Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003).
Ἡ συνάντηση τοῦ Θεοῦ μαζί μας μέσα σὲ ἐπίμονη προσευχή, πάντα ὁδηγεῖ στὴ σιωπή. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ξεχωρίζουμε δύο εἰδῶν σιωπές. Τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας ἐσωτερικὴ σιωπή: Πρῶτα ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ, συχνὰ πιὸ δυσβάσταχτη καὶ ἀπὸ τὴν ἄρνησή Του -ἡ σιωπὴ τῆς ἀπουσίας γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε πιὸ πάνω. Ὕστερα, ἡ σιωπὴ τοῦ ἀνθρώπου, πιὸ βαθιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλία, καὶ σὲ πιὸ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεὸ ἀπὸ κάθε λόγο. Ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ στὶς προσευχὲς μας μπορεῖ νὰ διαρκέσει πολὺ λίγο ἢ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς διαρκεῖ μιὰ αἰωνιότητα. Ὁ Χριστὸς ἔμεινε σιωπηλὸς στὶς προσευχὲς τῆς Χαναναίας καὶ αὐτὸ τὴν ἔκανε νὰ συγκεντρώσει ὅλη τὴν πίστη της, ὅλη τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη καὶ νὰ τὶς προσφέρει στὸ Θεὸ γιὰ νὰ τὸν μεταπείσει νὰ ἐπεκτείνει τὰ προνόμια τοῦ Βασιλείου Του καὶ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ἐκλεκτὸ Λαό… Ἡ σιωπὴ τοῦ Χριστοῦ τὴν προκάλεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ, νὰ σταθεῖ στὸ ὕψος της.
Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ἴδιο καὶ σὲ μᾶς μὲ πιὸ σύντομη ἤ πιὸ παρατεταμένη σιωπή, γιὰ νὰ προκαλέσει τὴ δύναμη καὶ τὴν πίστη μας καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ μιὰ βαθύτερη σχέση μαζί Του ἀπ’ ὅ,τι θὰ \’ταν δυνατὸ ἂν τὰ πράγματα μᾶς ἔρχονταν ὅπως τὰ θέλαμε. Καμιὰ φορά, ὅμως, ἡ σιωπὴ μᾶς φαίνεται ἀπελπιστικὰ τελεσίδικη.
Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Alfred de Vigny:
«Ἐάν, ὅπως διαβάζουμε, ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου
στὸν ἁγιασμένο κῆπο ἔκλαψε
χωρὶς νὰ εἰσακουστεῖ.
Κι ἂν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεὸς
σὰ νὰ \’μαστε νεκροί,
ἁρμόζει ἡ καταφρόνια μας στὴ ἄδικη θεϊκὴ ἀπουσία
καὶ μὲ σιωπὴ ν\’ ἀπαντήσουμε στὴ σιωπή.
Μιὰ ὅμοια ἀντιμετώπιση δὲν ἀποκομίζουν πολλοὶ χριστιανοὶ διαβάζοντας τὴ διήγηση τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ στὸν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆς; Αὐτὴ ἡ σιωπὴ εἶναι πρόβλημα γιὰ μᾶς ποὺ πρέπει νὰ τὸ λύσουμε -τὸ πρόβλημα μιᾶς προσευχῆς ποὺ μένει φανερὰ ἀναπάντητη. Διαβάζοντας τὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε πὼς ἡ μόνη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ δὲν εἰσακούεται εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ. Ἀξίζει νὰ τὸ θυμόμαστε αὐτὸ διότι πολὺ συχνὰ προσπαθοῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου ἢ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Θέλοντας νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν τιμή Του, λέμε πὼς ἡ πίστη μας δὲν ἦταν τόσο δυνατή, ὥστε νὰ ἀπαντηθεῖ μὲ θαῦμα. Ὅταν πάλι ἡ πίστη μας ὑστερεῖ, λέμε πὼς ἴσως ὁ Θεὸς δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἀπαντήσει εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία. Τί νὰ ποῦμε τότε γιὰ τὴν ἴδια τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ μένει ἀναπάντητη; Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι δίχως ἄλλο τέλεια, οὔτε μποροῦμε νὰ ἀμφισβητήσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ Ἐκεῖνον, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς λέει ὅτι ὁ Πατέρας Του θὰ μποροῦσε νὰ στείλει δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων προκειμένου νὰ Τὸν σώσει.
Ἂν ὁ Χριστὸς ἐγκαταλείπεται, αὐτὸ συμβαίνει γιατί ὁ Θεὸς ἔχει σχεδιάσει νὰ βγεῖ κάτι καλύτερο γιὰ μᾶς -θυσιάζοντας τὴ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ Του. Μὲ αὐτὸ καὶ μὲ τὰ παραδείγματα ἄλλων προσευχῶν στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε πὼς ἡ προσευχὴ μένει ἄκαρπη χωρὶς τὴ στήριξη τῆς πίστης. Θυμόσαστε τὸ χωρίο ὅπου ὁ Χριστὸς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει θαύματα στὴ Ναζαρὲτ ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τῶν κατοίκων; Μόλις ἔρθει ἡ πίστη, τότε ἐμφανίζονται καὶ οἱ συνθῆκες γιὰ ἕνα θαῦμα, ποὺ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλη της τὴ δύναμη. Καὶ χωρὶς ἄλλη παρέμβαση, ἁπλῶς μιὰ καὶ εἶναι ὁ Κύριος τοῦ Βασιλείου Του, ὁ Χριστὸς δρᾶ σὰν Παντοκράτωρ, ἀπαντᾶ στὶς προσευχές μας, μᾶς βοηθᾶ καὶ μᾶς σώζει.
Ὅταν ἡ πίστη μας ἔχει ἀγκιστρωθεῖ γερὰ σὲ Αὐτόν, γινόμαστε ἱκανοὶ νὰ μοιραστοῦμε τὴ φροντίδα Του γιὰ τὸν κόσμο -μοιραζόμαστε τὴ μοναξιὰ Του ἐμπρὸς στὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Πρέπει νὰ τὸ καταλάβουμε ὅτι ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ ἢ εἶναι μιὰ πρόκληση σὲ δυνάμεις ποὺ ὑπνώττουν μέσα μας, ἢ πάλι τὶς ἔχει μετρήσει καλὰ αὐτὲς τὶς δυνάμεις καὶ μᾶς προσφέρει ἕνα μερίδιο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ ἀνθρώπου: Μιὰ συνάντηση δὲ γίνεται ποτὲ πλήρης καὶ εἰς βάθος ἂν τὰ δύο μέρη ποὺ τὴν πραγματοποιοῦν δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ παραμείνουν σιωπηλοὶ μεταξύ τους. Ὅσο χρειαζόμαστε λόγια καὶ ἔργα καὶ χειροπιαστὲς ἀποδείξεις, σημαίνει ὅτι δὲ φτάσαμε στὸ βάθος καὶ στὴν πληρότητα ποὺ ἀποζητᾶμε. Δὲν ἔχουμε βιώσει τὴ σιωπὴ ποὺ τυλίγει δύο ἀνθρώπους σὲ θερμὴ οἰκειότητα. Ἡ σιωπὴ αὐτὴ πάει πολὺ βαθιά, πολὺ πιὸ βαθιὰ ἀπ\’ ὅ,τι νομίσαμε ὅτι εἴχαμε φθάσει, ἡ ἐσωτερική μας σιωπὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ συνάντηση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐν τῷ Θεῶ στὴ συνάντηση τοῦ διπλανοῦ μας.
Σ\’ αὐτὴν τὴν κατάσταση σιωπῆς δὲ χρειάζονται λόγια γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ συνάνθρωπό μας, γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσουμε μαζί του μὲ ὅλο τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, καὶ νὰ προσεγγίσουμε μαζί, καὶ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μας Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἑνώνει. Κι ὅταν ἡ σιωπὴ βαθύνει ἀρκετά, τότε θ\’ ἀρχίσουμε νὰ μιλᾶμε ἀπὸ τὰ βάθη της, φυλάγοντας καὶ προσέχοντας μὴν τὴ διακόψουμε μὲ τὴ θορυβώδη ἀταξία τῶν λόγων μας. Τότε ἀρχίζει ἡ περισυλλογή. Τὸ μυαλό μας ἀντὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ξεχωρίσει ἀνάμεσα σὲ πλῆθος μορφῶν, ὅπως κάνει συνήθως, προσπαθεῖ νὰ ἀνασύρει ἁπλὲς φωτεινὲς μορφὲς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς. Τότε εἶναι ποὺ τὸ μυαλὸ κάνει σωστὰ τὴ δουλειά του. Γίνεται ὑπηρέτης σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἐκφράζει κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτό. Καὶ τότε βλέπουμε πολὺ μακριά, πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἐκφράσουμε μέρος αὐτοῦ ποὺ βλέπουμε μὲ φόβο καὶ σεβασμό. Τέτοιοι λόγοι, ἐφόσον δὲ συντελοῦν στὸ νὰ εὐτελίσουν ἢ νὰ ἐκλογικεύσουν τὴν ὅλη ἐμπειρία, δὲ διασποῦν τὴ σιωπή, ἀλλὰ τὴν ἐκφράζουν. Ὑπάρχει ἕνα ἀξιομνημόνευτο χωρίο κάποιου Καρθουσιανοῦ συγγραφέα τοῦ μεσαίωνα ποὺ λέει πὼς ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Πατέρας εἶναι ἡ δημιουργικὴ σιωπὴ ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ παράγει «λόγο» ἀντάξιό της.
Κάποια γεύση αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἔχουμε στὶς στιγμὲς τῆς σιωπῆς μας. Κάποτε αὐτὴ ἡ σιωπὴ μᾶς σκεπάζει σὰν θαῦμα, σὰν δῶρο Θεοῦ. Πολὺ συχνὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ τῆς ἀφήνουμε χῶρο μέσα μας. Χρειαζόμαστε πίστη, ἀντοχή, καὶ ἐλπίδα καὶ ἀκόμα ἐκείνη τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη ποὺ οἱ Ἕλληνες Πατέρες ὀνομάζουν ἡσυχία. Ἡ προσευχὴ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἡσυχία, ποὺ δὲν ἑρμηνεύεται οὔτε ὡς δραστηριότητα οὔτε ὡς παθητικότητα. Εἶναι μιὰ γαλήνια ἔνταση προσοχῆς. Πρέπει παράλληλα μὲ τὴν ἄσκηση τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος νὰ μάθουμε νὰ φθάνουμε σ\’ αὐτὴ τὴν τέλεια προσευχὴ τῆς ἐσωτερικῆς σιωπῆς.