1.
Δορμπαράκης Γεώργιος, Πρωτοπρεσβύτερος.
«ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά».
Μία πολὺ ἀξιοσυμπάθητη περίπτωση ἀνθρώπου καταγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἕναν νεαρό, ὁ ὁποῖος πλησιάζει τὸν Κύριο, προκειμένου Αὐτὸς ὡς διδάσκαλος νὰ τὸν καθοδηγήσει στὴν εἴσοδό του στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τὸν παραπέμπει στὶς ἐντολὲς τῆς Μωσαϊκῆς νομοθεσίας, καὶ ὅταν αὐτὸς ἐπιμένει, λέγοντας ὅτι αὐτὲς τὶς τηρεῖ ἐκ νεότητός του, ὁ Κύριος τὸν προσανατολίζει στὴν τελειότητα: νὰ ἀκολουθεῖ Ἐκεῖνον, κάνοντας πέρα ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά του. Ἡ ἀντίδραση τοῦ νεαροῦ εἶναι ἀπογοητευτική: «ἀκούσας τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος». Γιατί εἶχε πολλὰ κτήματα, εἶχε πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά.
1. Ὁ νεαρὸς δὲν φαινόταν νὰ κοροϊδεύει τὸν Κύριο, ὅπως σὲ μία παρόμοια περίπτωση ἑνὸς νομοδιδασκάλου, ὁ ὁποῖος Τὸν πλησίασε «πειράζων Αὐτόν». Μολονότι τὸ ἐρώτημα καὶ τῶν δύο εἶναι τὸ ἴδιο: ἡ εἴσοδος στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐδῶ ἔχουμε μία ἐκ πρώτης ὄψεως γνήσια ἀναζήτηση.
Διότι ὁ νεανίσκος καὶ πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ κάνει ἕναν «πνευματικὸ» ἀγώνα, μὲ τὴν τήρηση τοῦ Νόμου, πυρήνας τοῦ ὁποίου ἦταν οἱ Δέκα Ἐντολές. «Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου». Παρ’ ὅλον ὅμως τὸν ἀγώνα του αὐτόν, διεπίστωνε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του ὅτι ἡ καρδιά του δὲν γέμιζε. Ἔνιωθε ὅτι ὑπολείπεται σὲ κάτι, τὸ ὁποῖο θὰ τοῦ ἔδινε τὴν ὤθηση νὰ ζήσει σὲ πληρότητα τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὰ δεδομένα βεβαίως τῆς πίστεώς μας, ἡ ἔλλειψη αὐτὴ εἶναι δικαιολογημένη: ἡ πλήρωση τῆς καρδιᾶς, αὐτὸ ποὺ ὁλοκληρώνει τὸν ἄνθρωπο ἔρχεται μόνον ἐν Χριστῷ. Ὁ Χριστὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν κανονικὴ πορεία του, αὐτὴν γιὰ τὴν ὁποία εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος, οἱ Προφῆτες, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δηλαδή, ἀποτελοῦσαν τὸ προκαταρκτικὸ στάδιο ἑτοιμασίας πρὸς ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, μέσα στὴν ὁποία βρισκόταν καὶ ὁ νεαρὸς αὐτός, εἶχε τὸ νόημα τῆς διαπαιδαγώγησης τοῦ ἀνθρώπου. «Ὥστε ὁ Νόμος παιδαγωγὸς ἡμῖν γέγονεν εἰς Χριστόν».
2. Ἡ ἀναζήτηση ὅμως τοῦ νεαροῦ γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετὰ τὴν ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, τελικῶς φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν καὶ τόσο γνήσια. Καὶ τοῦτο γιατί στὸν προσανατολισμὸ ποὺ τοῦ δίνει ὁ Κύριος, ἐκεῖνος ἀντιδρᾶ: ὑπάρχει κάτι ποὺ τὸν δένει στὴ γῆ, ὑπάρχει ἕνα «βαρίδι» στὴ ζωή του. Κι αὐτό, ὅπως φανερώνεται στὴ συνέχεια, ἦταν τὰ πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά του, τὰ πλούτη του. Ἂν ὁ νεαρὸς εἶχε ὡς προτεραιότητα τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό, τὴν ἔνταξή του στὴ Βασιλεία Ἐκείνου, θὰ ἀνέτρεπε τὰ πάντα στὴ ζωή του, προκειμένου νὰ τὸ ἐπιτύχει. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ διαπαιδαγώγηση τοῦ Νόμου σ’ αὐτὸν δὲν κατέληξε στὸν σκοπό της: τὴν εὕρεση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν πρόσκληση τοῦ Ἴδιου νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ἐκεῖ ποὺ παρέπεμπε ὁ Νόμος, τὸν ὁποῖο φαινόταν ὅτι ὁ νεαρὸς τηρεῖ, αὐτὸς ἔστρεψε τὰ νῶτα καὶ ἔφυγε. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ λειτούργησε προκλητικὰ καὶ ἀφυπνιστικά, γιὰ νὰ φανερωθεῖ ὁ βαθύτερος καὶ ἀληθινὸς ἑαυτός του. Μία ἀντίδραση ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνην ποὺ συναντᾶμε στοὺς γνήσιους ἀναζητητές, ὅπως τὸ εἴδαμε στοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου: «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν Αὐτῷ».
3. Ἔτσι μὲ τὴν περίπτωση τοῦ νεανίσκου σήμερα ἔρχεται ἀνάγλυφα ἐνώπιόν μας τὸ φαινόμενο τοῦ ψευδοῦς καὶ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ. Ὁ νεαρὸς πιστεύει ὅτι ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἴσως νὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ κερδίσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ – τί ἄλλο νὰ σημαίνει ἡ ἐρώτησή του: «τί ἄλλο ὑστερῶ;» – ζεῖ ἑπομένως σ’ ἕνα φαντασιακὸ ἐπίπεδο, τὸ ὁποῖο συναντᾶμε στοὺς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ στοὺς Φαρισαίους τῆς κάθε ἐποχῆς. Ὁ ψευδὴς ἑαυτὸς του ἔχει κατακλύσει τὴ συνείδησή του καὶ αὐτὸν βιώνει ὡς πραγματικότητα. Ἡ ἀλήθεια ὅμως τελικῶς πόρρω ἀπέχει ἀπὸ αὐτόν.
Ὅπως εἴπαμε, ἔρχεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴν πλάνη: Θεὸς του ἀληθινὸς ἦταν τὰ πολλὰ κτήματά του, αὐτὰ συνιστοῦσαν τὴν προτεραιότητά του, μπροστὰ στὰ ὁποῖα ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ἔρχονταν δεύτερα. Ὁ ἀληθινός του ἑαυτὸς δηλαδὴ δούλευε μὲ συνέπεια στὴν εἰδωλολατρεία. Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, «ὅπου ὁ θησαυρὸς ἡμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ἡμῶν ἔσται», βρίσκει στὸν νεαρὸ τὴν πλήρη ἐκπλήρωσή της.
4. Ἡ κατάσταση αὐτὴ συνιστᾶ καὶ τὴ μεγαλύτερη τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου: ὁ ἄνθρωπος «πετάει» κυριολεκτικὰ στὰ σύννεφα. Νιώθει ὅτι ἔχει τὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς ἀπέχει ἐντελῶς ἀπὸ αὐτόν. Νιώθει βέβαιος καὶ παραπαίει. Τὸ ἀκόμη τραγικότερο ὅμως γιὰ τὸν νεαρό τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ «προσγειωθεῖ», νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ βρεῖ καὶ τὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὸς ἀπορρίπτει τὴν εὐκαιρία.
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ὥρα τῆς χάρης γι’ αὐτόν, δηλαδὴ ἡ ὥρα τῆς μετανοίας του. Ἂν τὸν ἀποδεχόταν, θὰ γινόταν μέτοχος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, θὰ γινόταν ἅγιος. Δὲν τὸ ἔκανε, γιατί ὅπως εἴπαμε, τελικῶς δὲν εἶχε γνήσια ἀναζήτηση: ζοῦσε στὴν ἐπιφανειακότητα μιᾶς ἁπλῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ βεβαίως καὶ τὸ ἀδιέξοδο ποὺ ζοῦσε καὶ ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν προσέγγιση, ἀνεπιτυχῶς ὅμως, τοῦ Χριστοῦ.
5. Ὁ νεανίσκος τοῦ Εὐαγγελίου δυστυχῶς ἀποτελεῖ τὸν τύπο καὶ γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς θεωρούμενους χριστιανούς. Πόσοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς δὲν ζοῦμε στὸ ἐπίπεδο ἑνὸς ψεύτικου ἑαυτοῦ, δὲν νομίζουμε δηλαδὴ ὅτι πορευόμαστε σωστὰ καὶ ἔχουμε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους μαζί μας, διότι προσευχόμαστε, διότι ἐκκλησιαζόμαστε, διότι κοινωνοῦμε ἴσως, διότι κάνουμε κάποιες ἐλεημοσύνες, ἐνῶ ἡ πραγματικότητα εἶναι ἐντελῶς διαφορετική; Κι αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂν ἐλέγξουμε τὸν ἑαυτὸ μας σ’ αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν κεντρικὰ πάθη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: στὴ φιληδονία, τὴ φιλαργυρία, τὴ φιλοδοξία, τοὺς κλάδους τοῦ ἐφάμαρτου ἐγωισμοῦ. Ὁ νεαρός τοῦ εὐαγγελίου διακατεχόταν ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς φιλοκτημοσύνης: τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ του ἦταν τὸ «βαρίδι» τῆς ψυχῆς του. Σὲ ἄλλον τὸ «βαρίδι» αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ φιληδονία του, μὲ ὅλες τὶς διακλαδώσεις της, τῆς λαιμαργίας, τῆς γαστριμαργίας, τῆς λαγνείας, τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τῆς τεμπελιᾶς. Σὲ ἄλλον τὸ «βαρίδι» μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ φιλοδοξία του, ὡς κενοδοξία, ὡς ὑπερηφάνεια, ὡς τάση ἀγωνιώδους ἀποδοχῆς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὡς κατακτητικότητας, ὡς φιλαρχίας καὶ ἀρχομανίας.
Ὁ καθένας πρέπει νὰ κοιτάξει μέσα του καὶ νὰ ἐπισημάνει τὸ δικό του πάθος, τὸ δικό του βάρος ποὺ τὸν δένει ἐμπαθῶς μὲ τὸν κόσμο τοῦτο. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ λειτουργεῖ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἀφυπνιστικός, κοφτερός, «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν δίστομον μάχαιραν», ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό μας. Ὅσο θὰ βάζουμε τὸν ἑαυτό μας πάνω σ’ αὐτὸν τὸν λόγο, τόσο θὰ καθαρίζει τὸ βλέμμα μας καὶ τὸ ἔδαφος μπροστὰ στὰ πόδια μας. Ὁ προσανατολισμὸς εἶναι σαφής: ἡ τελειότητά μας ὡς ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο της. Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ ἀκολουθήσουν;
2.
Περὶ πλούτου καὶ πλουσίων (Ματθ. ιθ΄16-26)
Ἄγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός, Ἀρχιεπισκόπος Κριμαίας.
Ἀκούσατε σήμερα τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα περὶ τοῦ πλούσιου νεανίσκου, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε νὰ μοιράσει τὴν περιουσία του γιὰ νὰ γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Πρὶν δώσουμε ἑρμηνεία γιὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν πλούσιο νεανίσκο, ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος γιὰ τοὺς πλούσιους: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις· ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν· ὡς πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις· ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ\’ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν· ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς, κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν» (Ἰακ. 5, 1-6).
Βλέπετε τί φοβερὰ λόγια εἶπε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος γιὰ τοὺς πλούσιους καὶ πόσο βαριὰ τοὺς κατηγόρησε; Καὶ τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τὰ λόγια του Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ποῦ λέει ὅτι δύσκολο εἶναι γιὰ ἕναν πλούσιο νὰ εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;
Γιατί εἶναι δύσκολο; Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ μεταξύ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ κυριαρχοῦσε ἡ γνώμη ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ, γι\’ αὐτὸ τοὺς πλούσιους ἀνθρώπους τοὺς σέβονταν καὶ τοὺς ἐκτιμοῦσαν πολύ.
Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἐμπόδιο νὰ εἰσέλθει κανεὶς στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, οἱ κατάπληκτοι μαθητὲς του Τὸν ρώτησαν: «Τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι» (Μτ. 19, 25). Καὶ αὐτοὶ εἶχαν τὴν γνώμη ὅτι οἱ πλούσιοι ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ πλούσιοι δὲν θὰ σωθοῦν, τότε ποιὸς θὰ σωθεῖ; Ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστὶν» (Λκ. 18, 27).
Ἂς σκεφτοῦμε καλύτερα αὐτὰ τὰ λόγια. Ὅταν ἐκεῖνος ὁ νέος εἶπε στὸν Κύριον τὴν ἐπιθυμία του νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ὁ Κύριος τὸν ρώτησε: «Γνωρίζεις τὶς ἐντολές;» «Ναί, -ἀπάντησε ἐκεῖνος-, βεβαίως, γνωρίζω ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ ἀπὸ μικρὸς τὶς τηρῶ». Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἔδειξε, καὶ σ\’ αὐτὸν καὶ σ\’ ὅλους τοὺς ἄλλους ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ τηρεῖ κανεὶς μόνο τὶς ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ νόμου, δηλαδὴ ἐκεῖνες τὶς δέκα ἐντολὲς ποὺ καὶ ἐσεῖς τὶς γνωρίζετε.
Γιατί δὲν εἶναι ἀρκετό; Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν σίγουροι ὅτι οἱ ἐντολὲς εἶναι τὸ πᾶν· ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος καὶ θὰ γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ὅμως εἶπε ὅτι τὰ πράγματα καθόλου δὲν εἶναι ἔτσι.
Τί ζητᾶνε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους οἱ ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ νόμου; Ἡ πρώτη ἐντολὴ διδάσκει νὰ προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεό, μόνο Αὐτὸν νὰ τιμοῦν καὶ νὰ μὴν ἔχουν ἄλλους θεοὺς ἐκτὸς ἀπ\’ Αὐτόν. Ἡ δεύτερη ἐντολὴ ἀπαγορεύει νὰ προσκυνᾶνε οἱ ἄνθρωποι τὰ εἴδωλα. Αὐτὸ τί σημαίνει; Ὅτι ὅλοι ὅσοι δὲν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα αὐτόματα γίνονται καθαροὶ καὶ ἅγιοι; Ἐμεῖς ὅλοι προσκυνᾶμε ἕναν Θεό. Ὅλοι εἴμαστε ἅγιοι;
Ὁ νόμος ὑπαγορεύει νὰ σεβόμαστε τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα μας. Μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἅγιοι ἐπειδὴ σεβόμαστε τοὺς γονεῖς μας καὶ δὲν τοὺς πετᾶμε στὸ δρόμο ὅταν γερνᾶνε; Μήπως αὐτὸ καὶ μόνο μᾶς κάνει δίκαιους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Οἱ ἐντολὲς λένε νὰ μὴν μοιχεύουμε, νὰ μὴν φονεύουμε, νὰ μὴν κλέβουμε, νὰ μὴν ζηλεύουμε τὸν πλησίον μας, νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε τίποτα ἀπ\’ τὰ δικά του καὶ νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε τὴ γυναίκα του. Καὶ αὐτὸ τί σημαίνει; Ἂν δὲν εἴμαστε δολοφόνοι, δὲν εἴμαστε κλέφτες, οὔτε πόρνοι, οὔτε ψευδομάρτυρες, ἂν ἀπὸ ζήλεια δὲν ἁρπάζουμε τὴν περιουσία τῶν συνανθρώπων μας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἴμαστε καθαροὶ καὶ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ νόμου εἶναι ἀρνητικὲς καὶ λένε νὰ μὴν εἴμαστε αὐτοὶ καὶ αὐτοί. Δὲν λένε ὅμως πῶς πρέπει νὰ εἴμαστε. Ἀπαγορεύουν μόνο νὰ κάνουμε τὶς πιὸ χονδρές, τὶς πιὸ ἄσχημες ἁμαρτίες. Οἱ ἐντολὲς αὐτὲς προορίζονταν γιὰ ἕναν λαὸ σκληρό, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν τὰ πρῶτα ἁπλὰ βήματα στὴν διόρθωσή τους.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε ὅτι δὲν ἦλθε νὰ καταργήσει τὸ νόμο ἀλλὰ νὰ τὸν «πληρώσει». Ἡ λέξη αὐτὴ στὴ σλαβικὴ γλώσσα ἔχει δύο σημασίες -«ἐκπληρώνω» καὶ «συμπληρώνω».
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἕναν καινούριο νόμο, ὁ ὁποῖος εἶναι πιὸ τέλειος σὲ σύγκριση μὲ τὸν παλαιὸ νόμο τοῦ Μωυσέως. Μᾶς ἔδωσε τὶς ἐννέα σωτήριες ἐντολὲς τῶν μακαρισμῶν. Μᾶς λέει ὅτι καθαροὶ καὶ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν κλέβουν καὶ δὲν φονεύουν, δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου τοῦ Σινᾶ, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ εἶναι πνευματικὰ τέλειοι. Αὐτοὶ ποὺ εἶναι γεμάτοι ταπείνωση, αὐτοὶ ποὺ χύνουν δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ τὴν ἀδικία ποὺ βλέπουν στὸν κόσμο. Αὐτοὶ ποὺ μὲ συντετριμμένη καρδιὰ βλέπουν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Μακαρίζει τοὺς πράους, αὐτοὺς ποὺ διψᾶνε καὶ πεινᾶνε τὴν ἀλήθεια, τοὺς ἐλεήμονες καὶ τοὺς εἰρηνοποιούς. Ὑπόσχεται τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σ\’ αὐτοὺς ποὺ διώκονται γιὰ τὴν ἀλήθεια, σ\’ αὐτοὺς ποὺ οἱ ἄλλοι τοὺς χλευάζουν καὶ λοιδοροῦν γιὰ τὸ ὄνομά Του.
Αὐτός, συνεπῶς, εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος ποὺ εἶναι τέλειος πνευματικά. Καὶ ὁ Κύριος ἀπὸ ὅλους μας ζητάει νὰ εἴμαστε τέλειοι πνευματικὰ ὅπως εἶναι τέλειος ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας μας.
Ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του μᾶς ἔδωσε τέτοιες ἐντολὲς ποὺ κάνουν τὴν καρδιά μας νὰ τρέμει. Πῶς νὰ μὴν φροντίζουμε γιὰ τὸ αὔριο, πῶς νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε, πῶς νὰ δώσουμε στὸν ἄλλον τὸ τελευταῖο μας πουκάμισο. Καὶ ὅμως ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ κάνουμε γιὰ νὰ γίνουμε τέλειοι.
Στὸν νεαρὸ ποὺ ἤθελε νὰ γίνει τέλειος καὶ εἶχε ἤδη ἐκπληρώσει ὅλο τὸν παλαιὸ νόμο ὁ Χριστὸς εἶπε: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Καὶ μόλις τὸ ἄκουσε ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος ἔφυγε λυπημένος γιατί εἶχε μεγάλο πλοῦτο καὶ δὲν μπόρεσε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦσε ὁ Κύριος.
Γιατί ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε νὰ πουλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ δώσει στοὺς φτωχούς; Γιατί τὸ νὰ ἔχει κανεὶς μεγάλο πλοῦτο εἶναι τελείως ἀσυμβίβαστο μὲ τὸ νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος πράος καὶ ταπεινὸς νὰ χύνει συνέχεια δάκρυα βλέποντας νὰ ὑποφέρουν οἱ ἀδελφοί του καὶ νὰ πολλαπλασιάζει ταυτόχρονα τὸν πλοῦτο του, νὰ χτίζει καινούρια σπίτια, νὰ ἀγοράζει καινούρια ἄλογα καὶ ἀκριβὰ ροῦχα;
Σίγουρα δὲν μπορεῖ, γιατί ἂν εἶναι σπλαχνικὸς θὰ μοιράζει συνέχεια αὐτὰ ποὺ ἔχει. Καὶ τότε ὅταν μοιράσει ὅλα θὰ ἐκπληρώσει τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ. Ἂν κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὸν πλοῦτο του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀγαπάει τὸν ἑαυτὸ του πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν πλησίον του. Ἀλλὰ ὁ Κύριος εἶπε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας σὰν τὸν ἑαυτό μας. Καὶ ἂν ἔτσι ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας δὲν θὰ δώσουμε στὸν ἀνήμπορο καὶ τὸν πεινασμένο ὅλα ὅσα ἔχουμε; Θὰ μπορέσουμε τότε νὰ ζοῦμε ἔτσι ὅπως ζοῦν οἱ πλούσιοι στὴν Ἀμερική;
Στὶς ἀνούσιες καὶ τρελὲς διασκεδάσεις σπαταλᾶνε τὰ χρήματα ποὺ κερδίζουν γι\’ αὐτοὺς οἱ ἐργάτες μὲ δικό τους ἱδρώτα καὶ αἷμα…
Γὶ αὐτὸ καὶ λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅτι, ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀφήσουμε τὸν πλοῦτο μας, δὲν θὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι σ\’ αὐτὴ τὴν περίπτωση παραμένουμε σκληρόκαρδοι καὶ μισάνθρωποι ἐγωιστές. Ἀλλὰ μποροῦν νὰ ἔχουν τέτοιοι ἄνθρωποι θέση στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Πιὸ εὔκολα νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα, παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ποιὰ σχέση ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτὰ μέ μᾶς, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πλοῦτο; Ἔχουν ἄμεση σχέση. Σκεφθεῖτε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ βλάπτει τὴν ψυχὴ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν πλοῦτο; Τὴν βλάπτει τὸ ὅτι τὰ γήινα ἀγαθά, τὶς διάφορες ἀπολαύσεις, τὴν πολυτέλεια αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι βάζουν πάνω ἀπ\’ ὅλα. Τὰ θεωροῦν πιὸ σημαντικὰ καὶ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν ὑλικὰ ἀγαθά, ἔχουν ὅμως τὸν μεγάλο πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.
Αὐτὸς ποὺ εἶναι προσκολλημένος στὰ γήινα, ποὺ ζητᾶ ἀπολαύσεις, αὐτὸς πάσχει ἀκριβῶς ἀπ\’ ἐκεῖνο τὸ πάθος ποὺ δὲν ἀφήνει τοὺς πλούσιους νὰ εἰσέλθουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι λίγοι μεταξὺ μας αὐτοὶ ποὺ ἂν καὶ δὲν ἔχουν λεφτὰ καὶ κάποιες φορὲς δὲν ἔχουν καὶ τὰ ἀπαραίτητα, θέλουν ὅμως λεφτά, θέλουν ἀπολαύσεις καὶ διασκεδάσεις καὶ δὲν ἁμαρτάνουν, γιατί ἁπλῶς δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἁμαρτήσουν. Καὶ ἂν εἶχαν θὰ ἔκαναν καὶ ἐκεῖνοι τὶς ἴδιες ἁμαρτίες σὰν ἐκεῖνον τὸν πλούσιο στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ὁποίου καθόταν ὁ Λάζαρος ἕτοιμος νὰ πεθάνει ἀπὸ φτώχεια καὶ πείνα.
Ἂν ἐμεῖς, παρ\’ ὅλο ποὺ δὲν εἴμαστε πλούσιοι, ζητᾶμε τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὶς χαρὲς τῆς ζωῆς· ἂν ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ εὐημερία, ἂν ὅλες οἱ σκέψεις μας εἶναι πῶς νὰ περάσουμε καλύτερα σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ καὶ μόνο αὐτὸ ἐπιδιώκουμε, τότε σίγουρα εἴμαστε μακριὰ ἀπ\’ αὐτὸ ποὺ ζητάει ὁ Κύριος. Διότι ἄνθρωποι ποὺ ἐπιζητᾶνε τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἄνθρωποι ἐλεήμονες, αὐτοὶ ἐπιδιώκουν μόνο τὸ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, νὰ ἔχουν κοινωνία μαζί του, ζητᾶνε τὴν χάρη καὶ τὴν ἀγάπη Του, θέλουν νὰ εἶναι ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ.
Πολλὲς φορὲς ὁ φτωχότερος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει τίποτα πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ διακονεῖ τὸν Θεό, πολλὲς φορὲς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, εἶναι πιὸ πλούσιος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς πλουσιότερους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ὁ πλοῦτος του εἶναι ἡ θεία χάρη, ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπάθεια γιὰ τοὺς πεινασμένους καὶ δυστυχισμένους ἀδελφούς του. Ἀλλὰ πρῶτ\’ ἀπ\’ ὅλα ὁ πλοῦτος τους εἶναι ἡ θερμὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τώρα εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβουμε τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε o Χριστὸς στὴν γεμάτη ἀπορία ἐρώτηση τῶν μαθητῶν του: «Καὶ τὶς δύναται σωθῆναι;» (Λκ. 18, 26). Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστὶν» (Λκ. 18, 27).
Γιὰ τὸν Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ στερήσει τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν τοὺς σκληρόκαρδους καὶ ἄσπλαχνους πλούσιους ἀνθρώπους. Καὶ μπορεῖ νὰ δώσει τὴν μεγαλύτερη χαρὰ ἐν Κυρίῳ στοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ τοὺς πιὸ περιφρονημένους ἀνθρώπους ποὺ πεθαίνουν τῆς πείνας.
Ὁ Θεὸς μπορεῖ ὅλους νὰ σώσει. Μπορεῖ νὰ σώσει καὶ τὸν πλούσιο, ἂν ἐκεῖνος μετανοήσει, ἂν μισήσει τὸν πλοῦτο του καὶ κάνει πράξη τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καί… δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Αὐτὸ τὸ ἔκανε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας. Ὅταν ἦταν εἴκοσι χρονῶν οἱ γονεῖς του πέθαναν καὶ ἐκεῖνος ἔγινε κληρονόμος μιᾶς μεγάλης περιουσίας. Μία μέρα ἄκουσε στὴν ἐκκλησία αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21).
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση, μπῆκαν βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά του καὶ κυρίεψαν ἐξολοκλήρου τὸ νοῦ του. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος πῆγε, πούλησε τὴν περιουσία του, μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ ὁ ἴδιος ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέχρι τὸ βαθὺ γῆρας. Εἶχε ἀρνηθεῖ ὅλα τὰ γήινα ἀγαθὰ ἀλλὰ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ πλοῦτο ἀσύγκριτα μεγαλύτερο. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ τῆς θαυματουργίας καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔγινε ἀδελφὸς καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ δεχθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ περὶ τοῦ γήινου πλούτου. Νὰ διώξουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὴν προσκόλληση στὰ γήινα ἀγαθά. Καὶ μόνο ἕνα πράγμα νὰ ἐπιδιώκουμε: τὸ νὰ εἴμαστε φίλοι καὶ ἀδελφοί τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγαπᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ὁποίους ἀγαπᾶ Ἐκεῖνος.
3.
Ἕvας παράξενος νεαρὸς (Ματθ ιθ΄16-26)
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Ὁ ἀρκετὰ ἀσυνήθιστος νεαρός, ποὺ πλησιάζει τὸν Χριστὸ στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, εἶναι κατ’ ἀρχὴν προφανὲς ὅτι δὲν εἶχε πονηρὴ διάθεση. Δὲν πῆγε «πειράζων», ὅπως ἐκεῖνος ὁ νομικὸς καὶ κάποιοι Φαρισαῖοι. Ἦταν εἰλικρινής. Αὐτὸ τεκμαίρεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἀκούγοντας τὴν τελικὴ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ «ἀπῆλθεν λυπoύμεvoς». Ἀναζητοῦσε πραγματικὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος, «συμπληρώνει» τὸν Ματθαῖο λέγοντας ὅτι «ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ἠγάπησεν αὐτόν».
Νέoς καὶ πλούσιος, καὶ νὰ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ μᾶλλον εἶναι σπάνιο φαινόμενο. Οἱ νέοι ἀνέκαθεν δὲν τὰ πᾶνε τόσο καλὰ μὲ τοὺς ἱεροκήρυκες. Οἱ σημερινοὶ μάλιστα νέοι, καὶ ὄχι μόνο, ὅταν ἀκούσουν κάποιον νὰ τοὺς μιλάει γιὰ αἰώνια ζωή, ἀπαντοῦν συνήθως μὲ τὴν παροιμία «κάλλιο πέντε καὶ στὸ χέρι, παρὰ δέκα καὶ καρτέρει».
Ὅμως ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, ὁ νέος ποὺ πῆγε στὸν Χριστὸ δὲν συμβιβαζόταν οὔτε μὲ τὰ «δέκα», ἀλλὰ ἤθελε πολὺ περισσότερα, καὶ μάλιστα ἐδῶ καὶ τώρα. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ κρατοῦσε τὴ συνείδησή του καθαρὴ τηρώντας κατὰ δύναμη τὸ θεῖο θέλημα, τὸ ὁποῖο γνώριζε καλά. Σίγουρα δὲν εἶναι λίγο, ἕνας νέος ἄνθρωπος νὰ κάνει συνειδητὸ ἀγώνα γιὰ νὰ ἐφαρμόζει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα ὅμως πιὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι, παρὰ τοὺς ὄχι ἀσήμαντους κόπους του, δὲν εἶχε βουλιάξει οὔτε στὴν αὐτάρκεια οὔτε στὴν κενοδοξία. Ἔτσι, συνειδητοποιώντας ὅτι μᾶλλον εἶχε κατορθώσει ἀρκετὰ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, δὲν εἶπε «μπράβο μου», ἀλλὰ ρώτησε «τί ἔτι ὑστερῶ;». Αὐτὴ ἡ ἐρώτηση εἶναι δεῖγμα ὡριμότητας καὶ σύνεσης, ἀρετῶν δυσεύρετων σὲ νέους.
Τί ἔτι ὑστερῶ;
Μὲ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἐγωιστικὸ φρόνημα κάποιος ἄλλος νέος, στὴν προτροπὴ ἑνὸς μεγάλου χριστιανοῦ λογοτέχνη νὰ γνωρίσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν κάνει ὁδηγὸ τῆς ζωῆς του, ἀπάντησε: «Φοβᾶμαι ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὶς ἐντολές του θὰ εὐνουχίσει τὶς ἱκανότητές μου καὶ θὰ μοῦ κόψει τὰ φτερὰ νὰ πραγματώσω τὰ ὄνειρά μου». Τότε ὁ πιστὸς νομπελίστας τοῦ εἶπε: «Ἂν γνωρίσει σωστὰ τὸν Χριστὸ καὶ μπεῖς στὸ στάδιο ἀσκήσεως τῆς Ἐκκλησίας του, δὲν θὰ σὲ ἀφήσει σὲ ἡσυχία μέχρι νὰ ἀξιοποιήσεις στὸ ἔπακρο τὰ χαρίσματά σου».
Ἐρωτώντας ὁ ἄνθρωπος τὸν Χριστὸ «τί ἔτι ὑστερῶ;», βάζει τὸ πιὸ γερὸ θεμέλιο γνήσιας πνευματικῆς προκοπῆς. Ὁ ἅγιος Σισώης, κάνοντας αὐτὴ τὴν ἐρώτηση καθημερινὸ ἐφαλτήριο γιὰ νέους ἀγῶνες, ἔφτασε στὴν κορυφὴ τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως: Ἔβλεπε τὸν Χριστὸ νὰ ἔρχεται «ἐν δόξῃ» γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ψυχή του, καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ ζήσει λίγο ἀκόμα γιὰ νὰ βάλει ἀρχὴ μετανοίας. Ἀντίθετα, ὅποιος ἐπαναπαύεται στὶς ὑποτιθέμενες ἀρετές του καὶ αὐτοθαυμάζεται γιὰ τὰ ἠθικά του κατορθώματα, στὴν καλύτερη περίπτωση βαλτώνει σὲ μία ἐπικίνδυνη στασιμότητα, γιὰ νὰ ξυπνήσει κάποια νύχτα καὶ νὰ ἀκούσει μαζὶ μὲ τὸν ἄφρονα πλούσιο: «ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;».
Ὁ οὐράνιος θησαυρός σου
Ὁ κατὰ τὰ ἄλλα ἀξιοθαύμαστος νεαρὸς ποὺ πῆγε στὸν Χριστό, ἐνῶ δὲν εἶχε κολλήσει στὸν βάλτο τῆς αὐτάρκειας, εἶχε πιαστεῖ στὴν παγίδα ἑνὸς πάθους, τῆς φιλοκτημοσύνης. Καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, εἶχε γερὰ γαντζωθεῖ στὴν ἀγάπη τῶν κτημάτων του. Ἐκπλήσσεται ἀκόμη καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, βλέποντας αὐτὸν ποὺ μὲ τόση χαρὰ καὶ προθυμία προσῆλθε στὸν Χριστό, ὅταν τοῦ ζήτησε νὰ τὰ ἀφήσει ὅλα καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει, νὰ μὴ βρίσκει τὸ κουράγιο «μηδὲ ἀποκρίνασθαι, ἀλλὰ σιγήσαντα καὶ κατηφῆ γενόμενον ἀπελθεῖν». Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ἡ πρόταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἄκρως δελεαστική. «Εἶδες πόσα βραβεῖα, πόσους στεφάvους τίθησι τῷ σταδίῳ τούτῳ;», ρωτάει ὁ Χρυσορρήμων. Δὲν εἶναι λίγο νὰ σοῦ λέει ὅτι ἀπέχεις ἕνα βῆμα ἀπὸ τὴν τελειότητα. Δὲν εἶναι ἀμελητέο νὰ σοῦ ὑπόσχεται «θησαυρὸν ἐν οὐραvοῖς».
Ἂν ὁ νεαρὸς τὸ σκεφτόταν καλύτερα, θὰ συνειδητοποιοῦσε ὅτι τελικά, ὄχι μόνο δὲν θὰ ἔχανε τίποτε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς θὰ τοῦ πρόσθετε «ὄχι ἁπλῶς περισσότερα ἀλλὰ καὶ τόσο μεγαλύτερα, ὅσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ». Ἂν εἶχε ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, ἴσως νὰ εἶχε φτάσει κι αὐτὸς στὰ μέτρα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἢ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀφοῦ καὶ γιὰ τοὺς δύο αὐτοὺς κολοσσοὺς ἁγιότητας (ὅπως καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους) αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο ἔγινε ἡ ἀφετηρία τῆς θαυμαστῆς ἀφιέρωσής τους στὸν Χριστό.
Σὲ ἐποχὲς πενίας λόγω τῆς οἰκονομικῆς κρίσης ἴσως πολλοὶ ἰσχυριστοῦν ὅτι ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ δὲν ἔχει καὶ πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ. Ὅμως δὲν εἶναι μόνο τὰ πολλὰ κτήματα ποὺ μᾶς κρατᾶνε δεμένους καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστό. Ὁ ἀββὰς Δωρόθεος δὲν κινδυνολογεῖ, ὅταν συμβουλεύει: «Πιστέψτε με, ἀδελφοὶ μου· ἂν ἔχει παραδοθεῖ κάποιος καὶ μόνο σὲ ἕνα πάθος, κινδυνεύει νὰ χάσει τὴν ψυχή του. Μπορεῖ νὰ κάνεις δέκα καλὰ ἔργα καὶ νὰ τὰ νικάει τὸ ἕνα κακὸ στὸ ὁποῖο ἔχεις ὑποδουλωθεῖ. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἀετός, ἂν ξεφύγει ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγίδα καὶ πιαστεῖ μόνο τὸ νύχι του, δὲν γλιτώνει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Ἂν ἔχει καὶ μὲ ἕνα μόνο πάθος δεθεῖ, ὅποία ὥρα θέλει ὁ ἐχθρὸς τὴ νικάει». Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ ἱερέας Σαπρίκιος, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἄντεξε βασανιστήρια γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἔχασε ὄχι μόνο τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή του, λόγῳ τῆς ἐπίμονης μνησικακίας του πρὸς τὸν φίλο του καὶ μετέπειτα ἅγιο μάρτυρα Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκλιπαροῦσε γιὰ συγχώρηση.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἂν κι ἐμεῖς «ἐκπληττόμενοι σφόδρα» ρωτήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τὸν Κύριο «τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι;», ἂς παρηγορηθοῦμε μὲ τὴν ἀπάντησή του – πρόσκληση σὲ θερμοτερη πίστη: «Παρὰ τῷ Θεῷ πάντα δυνατὰ ἐστίν».