦ μας. Σκέψου ὅτι μόνο ποὺ νιώθεις ἀδικημένη, ἐγκαταλελειμμένη εἶναι δεῖγμα τοῦ ἐγωισμοῦ. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀποδεχτεῖς ὅτι ἔκανες κάτι λάθος. Περιμένεις τὴν ἀναταπόδωση ὡς ἕνας μισθωτός. Θέλεις τὸν Χριστό, λές,· ὅμως οὐσιαστικὰ προσδοκεῖς κάτι ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἀντιδρᾶς καὶ ἀπογοητεύεσαι, διότι δὲν μπορεῖς νὰ δεχθεῖς ὅτι χρειάζεται τόσος κόπος καὶ πόνος, τόση αὐταπάρνηση καὶ ὑπομονὴ σ’αὐτὴν τὴν ζωή.
Σπάνια κάποιος μπορεῖ νὰ κρατήσει τὴν δωρεὰν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐμφανίζεται στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς του προσπάθεια χωρὶς νὰ τὴν ἀπωλέση. Μόνο ὁ πραγματικὰ ταπεινός. Αὐτὸς ποὺ ζεῖ ὡς ἔσχατος κατ’ ἐπίγνωσιν καὶ κατ’ ἐπιλογὴν μένει χαριτωμένος.
Ὅπως σημειώνει ὁ μακαριστὸς γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Σχεδὸν ὅλοι μας πέφτουμε στὴν παγίδα νὰ πλησιάζουμε τὸν Θεὸ ἀτομικά-νοητικά, ἀφήνοντας τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία στὸ περιθώριο». Ἐδῶ ἔγκειται ὁ ναρκισσισμός μας. Βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Χριστὸ καὶ τίποτα πέρα ἀπὸ αὐτό. Γι’αὐτὸ καὶ ἐνῶ στὴν ἀρχὴ ὁ Χριστός μας γλυκαίνει μὲ τὴν Χάρη του, μετὰ ἀποτραβιέται γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε, γιὰ νὰ μὴν νομίζουμε ὅτι εἴμαστε κάποιοι σπουδαῖοι ἀπὸ μόνοι μας. Στὴν ἀρχὴ ὅλα τὰ πνευματικὰ ἦταν εὔκολα, τώρα ὅμως χρειάζεται κόπος, προσπάθεια μεγάλη. Ἡ ἐνθύμηση τοῦ πρώτου καιροῦ -τῆς γλυκάδος τῆς Χάριτος- ὑπάρχει μέσα στὴν καρδιά μας ὥστε νὰ μὴν ἀπογοητευόμαστε ἀλλὰ νὰ ἐλπίζουμε.
Μέσα ἀπὸ τὴν θεοεγκατάλειψη οἱ Ἅγιοι συνειδητοποίησαν τὴν Πατρότητά τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς γνωρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἄπληστος καὶ ἀχάριστος ὅταν τοῦ δοθοῦν ὅλα εὔκολα καὶ δωρεάν. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ γίνει σκληρὸς μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ ξεχάσει τὸν συνάνθρωπο, νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Δημιουργία, νομίζοντας ὅτι ὁ “πνευματικός του θρίαμβος” ἀρκεῖ.
Οὐσιαστικὰ, ὅμως, ἀπὸ αὐτὰ πού μοῦ ἔγραψες διαπιστώνω τὸ ἑξῆς: Αἰσθάνεσαι τὴν θεοεγκατάλειψη τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας καὶ τοῦ πειρασμοῦ. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν πειρασμοὶ καὶ δοκιμασίες, θὰ τὸ αἰσθανόσουν; Τελικὰ μήπως δὲν εἶναι θεοεγκατάλειψη ἀλλὰ ἐγκατάλειψη ἀπὸ μέρους σου; Μήπως ἁπλὰ ἀναζητᾶς τὸν Χριστὸ στὰ δύσκολα; Διότι οἱ Ἅγιοι βίωναν τὴν θεοεγκατάλειψη ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἔκανε τὰ χατίρια ἢ ἐπειδὴ περνούσανε κάποιον πειρασμὸ ἢ δοκιμασία, βίωναν τὴν θεοεγκατάλειψη ὡς τὴν ἴδια τὴν δοκιμασία ποὺ καλοῦνται νὰ περάσουν ὅπως ὁ χρυσὸς μέσα ἀπὸ τὸ καμίνι. Μεγάλο παράδειγμα θεοεγκατάλειψης (γιὰ λόγους παιδαγωγίας) βλέπουμε στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, ἑνὸς μεγάλου ἀσκητοῦ, ἑνὸς ἠσυχαστοῦ ποὺ ἔζησε σὲ κοινόβιο. Βλέπουμε τὸν Ἅγιο νὰ παλεύει μὲ τὸν Θεό. Νὰ παλεύει χωρὶς σταματημό, μέρα καὶ νύχτα, τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας, τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας, τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ὁ Κύριος ὅμως ἀπῶν. Καμία παρηγορία. Καμία θαλπωρή. Ὁ Ἅγιος βιώνει τὴν ἀπόλυτη μοναξιά. Παλεύει τώρα μόνος του, μὲ τὸν ἑαυτό του. Νιώθει χαμένος, φτάνει στὶς ἐσχατιὲς τῆς πίστης του. Ἕνα βράδυ, ὅπως κάθε βράδυ, γονατίζει καὶ προσεύχεται. Μιλᾶ στὸν Θεό, Τὸν ἀναζητᾶ, κλαίει γιὰ τὴν μοναξιά του, κλαίει γιὰ τὴν ἁμαρτία του, κλαίει γιὰ τὴν ὀρφάνια του. Ἀγαπᾶ τὸν Χριστὸ ἀλλὰ ἀπαιτεῖ καὶ τὴν παρουσία Του. Ξεστομίζει βαριὰ κουβέντα: “Θεέ μου, εἶσαι ἀδυσώπητος”! Καὶ τότε, μέσα στὴν ἀπόγνωσή του, μέσα στὴν κραυγὴ τῆς ὕπαρξής του γιὰ λίγη παρηγοριὰ ἐμφανίζεται μπροστὰ του ὁ Νυμφίος τῆς ψυχῆς του. Ὁ Χριστὸς στέκει μπροστὰ στὸν Σιλουανό. Στέκει ἐκεῖ βλέποντας τὸ πλάσμα του νὰ κλαίει. Νὰ κλαίει γι’ Αὐτόν, ὄχι γιὰ κάτι ἄλλο, νὰ φωνάζει Αὐτόν, ὄχι γιὰ κάτι ἄλλο. Αὐτὸν θέλει, Αὐτὸν ποθεῖ, μὲ Αὐτὸν τὰ ἔχει βάλει. Στέκει λοιπὸν ἐκεῖ, μπροστὰ στὸν Σιλουανό, αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ τόλμησε μέσα ἀπὸ τὸν πόθο του καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Χριστὸ νὰ φτάσει νὰ ὀνομάσει τὸν Χριστὸ ἀδυσώπητο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πανοικτίρμων Κύριος στέκει τώρα μπροστά του. Ἀνοίγει τὸ μακάριο στόμα Του καὶ λέγει: «Σιλουανέ, ἔχε τὸ νοῦ σου στὸν Ἅδη, καὶ μὴν ἀπελπίζου».
Ὁ Σιλουανὸς ντύνεται σ’ αὐτὴν τὴν χαρὰ ποὺ μόνο τὸ ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ δώσει. Κλαίει τώρα ἀπὸ εὐτυχία, ἀπὸ εἰρήνη. Ὅλα κατανοοῦνται βαθιά, ὅλα πλέον φωτίζονται. Ἀκόμα καὶ τότε ποὺ ὅλα χάνονται μὴν ἀπελπίζεσαι. Τότε ποὺ φαινόταν ὅτι ἔφτασε στὰ ὅριά του, ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ καταργεῖ αὐτὰ τὰ ὅρια. Τὰ ρίχνει στὸν Ἅδη, τὰ ὑψώνει στὸν Οὐρανό.
Ποῦ βρίσκεις τὸν Θεό; μὲ ρωτᾶς.
Δὲν Τὸν βρίσκεις ἐσύ, σὲ ἔχει βρεῖ Αὐτὸς ἐδῶ καὶ καιρό.
Δὲν μπορεῖς ἐσὺ νὰ Τὸν ἀνακαλύψεις, Αὐτὸς θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ, ὅταν θέλει καὶ ὅπως θέλει. Ἐσὺ μὴν ἀπελπίζεσαι. Ἀκόμα καὶ τότε ποὺ χάνεσαι, ἀκόμα καὶ τότε ποὺ ἡ ζωή σου εἶναι σὰν τὸν Ἅδη, μὴν ἀπελπίζεσαι. Ἡσύχασε. Ἡσύχασε γιατί ἡ μεγαλύτερη ἀπειλῆ ποὺ εἶναι ὁ θάνατος ἔχει γίνει ζωή.
“Ιδού ἡ πλέον σύντομος καὶ εὔκολος ὁδὸς πρὸς τὴν σωτηρίαν: Ἔσο ὑπήκοος, ἐγκρατής, μὴ κατακρίνης καὶ φύλαττε τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν σου ἀπὸ τοὺς κακοὺς λογισμούς. Σκέπτου, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι καλοὶ καὶ ὅτι τοὺς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος. Ἕνεκα αὐτῶν τῶν ταπεινῶν σκέψεων ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ ἐνοικήση ἐν τῇ καρδίᾳ σου, καὶ σὺ θὰ λέγης «Ἐλεήμων ὁ Κύριος!». Ἐὰν ὅμως κατακρίνης, εἶσαι μεμψίμοιρος, ἀγαπᾶς νὰ κάμνης τὸ θέλημά σου, τότε ἔστω καὶ ἂν προσεύχεσαι πολύ, ἡ ψυχή σου θὰ πτωχεύη καὶ θὰ λέγης: «Μὲ ἐγκατέλειψεν ὁ Κύριος». Ὅμως δὲν εἶναι ὁ Κύριος, ὅστις σὲ ἐγκατάλειψειν, ἀλλὰ σὺ ἐξέκλινας ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς ταπεινώσεως, καὶ δι’ αὐτὸ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν μένει εἰς τὴν ψυχήν σου. Ἡ Παναγία ὑπῆρξεν ταπεινὴ περισσότερον «παρὰ πάντας τους ἀνθρώπους τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς γῆς» καὶ διὰ τοῦτο δοξάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ κάθε ἄνθρωπος ὅστις ταπεινοῦται, θὰ δοξασθῆ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ βλέπη τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου. Ψυχή, ἤτις ἐγνώρισε τὸν Κύριον διὰ Πνεύματος Ἁγίου, ἐκτείνεται ὀρμητικῶς πρὸς Αὐτόν. Ἡ μνήμη Του μὲ δύναμιν ἁρπάζει τὸν νοῦν, ὥστε λησμονεῖ τὸν κόσμον. Καὶ ὅταν πάλιν μνησθῆ τοῦ κόσμου, τότε διαπύρως ποθεῖ διὰ πάντας τὴν ἰδὶαν χάριν, καὶ προσεύχεται δι’ ὄλον τὸν κόσμον, ἴνα οἱ πάντες μετανοήσωσι καὶ γνωρίσωσιν, ὀπόσον ἐλεήμων εἶναι ὁ Θεός. Μακάριος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν ἀπώλεσε τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀναβαίνει ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν. Ἄνευ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ὅμοιοι εἴμεθα πρὸς κτήνη, ἀλλὰ κατὰ τὴν χάριν ὁ ἄνθρωπος μέγας εἶναι παρὰ Θεῷ”. (Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης)