Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου δάσκαλος, συγγραφέας.
Η Θεσσαλία, παρά το μεγάλο μήκος του Πηνειού (265 χλμ.) καθώς και του εκτεταμένου δικτύου χειμάρρων και ρεμάτων των ορεινών περιοχών (Αργιθέα, Ασπροπόταμος, Όλυμπος, Όσσα, Πήλιο, κ. α.), διέθετε επί Τουρκοκρατίας δυσανάλογα μικρό αριθμό γεφυριών. Αρκεί να σημειώσουμε πως η κοίτη του Πηνειού σκεπαζόταν από 6-7 γεφύρια μόνο! Οι σημαντικότεροι λόγοι γι΄αυτό το μικρό αριθμό γεφυρών του Πηνειού ήταν οι εξής: 1. Τα μήκη των γεφυρών ήταν πολύ μεγάλα στην πεδινή κοίτη του διότι έπρεπε να καλύπτουν όχι μόνο την κοίτη του ποταμού αυτού καθ’ αυτού, αλλά και την έκταση των ένθεν και ένθεν πλημμυρών του, που σε πολλές περιπτώσεις έφτανε σε εκατοντάδες μέτρα. 2. Η θεμελίωση των γεφυριών στα λασπώδη και προσχωσιγενή εδάφη ήταν δυσκολότατη γιατί δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί εύκολα. Αντίθετα στις ορεινές κοίτες των παραποτάμων του η θεμελίωση των γεφυρών στους βράχους ήταν πανεύκολη.
Το κόστος της γεφυροποιΐας στα χρόνια της σκλαβιάς ήταν ασήκωτο για την οικονομική κατάσταση των ραγιάδων. Αντίθετα οι κατακτητές ενδιαφέρονταν κυρίως για μια-δυο διαβάσεις του Πηνειού από τις οποίες θα καλυπτόταν η βασική συγκοινωνία και η διάβαση των στρατιωτικών μονάδων, όπου χρειαζόταν. Οι περισσότεροι οικισμοί, που βρίσκονταν στις όχθες του Πηνειού ή των παραποτάμων του, εξυπηρετούνταν με τις “περαταριές”, που ήταν ειδικές σχεδίες ή βάρκες. Αυτές λειτουργούσαν μόνο όταν το ποτάμι δεν ήταν φουσκωμένο. Τέτοιες περαταριές λειτουργούσαν μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα στην Πηνειάδα, το Κουτσόχερο, τη Λάρισα, ίσως στα Καλύβια Λάρισας (Α. Μαρίνα), στα Τέμπη, στους Γόννους, στο Λασποχώρι (Ομόλιο), κ. α. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην Αργιθέα ή στη Γούνιτσα (Αμυγδαλέα), χρησιμοποιούνταν διάφορες εναέριες κατασκευές.
Τα βασικότερα γεφύρια του Πηνειού ήταν: Α΄ Το Μοκόσι, κοντά στις πηγές του, που κτίστηκε με δαπάνες του Αλή πασά. Πρόκειται για μονότοξο γεφύρι που χτίστηκε στην ομώνυμη περιοχή της Πεύκης Καλαμπάκας γύρω στ τέλη του 18ου αιώνα. Β΄ Της Σαρακίνας. Αυτό συνέδεε τον Κόζιακα (Κερκέτιο όρος) με την Καλαμπάκα. Κτίστηκε το 1520 με χρήματα του μητροπολίτη Λάρισας Αγίου Βησσαρίωνα. Στις αρχές του 19ου αιώνα κατέρρευσε, αλλά αναστηλώθηκε από τον πρωτομάστορα Κ. Μπέκα. Γ΄ Της Γούνιτσας που κατασκευάστηκε γύρω στο 1840, που σήμερα δεν υπάρχει. Δ΄ Του Αλή-Εφένδη, για το οποίο γνωρίζουμε την ύπαρξη του μόνο έμμεσα, από οθωμ. πηγές. Ε΄ Του Εβρενός μπέη ή Βερνέζι, που κτίστηκε γύρω στο 1400 κοντά στο χωριό Μεσαλάρ (Συκεών)1 και για το οποίο δεν έχουμε επίσης στοιχεία. Στ΄ Της Λάρισας, το οποίο θεωρούνταν βυζαντινό κτίσμα και ήταν εννιάτοξο. Μάλιστα το ένα τόξο του ανατινάχτηκε το 1941 από τους Άγγλους κατά την υποχώρησή τους, ενώ τρία χρόνια αργότερα οι Ναζί κατά την δική τους αποχώρηση το κατέστρεψαν πλήρως. Ζ΄ Τελευταίο γεφύρι, που ήταν όμως το μεγαλύτερο, ήταν το πετρογέφυρο στη έξοδο των Τεμπών, στα όρια των Δήμων Ευρυμενών και Κάτω Ολύμπου. Πιστεύεται ότι είχε μήκος πάνω από 350 μέτρα! Μέχρι το 1811 αποτελούσε τη μοναδική διάβαση του ποταμού στα Τέμπη. Εκείνη τη χρονιά το φουσκωμένο ποτάμι γκρέμισε το μισό γεφύρι. Στις μέρες μας, κατά το β΄ εξάμηνο του 2007 έγινε μια σοβαρή προσπάθεια από το νομάρχη Λάρισας Λ. Κατσαρό και τους δημάρχους Ευρυμενών Δ. Τσιτσέ και Κ. Ολύμπου Ν. Βαλσαμόπουλο σε συνεργασία με τον Πολιτ. Σύλλογο “Δρυάς”, για την ανάδειξη του πετρογέφυρου αυτού.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους το πετρογέφυρο ανακατασκευάστηκε το 1724 από τον Οσμάν πασά. Σήμερα, τέλη του 2008, έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο μέρος του. Ο επισκέπτης μπορεί να δει το ένα από τα τέσσερα αρχικά τόξα, που υπήρχαν μέσα στην κοίτη του Πηνειού καθώς και μεγάλο αριθμό δευτερευόντων, ανακουφιστικών, τόξων, στο αριστερό, προς τον Πυργετό, τμήμα της κοίτης του. Με δεδομένο ότι η χάραξη του νέου αυτοκινητοδρόμου, τόσο το γεφύρι, όσο και το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον της περιοχής, θα είναι ορατά από τους διερχόμενους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία της περιοχής. Σύμφωνα με το πρόγραμμα προβολής του μνημείου προβλέπονται ακόμα η τοποθέτηση της κτητορικής πλάκας1 του γεφυριού, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, ο φωτισμός της περιοχής και η αναπαράσταση της όψης του γεφυριού από τους δύο Δήμους της περιοχής. Άλλα σημαντικά γεφύρια της Θεσσαλίας ήταν: της Μεσοχώρας, της Τέμπλας στον Αχελώο, δεκατέσσερα στη διαδρομή Καρδίτσας – Λουτρών Σμοκόβου, αρκετά στην Αγιά και στο Πήλιο. Τα ομορφότερα μονότοξα είναι του Κοράκου, της Πόρτας – Παναγιάς, (σε και τα δύο αυτά γεφύρια κτήτορας ήταν ο Άγιος Βησσαρίων), και του Τριζώλου.
Το πρώτο απ’ αυτά ήταν το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι της Ελλάδας, με άνοιγμα 45 μέτρων και ένωνε Θεσσαλία και Ήπειρο πάνω από την αρχική κοίτη των πηγών του Αχελώου (Ασπροπόταμου). Το ανατίναξαν την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, στις 23/3/1949, οι αντάρτες κατά την υποχώρησή τους προς βορειοδυτική κατεύθυνση, καταδιωκόμενοι από τον εθνικό στρατό. Οι σπουδαιότεροι χρηματοδότες κατασκευής των γεφυριών ήταν: Ο Άγιος Βησσαρίων (Πόρτας, Κοράκου, Αχελώου, Παλιοκάμαρα Αργιθέας, κ.α.), μεταξύ των ετών 1500-1520. Διάφοροι Οθωμανοί, όπως ο Αλή πασάς (Μοκόσι), ο Οσμάν (επισκευή πετρογέφυρου Ομολίου), κ. α. Σε πολλές περιπτώσεις οι χρηματοδότες ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, άνδρες ή γυναίκες, όπως στην περίπτωση του γεφυριού στο Κόκκινο Νερό, το οποίο κτίστηκε το 1719 από κάποια Παπαρίζαινα. Οι μαστόροι των γεφυριών ήταν συνεργεία έμπειρα με την επωνυμία“Κιοπρουλήδες2”. Γνωστότεροι Κιοπρουλήδες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν: ο Μανώλης και ο Δημήτρης (Αγραφιώτης 1659), ο κυρ-Πέτρος, που ήταν προσωπικός αρχιτέκτονας του Αλή πασά, ο Ζιώγας Φρόντζος, πολλοί μαστόροι από την Κόνιτσα, απ’ τα Πράμαντα (Μαστρο-Γιώργης Κονιτζιώτης), κ. α.
1. Την ώρα που είχε γραφεί η παρούσα εργασία, η πλάκα βρίσκεται εκτεθειμένη έξω από το δημαρχιακό κατάστημα του Δήμου Κάτω Ολύμπου, στον Πυργετό.
2Τουρκικά. Σημαίνει “Γεφυροποιοί”.
1. Ν. Γεωργιάδης, Θεσσαλία,,εκδ. Έλλα, 1995, σ. 26.