Ὅταν εἶδαν τὸ Χριστὸ ἡ Μάρθα ἡ Μαρία καὶ ὁ Λάζαρος, ὁ Ἥλιος ἔλαμψε μέσα στὸ φτωχικό τους. Ἡ χαρά τους ἦταν ἀπερίγραπτη, ἀλλὰ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς τὴν ἐξεδήλωνε κατὰ διαφορετικὸ τρόπο.Ἡ Μάρθα ὑλικώτερα, ἡ Μαρία πνευματικώτερα. Ἂς τὶς δοῦμε.

Ἡ Μάρθα, μόλις εἶδε τὸν Κύριο, προσκύνησε, χαιρέτισε κ᾽ ἐξαφανίστηκε. Ποῦ πῆγε; Στὸ μαγειρεῖο. Ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζῃ φαγητὸ πλούσιο, ἀφοῦ φιλοξενοῦσε τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων.

Ἡ Μαρία πλησίασε τὸ Χριστό. Ἐκμεταλλεύθηκε τὴν εὐκαιρία, κάθισε κοντά του καὶ ἄκουγε. Τί ἄκουγε; Λόγια ποὺ θὰ θαύμαζε ὁ Πλάτων κι ὁ Ἀριστοτέλης, λόγια ποὺ θαύμασαν οἱ αἰῶνες. Δὲν ξανακούστηκαν στὴ γῆ τέτοια λόγια. Καὶ περνοῦσαν οἱ ὧρες, ἔφτασε μεσημέρι. Ὁ Κύριος δίδασκε συνεχῶς καὶ ἡ Μαρία ἀπὸ τὴ γῆ ὑψωνόταν στὰ οὐράνια.

Κάποια στιγμὴ ὅμως ἐμφανίζεται ἡ Μάρθα. -Κύριε, λέει, στεῖλε τὴ Μαρία νὰ μὲ βοηθήσῃ· δὲν ἐπαρκῶ. Καὶ ὁ Χριστός; Δὲν ἄκουσε τὸ αἴτημά της· ἐπαίνεσε τὴ Μαρία. -Ὄχι, δὲν θὰ ἔρθῃ ἡ Μαρία στὸ μαγειρεῖο, θὰ μείνῃ ἐδῶ γιὰ ν᾿ ἀκούῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ· ἐσύ, «Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζῃ περί πολλά· ενός δε εστι χρεία» (Λουκ. 10,42). Τὸ δίδαγμα εἶνε πολύτιμο, ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Τὸ ἀναλύω δι᾿ὀλίγων.

Ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, λέει· Μάρθα, δὲν ἦρθα στὸ σπίτι σας σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς γῆς, σατράπης ἢ μαχαραγιᾶς· δὲν ἦρθα ὡς φάγος καὶ πότης, μὲ τὸ νοῦ στὸ «φάγωμεν καὶ πίωμεν» (᾿ Ησ. 22, 13· Α´ Κορ. 15, 32). Μοῦ φτάνει ὅ,τι βρίσκεται, ὅ,τι ὑπάρχει πρόχειρο. Ἐγὼ ἦρθα νὰ διδάξω καὶ νὰ εὐλογήσω. Δική μου τροφὴ εἶνε ὄχι τὰ ἐκλεκτὰ φαγητὰ τῆς κουζίνας, ἀλλὰ τὸ νὰ ἐκτελῶ τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός μου.

Τί σημαίνουν αὐτά; Εἶνε ἕνα δίδαγμα λιτότητος. Ὁ Χριστὸς καταδικάζει τὸ περιττό. Μὴν πᾷς στὴν ἀγορά, Μάρθα, μὴ ψωνίζεις ἀκριβὰ τρόφιμα, μὴν ἑτοιμάζεις φαγητὸ πολύ. Μοῦ φτάνει ―λέει ὁ λιτὸς Ναζωραῖος, ποὺ λιτώτερος δὲν ὑπῆρξε στὸν κόσμο―, μοῦ φτάνει ὅ, τι ἔχεις. Ἔλα ᾽δῶ, κάθησε, ἄκου τὰ λόγια μου· καὶ μετὰ τὴ διδαχή, ποὺ εἶνε ἡ πνευματικὴ τροφή, κάτι θὰ βρεθῇ στὸ σπίτι νὰ φᾶμε.

Αἰώνια λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀνεκτιμήτου ἀξίας· τὰ ὁποῖα, μολονότι ἐλέχθησαν πρὸ εἴκοσι αἰώνων, ἰσχύουν κατ᾿ ἐξοχὴν σήμερα, στὴν λεγομένη «καταναλωτικὴ κοινωνία» μας. Φοβερὴ πληγὴ ὁ καταναλωτισμός. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀρκοῦνται πλέον στὰ λίγα, δὲν ζοῦν μὲ ἁπλότητα. Ἐπηρεάστηκε ἀκόμα καὶ ἡ δική μας φυλή, ποὺ κατοικεῖ σὲ βράχια καὶ διακρινόταν ἀνέκαθεν γιὰ τὴ λιτότητά της, μία ἀπὸ τὶς θεμελι ώδεις ἀ ρετές, μὲ τὴν ὁποία ἔζησε καὶ μεγαλούργησε διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Αὐτὸ ἐξέφραζε καὶ ὁ Σωκράτης ὅταν ἔλεγε «Ὅσο λιγώτερα πράγματα ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος, τόσο πλησιάζει πρὸς τὸ θεῖον· ἀνενδεὲς γὰρ τὸ θεῖον». Σοφὰ λόγια, ποὺ συμφωνοῦν μ᾽ αὐτὰ ποὺ λέει σήμερα πιὸ τέλεια ὁ Χριστός· «Μάρθα Μάρθα…», σὰ νὰ λέῃ «Κοινωνία κοινωνία! μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Φθάσαμε στὸ κατάντημα, ὅσο πιὸ πολλὰ ξοδεύει μιὰ κοινωνία, τόσο πιὸ ἀνεπτυγμένη νὰ θεωρῆται, καὶ ὅσο λιγώτερα ξοδεύει, τόσο πιὸ ὑποανάπτυκτη νὰ θεωρῆται.

Ὅταν ἔγινε ὁ σεισμὸς στὴν Καλαμάτα, ἕνας χωρικὸς μοῦ εἶπε ἕνα σπουδαῖο λόγο· Ἐάν, πάτερ, εἴχαμε τὶς εἰσπράξεις μόνο ἑνὸς μηνὸς τῶν 10.000 ντισκοτέκς, χτίζαμε μιὰ Νέα Καλαμάτα! Τὸ τί ξοδεύεται κάθε βράδυ δὲ λέγεται. Ἂν ἐφαρμόζαμε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ πατρίδα μας θὰ ἦταν μιὰ χώρα πλούσια.

Δὲν ἀγνοοῦμε ὅτι ὑπάρχουν καὶ ὑλικὲς ἀνάγκες. Ὁ Χριστὸς τὸ γνωρίζει, τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἀναγνωρίζει, ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται καὶ φροντίζει. Ἔχει ὑλικὲς ἀνάγκες ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ μέριμνα γι᾽ αὐτὲς πρέπει νὰ φθάνῃ μέχρι ἑνὸς ὁρίου· ἀπὸ ᾽κεῖ καὶ πέρα ἀρχίζει τὸ περιττό. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ κήρυξε σὲ ἡμέρες σκληρές, ἔλεγε· 100 δράμια ψωμὶ σὲ φτάνει; ἂν σὲ φτάνῃ, δόξα σοι ὁ Θεός· ἂν φᾷς 10 δράμια παραπάνω, ἁμαρτάνεις· αὐτὰ τὰ παραπάνω δὲν εἶνε δικά σου, εἶνε τοῦ φτωχοῦ.

Τότε οἱ πρόγονοί μας ἔτρωγαν τὸ κρέας 2 -3 φορὲς τὸ χρόνο κ᾽ ἦταν ὑγιεῖς· σήμερα τρῶμε τὸ κρέας κάθε μέρα καὶ παθαίνουμε καρκίνο. Ἡ Ἑλλὰς ἔρχεται πρώτη στὴν κρεοφαγία στὰ Βαλκάνια. Μαθήματα λιτότητος μᾶς δίνουν ἡ Ἀλβανία, ἡ Σερβία, ἡ Βουλγαρία, ἡ ῾Ρουμανία, καὶ ἡ ῾Ρωσία ἀκόμα. Ἐμεῖς, μὲ τὸν καταναλωτισμό, ἔχουμε τὰ λιγώτερα παιδιὰ στὰ Βαλκάνια· γηροκομεῖο γίναμε. Ποιά ἡ αἰτία; Ἡ καταναλωτικὴ κοινωνία. Οἱ γεροντότεροι ζήσαμε σὲ φτωχὲς οἰκογένειες καὶ γνωρίζουμε τὴ ζωή. Μὲ ὅ,τι τρέφεται σήμερα ἕνας μπέμπης κακομαθημένος, τρέφονταν ἄλλοτε πέντε παιδιά! Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου« Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» μένουν αἰώνια.

Ἄλλη μιὰ συνέπεια τοῦ καταναλωτισμοῦ ποὺ ἐπηρεάζει τὴν κοινωνία μας. Ὅταν ἔχουν πανήγυρι στὰ χωριά, πηγαίνω στὴν ἐκκλησία καὶ οἱ γυναῖκες ἀπουσιάζουν. Ρωτῶ ποῦ εἶνε; Μαγειρεύουν, ψήνουν ἀρνιά, ἑτοιμάζουν πίττες κ.λπ.· γιατὶ μόλις τελειώσῃ ἡ ἐκκλησία, θὰ ἔρθουν οἱ ἀλειτούργητοι νὰ πέσουν σὰν κοράκια καὶ γυπαετοὶ στὰ φαγητά. Κι αὐτὲς οἱ καημένες γίνονται Μάρθες καὶ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν πανδαισία τοῦ Πνεύματος.

Λιτότητα δίδαξε σήμερα, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο. Μὰ οἱ πολλοὶ κλείνουν τ᾽ αὐτιά τους. Ἡ μεγάλη διαφορά μας μὲ τοὺς ἀθέους μαρξιστὰς εἶνε· Ἐκεῖνοι λένε, πρῶτα ἡ ὕλη, ἔπειτα τὸ πνεῦμα· ἐμεῖς λέμε, πρῶτα τὸ πνεῦμα, ἔπειτα ἡ ὕλη. Αὐτὸ σημαίνει ἀναλυόμενος ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβά ζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία»

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης