1.
Ἡ κοινωνικὴ διάσταση τῆς πίστεως (Ματθ θ, 1-8)
Καραγιάννης Νικάνωρ, Ἀρχιμανδρίτης.
Τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τὴν ξαναδιαβάσαμε τὴ δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν μὲ περισσότερες χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες, ἔτσι ὅπως τὴ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος. Σ\’ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ἡ σύνδεση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια καὶ τῆς θεραπείας μὲ τὴ σωτηρία εἶναι θεμελιώδης ὡς σχέση αἰτίας καὶ ἀποτελέσματος. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ὅμως, μᾶς παρουσιάζει τὸ ἴδιο θαῦμα μὲ λιτότητα καὶ συντομία. Μπροστὰ στὸν Χριστὸ ποὺ διδάσκει σὲ ἕνα σπίτι στὴν Καπερναοὺμ φέρνουν ἕναν παράλυτο ἐπάνω σὲ κρεβάτι. Οἱ συνοδοὶ δὲν μποροῦν νὰ φτάσουν τὸν Χριστὸ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ποὺ ἀκούει τὴ διδασκαλία Του, γι\’ αὐτὸ ἀνοίγουν μία ὀπὴ στὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ κατεβάζουν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸν Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν ἐφευρετικότητα τῆς πίστης τους καὶ τὴν ἐπαινεῖ. Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ προσεγγίσουμε τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ καὶ νὰ σταθοῦμε στὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς πίστεως.
\”\”
Ἡ πίστη, κίνηση πρὸς τὸν ἄλλο ἄνθρωπο
Ἡ χριστιανικὴ πίστη καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἀτομικότητάς του. Καλεῖ διαρκῶς τὸν ἄνθρωπο νὰ σπάει τὸ κέλυφος τοῦ ἐγωισμοῦ του καὶ νὰ μεταμορφώνεται ἀπὸ ἄτομο σὲ πρόσωπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος-ἄτομο μεταβάλλεται σὲ πρόσωπο, σημαίνει ὅτι ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν ἐγωπαθῆ φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅπου εἶναι ἐγκλωβισμένος, καὶ ἔρχεται νὰ συναντήσει μὲ κατανόηση, σεβασμὸ καὶ ἀγάπη τὸν συνάνθρωπο. Ἔτσι γίνεται τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μάρτυρας πίστεως καὶ ἀφορμὴ σωτηρίας γιὰ τοὺς ἄλλους. Γιατί ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἐφησυχάζει καὶ νὰ ἐπαναπαύεται κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀγνοώντας τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων, ἀδιάφορος στὸ νὰ βρίσκει τρόπους θεραπείας.
Ἡ ἐφευρετικότητα τῆς πίστης τῶν συνοδῶν τοῦ παραλύτου, μᾶς λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ γνήσια καὶ πραγματική, ἡ δυνατὴ καὶ θερμὴ πίστη, δὲν κάμπτεται ἀπὸ ἐμπόδια, δὲν σταματᾶ μπροστὰ σὲ δυσκολίες. Ἐπινοεῖ, ἐφευρίσκει, ἀγωνίζεται καὶ ἀγωνιᾶ προσευχόμενη νὰ βρεῖ τρόπους καὶ δρόμους συμπαράστασης καὶ ἐνίσχυσης, παρηγοριᾶς καὶ ἀνακούφισης μέσα ἀπὸ ἐκδηλώσεις καὶ ἔργα ἀγάπης. Βέβαια, ὅταν γυρίζουμε τὸ βλέμμα μας γύρω μας «εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου», μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, κάποτε ἀπογοητευόμαστε, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Συνειδητοποιοῦμε πόσο μακριὰ εἴμαστε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἤ, τέλος πάντων, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ γίνουμε· ἄνθρωποι μὲ ἐμπειρία «πίστεως δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης» (Γαλ. 5,6). Ἀναρωτηθήκαμε ἆραγε ποτέ, πόσο συχνὰ τὸ Εὐαγγέλιο, μὲ τὸ συνεχὲς κάλεσμα γιὰ τελείωση καὶ ὑπέρβαση, σηκώνει ψηλὰ τὸν πήχη στὸ στίβο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ ἐμεῖς περνᾶμε ἀπὸ κάτω; Ἡ ἀρετὴ τῆς ἀλληλεγγύης, δυστυχῶς, εἶναι σπάνια ἀκόμη κι ἐκεῖ ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι αὐτονόητη, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Δεδομένα καὶ ζητούμενα στὸν ἀγώνα τῆς πίστεως
«Θάρσει, τέκνον» εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς στὸν παράλυτο καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸν καὶ στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ταλαιπωρημένος, ἀπογοητευμένος καὶ προδομένος, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐλπίδα καὶ στήριξη ψυχική. Ὄχι, βέβαια, ἀπὸ φθηνὲς παρηγοριές, θολὰ καὶ ἐπικίνδυνα συνθήματα, σὰν αὐτὰ ποὺ περισσεύουν στὶς μέρες μας καὶ κυκλοφοροῦν μέσα στὴν ἐλευθερία τοῦ κόσμου ἀσύδοτα καὶ ἀχαλίνωτα ὁδηγώντας πολλοὺς σὲ ἀδιέξοδα. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ σώζουσα ζωντανὴ πίστη, ποὺ ὅταν ὑπηρετεῖ τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο, ἀποδεικνύει μὲ τὸν πλέον χειροπιαστὸ τρόπο ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ μυαλοῦ μας, ἀλλὰ τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτό, βέβαια, δὲν σημαίνει ἕναν πρόχειρο συναισθηματισμὸ ποὺ ἀφορᾶ τοὺς ἀφελεῖς καὶ γραφικοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν ἰσχυρισμὸ μερικῶν, ζοῦν στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, ἀλλὰ εἶναι γνώρισμα τῶν ἀγωνιστῶν ποὺ ἀνακάλυψαν τὴν οὐσία τῆς ὕπαρξής τους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ νικητὲς τῆς παρούσας ζωῆς καὶ οἱ κληρονόμοι τῆς αἰώνιας.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅταν μελετᾶμε, στοχαζόμαστε καὶ ἑρμηνεύουμε τὸν διαχρονικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν Πατέρων μέσα στὴν Ἐκκλησία, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι πολλὰ ἀπὸ ὅσα διαβάζουμε δὲν εἶναι δεδομένα τῆς δικῆς μας ζωῆς, ἀλλὰ ζητούμενα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας ἀγώνα. Πολλὰ ἀπὸ ὅσα μᾶς συγκινοῦν καὶ ἀγγίζουν τὴν ψυχή μας δὲν εἶναι ἐμπειρίες ποὺ φθάσαμε, ἀλλὰ μιὰ πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἀκόμη προσπαθοῦμε νὰ κατακτήσουμε, ἐν μέσω προκλήσεων, παγίδων καὶ πειρασμῶν πολλῶν. Γι\’ αὐτὸ ἂς προσπαθοῦμε μέσα στὸ περιβάλλον ὅπου ζοῦμε, μὲ τὴ στάση τῆς ζωῆς μας καὶ τὴ συμπεριφορά μας, νὰ ἐνισχύουμε τὴν πίστη τὴ δική μας καὶ τῶν ἄλλων. Ἀμήν.
2.
Ἰσχύσατε γόνατα παραλελυμένα (Ματθ θ΄ 1-8)
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Λέγεται ὅτι, ὅταν κάποτε ὁ βασιλιὰς τῆς Γαλλίας Λουδοβίκος ὁ ΙΑ΄ (1423-1483) ἀρρώστησε βαριά, κάλεσε ἕναν ἱερέα νὰ κάνει δέηση γιὰ τὴν ὑγεία του. Ὁ ἱερέας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δέηση «ὑπὲρ ὑγείας», προσευχήθηκε καὶ «ὑπὲρ συγχωρήσεως καὶ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν» του. Τότε, ὁ κατὰ τὰ ἄλλα καλόψυχος βασιλιάς, καθὼς εἶχε δεχθεῖ φιλόξενα πολλοὺς ρωμιοὺς πρόσφυγες μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης, ἐνοχλημένος τὸν διέκοψε λέγοντας: Πάτερ, μὴν τὰ ἀνακατεύεις τὰ πράγματα· τώρα μόνο γιὰ τὴν ὑγεία μου παρακάλεσε τὸν Θεό. Γιὰ τὰ ἄλλα βλέπουμε.
\”\”
Ἱεράρχηση αἰτημάτων
Εὐτυχῶς ὁ παράλυτος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς καὶ oἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἔφεραν στὸν Χριστό, δὲν ἀντέδρασαν παρόμοια, ἀκούγοντας τὸν Χριστὸ νὰ τὸν ὑποδέχεται μὲ τὰ λόγια: «θάρρος, παιδί μου! Σοῦ συγχωροῦνται oἱ ἁμαρτίες σου». Σίγουρα δὲν εἶχαν τὸ ρηχὸ μυαλὸ τοῦ Γάλλου βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος δὲν καταλάβαινε ὅτι ἡ σύγχυση δὲν βρισκόταν στὰ λόγια τοῦ ἱερέα, ἀλλὰ στὴ δική του ἐπιπόλαιη ἀντίληψη.
Ὁ Χριστὸς διαλύοντας τέτοιες συγχύσεις ἔχει πεῖ: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6,33). Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ νὰ μᾶς δικαιώσει καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν κατάκριση καὶ τὴν καταδίκη γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Γι’ αὐτό, τὸ κύριο αἴτημα τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν εἶναι «ὑπὲρ ὑγείας», ἀλλὰ «ὑπὲρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν» μας.
Εἶναι θλιβερὸ τὸ φαινόμενο νὰ καταφεύγει κανεὶς στὸν Θεὸ μόνο γιὰ ἐγκόσμια πράγματα. Τότε τὸ αἴτημά του, ὄχι μόνο δὲν θὰ ἦταν εὐάρεστο στὸν Θεό, ἀλλὰ θὰ καταντοῦσε καὶ ἁμαρτωλό, ἔστω κι ἂν τὸ ζητοῦσε γονατιστά! Διότι τὸν Θεὸ πρέπει νὰ τὸν ζητᾶμε κατὰ τὸ ἅγιο θέλημά του. Καὶ τὸ πρῶτο, ποὺ θέλει ὁ Θεός, εἶναι «ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ ἀποκτήσουν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας» (Α\’ Τιμ. 2,4).
Οἱ εὐθεῖς καὶ οἱ πλάγιοι
Ὁ Χριστὸς θεραπεύοντας τὸν παράλυτο, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες, ἀφενὸς δίνει τρανὴ μαρτυρία γιὰ τὴ θεότητά του καὶ ἀφετέρου ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ γραμματεῖς πάσχουν ἀπὸ χειρότερη παραλυσία ἀπὸ τὸν θεραπευθέντα, διότι «ἐνθυμοῦνται πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν». Ἡ πονηρὴ διάθεση τοὺς τυφλώνει καὶ τοὺς στερεῖ τὴ δυνατότητα νὰ ὀρθοποδήσουν καὶ νὰ «περπατήσουν» πρὸς τὴν ἀληθινὴ πίστη. Γι’ αὐτοὺς τοὺς πονηροὺς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔχει πεῖ: «Ἐὰν πορεύησθε πρὸς με πλάγιοι, καὶ ἐγὼ πορεύσομαι μεθ’ ὑμῶν θυμῷ πλαγίῳ»· δηλαδή, ἂν ἐξακολουθεῖτε νὰ ζεῖτε μὲ πονηρία καὶ χωρὶς εὐθύτητα, θὰ φερθῶ κι ἐγὼ σὲ σᾶς μὲ τρόπο ποὺ θὰ σᾶς φανεῖ πονηρὸς (Λευ. 26, 23-24).
Ἀντίθετα, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔφεραν τὸν παράλυτο, καὶ προφανῶς καὶ ὁ παράλυτος, ἦταν «εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ» καὶ μὲ ἄδολη πίστη, ἡ ὁποία δὲν ἄφησε ἀσυγκίνητο τὸν Χριστό. Τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο ἐπισημαίνει ὅτι ὁ Κύριος σπλαχνίσθηκε τὸν παράλυτο «ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν». Μία τέτοια πίστη κάποιων ἀνθρώπων – γονέων, φίλων, πνευματικῶν πατέρων καὶ ἀδελφῶν – ὁδήγησε κάποτε κι ἐμᾶς στὸν Χριστό. Τοὺς ὀφείλουμε βαθιὰ καὶ ἰσόβια εὐγνωμοσύνη. Καὶ ὅσο συνειδητοποιοῦμε ὅτι συνεχῶς μᾶς ἀπειλεῖ μία πνευματικὴ παραλυσία, τόσο θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναζητοῦμε «τραυματιοφορεῖς» καὶ χειραγωγούς, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγοῦν σταθερὰ στὸν Χριστό· τόσο ἔχουμε ἀνάγκη ποιμένες, ποὺ θὰ μᾶς στηρίζουν μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη Ἠσαΐα (35,3-5): «Ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι καὶ γόνατα παραλελυμένα· ἰσχύσατε, μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἡμῶν… ἤξει καὶ σώσει ἡμᾶς»· δηλαδή, δυναμῶστε χέρια ἐξαντλημένα καὶ γόνατα παράλυτα· δυναμῶστε καὶ μὴ φοβεῖσθε· νά, ὁ Θεός μας θὰ ἔλθει καὶ θὰ μᾶς σώσει.
Τὸ θαῦμα μιᾶς ἀφίσας
Κάποτε μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ διακονήσουμε κι ἐμεῖς στὸ σωτήριο ἔργο τῆς θεραπείας «παραλύτων», καὶ μάλιστα μὲ τρόποι ποὺ ποτὲ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ φαντασθοῦμε. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἀκόλουθο περιστατικό:
Τὰ παιδιὰ κάποιου Κέντρου Νεότητας, ὀργαvώvοvτας ἐκδήλωση ἀφιερωμένη στὸν μακαριστὸ παπα-Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη, τοιχοκόλλησαν καὶ ἀφίσες μὲ φωτογραφία τοῦ Γέροντα. Μία ἑβδομάδα πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση μία παρέα ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδιὰ εἶδαν σὲ κεντρικὸ δρόμο τῆς πόλης ἕναν νεαρό, νὰ ἔχει σταματήσει μὲ τὴ μηχανή του καὶ νὰ ἔχει ἀγκαλιάσει μιὰ κολόνα. Πλησίασαν καὶ τὸν εἶδαν νὰ φιλάει τὸ πρόσωπο τοῦ γέροντα στὴν ἀφίσα καὶ νὰ τοῦ μιλάει κλαίγοντας. Τὰ παιδιὰ τὸν ρώτησαν καὶ αὐτὸς ἀπάντησε πὼς τὸ βλέμμα αὐτοῦ τοῦ ἄγνωστου γέροντα εἶχε μιλήσει στὴν καρδιά του. Μέχρι τότε ζοῦσε ἄστατη ζωὴ καὶ εἶχε πολὺ ταλαιπωρηθεῖ. Εἶχε φτάσει στὰ ὅρια τῆς ἀπελπισίας. Βλέποντας αὐτὴ τὴν ἄγνωστη μορφὴ ἔνιωσε ἕναν συγκλονισμὸ καὶ θέλησε νὰ ἀλλάξει ζωή. Ρώτησε τὰ παιδιὰ ποῦ βρίσκεται αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἀπάντησαν ὅτι ὁ γέροντας εἶχε κοιμηθεῖ. Σὰν τὸ ἄκουσε αὐτό, κάθισε στὸ πεζοδρόμιο καὶ ξέσπασε σὲ λυγμούς.
Τὸ μεγάλο θαῦμα εἶχε γίνει. Τὸ παιδὶ ἀναζήτησε πνευματικὸ καὶ σήμερα πλέον ζεῖ συνειδητὴ πνευματικὴ ζωή. Τὸ ζωντανὸ βλέμμα μιᾶς ἄψυχης ἀφίσας, ποὺ κάποια παιδιὰ ἔβαλαν σὲ μία κολόνα, ἔστησε στὰ πόδια του ἕναν «παράλυτο» νεαρὸ καὶ τὸν ἔβαλε στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
3.
Ἕνα σημεῖο κι ἕνα θαῦμα (Ματθ θ, 1-8)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας.
«Προσέφεραν αὐτῷ παραλυτικόν»
Ἕνα σημεῖο κι ἕνα θαῦμα ἔκανε σήμερα ὁ Κύριός μας στὸ Εὐαγγέλιο, σημειώνει ὁ ἀοίδιμος μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος. Τὸ θαῦμα ἦταν πὼς συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ καὶ τὸ σημεῖο εἶναι ποὺ τὸν γιάτρεψε καὶ σωματικά. Τὸ ἕνα ἀναφέρεται στὴν ψυχὴ καὶ τὸ ἄλλο στὸ σῶμα. Τὸ σημεῖο καὶ τὸ θαῦμα μαζὶ ἀποτελοῦν τὴν ὁλοκληρωμένη θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ.
Τὸ πρόσωπο τοῦ παραλυτικοῦ
Ὁ παραλυτικὸς δὲν ἦταν ἕνας νευρωτικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἁμάρτησε βαριὰ κι ἡ ἐνοχὴ του τοῦ προκάλεσε τὴν παράλυση, ὅπως θὰ μᾶς ἔλεγε ἕνας ψυχίατρος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦταν νευρωτικός, ἀλλ’ ἁμαρτωλὸς καὶ ἡ ἀρρώστια του ἦταν ἀποτέλεσμα τῶν συνεπειῶν τῆς συγκεκριμένης του ἁμαρτίας. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς λέγει πὼς «πολλὰ τῶν νοσημάτων ἐξ ἁμαρτιῶν φύονται», δηλαδὴ πολλὰ νοσήματα προκαλοῦνται ἀπ’ τὶς ἁμαρτίες. Ὁ Κύριος στὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ θεραπεύει πρῶτα τὴν αἰτία, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ μετὰ τὸ σῶμα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ ἀνθρώπου σὲ κάποιο ἁμάρτημα.
Οἱ Φαρισαῖοι πιθανῶς νὰ σκεπτόντουσαν ὡς ἑξῆς: Ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας πλάνος, θεραπεύει τὸ ἀφανές, δηλαδὴ τὴν ψυχὴ ποὺ δὲ φαίνεται καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ διαπιστώσει, ἐὰν ἀφέθησαν τοῦ ἀρρώστου οἱ ἁμαρτίες, ἐνῶ ἀφήνει τὸ σῶμα ποὺ εἶναι ἐμφανὲς καὶ πιὸ δύσκολο νὰ θεραπευθεῖ· «δυσχερέστερον ὤοντο τὸ σῶμα θεραπεῦσαι ὡς φαινόμενον», δηλαδὴ νόμιζαν πιὸ δύσκολο ἔργο εἶναι νὰ θεραπευθεῖ τὸ σῶμα, ἐπειδὴ φαίνεται (ἅγιος Θεοφύλακτος). Ἄλλωστε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου πρῶτα θανατώθηκε ἀπὸ τοὺς βρόγχους τῆς ἁμαρτίας καὶ μετὰ ἐπακολούθησαν στὴν ἀνθρώπινη φύση οἱ ἀσθένειες κι ὁ θάνατος, σύμφωνα μὲ τὴ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ.
Μία σημαντικὴ παρατήρηση κάνει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς. Ὁ Χριστὸς ἄλλοτε κάνει τὸ θαῦμα βλέποντας τὴν πίστη τοῦ ἀρρώστου, ἐφ’ ὅσον ὁ ἀσθενὴς ἦταν καλὰ στὰ μυαλά του. Π.χ. στὴν περίπτωση τῶν τυφλῶν ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα «κατὰ τὴν πίστιν» (Ματθ. 9,29) αὐτῶν. Ἄλλοτε πάλι ὅπως στὴ Χαναναία, στὸν Ἰάειρο, στὸν ἑκατόνταρχο καὶ σ’αὐτὸν τὸν παραλυτικὸ ἔκανε τὸ θαῦμα ὄχι βλέποντας τὴν πίστη τῶν ἀσθενῶν, ἀλλὰ τὴν πίστη αὐτῶν ποὺ ζητοῦσαν ἀπ’ τὸ Χριστὸ νὰ τοὺς κάνει καλά, ‹‹καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ…» (Ματθ. 9,2). Οἱ ἄρρωστοι αὐτοί, καὶ πιὸ εἰδικὰ στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ παραλυτικός, πιθανῶς νὰ μὴν εἶχαν ἀκέραιο τὸ μυαλό τους στὶς διάφορες λειτουργίες. Ὁ νοῦς εἶχε ἐπισκοτισθεῖ.
Ἡ προσφώνηση τοῦ Κυρίου
Οἱ εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μάρκος μᾶς λέγουν πὼς ὁ Χριστός, ὅταν εἶδε τὸν παραλυτικό, τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὴ λέξη «τέκνον»· «θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2 καὶ Μάρκ. 2,5). Ὁ ἱερὸς Λουκᾶς γράφει πὼς τὸν προσφώνησε μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια «ἄνθρωπε, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Λουκ. 5,20). Παιδί μου, ἄνθρωπέ μου, εἶναι τὰ πρῶτα λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν παραλυτικό. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει πὼς ὀνόμασε τὸν Παραλυτικὸ «τέκνον», ἐπειδὴ ὅλοι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι Αὐτὸς ποὺ μᾶς δημιούργησε (τῷ τῆς δημιουργίας λόγῳ) ἢ ἐπειδὴ διέγνωσε ὁ Χριστὸς πὼς ὁ ἄρρωστος Τὸν παραδεχόταν ὡς Κύριο καὶ Δημιουργό.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μὲ πολλὴ δύναμη λόγου σχολιάζει τὴν προσφώνηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου μας. «Ὤ μακαρίας προσηγορίας», ὦ εὐτυχισμένη προσφώνηση. Ὁ παραλυτικὸς ἀκούει τὴ λέξη «τέκνον» καὶ «υἱοποιεῖται τῷ οὐρανίῳ Πατρί», υἱοθετεῖται ἀπ’ τὸν οὐράνιο πατέρα καὶ προσκολλᾶται στὸν ἀναμάρτητο θεὸ καὶ γίνεται κι ὁ ἴδιος χωρὶς ἁμαρτίες μὲ τὴν ἄφεση τῶν παραπτωμάτων του. Παντοῦ μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη φαίνεται τὸ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔφεραν τὰ σημάδια τῆς ἁμαρτίας, βρῆκαν τὸ θεραπευτή τους. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός μας, ποὺ μᾶς ἔκανε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀληθινὴ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ διάφορες δυσλειτουργίες τῆς ψυχῆς τους ποὺ ἔχουν ἀντίκτυπο καὶ στὸ σῶμα τους, καταφεύγουν μόνο στοὺς ψυχιάτρους καὶ ψυχολόγους. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπορρίπτει τὴν ἐπιστημονικὴ ἐργασία αὐτῶν τῶν γιατρῶν. Ἴσα ἴσα τὴ θεωρεῖ δημιουργική, ὅταν δὲν ἐξέρχεται τῶν ἐπιστημονικῶν ὁρίων της καὶ δὲν καταργεῖ τὸ Θεό. Ἡ πικρὴ ἀλήθεια εἶναι πὼς τὰ διάφορα ἁμαρτήματά μας δὲ θεραπεύονται μὲ τὰ ἠρεμιστικὰ οὔτε καὶ μὲ τὶς ὄντως θαυμάσιες παρεμβάσεις καὶ ἀναλύσεις τῶν ψυχολόγων καὶ ψυχιάτρων.
Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται τὴ ζωντανὴ παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του ποὺ θὰ τοῦ ἐπιφέρει μιὰ θαυμαστὴ ὀντολογικὴ ἀλλαγὴ στὴ συμπεριφορά του. Χρειάζεται νὰ νιώσει τὸ Χριστὸ ὡς ἀδελφό του καὶ πατέρα του. Νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν ἑαυτό του στὴ χάρη Του μὲ τὰ μυστήρια τῆς μετανοίας, τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Ἀδελφοί μου,
Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἀλλάξει ζωή, πολὺ γρήγορα φέρνει τὴν εἰρήνη στὴν ψυχή του καὶ τοῦ χαρίζει τὴν ἀσφάλεια καὶ μιὰ μόνιμη πνευματικὴ κατάσταση χωρὶς ἀνασφάλειες καὶ φοβίες.Αὐτὴν τὴ θεραπεία ἂς ἐπιδιώξουμε.
4.
Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ (Ματθ θ, 1-8)
Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Ποιὰ σχέση ἔχει τὸ γεγονὸς ποὺ ἀναφέρεται στὸ σημερινό Εὐαγγέλιο μὲ μᾶς; Ποιὸς ἔχει τὴν πίστη, τὴν ἠρεμία, τὴν βεβαιότητα ὅτι κανένας ἄλλος παρὰ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ξαναδώσει ἐλευθερία στὶς κινήσεις μας;
Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι μιὰ παραβολή, εἶναι γεγονός· ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς μεταφέρει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ θεραπεύει τὶς φυσικὲς ἀσθένειες, ἐὰν Τὸν πλησιάσουμε μὲ πίστη· ἔχοντας παραμερίσει κάθε ἄλλη ἐλπίδα,ἀλλὰ γνωρίζοντας μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μας, ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀσθένεια μας εἶναι στὰ χέρια τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ, ποὺ διάλεξε νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ζήσει ἀνάμεσά μας, νὰ μοιραστεῖ μαζί μας τὰ πάντα, τὸν θάνατο καὶ τὸν πόνο, τὴν ἀγωνία τοῦ νοῦ καὶ τὸν τρόμο ποὺ ἴσως μᾶς πολεμᾶ ὅταν βλέπουμε τὸν κόσμο γύρω μας, τὸν κόσμο ποὺ δημιουργήσαμε καὶ δημιουργοῦμε.
\”\”
Ἀλλὰ σ’ αὐτὴν τὴν ἱστορία ὑπάρχει μία ἄλλη διάσταση ποὺ θέλω νὰ προσέξετε. Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶναι παράλυτος; Παράλυτος ἀπὸ φόβο, ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία να δεῖ τὸν ἑαυτό του νὰ δέχεται τὰ πιὸ λαμπρὰ φῶτα τῆς δόξας, παράλυτος ἀπὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ δράσουμε, ν’ ἀναπνεύσουμε ἐλεύθερα δίχως φόβο; Πόσοι ἀπὸ μᾶς θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν διακατεχόμαστε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καλύτερους ἀπ’ ὅ,τι εἶναι, νὰ τοὺς βλέπουμε ὅπως δὲν εἶναι, ὅπως δὲν μᾶς βλέπει ὁ Θεὸς; Πόσοι ἀπὸ μᾶς θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, «θέλω νὰ δῶ τὸν ἑαυτό μου, ὅπως εἶναι – ὄχι μονάχα σ’ ὅλη μου τὴν ἀδυναμία, ἀλλὰ στὴν πτώση, τὴν δολιότητα, τὴν ἀσχήμια μου, γεμάτος ἀπὸ φόβο, ἀπὸ ματαιότητα, καὶ αὐτὸ ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας μου νὰ κρίνομαι ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα καὶ ὄχι μὲ βάση τὴν πραγματικότητα;
Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει ὅτι αὐτὸς ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὴν ματαιότητα εἶναι ὑπερήφανος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δειλὸς.
Πόσοι ἀπὸ μᾶς ζοῦν συνεχῶς μετρώντας τὶς κουβέντες τους, ὑπολογίζοντας τὶς πράξεις τους, ἀναλογιζόμενοι τὸ ἀποτέλεσμα τους· ὄχι μόνο προσβλέποντας σ’ ἔνα καλὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ μὲ τὸ φόβο πὼς θὰ μᾶς κρίνουν οἱ ἄνθρωποι; Πόσο φοβόμαστε νὰ κοιτάξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια, νὰ μὴν κοιτάζουμε πιὰ στὸν παραμορφωτικό καθρέφτη ποὺ δείχνει σὲ μᾶς καὶ στοὺς ἄλλους τοὺς ἑαυτούς μας ὄμορφους, ἀποδεκτοὺς, εὐγενεῖς, ἁγνοὺς -ἀλλὰ σ’ ἕναν ἄλλον καθρέφτη, τὸν καθρέφτη τῆς συνείδησης μας, τὸν καθρέφτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κρίσης Του, ποὺ γνωρίζουμε, ἀλλὰ ἀπ’ ὅπου ἀποστρέφουμε τὸ βλέμμα μας; Πόσοι ἀπὸ μᾶς ὅταν ἔχουμε τὴν ἐλάχιστη εἰκόνα τοῦ ποιοὶ εἴμαστε, δὲν ἐπιτρέπουμε αὐτὴ τὴν ἀκτίνα φωτὸς νὰ πάει πέρα ἀπὸ μιὰ φοβισμένη συνειδητοποίση καὶ νὰ καταδυθεῖ στὴν καρδιά μας, νὰ ψάξει στὶς πιὸ σκοτεινές γωνιές της, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔχει διεισδύσει τὸ φῶς, ποὺ ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει ποτὲ φτάσει, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔχει ἀκουστεῖ ποτὲ ἡ ἀλήθεια; Πόσοι ἀπὸ μᾶς εἶναι ἀρκετὰ τίμιοι γιὰ νὰ κρίνουν τοὺς ἑαυτοὺς τους, τὶς πράξεις τους στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας;
Εἴμαστε ὅλοι παράλυτοι: Παράλυτοι ἐξαιτίας τοῦ φόβου, τῶν ὑπολογισμῶν, ἐξαιτίας τῆς ἀπόφασης νὰ μὴν βλέπουμε, ἐπειδὴ φοβόμαστε αὐτὸ ποὺ ἴσως δοῦμε. Ἀκόμα φανταζόμαστε ὅλοι ὅτι μποροῦμε νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ ἑνὸς παραλυτικοῦ καὶ νὰ πεθάνουμε ὑγιεῖς. Ὅτι ἵσως ζήσουμε μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ χωρὶς νὰ ἔχουμε δεῖ ποτὲ τὴν ἀλήθεια, νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς δεχτεῖ. Δὲν εἶναι ζήτημα τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀπορρίψει! Τὸ θέμα εἶναι ὅτι θὰ ἀνακαλύψουμε ξαφνικὰ μὲ τρόμο, ὅτι δὲν ἔχουμε καμιὰ θέση στὸ βασίλειο τῆς Ἀλήθειας, στὸ βασίλειο τῆς τολμηρῆς Ἀλήθειας, τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἡρωικῆς ὀμορφιᾶς.
Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ· ἄς μὴν σκεφτόμαστε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν παράλυτος καὶ τοῦ ὁποίου ἡ πίστη ἐνεργοποίησε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ τον θεραπεύσει· ἄς σκεφτοῦμε τὴ δική μας παραλυσία.
Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες μου ὁμιλίες, ρωτήθηκα ἀπὸ κάποιον· «γιατί τὸ τελευταῖο σας κήρυγμα ἦταν τόσο αὐστηρό;» Μπορῶ να ἀπαντήσω μὲ κάθε τιμιότητα: ἐπειδὴ ἐπὶ μῆνες ἔψαχνα την ψυχή μου, ἦλθα ἀντιμέτωπος μὲ τὴ συνείδηση μου, καὶ βλέποντας μὲ τρόμο ὅτι ζῶ ἕνα ψέμα, ὅτι δὲν εἶμαι Χριστιανὸς σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι δὲν μὲ καταδικάζει μὸνο τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ μοιάζει νὰ εἶμαι σὰν Χριστιανὸς. Ναί, αὐτὸ ποὺ ἐννοῶ εἶναι αὐτὸ ποὺ νοιὼθω γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου· ἀλλὰ νοιώθετε παρόμοια πράγματα, ἀκόμα καὶ ἄν εἶστε ἀπείρως πιὸ ἄξιοι γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ ἐμένα; Δὲν νοιώθετε ὅτι, ὅλοι, περισσότερο ἤ λιγότερο, ἁμαρτάνουμε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅτι ὅλοι προδίδουμε τὸν ἑαυτό μας ποὺ καλεῖται νὰ γίνει ἀποκάλυψη τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, μιὰ ὁρατὴ εἰκόνα, μιὰ θεϊκὴ παρουσία ποὺ ἐνσαρκώνεται στὴν ψυχή, στὸ σῶμα, σὲ ἔργα καὶ λόγια, σὲ σκέψεις καὶ αἰσθήματα, σὲ προθέσεις καὶ ἀποτελέσματα- δὲν τὸ βλέπουμε αὐτό; Ἐγὼ τὸ βλέπω! Καὶ αὐτὸ ποὺ λέω δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἐξομολόγηση- ναὶ μιὰ ἐξομολόγηση ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους ἐσᾶς: αὐτὸ εἶναι ποὺ βλέπω στὸν ἑαυτό μου- ἐξετᾶστε τὸν ἑαυτό σας: ἴσως ἔχουμε ἀκόμα χρόνο νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ καὶ πραγματικοὶ ὅπως ὁ Θεὸς μᾶς θέλει, νὰ γίνουμε ὅ,τι ὀνειρεύεται γιὰ μᾶς ὁ Θεὸς, νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη Του ὄχι προδίδοντας τον ἑαυτὸ μας, ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ Ἐκεῖνον.
Καὶ ὑπάρχει ἐλπίδα· ὑπάρχει ἐλπίδα ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύει, ὁ Θεός ἔχει τὴ δύναμη νὰ συντρίψει τὴν παράλυση μας ἐὰν στραφοῦμε σ’ Ἐκεῖνον μὲ πίστη, ἐλπίδα καὶ κουράγιο! Ἀμήν.