1.
Τὸ θάρρος τῆς ἀγάπης.
Καραγιάννης Νικάνωρ, Ἀρχιμανδρίτης.
Τὸ θάρρος ποὺ πηγάζει καὶ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὑπερνικᾶ φόβους καὶ δισταγμούς, ἐμπόδια καὶ κινδύνους. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει μὲ τὸν πλέον εὔγλωττο τρόπο τὸ περιστατικὸ τῶν τολμηρῶν μυροφόρων γυναικῶν. Ἀψηφώντας φόβους καὶ κινδύνους «ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν». Ξεκινοῦν νύχτα, γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς ἐντάφιες τιμὲς στὸ νεκρό, ὅπως νόμιζαν, διδάσκαλό τους.
Ἀφοσίωση, τόλμη καὶ ἀγάπη
Μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς ἐκπλήσσει τὸ φρόνημα καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῶν μυροφόρων γυναικῶν, καθὼς ξεπερνοῦν τὶς φοβίες καὶ τὶς δειλίες τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ γυναικείου φύλου τους. «Φύσις ἀσθενὴς τὴν ἀνδρείαν ἐνίκησεν ὅτι γνώμη συμπαθὴς τῷ Θεῷ εὐηρέστησε», ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εὐαρεστήθηκε ἀπὸ τὴν ψυχική τους διάθεση ἔκανε τὴν ἀσθενικὴ γυναικεία φύση τους, νὰ ξεπεράσει τὴν ἀνδρική, τονίζει ὁ ὑμνογράφος. Καὶ ὅμως αὐτές οἱ ἡρωίδες τῆς πίστης γίνονται ταυτόχρονα τύπος καὶ εἰκόνα τῆς ἁπλῆς ἀνθρώπινης εὐαισθησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσίωσης καὶ ἀκλόνητης ἀγάπης. Ἡ διακριτική τους παρουσία εἶναι χαρακτηριστική. Βρίσκονται ἀθόρυβα στὴ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ. Στέκονται πλάι του στὶς τραγικὲς ὧρες τοῦ σταυρικοῦ πάθους «εἰστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφή τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ» (Ἰω. 19,25). Τότε ποὺ οἱ μαθητὲς Του Τὸν ἐγκατέλειψαν. Τότε ποὺ τράπηκαν σὲ φυγὴ καὶ Τὸν ἄφησαν μόνο. Ὅταν στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ἀποκοιμήθηκαν, ἐνῶ ὁ ἱδρώτας τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ γινόταν «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» λίγο πρὶν τὸ ἐπερχόμενο μαρτύριο. Ὅταν ὁ ἐνθουσιώδης καὶ παρορμητικὸς Πέτρος Τὸν ἀρνήθηκε καὶ ὁ ἀπογοητευμένος Ἰούδας Τὸν πρόδωσε.
Καὶ ὅμως ἡ γενναιότητα καὶ ἡ ἀφοσίωση τῶν μυροφόρων γυναικῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι συγκλονιστική, ἔστω καὶ ἂν τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει ἐλάχιστες μόνο φράσεις γιὰ αὐτές. Ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τους στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ δυναμισμοῦ τους. Ἀγαποῦν καὶ ἐμπιστεύονται. Ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους καὶ μέσα στὴν ἁπλότητά τους παραδίδουν τὸν ἑαυτό τους στὸν Χριστό. Πιστεύουν καὶ τολμοῦν. Τολμοῦν καὶ προχωροῦν. Ἄλλωστε ὅποιος πιστεύει γνωρίζει ὅτι «δύναται πάντα δρᾶν, καὶ αὐτὰ τὰ δοκοῦντα τοῖς πολλοῖς δυσχερῆ καὶ ἀκατόρθωτα», δηλαδὴ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει καὶ αὐτὰ ποὺ φαίνονται ἀκατόρθωτα. Ὑπερνικοῦν ἐμπόδια καὶ δυσκολίες καὶ ζοῦν τὸ θαῦμα τῆς ὑπέρβασης. Αὐτὲς ποὺ πόνεσαν τόσο πολὺ γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γίνονται πρῶτες μάρτυρες καὶ διάκονοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀνάστασής Του. Τὸ πιὸ πυκνὸ σκοτάδι εἶναι λίγο πρὶν ξημερώσει. Ἔτσι λοιπὸν στὸ σκοτάδι τῆς ὀδύνης τοῦ θανάτου, ἀνατέλλει τὸ φῶς τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ζωῆς. Οἱ μυροφόρες ζοῦν τὴ νύχτα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ πορεύονται μὲ πίστη καὶ θάρρος καὶ βλέπουν νὰ ξημερώνει ἡ μυστικὴ ἡμέρα τῆς ζωῆς.
Ἡ τόλμη καὶ τὸ θάρρος τῶν μυροφόρων
Ἡ τόλμη καὶ τὸ θάρρος τῶν μυροφόρων ἐλέγχει τὴ δειλία καὶ τὴν ἀτολμία μας στὴν πραγμάτωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀπαιτεῖται ψυχικὴ δύναμη καὶ θάρρος γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς πίστης στὴν ἐπικίνδυνη ἐποχή μας. Χρειάζεται θάρρος στὰ δύσκολα διλήμματα καὶ στὶς κρίσιμες ἐπιλογὲς τῆς ζωῆς μας ποὺ ἀποδεικνύουν τὴ γνησιότητα τῶν χριστιανικῶν μας ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν. Χρειάζεται τόλμη ποὺ κοστίζει πολλὰ γιὰ μία στάση ζωῆς ποὺ ἀντιστέκεται στὶς ποικίλες προκλήσεις τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν ὑποκύπτει στὸν τυραννικὸ ὀρθολογισμὸ καὶ δὲν παρασύρεται στὴν παραζάλη τοῦ παραλογισμοῦ καὶ τοῦ μηδενισμοῦ τοῦ καιροῦ μας. Χρειάζεται θάρρος, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τὴν ἡττοπάθεια κάθε πνευματικῆς προσπάθειας. Γιὰ νὰ μποροῦμε, ἀκόμη, νὰ πιστεύουμε, νὰ ἐλπίζουμε καὶ νὰ ἀγαπᾶμε σὲ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν πιστεύει ὀρθά, δὲν ἀγαπάει οὐσιαστικὰ καὶ ἔπαυσε πλέον νὰ ἐλπίζει πραγματικά.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι αὐτονόητο ὅτι τὸ θάρρος ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο ὅπλο τοῦ ἀνθρώπου στὸ δύσκολο ἀγώνα τῆς ζωῆς. Ἡ λογική τοῦ κόσμου ἰσχυρίζεται ὅτι, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴν ἀρετή, χρειάζεται νὰ ἐνισχύσουμε τὴν αὐτοπεποίθησή μας. Νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς δυνατότητές του. Νὰ ἔχουμε ψύχραιμη καὶ θετικὴ σκέψη. Νὰ ἰσχυροποιήσουμε τὴ θέληση καὶ τὸ χαρακτήρα μας, ὥστε νὰ μὴ δειλιάζουμε, νὰ μὴν πανικοβαλλόμαστε καὶ νὰ μὴ μεμψιμοιροῦμε μπροστὰ στοὺς κινδύνους καὶ τὰ προβλήματα. Ἡ πίστη καὶ ἡ στάση ζωῆς τῶν μυροφόρων μας λέει κάτι ἀκατανόητο γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται, ἡ ἀφοσίωση ποὺ προσφέρει εἶναι ἡ δύναμη τοῦ θάρρους ποὺ ξεπερνᾶ ἀκόμη καὶ τὴ σκιὰ καὶ τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ ὁδηγεῖ στὴ νίκη καὶ τὸ θρίαμβο τῆς ζωῆς. Ἀμήν.
2.
Ἡ τόλμη τῶν Μυροφόρων.
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Ἀπαράμιλλα παραδείγματα τόλμης μᾶς προβάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία τιμώντας τὴ μνήμη τῶν ἁγίων Μυροφόρων γυναικῶν, τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, τοῦ «νυκτερινοῦ» μαθητῆ τοῦ Κυρίου. Δύο ἄνδρες καὶ μία ὁμάδα γυναικῶν, μὲ κορυφαία τὴν Παναγία, τόλμησαν νὰ μεριμνήσουν γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ποὺ «πέπαυται τόλμα μαθητῶν», οἱ ὁποῖοι κρύβονται ἀποτυγχάνοντας στὶς ἐξετάσεις θάρρους, «ἀριστεύει» ὁ μέχρι τώρα «κεκρυμμέvος» μαθητὴς Ἰωσήφ. Μὲ κίνδυνο νὰ χάσει ὄχι μόνο τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τοῦ «βουλευτοῦ» ἀλλὰ καὶ τὴ ζωή του, «αἰτεῖται καὶ κηδεύει» τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο τῆς δόξης.
Μπορεῖ νὰ κλαπεῖ ἡ ἐλπίδα;
Ἀριστεῖα, βέβαια, αὐτῆς τῆς ἁγίας τόλμης παίρνουν καὶ οἱ ἅγιες Μυροφόρες, οἱ ὁποῖες σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἄλλους μαθητές, πλὴν τοῦ Ἰωάννη, ὄχι μόνο «συνακολούθησαν» τὸν Χριστὸ σὲ ὅλη τὴν πορεία τοῦ πάθους του ἀλλὰ καί, μετὰ τὴν ταφή του, ἦρθαν μὲ ἀρώματα στὸν τάφο νὰ θρηνήσουν καὶ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα του. Οὔτε ὁ φόβος τῶν Ἰουδαίων οὔτε ὁ δυσμετακίνητος λίθος τοῦ μνημείου τὶς ἀπέτρεψαν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐκδήλωση ἀγάπης πρὸς τὸν νεκρὸ Ἰησοῦ.
Ναί! Γι’ αὐτὲς δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἕνας νεκρός, ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε τὴ φυσικὴ πορεία φθορᾶς. Καὶ τὰ μύρα -ἐκτὸς ἀπὸ ἐκδήλωση τιμῆς πρὸς Αὐτὸν- τὰ εἶχαν πρῶτα αὐτὲς ἀνάγκη, γιὰ νὰ σταθοῦν στὸ λείψανό του, ὅσο μποροῦσαν περισσότερο. Καμία σκέψη γιὰ ἀνάσταση. Καμιὰ προδιάθεση καὶ καμία ἐλπίδα ὅτι θὰ τὸν ξαναδοῦν ζωντανό. Καὶ ὅταν «εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ», συνειδητοποιώντας ὅτι οὔτε νεκρὸ δὲν πρόκειται νὰ τὸν ξαναδοῦν, ἡ ἀπελπισία τους κορυφώθηκε· καὶ ξέσπασαν σὲ ὀδυρμούς: «Ποιὸς μᾶς ἔκλεψε τὴν ἐλπίδα; Ποιὸς πῆρε νεκρό, γυμνό, \”ἐσμυρνισμένον\”, ποὺ -ἔστω καὶ νεκρὸς- ἦταν ἡ μοναδικὴ παρηγοριὰ τῆς μητέρας του;» (Δοξαστικὸ Ἑσπερινοῦ).
Μὲ τέτοια θλίψη στὴν καρδιά, ποῦ νὰ θυμηθοῦν τὰ λόγια τοῦ θείου Διδασκάλου ὅτι «μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι», τὰ ὁποῖα -τί παράδοξο!- τὰ θυμήθηκαν μόνο οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. Τὰ θυμήθηκαν, βέβαια, ὄχι γιατί τὰ πίστεψαν, ἀλλὰ -«ὢ ἀφράστου ἀνοχῆς» Ἐκείνου!- γιὰ νὰ τὸν συκοφαντήσουν «ὡς πλάνον Θεὸν»· καὶ -ὢ τῆς ἀνοησίας ἐκείνων!- γιὰ νὰ ἀσφαλίσουν τὸν τάφο ἀπὸ φόβο κλοπῆς τοῦ νεκροῦ.
Γιατί ξεχνᾶτε;
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ἐπιπλήττει τὶς ἐπιλήσμονες Μυροφόρες ὁ «ἀστράπτων Ἄγγελος» ποὺ συναντοῦν στὸ μνῆμα: «Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;» (Λουκ. 24,5). Ποιὰ σχέση ἔχει ὁ ζωντανὸς μὲ τοὺς νεκρούς; «Μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν». Δὲν σᾶς εἶπε ὅτι τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ; Γιατί ξεχάσατε ὅσα σᾶς εἶπε; Καὶ ἡ γραφίδα τῶν Εὐαγγελιστῶν θὰ περάσει στὰ χέρια τῶν ὑμνωδῶν τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ χρωματίσουν μὲ συγκλονιστικὸ τρόπο τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου: «Γιατί ἀναμειγνύετε τὰ μύρα μὲ τὰ δάκρυά σας; Τὰ μύρα ταιριάζουν μόνο στοὺς νεκρούς. Ὄχι σ’ Αὐτόν. Αὐτός, ὡς Θεὸς ποὺ εἶναι, ἐξανέστη τοῦ μνήματος. Τελείωσε πιὰ ὁ καιρὸς τῶν θρήνων. Μὴν κλαῖτε».
Τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου δὲν στάθηκε ἀρκετὸ νὰ διώξει ἑξαρxῆς τὸν φόβο καὶ τὴν ἀμφιβολία ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν Μυροφόρων. Δὲν γέμισε ξαφνικὰ ἡ καρδιὰ τους ἀναστάσιμη χαρά. Εἶναι τόσο βαριὰ τὰ σκοτάδια τοῦ θανάτου, ποὺ δὲν φεύγουν τόσο εὔκολα, καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀδύναμες ἀνθρώπινες καρδιές, ποὺ ἔζησαν τόσο ἀπότομες καὶ ἔντονες μεταπτώσεις ἀπὸ τὸ ἕνα συναίσθημα στὸ ἄλλο. Μία τέτοια ἀνατροπὴ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὴν ἀφομοιώσει κάποιος.
Ὁ εὐεργετικὸς τρόμος
Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνες δὲν ἦταν ἀκόμα ἕτοιμες νὰ ὑπακούσουν στὸ ἀγγελικὸ πρόσταγμα καὶ νὰ γίνουν οἱ πρῶτες ἀγγελιοφόροι τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὸ ἄντεχε ἀκόμα ἡ καρδιά τους νὰ ἀρχίσουν τοὺς πανηγυρισμούς. Ἡ ἀπόλυτα λιτὴ περιγραφὴ τῆς πρώτης ἐπαφῆς τους μὲ τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης κλείνει μὲ ὠμὸ ρεαλισμό: «Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο γεμάτες τρόμο καὶ ἔκσταση. Καὶ δὲν εἶπαν τίποτε σὲ κανένα, γιατί ἦταν φοβισμένες».
Ποιὸς ἄραγε ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀκούσει καὶ νὰ πιστέψει τόσο παράδοξα καὶ συγκλονιστικὰ νέα, ὅταν στὴν πρώτη ἀπόπειρά τους νὰ τὰ κοινοποιήσουν στοὺς Ἀποστόλους (Λουκ. 24,11), ἐκεῖνοι ὄχι μόνο δυσπίστησαν ἀλλὰ καὶ χαρακτήρισαν τὰ λόγια τους «γυναικεῖες φλυαρίες καὶ φαντασιοπληξίες»;
Εἶναι τεράστια εὐεργεσία γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸ ὑπέροχο παράδειγμα τόλμης τῶν ἁγίων Μυροφόρων, τεκμήριο ἀγάπης «κραταιᾶς ὡς θανάτου» (Ἆ. Ἀσμ. 8,6) πρὸς τὸν Χριστό. Ἐξίσου μεγάλη ὅμως -ἔστω καὶ ἀκούσια- ἡ εὐεργεσία ἀπὸ τὸν «τρόμο» τους, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴ δυσπιστία τῶν μαθητῶν, στὸ πρῶτο «Χριστὸς Ἀνέστη» τοῦ ἀγγέλου. Αὐτὲς οἱ πρῶτες ἀνθρώπινες ἀντιδράσεις τους ἐνισχύουν τὴν πίστη μας στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς βεβαιώνουν ὅτι αὐτοὶ οἱ μετέπειτα διαπρύσιοι κήρυκές της δὲν εἶχαν καμία προδιάθεση, προσδοκία ἢ ἐλπίδα νὰ ζήσουν αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ γεγονός· καὶ γι’ αὐτὸ ἔγιναν οἱ πιὸ ἀπροκατάληπτοι καὶ ἀντικειμενικοὶ μάρτυρές του.
3.
Μή μου ἅπτου (Ἰωάν. κ´ 17)
Ἀντώνιος Ρωμαῖος, Ἀρχιμανδρίτης.
Τά σκηνικά πού πλαισιώνουν, ὡς πρόσωπα καί καταστάσεις, τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή (Ἰωάν. κ´ 17), μᾶς ὠθοῦν σέ πλούσια βιώματα ἀναγόμενα στή βαθύτερη σχέση μας μέ τόν Χριστόν. Σέ βιώματα ἐσώτερης πνευματικῆς καί μυστικῆς ζωῆς, ἀλλά καί βαθύτερου λατρευτικοῦ ἤθους.
Ἡ Μαγδαληνή Μαρία, στή δεδομένη χωροχρονική τομή, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ σύμβολο κάθε ἀνθρώπου «ἐκκλησιασμένου» σέ ἐπίπεδο ψυχικό, πού εὐτύχησε νά ἔχει πολυάριθμες, θερμές καί «καρποφόρες» σχέσεις μέ τόν Κύριο μέσα στήν ἐκκλησία Του, πού ὅμως μέσα στήν πορεία τῶν σχέσεών του πρός Αὐτόν κάποτε χάνει τήν «ἐπαφή» (ὁ Χριστός Σταυρώθηκε καί Ἐνταφιάστηκε) καί τή θρησκευτική «συναλλαγή», καί βλέπει ὅτι δέν κερδίζει τίποτε! Τότε παραπαίει μεταξύ ἐλπίδας καί ἀποκαρδίωσης, διατηρώντας συγχρόνως, «μπλοκαρισμένα» κάπως, ὅλα τά αἰσθήματα λατρείας καί ἀφοσίωσης στό μή βλεπόμενο πιά πρόσωπό Του.
Ἐξακολουθεῖ καί «πηγαίνει στήν Ἐκκλησία» Του, ὅπως ἡ Μαγδαληνή Μαρία παρέμενε στό «κενό» πιά μνημεῖο Του, ἐπιθυμώντας μίαν ἀναζωογόνηση κερδοφόρου σχέσης μέ τόν Χριστόν, ἀκούοντας τά κηρύγματα τοῦ Θείου λόγου, ἀναστρεφόμενος τούς ἁγίους καί τούς πιστούς, ὅπως ἡ Μαγδαληνή Μαρία τούς ἀγγέλους πλησίον τοῦ κενοῦ μνημείου. Βοηθεῖται, μέ μιά τέτοια προσπάθεια, νά ζήσει τό πένθος του γιά τή «χαμένη σχέση» καί νά τό ἐκφράσει (Γύναι τί κλαίεις, τίνα ζητεῖς; Ὅτι ἦραν τόν Κύριόν μου τοῦ τάφου καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν).
Τότε ἀκριβῶς, πού θρηνεῖται ἡ ἄγνοια καί μεγεθύνεται ὁ σπαραγμός γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἐπιθυμητοῦ, ὁ Ἰησοῦς κρίνει ὅτι μπορεῖ, μέ μιά ἄμεση ἀλλά ὄχι καί χειροπιαστή μέθοδο, νά προκαλέσει μιά διαλογική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, χωρίς ὅμως καί νά τοῦ δώσει τήν δυνατότητα ἀνανέωσης τῆς «ἐπαφῆς», στό ἐπίπεδο πού λειτουργοῦσε κατά τό παρελθόν (μή μου ἅπτου), ἀλλά προκαλώντας τον νά κοινωνήσει, τήν ἀλήθεια τῆς ἀνάστασής Του μέ τούς ἄλλους, τού φοβισμένους καί προβληματισμένους Μαθητές Του, καί περιμένοντας τήν ἀνάβασή Του σέ νέο πνευματικό – τουλάχιστον πνευματικώτερο – ἐπίπεδο, στό «Ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς» μέ τήν κάθοδο τοῦ Παρακλήκου Πνεύματος, ὅπου θά κατανοήσει τούς λόγους «πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Τότε πιά θά μπορεῖ νά κατανοήσει καί νά ἐπιθυμήσει νά ζήσει τό «…ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ», θά μπορεῖ νά συνεργασθεῖ γιά τήν ἔνταξη τῆς ὑπόστασης του στήν ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, θά λαχταρᾶ τή Χριστοείδεια καί ὄχι τή ἰδιοτελῆ θρησκευτική συναλλαγή!
Ὅλη αὐτή τή «γκάμμα» τῶν πνευματικῶν «μεθηλικιώσεων», κάθε πιστός, ἀκόρεστος γιά πρόοδο πνευματική, ὀφείλει νά τήν περάσει μέ ἐπιτυχία καί ὑπαρκτική γνησιότητα.
4.
Φωτεινοὶ καρποὶ ἑνὸς πειρασμοῦ.
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Ὁ λαός μας, γιὰ νὰ μὴν ἀποθαρρύνεται ὅταν παρουσιάζεται μία δυσκολία, λέει τὴν αἰσιόδοξη φράση: «κάθε ἐμπόδιο γιὰ καλό». Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης τὸ ἔλεγε πιὸ πετυχημένα: «Ὅπου ὀργώνει ὁ διάβολος, σπέρνει ὁ Θεός». Καί, φυσικά, ὅσο πιὸ γόνιμο εἶναι τὸ χωράφι, τόσο πιὸ πολλοὺς καρποὺς θὰ κάνει. Προφανῶς τὸ «χωράφι» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἦταν ἀρκετὰ γόνιμο. Ἔτσι, μὲ τὸ πρῶτο «ὄργωμα» τοῦ διαβόλου, πρόλαβαν οἱ «καλοὶ γεωργοὶ» ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ἔσπειραν σπορὰ ἐκλεκτή, ποὺ ἔδωσε πλούσια καρποφορία.
Τὸ δυσάρεστο εἶναι ὅτι τὸ πειρασμικὸ ὄργωμα, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἐντὸς καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἑλληνόφωνοι Ἑβραῖοι χριστιανοὶ ποὺ ἦταν ἀπὸ ξένα μέρη ἄρχισαν νὰ διαμαρτύρονται ἐναντίον τῶν ντόπιων Ἑβραίων χριστιανῶν ποὺ μιλοῦσαν ἀραμαϊκά, διότι παραμελοῦσαν τὶς χῆρες τῶν πρώτων στὴν καθημερινὴ διανομὴ τροφῶν καὶ ἐλεημοσυνῶν. Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἡ δυσλειτουργία αὐτὴ μᾶλλον δὲν ὀφειλόταν σὲ κακὴ πρόθεση ἀλλὰ σὲ ραθυμία τῶν διαχειριστῶν. Ἡ συνετὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους ἔφερε τοὺς ἑξῆς φωτεινοὺς καρπούς:
Θεοδίδακτες προτεραιότητες
α. Ἀνέδειξε τὴν προτεραιότητα τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ κηρυκτικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας ἔναντί τοῦ «διακονεῖν τραπέζαις» καὶ γενικότερα τῆς λεγόμενης «κοινωνικῆς προσφορᾶς». Μὲ τὴν προσευχὴ μιλᾶμε στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ κήρυγμα μᾶς μιλάει ὁ Θεός. Αὐτὴ ἡ ἀμφίδρομη ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιὰ μία προτεραιότητα, τὴν ὁποία ἐπανειλημμένα τόνισε ὁ Χριστός. Ἐπέπληξε τὸν περισπασμὸ τῆς Μάρθας «περὶ πολλὴν διακονίαν» καὶ ἐπαίνεσε τὴ Μαρία, ἡ ὁποία διάλεξε «τὴν ἀγαθὴν μερίδα» ἀκούγοντας τὰ λόγια του. Παρόμοια «ψυχρολουσία» δέχθηκαν κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ζητοῦσαν μόνο ἐπειδὴ ἔφαγαν «ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθησαν»· τοὺς παρότρυνε νὰ ἐργάζονται ὄχι «τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην» ἀλλὰ «τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 6,26), δηλαδὴ τὸ Εὐαγγέλιό του.
Ὅλους αὐτοὺς ποὺ τὸν προτιμοῦσαν «ὑπουργὸ Κοινωνικῆς Πρόνοιας», τοὺς ἀπογοήτευσε οἰκτρὰ καὶ τοὺς ἔκανε νὰ ἀπομακρυνθοῦν τρέχοντας, ἀποκαλύπτοντάς τους σκληρὲς (Ἰω. 6,60) ἢ τουλάχιστον παράξενες γι’ αὐτοὺς ἀλήθειες· δηλαδὴ ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», ὅτι αὐτὸς ὁ Ἄρτος εἶναι ἡ Σάρκα του καὶ ὅτι ὅποιος δὲν φάει τὴ Σάρκα του καὶ δὲν πιεῖ τὸ Αἷμα του δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μέσα του ζωή. Τὶς δεσποτικὲς αὐτὲς ἐπιταγὲς ἀκολουθώvτας οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκριναν ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀφήσουν τὴ λατρεία καὶ τὸ κήρυγμα καὶ νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ συσσίτια· γι’ αὐτὸ πρότειναν στοὺς πιστοὺς νὰ ἐκλέξουν ἑπτὰ ἀδιάβλητα πρόσωπα γεμάτα σύνεση ἀλλὰ καὶ βαθιὰ εὐσέβεια, γιὰ νὰ ἀναλάβουν αὐτὴ τὴ διακονία.
«Μὴ κατακυριεύοντες τῶν κλήρων»
β. Ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ «δημοκρατικοῦ» μέτρου εἶναι ὁ δεύτερος καρπὸς τῆς σωστῆς διαχείρισης τοῦ ἀναφανέντος προβλήματος. Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ τὰ μοντέλα διακυβέρνησης ἦταν ἀπολυταρχικὰ ἀκόμη καὶ σὲ θρησκευτικὲς κοινότητες, ἡ πρόταση τῶν Ἀποστόλων σαφῶς ἀποτελεῖ, ἂν μὴ τί ἄλλο, ἐκκωφαντικὴ καινοτομία. Ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Πέτρος θὰ καταθέσει καὶ γραπτὸ τὸ πνεῦμα αὐτῆς τῆς ποιμαντικῆς, συνιστώντας στὴν Α\’ Καθολικὴ Ἐπιστολή του στοὺς πρεσβυτέρους: «Νὰ ποιμαίνετε τὸ ποίμνιο ποὺ σᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ καταπιέζετε τοὺς πιστούς, ἀλλὰ ἐσεῖς νὰ γίνεσθε πρότυπα ἀρετῆς ἀξιομίμητα…• καὶ κρατῆστε τὴν ταπεινοφροσύνη τόσο καλά, σὰν νὰ τὴν ἔχετε κουμπώσει ἐπάνω σας…» (Α\’ Πέτρ. 5,3). Μὲ τέτοιο ταπεινὸ φρόνημα ἀλλὰ καὶ πολλὴ διάκριση οἱ Ἀπόστολοι ἐμπιστεύονται τὴ γνώμη καὶ τὴν ψῆφο τοῦ ποιμνίου τους γιὰ μία τόσο σημαντικὴ ἐκλογή, διαφυλάσσοντας τὸ δικό τους κύρος ἀπρόσβλητο ἔναντι κάθε ἐπίκρισης γιὰ προσωποληψίες, κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα Ἰωάννη.
Οἱ Ἑπτὰ καὶ ὁ κορυφαῖος
γ. Φυσικὰ οἱ πιὸ χειροπιαστοὶ καρποὶ τῆς συνετῆς ἀντιμετώπισης τοῦ ἀναφερθέντος γογγυσμοῦ εἶναι τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα τῶν ἐκλεγέντων ἑπτὰ Διακόνων, μὲ κορυφαῖο τὸν μετέπειτα Πρωτομάρτυρα ἅγιο Στέφανο, «ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου». Ὁ ὅρος «διάκονοι» δὲν εἶχε τὴ σημασία τοῦ σημερινοῦ πρώτου βαθμοῦ τῆς ἱεροσύνης· ὁρίσθηκαν κατ’ ἀρχὴν γιὰ τὴ συγκεκριμένη φιλανθρωπικὴ διακονία, ἀλλὰ μετέπειτα ἀναπληροῦσαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ στὸ πνευματικὸ ἔργο τῆς διακονίας τοῦ λόγου.
Σ’ αὐτὴ τὴ διακονία κατέλαβε ἐπίσης τὰ πρωτεῖα ὁ ἅγιος Στέφανος· oι φανατικοί τῆς συναγωγῆς ποὺ πῆγαν νὰ ἀντικρούσουν τὴ διδασκαλία του, δὲν κατάφεραν νὰ ἀντισταθοῦν στὴ σοφία του· ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπολογία του, ὅταν τὸν συνέλαβαν, ἀποτελεῖ μνημεῖο κηρυκτικοῦ λόγου καὶ μετὰ παρρησίας μαρτυρίας τῆς πίστης- μάλιστα ὁ ἅγιος Στέφανος ἀξιώθηκε -μιμούμενος τὸν κηρυττόμενο Χριστὸ- νὰ ἐπισφραγίσει τὸ τελευταῖο του κήρυγμα ὄχι μόνο μὲ μαρτυρικὸ θάνατο ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προσευχὴ γιὰ συγχώρηση τῶν φονέων του: «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Σίγουρα δὲν ὑπάρχει λαμπρότερο στεφάνι γιὰ μία τόσο θεοφιλῆ διακονία. Ἔτσι αὐτὸς ποὺ ξεκίνησε διακονώντας «τραπέζαις», «ἐτελειώθη» τρέφοντας μὲ τὸ θυσιαστικὸ του παράδειγμα καὶ τὶς μαρτυρικές του πρεσβεῖες ὄχι μόνο τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τοὺς διῶκτες του.
Μὲ τέτοιους «πνευματικοὺς ἑστιάτορες» πὼς νὰ μὴν «ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν» καὶ πῶς νὰ μὴν «ηὔξανε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ»; Καὶ τὸ περίεργο εἶναι, λέει τὸ χρυσὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι αὐτὴ ἡ αὔξηση ἔγινε ὄχι πρὶν ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐμφάνιση τῶν πειρασμῶν. Δὲν τοὺς σκανδάλισαν οὔτε οἱ ἀπειλὲς καὶ οἱ διωγμοὶ ἀπὸ τοὺς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε οἱ γογγυσμοὶ ἀπὸ τοὺς ἐντός. Καὶ μάλιστα αὐτὰ συνέβαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα, στὸν τόπο ὅπου ὁ Χριστὸς καταδικάσθηκε καὶ σταυρώθηκε. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπαληθευόταν ἔτσι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ὅταν ὑψωθῶ, πάvτας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν».
5.
Ἀλλοίμονο στὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ὄχλου.
Διονύσιος Ψαριανός, Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)
Κυριακὴ Μυροφόρων.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ σήμερα τὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ φρόντισαν γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν ἄλλων ἐκείνων ποὺ ξεκίνησαν γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσουν τὶς τελευταῖες ἐντάφιες τιμές, ὅπως τὸ συνήθιζαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι ὁ Ἰωσὴφ καὶ μαζί του ὁ Νικόδημος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Οἱ δύο ἄνδρες φροντίσανε νὰ ἐνταφιάσουν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, κι οἱ τρεῖς γυναῖκες πῆγαν τὴν τρίτη ἡμέρα τὸ πρωὶ γιὰ νὰ τὸν ἀλείψουν μὲ ἀρώματα. Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας γλώσσα τώρα πῶς γιὰ ὅλα αὐτὰ μᾶς ὁμιλεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, βουλευτὴς καὶ ἄνθρωπος μὲ ὑπόληψη, ποὺ κι αὐτὸς πρόσμενε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε καὶ παρουσιάσθηκε στὸ Πιλάτο καὶ ζήτησε νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος θαύμασε ὅτι πέθανε κιόλας ὁ Ἰησοῦς, κι ἀφοῦ προσκάλεσε τὸν ἀξιωματικό, τὸν ρώτησε ἂν εἶχε πολλὴ ὥρα ποὺ πέθανε. Κι ὅταν βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ἀξιωματικό, χάρισε τὸ σῶμα στὸν Ἰωσήφ. Κι ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ἀγόρασε σάβανο, κατέβασε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὸ σταυρό, τὸν τύλιξε στὸ σάβανο, τὸν ἐνταφίασε σ’ ἕνα μνημεῖο, ποὺ ἦταν σκαμμένο μέσα σὲ βράχο κι ἔσυρε μία πέτρα μπροστὰ στὴ θύρα τοῦ μνημείου.
Ὅταν γίνονταν αὐτά, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν κι ἔβλεπαν ποῦ ἐνταφιάζεται ἡ Ἰησοῦς. Κι ὅταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου κι ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ ’ρθουν καὶ νὰ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦ. Καὶ τὴν αὐριανή, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ξεκίνησαν πολὺ πρωὶ κι ἔρχονταν στὸ μνημεῖο, κι ἔφτασαν ἐκεῖ μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους· «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσει τὴν πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου;». Καὶ καθὼς σήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν πὼς ἦταν ἀποκυλισμένη ἡ πέτρα κι ἦταν μία πέτρα πολὺ μεγάλη. Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, εἶδαν ἕνα λευκοφορεμένο νέο νὰ κάθεται στὰ δεξιά, κι ἀπὸ τὸ φόβο τους τὰ ἔχασαν. Κι ὁ νέος τοὺς λέγει· «Μὴν τρομάζετε καὶ μὴν τὰ χάνετε. Τὸ ξέρω πὼς ζητεῖτε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, ποὺ τὸν σταύρωσαν. Ἀναστήθηκε δὲν εἶναι ἐδῶ· νὰ ὁ τόπος ποὺ τὸν ἔβαλαν. Μὰ πηγαίνετε καὶ πέστε στοὺς μαθητές του καὶ στὸ Πέτρο, πὼς πηγαίνει μπροστὰ ἀπὸ σᾶς στὴ Γαλιλαία· ἐκεῖ θὰ τὸν δῆτε, καθὼς σᾶς τὸ εἶπε». Καὶ οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο κατατρομαγμένες καὶ σαστισμένες, κι ἀπὸ τὸ φόβο τους δὲν εἶπαν σὲ κανέναν τίποτε.
Ἔτσι μᾶς ὁμιλεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, πρῶτα γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς πρέπει νὰ προσέξουμε στὴ πράξη τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἄνθρωπος μὲ ἀξίωμα καὶ μὲ ὑπόληψη. Ἦταν ὅμως κι ἄνθρωπος εὐσεβής. Ἡ εὐσέβειά του λοιπὸν τοῦ ἔδωσε τὸ θάρρος νὰ παρουσιαστεῖ στὸ Πιλάτο καὶ νὰ ζητήσει γιὰ νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅλοι, ἄρχοντες καὶ λαός, ξεσηκώθηκαν καὶ ζήτησαν τὸ θάνατο τοῦ ἀναμάρτητου, καὶ μάλιστα ἕνα θάνατο ἐπώδυνο καὶ ἀτιμωτικό, χρειαζότανε πραγματικὰ θάρρος καὶ τόλμη γιὰ νὰ φροντίσει κανεὶς γιὰ τὸ νεκρὸ αὐτοῦ τοῦ κατάδικου. Ἡ πράξη τοῦ Ἰωσὴφ μᾶς λέγει πώς, ὅταν εἶναι νὰ ἐκτελέσουμε ἕνα ἱερὸ χρέος, δὲν πρέπει νὰ ὑπολογίζουμε τί μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ τί μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει ὁ κόσμος. Καὶ τί καταλαβαίνει δὰ πολλὲς φορὲς ὁ κόσμος; Ὅταν οἱ δημαγωγοὶ κατεβάζουν τὸ λαὸ καὶ τὸν κάνουν ὄχλο, τότε τί καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι; Ὅ,τι καταλάβαιναν ἐκεῖνοι, ποὺ ἄφηναν ἐλεύθερο τὸ Βαραββὰ καὶ φώναζαν γιὰ τὸ Χριστό• «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»!. Καὶ συμβαίνει πολλὲς φορές, γιὰ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων, νὰ μένει ἕνας μόνος του μάρτυρας τῆς ἀλήθειας μέσα σ’ ἕναν ὄχλο φανατισμένο καὶ τυφλό. Ἔτσι μόνος ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἀπέναντι στὸ μαινόμενο ὄχλο, κι ὅταν οἱ ἄλλοι πῆγαν ἥσυχοι νὰ κοιμηθοῦν, μόνοι βρέθηκαν δύο ἄνδρες, γιὰ νὰ θάψουν τὸ θεῖο σῶμα τοῦ Λυτρωτῆ καὶ νὰ σώσουν τὴν τιμὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἀλλοίμονο στὸν κόσμο, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ὄχλου! Καὶ χαρὰ σ’ ἐκείνους, ποὺ δὲν φοβήθηκαν τὴ κατακραυγὴ τοῦ λαοῦ, τοῦ λαοῦ ποὺ τὸν διέφθειραν οἱ δημαγωγοὶ καὶ τὸν ἔκαναν ὄχλο! Αὐτοὶ εἶναι πράγματι θαρραλέοι καὶ ἡρωικοί. Μπορεῖ νὰ τοὺς ἀνατρέψει καὶ νὰ τοὺς πατήσει ὁ ὄχλος, μὰ αὐτοὶ δὲν τοῦ κάνουν τόπο νὰ περάσει. Κι ἀκόμα τρὶς χαρὰ σ’ ἐκείνους, ποὺ ὅταν ὁ ὄχλος τοὺς καταριέται αὐτοὶ εὐλογοῦν.
Ἔπειτα τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴν τολμηρὴ πράξη τῶν τριῶν μυροφόρων γυναικῶν. Εἶναι κι αὐτὴ μία πράξη, ποὺ τὴν ἐμπνέει ἡ ἀγάπη κι ἡ ἀφοσίωση στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλὲς δυσκολίες εἴχανε νὰ ὑπερνικήσουν οἱ τρεῖς γυναῖκες· τοὺς ἄρχοντες, τὸ λαό, τὴ στρατιωτικὴ φρουρὰ καὶ τὴν πέτρα τοῦ μνημείου. Δὲν λογάριασαν τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ καὶ μόνο τὴ τελευταία στιγμὴ θυμήθηκαν τὴν πέτρα. Ποιὸς θὰ τραβοῦσε τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου; Μὰ ἡ πέτρα βρέθηκε τραβηγμένη καὶ Ἄγγελος Κυρίου καθότανε στὰ δεξιὰ μέσα στὸ μνημεῖο. Αὐτὸς ἀνάγγειλε στὶς μυροφόρες γυναῖκες τὴν Ἀνάσταση. Εἶναι τάχα μία τυχαία σύμπτωση, ὅτι δηλαδὴ γυναῖκες ἄκουσαν πρῶτες τὸ μήνυμα τῆς Ἀνάστασης κι ἐκεῖνες τὸ μετέφεραν στοὺς Ἀποστόλους; Ὅμως σύμπτωση καὶ τύχη δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι γίνεται στὸ κόσμο γίνεται κατὰ ἕνα λόγο πνευματικό, ποὺ ἔχει τὴ ρίζα του μέσα στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς λόγος δὲν εἶναι βέβαια ἐκεῖνο ποὺ μάθαμε νὰ λέμε φυσικὸ νόμο. Ὁ φυσικὸς νόμος εἶναι δουλεία, ἡ δουλεία τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ ἀποτελέσματος. Ὁ πνευματικὸς λόγος εἶναι ἔξω ἀπὸ κάθε ἔννοια καταναγκασμοῦ, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς προσωπικῆς εὐθύνης. Πίσω ἀπὸ τοὺς λεγόμενους φυσικοὺς νόμους πρέπει πάντα νὰ ἀναζητοῦμε τοὺς πνευματικοὺς λόγους, τὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Σύμπτωση καὶ τύχη δὲν εἶναι ποὺ μὲ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου στέκει ὁ κόσμος καὶ κινεῖται στὴν ἱστορική του πορεία. Πῶς θὰ μποροῦσαν τώρα νὰ μὴν εἶναι γυναῖκες οἱ Ἄγγελοι τῆς Ἀνάστασης; Αὐτὲς κινήθηκαν ἀπὸ κάποια δική τους προαίρεση καὶ δύναμη καὶ πῆγαν στὸ μνημεῖο. Ἔπειτα ἡ γυναίκα, ποὺ πρωτοστάτησε στὴ πτώση, πρωτοστατεῖ καὶ τώρα στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, ἀπὸ τὴ Γέννηση μέχρι τὴν Ἀνάσταση.