1.
Τὸ Εἶναι καὶ τὸ Ἔχειν.
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης, Καθηγητής Πανεπιστημίου.
(Μάρκ. 8, 34-9, 1)
Ἐκεῖνο ποὺ κυριολεκτικὰ μαστίζει τὸν ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι τὸ αἴσθημα τῆς ἀνασφάλειας καὶ ἀβεβαιότητας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἐπαναστατικῆς προσπάθειας δηλ. τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνει αὐτὸς ὁ ἴδιος κυρίαρχος τοῦ ἑαυτοῦ του ξεθρονιάζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ δημιουργοῦ καὶ κυρίου του. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται μέσα στὸν ἄνθρωπο ἕνα τεράστιο καὶ τρομακτικὸ κενό, τὸ ὁποῖο αἰσθανόμενος ὁ ἄνθρωπος, εἴτε συνειδητὰ εἴτε ἀσυνείδητα, καὶ τρομάζοντας μπροστὰ στὶς ἀβυσσαλέες διαστάσεις του, νομίζει ὅτι τὸ ἀντιμετωπίζει σωρεύοντας πολλά, ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσει σιγουριὰ μέσα στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐνοχλητικὴ σκέψη τοῦ θανάτου.
Μὲ ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν πετυχαίνει ὁ ἄνθρωπος τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ξεγελάσει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Γιατί ἡ φτώχεια ἡ πνευματικὴ δὲν κρύβεται οὔτε μὲ τὰ πιὸ φανταχτερὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἡ ὕπαρξη προηγεῖται ἀξιολογικὰ τῶν διαφόρων ἀποκτημάτων της. Νὰ μία πολὺ σπουδαία ἀλήθεια ποὺ μᾶς θυμίζει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (ποὺ διαβάζεται ἐπίσης καὶ τὴν Γ\’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν) ἰδιαίτερα μὲ τὴ φράση «τί γὰρ ὠφελήσει, ἄνθρωπον ἐὰν κερδίση τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;».
Ἡ «ψυχὴ» δηλώνει, σύμφωνα μὲ τὴ βιβλικὴ ὁρολογία, τὴ ζωή, τὸ εἶναι, καὶ «ὁ κόσμος ὅλος» τὸ ἔχειν. Ὅλο τὸ ἔχειν τοῦ κόσμου δὲν ἰσοσταθμίζει τὴ ζωὴ ἑνὸς καὶ μόνο ἀνθρώπου. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου τὴ λησμονεῖ συχνὰ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ οἱ τεχνικὲς δυνατότητες, ἡ ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξη καὶ ὁ μεγάλος πλοῦτος, τουλάχιστο σὲ ὁρισμένες περιοχὲς τοῦ πλανήτη μας, τὸν κάνουν νὰ συγκεντρώνει τὴν προσοχή του στὴν ἀπόκτηση ἀγαθῶν, στὰ βαρύγδουπα λόγια, στὶς ἠχηρὲς καὶ κούφιες ἐκφράσεις, μὲ μία λέξη στὸ ἔχειν, ποὺ γίνεται μὲ ζημία τοῦ εἶναι, τῆς ἀληθινῆς ὑπάρξεως.
Ἐπίσης, οἱ πράξεις βίας ποὺ ἀφθονοῦν στὴν ἐποχή μας σὲ ἐντυπωσιακὸ βαθμὸ εἶναι ἕνα σημάδι ποὺ δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξέχασε τὸ πραγματικὸ εἶναι καὶ ἐνδιαφέρεται μόνο νὰ ἔχει, νὰ κατέχει ὅσο μπορεῖ περισσότερα πράγματα καὶ ὅσο γίνεται περισσότερους ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς καταδυναστεύει ἢ καὶ νὰ τοὺς ἀφανίζει. Ὅσο ὅμως περισσότερο ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει καὶ νὰ κατέχει, τόσο περισσότερο παύει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι, παύει νὰ εἶναι ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεός· ἀλλοτριώνεται, δηλ. ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν ἀληθινή του φύση, γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος, ξένος πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν ὕψωσή του γιόρτασε ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἑβδομάδα ποὺ πέρασε, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθεῖ τὴ φτώχεια του ποὺ δὲν τὴν σκεπάζει τὸ ἐντυπωσιακὸ ἔχειν καὶ νὰ αὐτοσυγκεντρωθεῖ στὸ εἶναι, στὴν ἀληθινή του ὕπαρξη. Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸν Σταυρὸ δὲν ἔχει ἀπολύτως τίποτε, εἶναι γυμνός· ἀκόμη καὶ ὁ ἱματισμὸς του γίνεται ἀντικείμενο κληρώσεως τῶν ρωμαίων στρατιωτῶν. Κι ὅμως τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς αὐτὴ ἀποκαλύπτεται τὸ εἶναι στὴν πιὸ σημαντική του ἐκδήλωση, στὴν προσφορὰ τῆς θυσίας καὶ τῆς ἀγάπης. Γι\’ αὐτὸ κι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἕνα διαρκὲς προσκλητήριο ἀγάπης πρὸς τὸν κάθε ἀνθρωπο· τοῦ ὑπενθυμΐζει τὴν ξεχασμένη ἀνθρωπιά, τὴν ἀληθινή του ὕπαρξη ποὺ εἶναι συνύπαρξη ἀγάπης μὲ τὸν διπλανό του καὶ ὄχι προσπάθεια ἐπιβολῆς του σ’ αὐτόν, καταδυναστεύσεως, βίας καὶ ἀφανισμοῦ του.
2.
Μελέτιος Καλαμαρᾶς, Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης.
Ἡ χαρά γιά τήν εὕρεση τῆς δραχμῆς.
Διαβάζομε στό εὐαγγέλιο τήν παραβολή:
Μιά νοικοκυρά ἔχασε ἕνα μικρό νόμισμα. Μιά δραχμή.
Καί κοπίαζε ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ, ψάχνοντας νά βρεῖ τήν δραχμή της. Τελικά τήν βρῆκε. Καί αἰσθάνθηκε τόσο μεγάλη χαρά, πού φώναξε τίς γειτόνισσες καί τίς φιλενάδες της νά χαροῦν, ἐπειδή βρῆκε τήν δραχμή της, πού εἶχε χάσει.
\”\”
Τό γεγονός εἶναι λιγάκι ἀστεῖο, γιατί μιά δραχμή, δέν ἀξίζει τόν κόπο νά κοπιάζει κανείς μιά ὁλόκληρη μέρα καί νά ἀναστατώνεται τόσο πολύ. Ἀλλά ὁ Χριστός δέν θέλει νά μᾶς μιλήσει γιά τήν δραχμή, γιά τήν ἀξία τῆς δραχμῆς. Θέλει νά μᾶς μιλήσει γιά τήν ἀξία τῆς χαρᾶς, πού αἰσθάνθηκε ἡ γυναίκα αὐτή ὅταν βρῆκε τήν δραχμή της.
Ἀκόμη περισσότερο θέλει νά μᾶς δηλώσει κάτι ἄλλο ὁ Κύριος μας. Ἡ γυναίκα αὐτή εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα μας, ὁ ὁποῖος συνεχῶς, ὄχι μόνο μιά ἡμέρα, ψάχνει νά μᾶς βρεῖ. Ἡ δραχμή, δέν χάθηκε ἐπειδή τό ἤθελε ἡ ἴδια. Δέν ἔκανε καζούρα καί καψόνι στή γυναίκα πού τήν εἶχε, στό ἀφεντικό της. Χάθηκε κατά λάθος.
Ἐμεῖς χανόμαστε ἀπό τόν ἐπουράνιο Πατέρα, ἀπό τό σπίτι του, ἀπό τήν οἰκογένειά του, ἐπίτηδες· ἐπειδή τό θέλομε.
Μέ δική μας γνώμη καί μέ δική μας ἀπόφαση.
Καί περιγράφει ὁ Χριστός, πόση χαρά αἰσθάνεται ἡ γυναίκα ἐκείνη γιατί βρῆκε τήν δραχμή της. Πολύ μεγαλύτερη χαρά αἰσθάνεται ὁ Πατέρας μας ὁ ἐπουράνιος, ὅταν βρεῖ μιά «δραχμή» πού ἔχασε. Ὅταν ξαναγυρίσει κοντά του ἕνας ἄνθρωπος πού τοῦ εἶχε φύγει.
Ἡ ὄμορφη αὐτή παραβολή, δείχνει πολύ ἁδρά καί αἰσθητά πόσο ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας, ὁ Θεός, ψάχνει νά μᾶς βρεῖ -ἄς τό προσέξομε- ὄχι θέλει νά γυρίσομε, ψάχνει νά μᾶς βρεῖ. Κάνει τά πάντα, κάνει ὅτι μπορεῖ γιά μᾶς βρεῖ, δηλαδή γιά νά μᾶς κάνει νά γυρίσομε κοντά του.
Καί ὅταν ἐμεῖς βρεθοῦμε κοντά του, αἰσθάνεται μιά ἀπέραντη χαρά, ἡ ὁποία εἶναι τό πολυτιμότερο στοιχεῖο στή ζωή του, γιατί εἶναι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Πατέρας. Τόσο, ὥστε ὅλα ὅσα ἔκανε -καί δέν ἔκανε λίγα- ἀφοῦ «ἔδωκε ὑπέρ ἡμῶν τόν Υἱόν του», ὅλα τά θεωρεῖ μικρά μπροστά στό χαρούμενο γεγονός: στή χαρά πού παίρνει ὅταν μᾶς ξαναβρίσκει κοντά του.
Τό μεγαλύτερο καύχημα
Εἶπε ὁ Χριστός στό εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε: «Ὅποιος θέλει νά ρθεῖ κοντά μου, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι»
Σταυρός σημαίνει: Κόβω κάτι ἀπό τόν ἑαυτό μου.
Ὁ Χριστός ὅταν σταυρώθηκε, ἄφησε τή ζωή καί δέχθηκε τόν πόνο καί τήν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ. Τά δέχθηκε ὅμως, ὄχι γιά «τό τίποτε», ὄχι γιατί τοῦ ἄρεσαν, ἀλλά γιατί μέ αὐτά θά γινόταν κάτι τό πολύ σπουδαῖο. Τά δέχθηκε ἐξ αἰτίας τῆς ἀπέραντης καλωσύνης του. Γιά νά μπορέσει νά μᾶς βρεῖ καί νά μᾶς πάρει πάλι κοντά του.
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε, ὅτι καί ὁ Θεός Πατέρας καί ὁ Υἱός ἔχουν τόν Σταυρό καμάρι, καύχημα καί δόξα τους. Ὅπως ἄλλωστε πρέπει νά τόν ἔχει καί ὁ καθένας μας.
Ἄς φαντασθοῦμε ὅτι ἔχασε ἕνας πατέρας τό παιδί του. Τοῦ ξεστράτησε δηλαδή. Ἔφυγε μακρυά ἀπό τό σπίτι του. Καί προσπαθώντας νά τό ἐπαναφέρει, κάνει μερικές ἐνέργειες, τό βρίσκει, καί τό παιδί του ξαναγυρίζει σπίτι καί ἐνσωματώνεται ὅπως πρῶτα στήν οἰκογένειά του.
Αὐτό πού ἔκανε ὁ πατέρας, πού ξεκίνησε, τό ἀναζήτησε καί τό βρῆκε τό παιδί του, τό θεωρεῖ τήν μεγαλύτερη σοφία, τό μεγαλύτερο κατώρθωμα, τήν μεγαλύτερη τιμή καί δόξα γιά ὅλη του τή ζωή.
-Τί ἔκανες; Τόν ρωτοῦν οἱ φίλοι.
-Ἔκανα ἐκεῖνο καί ἐκεῖνο καί βρῆκα τό παιδί μου. Ξαναγύρισε κοντά μου.
Ἄν ἐμεῖς χαιρόμαστε, καί κάνομε τόσα γιά νά ξαναβροῦμε τόν χαμένο ἄνθρωπό μας…
Ἐμεῖς· γιά τούς ὁποίους λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί τό καταλαβαίνομε καλά ὅτι εἴμαστε «πονηροί», παληάνθρωποι…
Καί ἔχομε τόσες κακίες… (Ἡ κατ’ ἐξοχήν κακία εἶναι ὅτι ἔχομε πρῶτα τόν ἑαυτό μας καί μετά τούς ἄλλους…)
Ἄν λοιπόν ἐμεῖς τρέχομε τόσο γιά τούς χαμένους…
Πόσο μᾶλλον ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας, πού ὅλα τά κάνει γιά μᾶς καί γιά τήν σωτηρία μας.
Νά ἀξιοποιοῦμε τή ζωή μας
Μᾶς λέγει λοιπόν ὁ Χριστός, ὅτι ὅποιος θέλει νά δεῖ τήν δόξα του καί νά περπατήσει τόν δρόμο τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καί εὐτυχίας, ὀφείλει «νά πάρει τόν σταυρό του». Νά τόν ἀγαπάει τόν σταυρό του. Δηλαδή τίς θλίψεις πού θά συναντήσει στή ζωή του, ἐξ αἰτίας τῆς πίστης του στόν Χριστό. Γιατί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τόν Χριστό καί τήν ἀληθινή ζωή.
Ὅποιος θέλει, συνεχίζει ὁ Χριστός νά σώσει τή ζωή του, δηλαδή νά τήν κερδίσει, ὅπως τό ἐννοοῦν οἱ ἄνθρωποι πού σκέπτονται μέ κριτήρια κοσμικά, θά τήν καταστρέψει.
Πῶς νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἀξιοποιοῦν τή ζωή τους πάνω στή γῆ;
Ἀπολαμβάνοντας ἐκεῖνα πού τούς προσφέρει ὁ ἁμαρτωλός κόσμος. Καλό φαγητό, ποτό, γλέντι, ἐντυπωσιακές ἐπιτυχίες… Ὅμως ὁ Χριστός μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὅποιος δένεται μέ αὐτά, θά τήν καταστρέψει τή ζωή του.
Καί ὅποιος προτιμήσει «ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ», γιά τόν Χριστό, ἐπειδή τό λέει τό Εὐαγγέλιο, «ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου», νά μήν κερδίσει τή ζωή του, μέ τό φρόνημα καί μέ τήν ἔννοια τοῦ κόσμου τούτου, αὐτός θά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Δηλαδή θά ἀξιοποιήσει σωστά τή ζωή του.
Καί γιά νά μᾶς στηρίξει σ’ αὐτή τήν σκέψη προσθέτει ὁ Χριστός: «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδίσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχή του;» Τί ὠφελεῖται;
Τί κέρδος ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὄχι νά ψευτοχαρεῖ λίγο (γιατί αὐτό μᾶς προσφέρει τελικά ὁ κόσμος), μά ἔστω καί ὅλο τόν κόσμο νά τόν κερδίσει.
Ἄν εἶναι νά χάσει τήν αἰώνια ζωή, τί θά ὠφεληθεῖ;
Τί κέρδος ἔχει; Σέ λίγο θά τελειώσουν ὅλα.
Ὅμως, παρόλο πού εἶναι τόσο ὡραῖα, τόσο σοφά, τόσο λογικά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ (μποροῦσαν ἄλλωστε νά μήν εἶναι;) ἐμεῖς μερικές φορές, φεύγομε ἀπό κοντά του. Καί φεύγομε ὄχι κάνοντας ἕνα ἀπότομο ἅλμα, γιά νά πᾶμε μακρυά, ἀλλά φεύγομε χωρίς νά τό καταλάβομε.
Μά πῶς γίνεται αὐτό;
Κάποια στιγμή ἀρχίζεις καί λές:
-Δέν πειράζει ἐκεῖνο, δέν πειράζει τό ἄλλο, δέν χάθηκε ὁ κόσμος ἄν παραλείψω κάτι. Καί νομίζεις ὅτι ἔτσι γίνεται ἡ ζωή πιό εὐχάριστη.
-Τί δηλαδή; Νά σηκωθῶ νά πάω τό πρωί στήν Ἐκκλησία; Ὅλη τήν ἑβδομάδα πέθανα στή δουλειά καί στόν κόπο; Νά μήν κοιμηθῶ λίγο περισσότερο τήν Κυριακή; Ἔ, ἄς κοιμηθῶ. Προσεύχομαι καί στό σπίτι.
Πέρασε ἡ μέρα, καί αὔριο κάνεις μιά ἄλλη ὑποχώρηση μεγαλύτερη. Πᾶς λίγο παραπέρα στό κακό.
Καί τί γίνεται τότε; Βρίσκεις ὅτι ἔτσι περνᾶς πιό ὄμορφα. Ἀλλά στήν πραγματικότητα τί συμβαίνει;
Τά φύλλα πάνω στά δένδρα, ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα εἶναι καταπράσινα. Μαυρίλα φαίνονται. Μονοτονία. Ἔρχεται τό φθινόπωρο καί παίρνουν ὄμορφα χρώματα γίνονται κοκκινωπά, μετά κιτρινωπά (σάν χρυσάφι) κλπ. Ἀλλά δέν εἶναι γιά καλό.
Ἐνῶ τά καμαρώνουμε, «κοίταξε, κοίταξε χρώματα πάνω στό δένδρο», ἔχουν μπεῖ σέ πορεία θανάτου.
Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος. Ἀπό τήν στιγμή πού κόβει λίγο ἀπό ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦν τήν χριστιανική πολιτεία, νομίζει πῶς ὀμόρφυνε τή ζωή του. Τήν ἔκανε πιό εὐχάριστη. Πιό ἤρεμη, πιό ἄνετη.
–Βρέ παιδάκι μου, ὅπως καί νά τό κάνεις εἶναι πληκτική ἡ Ἐκκλησία. Ὅλο τά ἴδια ἀκοῦμε. Μιά ζωή ὁλόκληρη. Δές καλύτερα τηλεόραση. Κάθε φορά, διαφορετική παράσταση καί διαφορετικά πράγματα. Ἀλλοιῶς αἰσθάνεσαι· ξεκουράζεσαι.
Ἕνα ἀλλοιώτικο καρκίνωμα
Βέβαια, βέβαια… Ξεκουράζεσαι…
Ἀλλά εἶπε ὁ Χριστός:
-Τί θά ὠφελήσει τόν ἄνθρωπο νά κερδίσει τόν κόσμο ὅλο καί ζημιωθεῖ τήν ψυχή του;
Γιατί νά πάρει τήν πορεία πρός τόν θάνατο;
Καί νά καταλήξει στό θάνατο κάνοντας συγκαταβάσεις, μικρές στήν ἀρχή, μεγαλύτερες ὕστερα; Πού ὅλο καί τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Ἄς χρησιμοποιήσομε ἕνα παράδειγμα:
Νά ἕνα δένδρο ὡραῖο καί εὔρρωστο. Σέ κάποιο κλαρί του βλέπομε ἕναν ἄσχημο ρόζο. Ἀπό ἐκεῖ βγαίνουν κάτι παράξενα βλαστάρια, διαφορετικά ἀπό τά ὑπόλοιπα. Ξέρομε ὅτι ὁ ρόζος ἐκεῖνος εἶναι καρκίνωμα, καί τά παραμορφωμένα βλαστάρια εἶναι παράσιτα.
Τό κλαρί μέ τά παράσιτα, πού φύτρωσαν καί κόλλησαν ἐπάνω του, σιγά σιγά ξεραίνεται. Γιατί τοῦ παίρνουν ὅλη τήν ἰκμάδα.
Κάτι ἀνάλογο τό παθαίνουμε, ὅταν προτιμᾶμε ἄλλα πράγματα, ἔξω ἀπό τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νομίζοντάς τα καλύτερα. Τά ὁποῖα ὅμως σιγά-σιγά, μᾶς φθείρουν καί μᾶς ζημιώνουν.
Ὅλοι ἔχομε ἀναλάβει ἕναν πνευματικό ἀγώνα. Ἀλλά ὅλοι ἔχομε καί μιά ὀλιγοψυχία. Μικρότερη ἤ μεγαλύτερη. Καί σέ ὅλους μας, ἔρχονται οἱ λογισμοί: «Ἔ, δέν πειράζει. Μιά ὁλόκληρη ζωή εἴμαστε σωστοί. Δέν χάθηκε ὁ κόσμος καί νά κάνομε κάτι».
Νά προσέχομε αὐτούς τούς λογισμούς. Εἶναι ἐπικίνδυνοι.
Ἐλᾶτε παιδιά μου, κοντά μου
Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός αἰσθάνεται μεγάλη χαρά ὅταν ἐπιστρέφομε κοντά του καί τόν ἀκολουθοῦμε.
Καί μᾶς καλεῖ μέ πολλούς τρόπους.
Μᾶς φωνάζει:
-Ἐλᾶτε, σᾶς περιμένω!
Μέ τήν καμπάνα, τόν Σταυρό, τό θυμίαμα, τίς εἰκόνες. Μέ ὅλα ὅσα βλέπομε στήν Ἐκκλησία καί συμβαίνουν στή ζωή μας. Ὅλα εἶναι φωνές τοῦ Θεοῦ πού μᾶς λένε: «Γυρίστε παιδιά μου, κοντά μου, γιά νά γεμίσει ἡ καρδιά μου χαρά». «Χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ, ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ ἀπομακρυσμένῳ μετανοοῦντι», ὅταν διορθώσει τό μυαλό του. Γιατί μέ τήν διόρθωση τοῦ μυαλοῦ ἐπιστρέφομε στόν Χριστό, καί μέ τό χαλάρωμα τοῦ μυαλοῦ φεύγομε ἀπό κοντά του.
Δέν φταίει τίποτε ἄλλο. Ἡ γνώμη καί τό μυαλό μας φταίει.
Ὁ Θεός εἶναι πολυεύσπλαγχνος, καί χαίρει περισσότερο ἀπό ὅλα ὅταν γυρίζομε κοντά του.
Τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλη ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοῦ στά παιδιά του γιά μετάνοια καί ἐπιστροφή.
Κάθε συνάντηση μέ ἱερωμένο εἶναι πρόσκληση ἐπιστροφῆς στόν Χριστό, γιατί ὁ παπᾶς εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ, μιλάει στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, εὐλογεῖ στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, προτρέπει, συμβουλεύει, ὑπενθυμίζει καί σιωπηλός ἀκόμη, μόνο τοῦ Χριστοῦ τό ἅγιο θέλημα.
Εἶναι καί αὐτός μιά φωνή τοῦ Χριστοῦ πού ἀκούγεται καθαρά, ἀπ\’ ὅλους καί φωνάζει:
«Ἐλᾶτε παιδιά μου, κοντά μου». Ἀμήν.-
Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στίς Ἐκκλησιές στίς 21/9/2003
3.
Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Κάποτε ὁ Χριστὸς ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιπλήξει κάποιον μαθητὴ του χαρακτηρίζοντάς τον «σατανᾶ». Τὴν πρωτάκουστη ἐπίπληξη δὲν τὴν ἔκανε στὸν Ἰούδα, ἀλλὰ στὸν μετέπειτα πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Πέτρο, ἐπειδὴ ὁ παρορμητικὸς μαθητὴς ἀντέδρασε ζωηρὰ ἀκούγοντας τὸν Χριστὸ νὰ προαναγγέλλει τὸ ἐπικείμενο Πάθος του. Ἐνῶ ὁ Πέτρος ἔντονα τὸν ἀπέτρεπε ἀπὸ τὸν θάνατο, ὁ Χριστὸς τὸν ἄφηνε ἄφωνο λέγοvτάς του: «Πήγαινε πίσω μου, σατανᾶ, γιατί δὲν φρονεῖς ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στοὺς ἀνθρώπους» (Μάρκ. 8,33).
Πῶς φρονοῦμε τὰ τοῦ Θεοῦ;
Τί σημαίνει «φρονεῖν τὰ τοῦ Θεοῦ» τὸ ἐξηγεῖ συνεχίζοντας ὁ Χριστὸς στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ κατάλληλη περικοπὴ γιὰ τὸ κλείσιμο τῆς ἑορτῆς. Ὁ Χριστὸς φρονώντας τὰ τοῦ Θεοῦ «οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν» (Ρωμ. 15,3), ἀλλὰ ὑπάκουσε στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα του μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.
Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ, μόνο ὅταν ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, σηκώνοντας μὲ αὐταπάρνηση τὸν δικό του σταυρὸ τῆς ὑπακοῆς στὸ θεῖο θέλημα. «Αὐταπάρνηση» σημαίνει ὅτι θυσιάζει τὴ δική του ἐγωκεντρικὴ θέληση καὶ ἀμφισβητεῖ τὴ δική του ἐγωιστικὴ κρίση καὶ φρόνηση. Στὴ θέση τους βάζει καὶ ἐμπιστεύεται ἀπόλυτα τὸ μόνο ἀληθινὰ φιλάνθρωπο θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μόνη ἀληθινὰ φιλάνθρωπη σοφία του, ποὺ φανερώθηκαν μὲ τὴ σταυρική του θυσία. Ποιὸ ἄλλο μεγαλύτερο τεκμήριο ἀγάπης καὶ φάρμακο θεραπείας θὰ μποροῦσε νὰ περιμένει ὁ σακατεμένος ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ του ἄνθρωπος;
Ἡ σωτήρια θυσία
Χαρακτηριστικὴ περίπτωση τέτοιου «ἐπηρμένου» ἀνθρώπου εἶναι ὁ Καζαντζάκης. Στὸ βιβλίο του «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» περιγράφει μιὰ συνάντησή του μὲ ἀσκητὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος: «Γιὰ νὰ τὸν πειράξω», λέει ὁ συγγραφέας, «τοῦ εἶπα: Ἔχασες τὸ μυαλό σου, δυστυχισμένε. Κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ἕνα λόγο καὶ μὲ ἀποστόμωσε: Ἔδωκα τὸ μυαλό μου καὶ πῆρα τὸν Θεό. Ἔδωκα μία κάλπικη πεντάρα κι ἀγόρασα τὸν παράδεισο. Καὶ νὰ σοῦ πῶ καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ ξέρεις: Ἕνας μεγάλος βασιλιάς, ὄμορφος καὶ γλεντζές, συνάντησε κάποτε ἕναν ἀσκητὴ καὶ τοῦ εἶπε μὲ συμπόνια: Μεγάλη ἡ θυσία ποὺ κάνεις! Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσένα ἡ θυσία σου εἶναι πιὸ μεγάλη, βασιλιά μου. Γιατί ἐγὼ ἀπαρνιέμαι τὰ φαινόμενα καὶ τὰ πρόσκαιρα, ἐνῶ ἐσὺ τὰ μόνιμα καὶ αἰώνια».
Ὁ σοφὸς ἀσκητὴς μὲ παραστατικὸ τρόπο ἐπανέλαβε στὸν Καζαντζάκη τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ὅποιος θέλει δῆθεν νὰ σώσει καὶ νὰ χαρεῖ τὴ ζωὴ του ἐγωιστικά, θὰ τὴ χάσει· θὰ χάσει τὴν πραγματική της ὀμορφιὰ καὶ χαρά. Ὅποιος ὅμως θυσιάσει τὸ ἐγωιστικό του φρόνημα καὶ ἔτσι φαινομενικὰ χάσει τὴ ζωή του, ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς του σὲ μένα καὶ στὸ εὐαγγέλιό μου, αὐτὸς οὐσιαστικὰ θὰ τὴν σώσει καὶ θὰ τὴν χαρεῖ». Μπορεῖ νὰ χάσει τὰ ἀπατηλὰ καὶ πρόσκαιρα τῆς «κατὰ σάρκα» ζωῆς, ἀλλὰ θὰ κερδίσει τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀναφαίρετα τῆς «κατὰ πνεῦμα» ζωῆς. «Κατὰ σάρκα» ζωὴ εἶναι ἡ ζωὴ ἡ ὑποδουλωμένη στὰ πάθη, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἔχθρα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἄρα σὲ ὁριστικὸ χωρισμὸ ἀπὸ Αὐτὸν καὶ σὲ θάνατο· ἐνῶ «κατὰ πνεῦμα» ζωὴ εἶναι ἡ γεμάτη εἰρήνη ἀληθινὴ ζωή, ἡ λουσμένη εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21).
Τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ
Αὐτὴ ἡ «κατὰ πνεῦμα» ζωή, εἶναι ἡ -κατὰ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο- «ψυχή», γιὰ τὴν ὁποία τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἀντάλλαγμα ὁ ἄνθρωπος, καὶ τὴν ὁποία, ἂν τὴν «ζημιωθεῖ» καὶ τὴν χάσει, ἔστω κι ἂν κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, δὲν ἔχει τίποτε νὰ ὠφεληθεῖ. Καὶ φυσικὰ αὐτὴ ἡ «κατὰ πνεῦμα» ζωὴ δὲν εἶναι μία… ἄϋλη «πνευματικὴ» κατάσταση μετὰ θάνατον, ἀλλὰ τὴν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ καὶ τώρα μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του, «ψυχὴ τε καὶ σώματι», σηκώνοντας τὸν σταυρό του καὶ ἀκολουθώντας τὸν Χριστό.
Ἡ ἄρση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ καὶ ἡ πορεία «ὀπίσω τοῦ Χριστοῦ» δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ἀτομικὲς θρησκευτικότητες ἢ ἰδιωτικὲς «θεολογίες». Εἶναι ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ. Εἶναι «λύχνος καιόμενος», ποὺ πρέπει νὰ τοποθετεῖται πάνω στὸν λυχνοστάτη, γιὰ νὰ λάμπει «πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ» (Ματθ. 5,15). «Σηκώνω τὸν σταυρό μου καὶ ἀκολουθῶ τὸν Χριστὸ» σημαίνει «δὲν ντρέπομαι γιὰ τὸ ὅτι ἔχω ὁδηγό μου τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο τῆς Δόξης». Ἀντίθετα, καυχιέμαι γιὰ τὸν Σταυρό του καὶ ὁμολογῶ σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μου ὅτι μόνο τηρώντας τὸ θέλημά του μπορῶ νὰ σωθῶ. Ἡ ἄρνηση αὐτῆς τῆς ὁμολογίας θὰ ἔχει καὶ ἐσχατολογικὲς διαστάσεις· διότι τότε καὶ ὁ Χριστός, «ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς Αὐτοῦ», θὰ ντραπεῖ νὰ μὲ ὁμολογήσει «δικό του» ἐνώπιον τοῦ Πατέρα του.
Ὁ Ἅγιος Προκόπιος, πρὶν γίνει χριστιανός, ὡς εἰδωλολάτρης ἀξιωματικὸς κυνηγοῦσε τοὺς χριστιανούς. Κάποια νύχτα, ὅμως, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας «σκόνταψε» μπροστὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ καταδίωκε, ὅπως κάποτε καὶ ὁ διώκτης Σαῦλος. Τοῦ φανερώθηκε ἕνας φωτεινὸς σταυρὸς καὶ ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸν καλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Τότε, ἀφοῦ ἔφτιαξε πρῶτα σὰν ὁδοδείκτη τῆς ζωῆς του ἕνα ὁλόχρυσο σταυρό, ἄρχισε νὰ σηκώνει κάθε μέρα καὶ πιὸ συνειδητὰ τὸν προσωπικό του σταυρὸ μὲ τέτοια αὐταπάρνηση, ὥστε στὸ τέλος ἀξιώθηκε καὶ νὰ πεθάνει μαρτυρικὰ γιὰ τὸν Χριστό. Μὲ τὶς πρεσβεῖες του, σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, «σῶσον ἡμᾶς».
4.
Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὴν ἡμέρα ποὺ θυμόμαστε τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ δίνουμε ἰδιαίτερη προσοχὴ σ’ ὅ,τι εἶναι ἡ Θεϊκὴ ἀγάπη. Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο ποὺ θυσίασε τὸν Μονογενῆ του Υἱό, ὥστε κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονηθεῖ καὶ ν’ ἀγνοηθεῖ.
Ἂν εἶναι ἀλήθεια αὐτό, πῶς θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον; Ἂν ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς σημαίνει τόσα πολλὰ γιὰ τὸν Θεό, ἐὰν Ἐκεῖνος ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ θυσιάσει τὴν ζωή Του, ὁ θάνατός Του εἶναι εὐπρόσδεκτος- πῶς θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ φερόμαστε στὸν πλησίον μας;
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀγαπᾶμε ἐκ φύσεως, ποὺ μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους μοιάζουν μὲ μᾶς στὸ μυαλό, τὸ συναίσθημα – ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ ἀγάπη; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶμε αὐτὸ τὸ πρόσωπο σὰν τὸ πιὸ πολύτιμο πρόσωπο στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δικά μου, ἐπειδὴ λαχταρῶ νὰ εἶμαι μὲ τὸν Θεό, νὰ μοιράζομαι τὶς σκέψεις Του, τὴ στάση Του ἀπέναντι στὴ ζωή.
Καὶ πόσοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν ποὺ τοὺς φερόμαστε μὲ ἀδιαφορία, δὲν εὐχόμαστε κάτι κακὸ γι’ αὐτοὺς – δὲν ὑπάρχουν γιὰ μᾶς! Ἂς ρίξουμε μιὰ ματιὰ γύρω μας σὲ τούτη τὴ συνάθροιση καὶ γιὰ μῆνες ἂς ἀναρωτηθοῦμε: «τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πρόσωπο γιὰ μένα;» – Τίποτα· ἁπλὰ κάποιος ποὺ παρευρίσκεται στὴν ἴδια ἐκκλησία, ποὺ πιστεύει στὸν ἴδιο Θεό, ποὺ λαμβάνει τὴν ἴδια κοινωνία- καὶ λησμονοῦμε ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ λαμβάνουν τὴν ἴδια κοινωνία, ἔχουν γίνει μέρος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ζεῖ μέσα τους, ὅτι θὰ πρέπει νὰ στραφοῦμε σ’ αὐτούς, νὰ τοὺς κοιτάξουμε, καὶ νὰ δοῦμε ὅτι ἀποτελοῦν ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μιὰ συνέχεια τῆς Ἐνσάρκωσης.
Ἂς θέσουμε στὸν ἑαυτὸ μας σοβαρὰ καὶ κρίσιμα ἐρωτήματα γιὰ τὸ πῶς φερόμαστε καὶ πῶς βλέπουμε τὸν διπλανό μας. Ἂς ἀφιερώσουμε ὅλη τὴν ἑβδομάδα γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸ ἕνα πρόσωπο μετὰ τὸ ἄλλο καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε: «ὑπάρχει ἀγάπη στὴν καρδιά μου; » Ὄχι μιὰ συναισθηματικὴ ἀγάπη, ἀλλὰ μιὰ ἀγάπη ποὺ μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ κάνει ἕναν ἄνθρωπο πολύτιμο, – πολύτιμο στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ εἶμαι προετοιμασμένος νὰ δώσω τὴν ζωή μου γι’αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Καὶ ὅταν τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα προσέλθουμε στὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ἂς φέρουμε, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ ἐρώτημα: «Ὑπάρχει γιὰ μένα ὁ πλησίον; Τί σημαίνει γιὰ μένα; » Γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι τὰ πάντα· ἐὰν γιὰ μένα δὲν εἶναι τίποτα, ποιὰ εἶναι ἡ θέση μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἀμήν.
5.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ ἀγαπήσαντός με (Γαλ. β΄16-20)
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Στοὺς Χαιρετισμοὺς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὀνομάζουμε τὸν Σταυρό, «τῶν Ἀποστόλων κοσμοκήρυκτον κλέος». Ἔστω κι ἂν ἕξι ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους σφράγισαν τὸ κήρυγμά τους μὲ σταυρικὸ θάνατο, αὐτὸς ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἔκανε κοσμοκήρυκτη τὴ δόξα τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, δὲν κηρύττει ἁπλῶς μὲ λόγια τὴ σωτήρια δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ καταθέτει τὴν προσωπική του ἐμπειρία «συσταύρωσης» μὲ τὸν ἐπ’ αὐτοῦ σταυροθέντα Χριστό.
Ὁ Νόμος, «παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν»
Σίγουρα δὲν ὑπῆρχε καλύτερος τρόπος, γιὰ νὰ ἀποστομώσει τοὺς ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοὺς ποὺ ἐπέμεναν νὰ θεωροῦν ἀναγκαία γιὰ τὴ σωτηρία τὴν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ὁ πρώην «ἐχθρός τοῦ σταυροῦ» μὲ παρρησία πλέον ὁμολογεῖ: «Καίτοι εἴμαστε Ἰουδαῖοι, ἀφήσαμε τὸν νόμο καὶ πιστέψαμε στὸν Χριστό, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου· γιατί κανένας δὲν μπορεῖ νὰ δικαιωθεῖ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, ἀφοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τηρήσει τὸν νόμο τέλεια». Καὶ μὲ τὸ χρυσὸ στόμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη ἐξηγεῖ ὁ Ἀπόστολος: «Δὲν ἀφήσαμε τὸν νόμο ἐπειδὴ ἦταν πονηρός, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν ἀσθενής».
Ὁ μωσαϊκὸς νόμος σαφῶς εἶναι θεόπνευστος• εἶναι ὅμως «παιδαγωγὸς εἰς Χριστόν». Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴ μία βαθμίδα παιδείας πᾶμε στὴν ἀνώτερη, κάποια μορφωτικὰ στοιχεῖα διατηροῦνται, κάποια τελειοποιοῦνται, ἐνῶ κάποια ἐγκαταλείπονται. Ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸν Νόμο: α) διατηρήθηκε ἡ θεμελιώδης πίστη στὸν ἐξ ἀποκαλύψεως Θεὸ τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἐλάλησεν ἐν τοῖς προφήταις» γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του· β) τελειοποιήθηκε καὶ συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὁ ἠθικὸς νόμος, δίνοντας τὸν ἑαυτὸ του ὑπόδειγμα «εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ»· καὶ γ) καταργήθηκαν οἱ τελετουργικὲς διατάξεις καὶ οἱ παντὸς εἴδους ἐξωτερικὲς θυσίες, ποὺ εἶχαν προτυπωτικὸ χαρακτήρα, ἀφοῦ ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ἱερωσύνης, ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Χριστός, ἐφάπαξ «παρέδωκεν ἑαυτὸν θυσίαν τῷ Θεῷ» γενόμενος ὁ ἴδιος θύτης καὶ τέλειο θύμα.
«Δὲν ξαναχτίζω ὅ,τι γκρέμισα»
Ὅσοι λοιπὸν ἐπέμεναν ὅτι πρέπει νὰ τηροῦνται αὐτὲς οἱ διατάξεις ποὺ ὁ Χριστὸς κατήργησε μὲ τὴ θυσία του, καὶ ὅτι ὅσοι τὶς παραβαίνουν ἁμαρτάνουν, ὁδηγοῦσαν στὸ βλάσφημο συμπέρασμα ὅτι αἴτιος τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁρᾶς τί κατασκευάζουσιν οἱ ἰουδαΐζοντες;» ρωτάει μὲ ἀποτροπιασμὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσουμε ὅτι αὐτὰ ἀφοροῦν μόνο ἐκεῖνες τὶς ἐποχές, μᾶς προσγειώνει μὲ τὰ λόγια: «Ὅλα αὐτὰ ὁ Παῦλος δὲν τὰ λέει μόνο γιὰ τοὺς Γαλάτες, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἴδια μ’ αὐτοὺς ἀρρώστια», ποὺ εἶναι ἡ ὑποκρισία· αὐτοὶ ἐξωτερικὰ φαίνονται δίκαιοι, ἐνῶ ἐσωτερικὰ εἶναι «μεστοὶ ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας». Καὶ φυσικὰ ἐξαιτίας τους «τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημεῖται».
Παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἀχρησίας πλέον τῶν νομικῶν διατάξεων ἀποτελεῖ ἡ προτεινόμενη εἰκόνα τοῦ προσωρινοῦ παραπήγματος, ποὺ στήνεται σὲ οἰκόπεδο ὅπου πρόκειται νὰ ἀνεγερθεῖ μεγάλη οἰκοδομή· χρησιμεύει γιὰ πρόχειρη στέγαση ἐργαλείων καὶ ἐργατῶν καὶ βοηθάει πολὺ στὴν ἀνέγερση. Ὅταν ὅμως τελειώσει ἡ οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας, καταργήθηκε τὸ τυπικό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ εἶχε «στηθεῖ» γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ ἡ τέλεια λατρεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἰουδαΐζοντες ὅμως –οὔτε λίγο οὔτε πολὺ- ἤθελαν ὄχι μόνο νὰ ξαναχτίσουν τὸ «παράπηγμα» τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ τοποθετήσουν στὴν ἴδια θέση μὲ τὴν Ἐκκλησία.
«Ζῶ συσταυρούμενος Χριστῷ»
Βέβαια τὸ «παράπηγμα» δὲν εἶναι μόνο ἄχρηστο· εἶναι καὶ «θανατηφόρο». Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Παῦλος πάλι μὲ τὸ στόμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ὁ νόμος διατάζει νὰ ἐφαρμόζονται ὅλα ἀνεξαιρέτως ὅσα γράφτηκαν· καὶ τιμωρεῖ μὲ θάνατο ὅποιον δὲν τὰ τηρεῖ ὅλα. Ἄρα λοιπὸν κατὰ τὸν νόμο ἔχουμε πεθάνει, ἀφοῦ κανένας δὲν τὸν ἔχει τηρήσει πλήρως. Ὅπως, λοιπό, ἕνας νεκρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπακούσει στὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ἔτσι δὲν μπορῶ κι ἐγὼ ποὺ εἶμαι νεκρὸς λόγω τῆς κατάρας του. Ἑπομένως, ὁ ἴδιος ὁ νόμος μᾶς κάνει νὰ μὴν τοῦ δίνουμε πλέον σημασία». Καὶ θὰ συνεχίσει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος: «Ὅμως ἡ νέκρωση πού μοῦ χαρίζει ἡ συσταύρωσή μου μὲ τὸν Χριστὸ δὲν μυρίζει θάνατο· εἶναι ζωοποιός. Πεθαίνω ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ζῶ γιὰ τὸν Θεό. Τελικὰ δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός».
Τὰ συγκλονιστικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ Παύλου δὲν ἔχουν καμία σχέση οὔτε μὲ ἀνοησίες περὶ μετενσάρκωσης οὔτε μὲ δῆθεν «λυτρωτικὲς» ἑνώσεις μὲ κάποια ἀπρόσωπη «οὐσία», θεωρίες ποὺ τελικὰ καταργοῦν τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ κάθε ἐν Χριστῷ «καινὸς» (καινούργιος) ἄνθρωπος ἀποτελεῖ τὴν τελειότερη πραγμάτωση τοῦ κάθε μοναδικοῦ καὶ ἀνεπανάληπτου προσώπου, τὸ ὁποῖο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ ἀλλὰ καὶ στὴν ἔσχατη μακαριότητα δὲν χάνει τὴν ἑνότητα μὲ τὸ σῶμα του, ζώντας «ἐν σαρκί». Καὶ ὅλα αὐτὰ χάρη στὴν ἀγάπη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀγάπησε ἀόριστα τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ τὸν καθένα μας χωριστὰ καὶ ἔδωσε τὸν ἑαυτὸ του θυσία γιὰ τὸν καθένα μας.