Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ.
Ἐπιστολὴ 36 τοῦ Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, 7 Ἰουλίου 1968.
… Ναί, καὶ ἐγὼ ἐπίσης τὸ πῆρα ἀπόφαση, ὅτι τὸ μυστήριο τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων θὰ παραμείνει γιὰ μένα ἄλυτο ὡς τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν μου, τέλος ποὺ ἤδη πλησιάζει[1]. Ἔχει ἐνισχυθεῖ μέσα μου ἡ συνείδηση, ὅτι ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, στὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο βαθμὸ, εἴμαστε τυφλοί.
Βλέπουμε κάποιο μέρος τῆς παγκόσμιας ζωῆς καὶ βασιζόμαστε στὶς κρίσεις μας ἀπὸ τὴ «μερική» αὐτὴ θεώρηση. Ἡ μερική, ἀτομικὴ αὐτὴ θεώρηση κυριεύει τὸν ἄνθρωπο τόσο ἰσχυρά, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ κρίνει διαφορετικά, παρὰ βασιζόμενος στὴ δική του ἀντίληψη ἤ, ὅπως εἶπα, θεώρηση τῶν πραγμάτων.
Ὡς συνέπεια τῆς χαρακτηριστικῆς σὲ ὅλους μας τυφλώσεως, ὅλοι ἀνεξαιρέτως δὲν κατανοοῦμε, πότε πληγώνουμε τοὺς ἄλλους, πότε καταστρέφουμε τὴ ζωή τους, πότε κρίνουμε γι’ αὐτοὺς σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίδραση ἐκείνη, ποὺ ἀποδείχθηκε συνέπεια ἴσως κάποιας δικῆς μας ἐνέργειας.
Γνωρίζουμε, ὅτι στὴ βάση τῆς προσωπικῆς μας συνείδησης βρίσκεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ ἀναζήτηση τῆς τελειότητος, καὶ κινούμενοι ἀπὸ τὴν βεβαιότητα γιὰ τὸ δίκαιο τῆς ἀναζητήσεώς μας, τείνουμε ἀθεράπευτα νὰ δικαιώνουμε τοὺς ἴδιους τους ἑαυτούς μας. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ κοινὴ ἀρρώστια ὅλων μας. Ἀπὸ αὐτὸ προέρχονται οἱ ἄλυτες συγκρούσεις σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἄλυτες, γιατί ὁ καθένας δικαιώνει τὸν ἑαυτὸ του, ἀπορρίπτοντας τὴ δικαιοσύνη τοῦ ἄλλου ποὺ στέκεται ἀπέναντί του.
Δὲν τὰ γράφω αὐτὰ μὲ σκοπὸ νὰ σοῦ καταλογίσω ἐκ νέου ὁτιδήποτε. Δὲν γνωρίζω, ποιὸς πρῶτος μὲ κάποια ὁρατὴ ἢ ἀόρατη κίνηση τῆς ψυχῆς του προξένησε πληγὴ στὴν ἄλλη ψυχή. Γνωρίζω μόνο, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος διαφορετικά, παρὰ μόνο μὲ τὸ «ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» [Μάτθ. 6,12.].
Ἡ δύναμη, λοιπὸν, αὐτὴ τῆς συγχωρήσεως, γιὰ τὶς πληγὲς πού μᾶς προξένησαν, ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Αὐτὴ ἦταν φυσικὴ στὸν ἄνθρωπο πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση του ἀλλὰ τώρα εἶναι γιὰ μᾶς ὑπερφυσική. Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ συγχωρήσουμε μὲ δική μας δύναμη γιὰ τὸν πόνο ποὺ ζήσαμε.
Σοὺ ἔγραψα ἤδη, μοῦ φαίνεται, ὅτι ἀπὸ πολὺ παλιὰ ἄρχισα νὰ βλέπω ὅλα ὅσα «συμβαίνουν» σὲ μένα, ὄχι μόνο ὡς προσωπικό μου δράμα ἢ ἀκόμη καὶ τραγωδία ἀλλὰ ὡς ἀποκάλυψη ἐκείνων ποὺ διαδραματίζονται στὸν ἀνθρώπινο ὠκεανό, στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ποὺ περνάει ἀπὸ μένα σὰν θάλασσα ἀπὸ κάποιον «πορθμό». Ὁ πορθμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι ἡ ἴδια ἡ θάλασσα ἀλλὰ τὸ νερὸ μέσα σὲ αὐτὸν εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νερὸ τῆς θάλασσας. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸν δρόμο γιὰ τὴ βαθύτερη κατανόηση τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ: «Πάντα οὒν ὅσα ἂν θέλητε ἴνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς»[3] Μάτθ. 7,12.
Συνεπῶς, αὐτὸ εἶναι ἡ μάθησή μας, τὸ σχολεῖο μας· αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸν δρόμο πρὸς τὴν παγκόσμια γνώση, τὴν ὁδὸ γιὰ τὴν ἀφομοίωση τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὡς τότε ἀκατανόητης, παραμορφωμένης ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν «τύφλωσή» μας.
Λοιπόν, ἀγαπητή μου Μαρία, εἰρήνη σὲ σένα καὶ χάρη Ἄνωθεν. Καὶ μὴν φοβᾶσαι, δὲν θὰ σὲ ἀνησυχήσω ἄλλο μὲ τίποτε, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ σοῦ θυμίσει τὴν πληγή σου.
Ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι τυφλὸς καὶ δὲν θυμᾶμαι καθόλου τὴν πρώτη ἐκείνη χειρονομία μου, ποὺ ἐσὺ κατανόησες μὲ τὸν τρόπο ποὺ γράφεις γι’ αὐτή. Συγχώρησέ με καὶ δῶσε μου τὴν ἀγάπη σου…
Σημειώσεις
[1]Ἡ παράγραφος αὐτὴ εἶναι ἀπάντηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου στὸ γράμμα τῆς Μαρίας τῆς 2ας Ἰουλίου 1968, ὅπου αὐτὴ γράφει γιὰ κάποια παρεξήγηση στὶς σχέσεις μὲ ἕναν κοινὸ γνωστό.
[2]Μάτθ. 6,12.
[3] Μάτθ. 7,12. Πρβλ. Λούκ. 6,31.