Δεν μίλησε ο Απόστολος Παύλος για «αποθνήσκοντες». Μίλησε για «κεκοιμημένους» (Α’ Θεσ. 4,13), φανερώνοντας, ότι ο θάνατος είναι ύπνος. Αν δούμε κάποιον να κοιμάται, δεν ανησυχούμε, δεν αδημονούμε, διότι περιμένουμε να σηκωθεί. Έτσι και όταν δούμε κάποιον να πεθάνει, ας μην ανησυχούμε και ας μην απελπιζόμαστε. Διότι πραγματικά και ο θάνατος είναι ύπνος, που διαρκεί βέβαια περισσότερο, αλλά πάντως είναι ύπνος. Με την λέξη λοιπόν «κοίμηση» παρηγόρησε ο Παύλος εκείνους που πενθούν και ανέτρεψε την κατηγορία των απίστων.

Αυτός που κοιμάται, είναι ζωντανός ή νεκρός; Αν πείτε ζωντανός, τότε γιατί δεν νιώθει όσους περπατάνε και μιλάνε δίπλα του; Και αν πείτε νεκρός, τότε πώς αναπνέει;

Ήρθε ο ύπνος και νίκησε τη φύση. Ο ύπνος είναι εικόνα του θανάτου, εικόνα της συντέλειας του κόσμου. Θα δεις τον άνθρωπο ξαπλωμένο στο κρεβάτι, όπως ακριβώς ξαπλωμένος θα είναι και στον τάφο.

Δεν κάνει τόσο γλυκό και ευχάριστο τον ύπνο, ούτε το μαλακό στρώμα, ούτε η ησυχία του δωματίου, όσο η κούραση, ο κόπος και η ανάγκη του ύπνου.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος