ΤΑ ΑΣΤΡΑ όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας.
Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει. Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε, πρόσφυγες, τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν;
Η Λένα αποκοιμήθηκε. Ήθελε πολύ τον τόπο με το κοκκινόχωμα. Εκεί θα ζούσε με τον άντρα που θα ‘παιρνε, και θα ‘κανε πολλά παιδιά, και θα είχαν κουνέλια και περιστέρια κι άλλα πολλά. Όχι, η Λένα δε μελετούσε ταξίδια σε θάλασσες, δεν ήθελε να τη χωρίσουν απ’ τα Κιμιντένια. Δεν το ήθελε.
Η Αγάπη έχει στηλώσει αφηρημένα τα μάτια της στα άστρα. Πόσο πολύ τα μελέτησε τον τελευταίο καιρό, πόσο πολύ μέτρησε τις αποστάσεις τους με τους αριθμούς! Όμως τώρα που τα κοιτάζει, φεύγοντας απ’ τη γενέθλια γη για δύσκολους δρόμους, τώρα μόνο το ανακαλύπτει: βλέπει πως αυτό ήταν το λάθος της, το ανεπανόρθωτο λάθος. Τα άστρα της ξέφυγαν. Όταν εμείς ζούσαμε τις χίμαιρές μας στα φαράγγια της Αιολικής γης, όταν δημιουργούσαμε παντοτινούς συντρόφους που έμελλε πια να μας ακολουθούν σ’ όλες τις πικρές μέρες του μέλλοντος, εκείνη ήθελε να κατεβάσει, τόσο μικρή, τον ουρανό στη γη.
Καημένη Αγάπη … Καημένη Αγάπη …Είναι κάπου, σ’ ένα υποστατικό της Ανατολής, κάτω απ’ τα βουνά που τα λένε Κιμιντένια, ένα δωμάτιο «Κίτρινο». Τα σπαθιά, που είναι κρεμασμένα κει μέσα, τις νύχτες ξυπνούνε. Από κει κάποτε πέρασε ένας άνθρωπος. Πορευόταν τους δρόμους της Ανατολής γυρεύοντας ένα καμήλι με άσπρο κεφάλι. Το μοναδικό καμήλι με άσπρο κεφάλι που κάποτε πέρασε απ’ τη ζωή του και χάθηκε. Οι άνθρωποι τον περιπαίζανε, μα αυτός δεν τους άκουγε. Επειδή δεν μπορούσε να το πιστέψει, επειδή δεν ήθελε να το πιστέψει πως το καμήλι με το άσπρο κεφάλι χάθηκε, πως πια δε θα υπάρξει στη ζωή του.
Απ’ το ίδιο μέρος πέρασε κ’ ένας άλλος άνθρωπος. Τραβούσε για τη μακρινή την Ιερουσαλήμ, κυνηγώντας να πιάσει τους ήχους, να κάμει τους ήχους να μη σωπαίνουν μέσα σ’ ένα ρολόι με χρυσούς σάτυρους. «Ξέρεις που είναι οι Άγιοι Τόποι, που είναι η Ιερουσαλήμ;» του λέγαν οι συμπονετικοί άνθρωποι. «Θα πρέπει να περάσεις την Ανατολή ολάκερη…» «Θα περάσω την Ανατολή ολάκερη», τους αποκρινόταν βαθιά, γαλήνια και πειστική η φωνή του πάθους.
Εκεί, κάτω απ’ τα βουνά που τα λένε Κιμιντένια, είναι μια σπηλιά όπου πάνε τ’αγριογούρουνα που γέρασαν, για να πεθάνουν. Μια σαλαμάντρα, μια μικρή χελώνα, μια κρεμασμένη νυχτερίδα περιμένουν το θάνατο. Δεν προλάβαμε, Άρτεμη, να κρεμάσουμε στο λαιμό μας το ψιλό κόκαλο του πουλιού, πλάι στο χρυσό σταυρό μας.
Έτσι θα μας αγαπούσαν όλοι. Μα δεν προλάβαμε. Όμως παραπέρα, πέρα απ’ το Ποτάμι των Τσακαλιών, είναι η φωλιά του αϊτού. Εκεί μια καλοκαιρινή μέρα ήρθε η καταιγίδα. Ας είναι βλογημένη. Όλες πια οι καταιγίδες που είναι να ‘ρθουν θα θυμίζουν εκείνη. Ας είναι βλογημένη. Και πιο πάνω ακόμα, πέρα απ’ τη χώρα με τις οξιές, πέρα απ’ τη χώρα με τις αγριοβαλανιδιές, στο φρύδι της μεγάλης χαράδρας, μια ντουφεκιά που πέφτει βρίσκει τη μεγάλη αρκούδα του Λιβάνου. Έχει ένα μωρό, ένα αρκουδάκι με μαύρη τρίχα. Η μεγάλη αρκούδα θα πεθάνει. Κ’ ένας κυνηγός, που έχει στο κεφάλι του μαντίλα με κίτρινα άστρα, κι αυτός θα πεθάνει. «Γιατί;» λένε οι τσαλαπετεινοί και τ’ αγριοπερίστερα. «Για την αγάπη»,αποκρίνουνται οι βαλανιδιές. Άρτεμη, εσύ κ’ εγώ δε θα ‘μαστε, Άρτεμη, στην ξένη χώρα έρημοι. Από δω και πέρα σ’ όλες τις μέρες, ως την άκρη του τέλους, δε θα ‘μαστε έρημοι.
ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ στο Αιγαίο τα όνειρα μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία: Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’ το πουκάμισο του γέροντα.
— Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
— Τι είναι;
— Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
— Χώμα! Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στο ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
— Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα. Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου
Ηλίας Βενέζης-Αιολική Γη