Το χρονικό της Άλωσης:

Την Τετάρτη 23 Μαΐου του 1453, οι ηρωικοί απεσταλμένοι ναυτικοί περνώντας μέσα από τον Οθωμανικό στόλο, φτάνουν στην Πόλη με άσχημα μαντάτα: Στον ορίζοντα δεν φαίνεται Δυτικό πανί.

Οι σύμβουλοι (σύντροφοι καλύτερα να πούμε) προτρέπουν τον Βασιλέα να φύγει.

Ο Ιουστινιάνης με την αγωνία του φίλου τον παρακαλεί να μπει σʹ ένα δικό του καράβι.

Ο Κωνσταντίνος όμως δεν είναι ένας συνηθισμένος πολιτικός άνδρας:

«Εάν έφευγα τι θα έλεγε για μένα η οικουμένη; Σας ικετεύω μην με παρακαλάτε να φύγω. Επιθυμώ να πεθάνω εδώ μαζί σας» απαντά.

Και απαντά στον Μωάμεθ:

«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ˙ κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»

Λόγια του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Δραγάτση Παλαιολόγου, του τελευταίου αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρώμης, προς τον Οθωμανό Μωάμεθ Β΄, που του ζητούσε την παράδοση της Πόλης με «αντάλλαγμα» τη ζωή του και όλα του τα πλούτη.

Από τα παράθυρα του παλατιού φτάνουν οι κραυγές των Οθωμανών. Ο Μωάμεθ τους τάζει γλέντι τριών ημερών εάν του φέρουν την Βασιλεύουσα κι εκείνοι υποδέχονται την υπόσχεση με ζητωκραυγές, χορούς και τυμπανοκρουσίες.

Ο Αυτοκράτορας δεν αντέχει άλλο: ξεσπά σε κλάματα για την Πόλη που χάνεται, προδομένη από “φίλους” και προπάντων διχασμένη…