Εὐθύμιος Στύλιος, Μητροπολίτης Ἀχελώου.

«Ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε».

Προοίμιον: Μέ ἰδιαίτερη χαρά γιορτάζει σήμερα o ὀρθόδοξος ἑλληνικός λαός τήν ἑορτή τῆς Παναγίας. Αὐτό, ἄλλωστε, φανερώνει καί τό γεγονός ὅτι ἀπό τούς 8000 περίπου ἐνοριακούς ναούς ποὺ ὑπάρχουν στή Χώρα μας, οἱ 2000 εἶναι ἀφιερωμένοι στήν Παναγία. Γεννᾶται ὅμως τό ἐρώτημα, γιατί ἑορτάζαμε μέ τόση χαρά, ἐνῶ τό γεγονός στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ σημερινή ἡμέρα δέν εἶναι χαρμόσυνο, ἀλλά λυπηρό, ὅπως εἶναι ὁ θάνατος τῆς Παναγίας;

α. Ὁ θάνατος-κοίμηση: Τό γεγονός στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ σημερινή μέρα, εἶναι ὄντως ὁ θάνατος τῆς Παναγίας. Διότι ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καί γιά τήν Παναγία. Τόσο ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅσο καί ἡ εἰκονογραφία της παρουσιάζουν μέ ζωηρά χρώματα τό γεγονός αὐτό. Οἱ Ἀπόστολοι, ἐνῶ ἦσαν διασκορπισμένοι στά πέρατα τῆς γῆς, μέ εἰδικό θαῦμα, συγκεντρώνονται στό σπίτι τῆς Παναγίας στή Γεθσημανῆ καί κηδεύουν τό πανάχραντο καί πανάγιο σῶμα της.

Ἄλλ\’ ἐνῶ πρόκειται περί τοῦ θανάτου τῆς Παναγίας, ἡ σημερινή ἑορτή δέν λέγεται «ὁ θάνατος» τῆς Θεοτόκου ἀλλά ἡ «κοίμηση τῆς Θεοτόκου»! Γιατί; Διότι ὁ θάνατος, μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἶδε καί ἡ Θεοτόκος, δέν ἦταν πλέον παρά ἕνας ὕπνος, μία προσωρινή κοίμηση. Ἀπό τήν ἐποχή, μάλιστα, ἐκείνη, οἱ χριστιανοί ποὺ πεθαίνουν δέν λέγονται «νεκροί», ἀλλά «κεκοιμημένοι» καί οἱ χῶροι ὅπου τούς ἐνταφιάζουν δέν λέγονται πιά νεκροταφεῖα, ἀλλά «κοιμητήρια»!

β. Μετάσταση-ἀνάσταση: Ἀφοῦ οἱ Ἀπόστολοι κήδευσαν καί ἐνταφίασαν τό ἱερό σκήνωμα τῆς Θεοτόκου, ὑστέρα ἀπό τρεῖς μέρες, κατά τήν παράδοση, χρειάσθηκε νά ἀνοίξουν τόν τάφο. Καί ὦ τοῦ θαύματος! Τό σῶμα τῆς Παναγίας ἔλειπε. Τό πράγμα ἦταν συνταρακτικό καί ἄρχισε νά ἀπασχολεῖ τήν Ἐκκλησία: «τί ἔγινε τό σῶμα τῆς Παναγίας;» Τήν ἀπάντηση καί πίστη τῆς Ἐκκλησίας τήν διατύπωσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: Τό σῶμα τῆς Παναγίας, μέ ἐνέργεια τῆς θείας Χάρης «μετέστη» στόν οὐρανό. Μέ ἄλλα λόγια, τό σῶμα τῆς Παναγίας, μέ θεϊκή ἐνέργεια, ἄλλαξε κατάσταση ὑπάρξεως καί πέρασε ἀπό τήν κατάσταση τοῦ θανάτου στήν κατάσταση τῆς ζωῆς. Ἡ «μετάσταση», ἑπομένως, τῆς Παναγίας εἶναι μιὰ πρώτη ἀνάσταση ποὺ ἐνήργησε ὁ Χριστός, τιμώντας ἰδιαίτερα τήν Θεοτόκο καί μητέρα του. Γι’ αὐτό, λοιπόν, χαίρεται ἡ Ἐκκλησία. Διότι στή «μετάσταση» τῆς Παναγίας προγεύεται τήν κοινή ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων. Μέ τόν τρόπον αὐτό, ἡ «μετάσταση» τῆς Θεοτόκου γίνεται τό δεύτερο Πάσχα τῶν Ὀρθοδόξων.

Ἐπίλογος: Ὑπάρχει, ὅμως, καί κάτι ἄλλο, πολύ σημαντικό γιά μᾶς: ἐνῶ ἡ Παναγία «μετέστη» ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, ἐν τούτοις «τόν κόσμον οὐ κατέλιπε». Ὅπως ὁ Χριστός ὑποσχέθηκε πὼς θά εἶναι κοντά μας «πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη\’ 20), ἔτσι καί ἡ Παναγία εἶναι κοντά μας, ὅπως ἀποδεικνύουν τά ἄπειρα θαύματά της.

(1975)

Σκέψεις γι τ πρόσωπο τς Παναγίας

Μέρος 12ο.

16. «Γέγονε ἡ κοιλία σου ἁγία Τράπεζα, ἔχουσα τὸν οὐράνιον ἄρτον» (Ω).

Στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου καὶ μέσα στὰ «Ἅγια» ὑπῆρχε ἡ χρυσὴ Τράπεζα «τῶν ἄρτων καὶ προθέσεως» (Ἔξοδ. κὲ’ 22–29). Καὶ ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία διεῖδε τὸν τύπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ Θεομήτωρ ἦταν ἡ πραγματικὴ ἁγία Τράπεζα, διότι ἐπάνω της ἀκούμπησε ὁ Θεὸς τὸν οὐράνιο ἄρτο, «τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντα» (Ἰω. στ’ 41), τὸν Κύριο Ἰησοῦ.

Ἡ χρυσὴ Τράπεζα τῆς Σκηνῆς εἰκόνιζε ἐπὶ αἰῶνες τὴν μορφὴ τῆς Θεοτόκου. Κάθε φορᾶ ποὺ Ἱερεῖς καὶ λαὸς ἀκουμποῦσαν ἐπάνω της τοὺς ἄρτους τῆς Προθέσεως, ἱκέτευαν, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουν, γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ τὴν ἐμφάνισι τῆς μοναδικῆς ἁγίας Τράπεζας ποὺ θὰ δεχόταν τὸν «ἄρτον τῆς ζωῆς». Ἡ χρυσὴ Τράπεζα τῆς Σκηνῆς κατασκευάστηκε σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα· τὴν Ἁγία Τράπεζα, τὴν Θεοτόκο κατασκεύαζε ὁ Θεὸς ἐπὶ αἰῶνες…

Ἡ Ἐκκλησία, στὸ Ναὸ καὶ μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα, ποὺ εἰκονίζει τὰ «Ἅγια» της Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ἔχει τοποθετήσει μόνιμα τὴν Ἁγία Τράπεζα, πάνω στὴν ὁποία τελεῖται τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ Ἄρτου καὶ τοῦ Οἴνου καὶ ὅπου ὑπάρχει διὰ παντὸς τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Κάθε φορᾶ ποὺ οἱ πιστοὶ προσέρχονται στὴν Ἁγία Τράπεζα γιὰ νὰ κοινωνήσουν, ἂς θυμοῦνται εὐγνώμονα τὴν ἔμψυχο Τράπεζα τοῦ Θεοῦ, τὴ Θεοτόκο. Διότι χωρὶς Αὐτὴ δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ ν’ ἀπολαύσουν «ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης» (Τ).

17. «Τοῦ ἄνθρακος χρυσοῦν θυμιατήριον» (ΜΜ).

Μέσα στὸ δεύτερο τμῆμα τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου ποὺ λεγόταν «Ἅγια τῶν Ἁγίων» ὑπῆρχε ἕνα «χρυσοῦν θυμιατήριον», (Ἑβρ. θ’ 4), μέσα στὸ ὁποῖο, κατὰ τὴν λατρεία, ἔβαζαν ἀναμμένα κάρβουνα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυτωμάτων μαζὶ μὲ θυμίαμα ποὺ συμβόλιζε τὴν προσευχὴ (Λευΐτ. ἰ’ 1. Ἔξοδ. λ΄ 1, 7 –10. Ἀριθ. Ἰζ’ 11).

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ εὐσέβεια καὶ στὸ ἱερὸ αὐτὸ σκεῦος τῆς λατρείας εἶδε μία ἀκόμη προτύπωσι τῆς Θεοτόκου. Ἡ Θεοτόκος ἦτο τὸ χρυσοῦν θυμιατήριον, ὅπου ἐκράτησεν ἀφλέκτως τὸ πῦρ τῆς Θεότητος» (Η. Μηνιάτης. X, 13).

Ἡ Θεοτόκος ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς. Ἀπὸ τὴν πυρακτωμένη ὕπαρξί της ἀνέβαινε συνεχῶς πρὸς τὸν οὐρανὸ τὸ εὐωδιαστὸ θυμίαμα τῆς προσευχῆς της. «Πάντοτε ἡ Παναγία προσηύχετο. Ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια εἰς τὴν προσευχὴν εὕρισκε τροφὴν καὶ ἀγαλλίασιν· ἦταν ἡ προσευχομένη μητέρα» (X, 134). Τὸ ὅτι ἡ Θεοτόκος ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἁγία Μορφὴ της ταυτίστηκε τελικὰ μὲ τὴν μορφὴ τῆς Δεομένης ψυχῆς (πρβλ. Εἰκόνα τῆς «Δεομένης» Θεοτόκου) .

Ἡ λειτουργία τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι ἕνα ξηρὸ μάθημα ποὺ μᾶς διδάχθηκε… Εἶναι μία μυστικὴ ἐμπειρία ποὺ μᾶς παραδόθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, τὴν Θεοτόκο καὶ τοὺς Ἁγίους της Ἐκκλησίας μας. Καὶ ἡ χριστιανικὴ προσευχή, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι «βαττολογία» (Μάτθ. στ’ 7), ἀλλὰ τὸ θυμίαμα μίας ψυχῆς, πυρακτωμένης ἀπ’ τὴ φωτιὰ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ θείου ἔρωτος. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ σχέσις τῆς προσευχῆς μὲ τὴν φωτιά. Μὲ σβησμένα κάρβουνα δὲν καίεται τὸ θυμίαμα. Χωρὶς τὴ φωτιὰ τῆς ἀγάπης, προσευχὴ δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό. Μόνο ὅποιος ἀγαπᾶ προσεύχεται. Καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται δεκτὴ ἀπ’ τὸν Θεὸ εἶναι ἐκείνη ποὺ προέρχεται ἀπὸ μία ὕπαρξι, πυρακτωμένη ἀπ’ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ (πρβλ. «τετρωμένη ἀγάπης εἴμι ἐγώ») .