Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου.

Λέει τὸ ρητό: «νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ οὐράνια χαρίσματα λαβών». Τί ὡραία, τί παρηγορητικὰ λόγια ποὺ εἶπαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιὰ νὰ μᾶς ἱκανοποιήσουν! Ἔφεραν πρῶτα πρῶτα τὴ νηστεία, τὴ μητέρα τῶν ἀρετῶν, γιὰ νὰ μᾶς προθυμοποιήσουν· κατόπιν τὴν ἀγρυπνία καὶ ἔπειτα τὴν προσευχή.

Νηστεία θὰ πιάσουμε καὶ ἐμεῖς, ἀδελφές· νὰ παύσουν πιὰ οἱ θόρυβοι· νὰ παύσουν οἱ φασαρίες καὶ οἱ ταραχὲς αὐτῆς τῆς ἀνόητής τῆς κοιλιᾶς. Ἔφθασαν οἱ ἡμέρες τῆς νηστείας· τῆς καλῆς νηστείας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ζητήσει ὁτιδήποτε ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει νὰ νηστέψει, γιὰ νὰ τοῦ τὸ δώσει. Εἶναι τόσο ἱκανοποιητική, τόσο ἀποτελεσματικὴ ἡ νηστεία. Καταπραΰνει τὰ νεῦρα, καταπαύει τὰ πάθη, ἀποθηκεύει τὴν ὑπομονὴ μέσα στὴν καρδιά, καθαρίζει τὸν νοῦ, ἀδυνατίζει τὶς συγχύσεις καὶ τὰ σκάνδαλα· διότι κάθε σύγχυση καὶ ταραχὴ παύει, ὅπου γίνεται ἡ νηστεία. Διώκεται ἡ λογομαχία, φεύγει ἡ πολυλογία, καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατανυκτικός, γίνεται πράος, σιωπηλὸς καὶ δυσκολοκίνητος στὸ νὰ λέει. Διότι ἡ ἐγκοπὴ τοῦ φαγητοῦ δὲν δίνει διάθεση στὴ γλώσσα νὰ ὁμιλεῖ· ἔστω καὶ καλὰ λόγια· καὶ αὐτὰ ἀκόμα βαρύνεται νὰ τὰ πεῖ. Μόνο καταγίνεται ἡμέρα καὶ νύκτα νὰ ἱκετεύει τὸν Θεό· διότι κατόπιν ἀπὸ τὴ νηστεία θὰ ἔλθει ἡ ἀγρυπνία καὶ κατόπιν ἡ προσευχή.

Δὲν λησμονεῖ ὁ νηστευτὴς καμία ἀρετή· διότι ἡ νηστεία θὰ τὰ φέρει ὅλα. Ἡ νηστεία μαραίνει ὅλα τὰ πάθη· ἀποφεύγει τοὺς περιπάτους καὶ τὰ πεζοδρόμια· δὲν ἐπιθυμεῖ τὶς συνομιλίες· ὁμιλῶ γιὰ καλογέρους, γιὰ ἐδῶ μέσα λέω· διότι γιὰ τὸν ἄλλον κόσμο δὲν ἔχω νὰ πῶ τίποτα. Ὅταν πεινᾶ ἡ κοιλιά, ἀφήνει τὸ στόμα νὰ ὁμιλεῖ; Ἀφήνει τὰ μάτια νὰ μετεωρίζονται καὶ νὰ περιεργάζονται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ; Ἀφήνει τὰ αὐτιὰ ἐλεύθερα νὰ ἀκροάζονται; Ὄχι! Ἀλλὰ θέλει ὁ ἄνθρωπος ὅλο νὰ ἡσυχάζει· ὅλα τὰ μέλη νὰ εἶναι ἤρεμα καὶ γαλήνια· τότε θὰ ἔλθει καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτὸ λέει: «νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβών». Κανένα πράγμα δὲν κάνει κέφι στὸν νηστευτή. Ἡ νηστεία ταπεινώνει τὸ σῶμα καὶ ἡσυχάζει τὸ πνεῦμα· ἡ ἀγρυπνία λεπταίνει τὸν νοῦ καὶ τὸν κάνει νὰ σκέπτεται ὅλο τὰ οὐράνια. Στὴν ἀγρυπνία ἀκολουθεῖ ἡ προσευχή, ἡ ὁποία ἱκετεύει, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Καὶ ἐγώ, μὲ αὐτὸ τὸ βρωμισμένο καὶ ἀχρεῖο σῶμα ποὺ βλέπετε ἐμπρός σας, τὰ δοκίμασα καὶ τὰ εἶδα αὐτὰ ἕνα καιρό. Οὔτε νὰ ὁμιλεῖ ἔχει κέφι αὐτὸς ποὺ νηστεύει, οὔτε νὰ κοιμᾶται οὔτε γιὰ κανένα ἄλλο πράγμα φροντίζει· μόνο σκέπτεται, μόνο φωτίζεται, πῶς νὰ βρεῖ τρόπους, γιὰ νὰ ἐξιλεώσει τὸν Θεό.

Αὐτὰ τὰ τρία ἁρμόζουν σ’ ἐμᾶς, ἀδελφές, νὰ τὰ ἐργαζόμαστε: νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, γιὰ νὰ λάβομε οὐράνια χαρίσματα. Ἄλλο δὲν γυρεύεις, ὅταν ἔχεις αὐτά, παρὰ μόνο νὰ βρεῖς κανένα καντουνάκι νὰ καθίσεις ἕνα κουβαράκι, μὲ δεμένα χέρια, μὲ συμμαζεμένο νοῦ καὶ σῶμα καὶ νὰ φωνάζεις ἐνδομύχως: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ». Μέρα-νύκτα αὐτὰ ζητεῖ ἡ νηστεία. Πάλι, ἂν φᾶς καλὰ καὶ χορτάσεις τὴν κοιλιά σου, δὲν ἔχει παρὰ νὰ βαρύνεις καὶ νὰ σοῦ ἔλθει ὕπνος. Κοιλιὰ γεμάτη δὲν κατορθώνει καμία ἀρετή.

Αὐτὰ ὅλα τὰ ξέρετε σεῖς καλύτερα ἀπὸ μένα· ἀλλὰ θέλω νὰ σᾶς δώσω κάποια προθυμία, θέλω νὰ σᾶς δυναμώσω· διότι φθάσαμε στὴ νηστεία, ἀδελφές· θὰ πληθύνουν οἱ ἀγρυπνίες, θὰ πληθύνουν οἱ προσευχές, καὶ θέλω νὰ σᾶς σκουντήσω, τρόπον τινά, γιὰ νὰ προβεῖτε σ’ αὐτά. Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι κανένα ἔργο κοπιαστικό· δὲν εἶναι νὰ κτυπᾶς τὰ χέρια σου καὶ τὰ πόδια σου καὶ νὰ κουράζεις τὸ σῶμα σου· εἶναι μια εργασία ἐσωτερική· εἶναι μία κατάνυξη θερμή τῆς ψυχῆς. Χρειάζεται ὅμως ἡ προσευχὴ νὰ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴ νηστεία καὶ μὲ τὴν ἀγρυπνία· ἕνα σῶμα νὰ εἶναι. Θὰ μᾶς πολεμήσει ὅμως ὁ σατανᾶς σ’ αὐτά, καὶ ἀλίμονο, ἂν μᾶς κυριεύσουν τὰ ἐναντία. Διότι ἡ νηστεία μαραίνει τὰ πάθη, ἡ ἀγρυπνία τὰ νεκρώνει καὶ ἡ προσευχὴ δίνει φτερὰ στὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀνεβάζει στοὺς οὐρανούς, χαρίζει οὐράνια χαρίσματα.

Δὲν δίνονται ὅμως αὐτὰ ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε. Θὰ κοπιάσεις, θὰ μοχθήσεις, θὰ ἀγωνισθεῖς, γιὰ νὰ τὰ ἀπολαύσεις. Πρέπει νὰ φύγουν τὰ ἀκάθαρτα, διότι δυσκολεύεται νὰ ἔλθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν ἀκάθαρτη καρδιά. Δυσκολεύεται νὰ δώσει ὁ Θεὸς τὴ χάρη Του στὸν ἐν ἀμελείᾳ καὶ στὸν ἐν κραιπάλῃ καὶ μερίμναις βιοτικαῖς. Δὲν δίνονται τὰ οὐράνια χαρίσματα ὅπου δὲν ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ τρία: νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή…

Φύγετε, ἀδελφές, τὴν πολυφαγία καὶ πιάστε τὴν ἐγκράτεια· ὄχι ὅμως μόνο στὸ φαγητό, ἀλλὰ καὶ στὴ γλώσσα καὶ στοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια καὶ παντοῦ. Δὲν εἶναι μόνο νὰ ἐγκρατευόμαστε καὶ νὰ νηστεύουμε στὰ φαγητὰ καὶ ἔπειτα νὰ ἔχουμε χίλια-δύο μέσα στὸν νοῦ μας νὰ μᾶς συγχύζουν καὶ νὰ μᾶς ἀνησυχοῦν.

Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη παντοῦ νὰ ἔχουμε χαλινάρι. Ἂν δὲν βάλεις χαλινάρι προπάντων στὴ γλώσσα καὶ στὸν νοῦ σου, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ λάβεις οὐράνια χαρίσματα…

Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγαθοσύνης νὰ ἐξαποστείλει τὰ οὐράνια χαρίσματα· νὰ μαράνει τὰ πάθη μας καὶ νὰ διώξει τοὺς πειρασμούς. Ὄχι νὰ τοὺς διώξει, διότι δὲν εἶναι καλὸ νὰ φύγουν οἱ πειρασμοί, ἀλλὰ νὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ πολεμοῦμε καὶ νὰ τοὺς νικοῦμε. Ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ βοήθεια τῶν ἀσθενῶν καὶ ἡ δύναμη τῶν ἀδυνάτων, νὰ δώσει καὶ σ’ ἐμᾶς δύναμη καὶ βοήθεια.

(16 Ἀπριλίου 1946)