ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού.
Ο Απόστολος Πέτρος, ήταν Ιουδαίος και ονομαζόταν Σίμων. Γεννήθηκε στην άσημη κώμη Βηθσαϊδά. Ο Πατέρας του ονομαζόταν Ιωνάς. Έζησε με φτώχεια και στερήσεις, αλλά σε περιβάλλον ευσέβειας. Οι γονείς του ανήκαν στους λιγοστούς πιστούς ευσεβείς Ιουδαίους της εποχής τους, οι οποίοι περίμεναν εναγώνια τον Μεσσία. Γράμματα έμαθε ελάχιστα, προφανώς γνώριζε μόνο γραφή και ανάγνωση. Αδελφός του υπήρξε ο πρωτόκλητος Ανδρέας.
Ο Πέτρος νυμφεύτηκε την κόρη του Αριστοβούλου, ανεψιά του Αποστόλου Βαρνάβα. Έκαμε δύο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη, των οποίων αγνοούμε τα ονόματα. Αγνοούμε επίσης και το όνομα της συζύγου του. Εγκαταστάθηκε στο σπίτι του πεθερού του στην Καπερναούμ και ασκούσε μαζί με τον αδελφό του τον Ανδρέα, το επάγγελμα του ψαρά στη λίμνη της Γενισαρέτ.
Μετά την σύλληψη του Ιωάννου του Βαπτιστού, ο Κύριος πήγε στα μέρη της Γαλιλαίας, για να κηρύξει το ευαγγέλιο της σωτηρίας. Εκεί συνάντησε τους περισσότερους από τους μαθητές του, ψαράδες το επάγγελμα, τους οποίους κάλεσε να γίνουν στο εξής «αλιείς ανθρώπων» ( Ματθ.4,20), συνεργοί Του στο έργο της σωτηρίας του κόσμου.
Ο ευσεβής και ενθουσιώδης Πέτρος πέταξε τα δίχτυα, από τους πρώτους, και Τον ακολούθησε πιστά. Λόγω του δυναμικού χαρακτήρα του και της ιδιαίτερης αφοσίωσής του στον Κύριο αξιώθηκε να έχει το προβάδισμα έναντι των άλλων αποστόλων και να ομιλεί συχνά εκ μέρους αυτών. Ομολόγησε πρώτος ότι ο Χριστός είναι «ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ.16,17). Ο Κύριος ξετίμησε αυτή την ομολογία, και τον διαβεβαίωσε πως πάνω σε αυτή την ομολογία πίστεως «οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν» (Ματθ.16,18).
Ακολούθησε το Χριστό πιστά σε όλη την τριετή δράση Του. Την ώρα της σύλληψής Του αντέδρασε βίαια. Τον ακολούθησε επίσης γεμάτος αγωνία και θλίψη στο ανίερο δικαστήριο του ιουδαϊκού ιερατείου, παρ’ όλο ότι σε μια στιγμή αδυναμίας και φόβου Τον αρνήθηκε, έστω και λεκτικά και γι’ αυτό μετάνιωσε πικρά και έκλεγε σε όλη του τη ζωή (Ματθ.26,75).
Αξιώθηκε να δει από τους πρώτους το κενό μνημείο και να διαπιστώσει την Ανάσταση του Χριστού. Το συγκλονιστικό αυτό το γεγονός τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Το φλογερό του κήρυγμα την ημέρα της Πεντηκοστής έκαμε να πιστέψουν τρεις χιλιάδες ψυχές, να βαπτιστούν και να ιδρυθεί έτσι η ιστορική επίγεια Εκκλησία του Χριστού.
Κατόπιν η ζωή και η δράση του υπήρξε θαυμαστή. Κήρυξε με ζήλο και θάρρος στην Παλαιστίνη και εδραίωσε την Εκκλησία και έκαμε άπειρα θαύματα για τη δόξα του Χριστού. Για τη δράση του διώχτηκε σκληρά από τους ομοφύλους του. Κατόπιν πήγε στη Αντιόχεια και ίδρυσε εκεί την τοπική Εκκλησία, μια από τις σημαντικότερες πρωτοχριστιανικές κοινότητες. Ύστερα περιόδευσε στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Βιθυνία, στον Πόντο, στην Ελλάδα.
Στην ορθόδοξη παράδοσή μας δεν υπάρχουν πληροφορίες για το τέλος του μεγάλου αυτού Αποστόλου. Το πιθανότερο είναι γέρος και κατάκοπος να βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην Αντιόχεια.
Υπάρχει βέβαια και η παπική παράδοση περί μεταβάσεως του Πέτρου στη Ρώμη, η οποία αμφισβητείται σοβαρά, επειδή στηρίζεται σε μεταγενέστερα πλαστά και ψευδεπίγραφα κείμενα, τα οποία χάλκευσαν οι παπικοί προκειμένου να στηρίξουν το αντιχριστιανικό παπικό πρωτείο εξουσίας σε ολόκληρη την Εκκλησία. Εμείς γνωρίζουμε, αποδεδειγμένα, πως ο πρώτος επίσκοπος Ρώμης υπήρξε ο Λίνος και όχι ο Πέτρος!
Σύμφωνα με αυτή την παράδοση ο Πέτρος κατέληξε στην πολυάνθρωπη Ρώμη. Ίδρυσε την τοπική εκκλησία και έγινε ο πρώτος επίσκοπός της. Κήρυττε νυχθημερόν και κατόρθωσε να μεταστρέψει πλήθος κατοίκων στον Χριστιανισμό. Την ίδια εποχή βρισκόταν στη Ρώμη και ο διαβόητος Σίμων ο μάγος, γνωστός από τις Πράξεις των Αποστόλων (κεφ. 8,9). Εκεί με τις διάφορες μαγγανείες και τα μαγικά κόλπα προκαλούσε τον θαυμασμό του πλήθους και γι’ αυτό απέκτησε πολλούς οπαδούς, οι οποίοι τον λάτρευαν για θεό. Ο Απόστολος Πέτρος τον ξεσκέπασε με τη δύναμη του Θεού και βρήκε φρικτό θαυματουργικό θάνατο!
Στα χρόνια εκείνα βασίλευε στη Ρώμη ο παράφρονας Νέρων, ένας από τους πιο μισητούς και αιμοδιψείς δικτάτορες της ιστορίας. Προκειμένου να αποποιηθεί τη ευθύνη από το έγκλημά του, την πυρπόληση της Ρώμης, το απέδωσε στους Χριστιανούς. Για να γίνει πιστευτός, κήρυξε σκληρό διωγμό κατά της νέας πίστεως. Χιλιάδες Χριστιανοί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε φρικτά μαρτύρια και στο θάνατο.
Ο Πέτρος έγινε ο κυριότερος στόχος των διωκτών. Γι’ αυτό και έκρινε σκόπιμο να φύγει κρυφά από την πόλη και να γλιτώσει. Καθώς βάδιζε βιαστικά την περίφημη Απία οδό είδε μπροστά του τον Κύριο, ο Οποίος τον ρώτησε «Quo Vadis?» δηλαδή «που πηγαίνεις;». Τότε ο ένθερμος Απόστολος κατάλαβε πως η φυγή του αυτή ισοδυναμούσε με νέα άρνηση του Χριστού. Γι’ αυτό με δάκρυα στα μάτια γύρισε πίσω και συνελήφθη και καταδικάστηκε σε σταυρικό θάνατο. Όταν οδηγήθηκε στο μαρτύριο παρακάλεσε τους δημίους του να τον σταυρώσουν ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω, διότι όπως είπε δεν θεωρούσε τον εαυτό άξιο να σταυρωθεί σαν τον αγαπημένο Δάσκαλο και Θεό του! Έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Χριστό, το δε αγιασμένο λείψανό του το περιμάζεψαν οι πιστοί και το έθαψαν σε τόπο έξω από την πόλη. Η σεπτή του μνήμη εορτάζεται στις 29 Ιουνίου, μαζί με τον κορυφαίο απόστολο Παύλο.
Ο Απόστολος Πέτρος έγραψε δύο Καθολικές Επιστολές. Η μεν πρώτη απευθύνονταν στους Χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας, η δε δεύτερη σε όλους τους Χριστιανούς. Μέσα από αυτές προσπαθεί να στηρίξει τους πιστούς στις θλίψεις που υφίστανται εξ’ αιτίας της πίστης των στον Ιησού Χριστό.
ΠΑΥΛΟΣ: Ο ΜΕΓΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
ΛΑΜΠΡΟΥ ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος δεν ανήκε στη χορεία των δώδεκα Αποστόλων. Δε γνώρισε τον Κύριο όσο ζούσε στη γη, αλλά αποκαλύφτηκε κατόπιν σε αυτόν και κλήθηκε να γίνει απόστολός Του, όντας αυτός πολέμιος της Εκκλησίας.
Γεννήθηκε γύρω στο 15 μ. Χ. στην Ταρσό της Κιλικίας από Ιουδαίους γονείς. Ονομαζόταν Σαούλ, έχοντας και το ρωμαϊκό όνομα Παύλος. Οι εύποροι γονείς του έδωσαν υψηλή παιδεία. Επίσης το αξιόλογο ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού επέδρασαν θετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ανήκε δε στην αίρεση των Φαρισαίων.
Γύρω στο 34 μ. Χ. βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ να σπουδάζει κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ. Ο νεαρός φαρισαίος Παύλος έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη διάσωση της θρησκείας του. Τον συναντούμε συμμέτοχο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου και λίγο αργότερα φανατισμένο διώκτη των Χριστιανών. Παρασυρμένος από τον υπέρμετρο ζήλου του και το μίσος του κατά των πιστών του Ιησού, ζήτησε από τον αρχιερέα να τεθεί επικεφαλής αποσπάσματος, που θα βάδιζε προς τη Δαμασκό, για να συλλάβει τους εκεί Ιουδαίους που είχαν γίνει Χριστιανοί και να τους σύρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ.
Όμως καθ’ οδόν είδε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον τύφλωσε. Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;». Ο τρομοκρατημένος Παύλος ρώτησε: «ποιος είσαι Κύριε;» και απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς τον οποίο εσύ διώκεις» (Παρξ.9,4-6). Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός συντάραξε τον Παύλο, μετανόησε και αφού μπήκε στην πόλη συναντήθηκε με τον επί κεφαλής της Εκκλησίας Ανανία, ο οποίος τον θεράπευσε θαυματουργικά από την τύφλωση, τον κατήχησε και τον βάπτισε.
Από τότε ο Παύλος έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ύστερα από μια επιμελή προετοιμασία ανέλαβε να εκχριστιανίσει τους εθνικούς, δηλαδή τους μη Ιουδαίους. Μετά την απόσυρσή του στην έρημο της Αραβίας και με συνοδεία του Βαρνάβα και του Μάρκου, ξεκίνησε το 48 μ. Χ. για την πρώτη αποστολική περιοδεία του. Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και ύστερα η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν εκκλησίες. Κατόπιν διάβηκαν στην Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στο Ικόνιο, τα Λύστρα, την Δέρβη και αλλού. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία. Σε όλες τις πόλεις ίδρυσαν τοπικές εκκλησίες. Μέσω της Αττάλειας επέστρεψαν στην Αντιόχεια.
Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48 μ. Χ.), η οποία έλυσε σοβαρά θέματα ιεραποστολής. Σε αυτή ο Παύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κατόρθωσε να πείσει ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και πως η χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο, που συντάσσεται με το Χριστό. Πως ο αναγκαστικός νόμος της Παλαιάς Διαθήκης παραχώρησε τη θέση του στην ελευθερία της χάρητος του Θεού.
Ύστερα με συνεργάτη του τον Σίλα αναχώρησε για την δεύτερη αποστολική περιοδεία του. Μέσω της Συρίας και Κιλικίας περιόδευσε τις πόλεις της Ασίας Δέρβη και Λύστρα. Εκεί συνάντησαν τον ευσεβή νέο Τιμόθεο, το οποίο πήραν και μαζί τους. Διάβηκαν την Φρυγία, την Γαλατία, έφτασαν στην Μυσία και ακολούθως στην Τρωάδα. Κατόπιν οράματος πέρασαν στην Μακεδονία και ίδρυσαν εκκλησίες στους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο, στην οποία έμειναν περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι του Ακύλα και της Πρισκίλας. Με το τέλος και της δεύτερης περιοδείας ο Παύλος έφτασε στην Έφεσο και από εκεί μέσω Καισάρειας στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια.
Σύντομα πραγματοποίησε την Τρίτη αποστολική περιοδεία του. Επισκέφτηκε την Γαλατία, την Φρυγία και κατέληξε στην Έφεσο, όπου έμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας και στηρίζοντας τους πιστούς. Μετά ήλθε στην Τρωάδα, πέρασε ξανά στους Φιλίππους, στην Θεσσαλονίκη, στην Βέροια, ίσως στην Ήπειρο και τερμάτισε στην Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες.
Μέσω Τρωάδος, Μιλήτου και Καισάρειας έφτασε και πάλι στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη. Ως ρωμαίος πολίτης, απαίτησε να δικαστεί στο αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης. Γι’ αυτό αναχώρησε δέσμιος ακτοπλοϊκώς για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κοντά στη νήσο Μελίτη ναυάγησε το πλοίο και βγήκαν στην ξηρά όπου κήρυξε και ίδρυσε και εκεί εκκλησία. Τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε.
Από την Ρώμη έπλευσε στην Κρήτη, όπου αφήκε επίσκοπο τον συνεργάτη του Τίτο, ανέβηκε στην Κόρινθο, στην Μακεδονία και επισκέφτηκε πιθανότατα την Νικόπολη της Ηπείρου το Φθινόπωρο του 66 μ. Χ., όπου και παραχείμασε. Μετά πέρασε και πάλι στην Ασία, όπου αφήκε τον Τιμόθεο, αφού τον κατέστησε επίσκοπο στην Έφεσο. Η τέταρτη και τελευταία περιοδεία του μεγάλου αποστόλου τερματίστηκε στην Ισπανία. Κατόπιν κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες κατέληξε στην Ρώμη. Οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε κηρύξει ο Νέρων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Παύλος κατέστη ο κύριος στόχος των ειδωλολατρών. Έτσι γύρω στο 67 μ. Χ. συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας έτσι το τιτάνιο ιεραποστολικό του έργο με το μαρτύριό του.
Ο μεγάλος αυτός Απόστολος μας άφησε και δεκατέσσερις επιστολές, οι οποίες κατέχουν σπουδαία θέση στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτές είναι: 1) Η προς Ρωμαίους, 2) προς Κορινθίους Α΄, 3) προς Κορινθίους Β΄ 4) προς Γαλάτας, 5) προς Εφεσίους, 6) προς Φιλιππησίους, 7) προς Κολασσαείς, 8) προς Θεσσαλονικείς Α΄, 9) προς Θεσσαλονικείς Β΄,10) προς Τιμόθεον Α΄,11) προς Τιμόθεον Β΄,12) προς Τίτον, 13) προς Φιλήμονα και 14) προς Εβραίους.
Η σεπτή του μνήμη εορτάζεται ομού με του άλλου κορυφαίου αποστόλου Πέτρου στις 29 Ιουνίου.