1.
Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν. (Μάρκ. η 34-θ 1)
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι» (Μάρκ. η΄ 34).
Αἴροντες τόν σταυρό, εὐαρεστοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, Τόν ἀκολουθοῦμε. Ἄν ἀκολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον. Ὅποιος δέν ἀπαρνηθῇ τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά Μέ ἀκολουθήσῃ (Ματθ. ι΄ 38).
Ἄν ἀκολουθήσῃς τόν δικό σου νοῦ καί ὄχι τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἄν ἀκολουθήσῃς τό θέλημά σου καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἡ ψυχή σου δέν εἶναι καθαρή, δέν εἶναι ἁγιασμένη, εἶναι χαμένη στήν ζούγκλα τῶν ψυχοφθόρων καί φρικτῶν πλανῶν. Διότι ἡ ἁμαρτία, τό κακό, κατόρθωσε νά χτίσῃ μέσα μας, δίπλα σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή πού ἐλάβαμε ἀπό τόν Θεό, τήν δική της ψυχή. Ἄν ἡ ἁμαρτία μᾶς γίνῃ ἕξις, δημιουργεῖ μέσα μας τήν δική της ψυχή. Ἄν πράττομε τήν ἁμαρτία, ἐκείνη σταδιακά μορφώνεται στήν ψυχή μας. Κοντά σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε, ἐσύ φέρνεις ἕναν ξένο, ὁ ὁποῖος σέ αἰχμαλωτίζει. Αὐτός διαφεντεύει, ἐνῶ ὅ,τι θεϊκό εἶναι μέσα σου εἶναι σάν κοιμισμένο, σάν μουδιασμένο. Τό ἀπέρριψες, καί ἐκεῖνο δέν ζῆ μέσα σου, πεθαίνει.
Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ μέσα μας δικό της κόσμο, δημιουργεῖ μέσα μας δική της φιλοσοφία, δική της ἀντίληψι γιά τόν κόσμο. Ἡ ἁμαρτία ἐπιδιώκει νά καταλάβῃ τήν θέσι τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου, τήν θέσι τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θέλει νά κάνῃ ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία στήν πραγματικότητα θέλει νά στερήσῃ τόν ἄνθρωπο ἀπό ἐκεῖνες τίς θεϊκές ὡραιότητες πού ἔχει στήν ψυχή του. Ναί, αὐτός ὁ διάβολος ἀγωνίζεται διά μέσου τῆς ἁμαρτίας νά δημιουργήσῃ μέσα σου καί μέσα μου τήν δική του εἰκόνα. Διότι ἡ ἁμαρτία πάντοτε ὁμοιάζει στόν διάβολο. Πάντοτε, ὅταν τήν ἐναγκαλιζώμαστε, τυπώνει σιγά-σιγά στήν ψυχή μας τήν δική του σκοτισμένη μορφή. Ἔτσι, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τήν ἕξι στήν ἁμαρτία, μορφώνεται μέσα μας ἕνα ἄλλο ἐγώ, μία ἄλλη ψυχή, ἕνας ἄλλος ἑαυτός, ἐκεῖνος ὁ ἑαυτός, τόν ὁποῖο ζητεῖ ὁ Κύριος νά ἀπαρνηθοῦμε: «οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19). Τό κακό τό δημιουργήσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἐνῶ τό καλό εἶναι ἀπό τόν Θεό, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. δ΄ 4). Ἐγώ θέλω νά ζῶ σωστά, ἀλλά τήν δύναμι νά τό κάνω δέν τήν ἔχω. Δέν βρίσκω τήν δύναμι γι’ αὐτό, δέν βρίσκω τήν δύναμι μέσα μου.
Νά, τό σημερινό Εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει τόν τρόπο, γιά νά πραγματοποιήσουμε στήν ζωή μας τό καλό πού ἐπιθυμοῦμε. Αὐτός εἶναι ἡ ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ σου, τῆς ἁμαρτίας σου, αὐτῆς τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς πού δημιουργήθηκε, χτίστηκε, μορφώθηκε μέσα σου. Μέ τήν νηστεία στήν πραγματικότητα ἀπωθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα πού εἶναι μέσα μας. Ἀντικαθιστοῦμε σταδιακά τόν ἑαυτό μας μέ τόν Χριστό, μέχρις ὅτου φθάσουμε στήν τελειότητα πού ἔφθασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγῶ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄ 20). Νά τί σημαίνει «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»: Σημαίνει νά ἀπαλείψουμε ὅλες τίς (κακές) μας ἐπιθυμίες, κάθετι ἀνθρώπινο, ἐφάμαρτο, καί νά τά ἀντικαταστήσουμε μέ τόν Χριστό. Νά ἀλλάξουν, νά γίνουν ὅλα Χριστός!
«Ὅς γάρ ἐάν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾽ ἄν ἀπολέσει τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, σώσει αὐτήν» (Μάρκ. η΄ 35). Ἐάν, βεβαίως, ἀπαρνηθοῦμε κάθε ἁμαρτία μας, κάθε πάθος μας· καί ἄν ξέρουμε, ἄν αἰσθανόμαστε καί ἄν θέλουμε νά γίνῃ ὁ Χριστός ψυχή μέσα στήν ψυχή μας, καρδιά μέσα στήν καρδιά μας, νά ἀντικαταστήσῃ τόν ἑαυτό μας, τό ἐγώ μας μέ τόν Ἑαυτό Του. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά νά φυλάξουμε ἐγώ καί ἐσύ καί κάθε ἄνθρωπος τήν ψυχή μας ἀπό τήν κόλαση, ἀπό τήν καταστροφή, ἀπό τόν διάβολο, ἀπό κάθε κακό, ἀπό τά αἰώνια βάσανα, νά βροῦμε μέσα μας ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, ἐκείνη τήν θεϊκή ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε.
Θεοειδής ψυχή! –Ποῦ εἶναι ἄραγε; –Στόν Χριστό. Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς εἰπῇ: Νά, ἔτσι πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, ἔδειξε στόν ἑαυτό Του τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς εἴμαστε πλασμένοι κατ’ Εἰκόνα Θεοῦ. Ὀφείλουμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ αὐτήν. Τί εἶναι ὁ νοῦς μας; Εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ δική μας ὑποχρέωσις εἶναι νά κάνουμε τόν νοῦ μας ὅμοιο μέ τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή νά χριστοποιήσουμε ὅλο τόν νοῦ μας καί νά μποροῦμε νά ποῦμε μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α΄ Κορ. β΄ 16). Ἀλλά μέχρι νά ταυτίσουμε τό θέλημά μας μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ, τό δικό μας θέλημα πάντα περιπλανιέται, εἶναι πάντα ἀδύνατο, πάντα σκοντάφτει καί βυθίζεται στήν ἁμαρτία. Ἐάν ἔχουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς τό αἰώνιο πρότυπό μας, τό αἰώνιο ὅραμά μας, τότε ταυτίζουμε τόν ἑαυτό μας μέ τό δικό Του θέλημα. Τότε λέμε: δέν θέλω νά γίνῃ τό θέλημά μου, ἀλλά τό δικό Σου (Κύριε). Πάτερ ἡμῶν, γενηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς.
Ὅταν ἐμεῖς, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, θέλουμε νά θεραπεύσουμε τό θέλημά μας ἀπό ὅλες τίς ἀδυναμίες, ἀπό ὅλες τίς ἀρρώστειες του, ἀπό ὅλο τόν θάνατό του, στήν πραγματικότητα θεραπεύουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἐξορίζουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας κάθε τι ἐφάμαρτο. Ναί! Ὅσο ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ἐπιποθεῖ τόν Θεό, ὅσο στ’ ἀλήθεια ἀγωνίζεται νά ἀπαρνηθῇ τόν ἑαυτό του καί νά ἀκολουθῇ τόν Χριστό, νά σηκώνῃ τόν Σταυρό, νά σηκώνῃ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀληθινά λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό τήν θεία δύναμι. Διότι, ὅπως ἔχει λεχθῆ, ὁ Σταυρός «ἡμῖν τοῖς σῳζομένοις δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α΄ Κορ. α΄ 18). Ἡμῖν, γιά μένα καί γιά σένα καί γιά κάθε ἄνθρωπο. Ὅταν ἀποφασίσῃς νά βιάσῃς τόν ἑαυτό σου νά σηκώσῃς τόν σταυρό σου, νά! ἐσύ τήν ἴδια στιγμή λαμβάνεις θεία δύναμι. Αὐτή τήν δύναμι τήν δίνει ὁ Κύριος, γιά νά μπορέσῃς νά νικήσῃς κάθε ἁμαρτία μέσα σου, νά μπορέσῃς νά νικήσῃς κάθε κακό, κάθε κακή συνήθεια, νά μπορέσῃς νά παιδαγωγήσῃς τήν γλῶσσα σου νά μή λέγῃ ἄπρεπα λόγια, νά παιδαγωγήσῃς τό μάτι σου νά μή βλέπῃ ἐκεῖνα πού δέν πρέπει νά βλέπῃ. Ὅλη ἡ ζωή σου νά γίνῃ χριστοειδής. Χάριν τίνος; Χάριν τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά ἐγκατοικίσῃς τόν Χριστό μέσα σου! Νά, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας, αὐτό εἶναι τό ὅραμά μας, αὐτό εἶναι ἡ ἀνάπαυσις καί ἡ εἰρήνη καί ὁ αἰώνιος παράδεισος τῆς ψυχῆς μας, κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Χωρίς τόν Χριστό ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δέν εἰρηνεύει…
Ἡ δική μας ὁδός, ἡ ὁδός τῶν Ἁγίων καί τῆς νηστείας, εἶναι βία στόν ἑαυτό μας νά πράττωμε κάθε ἀγαθό, διηνεκής βία τοῦ ἑαυτοῦ μας πρός κάθε καλό. Διότι ἡ φύσις μας δέν θέλει τό καλό. Ἐκείνη κλίνει στό κακό. Ἐσύ ὅμως βίασε τόν ἑαυτό σου νά πνίγῃς κάθε κακό πού ὑπάρχει μέσα σου. Ὁ Κύριος θά σοῦ δώσῃ τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, γιά νά κάνῃς πραγματικά κάθε καλό. Νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας, νά χριστοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά προσέχουμε ὅτι νηστεία δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό νά ἀντικαταστήσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τόν Χριστό, τόν Θεό μας. Μέσῳ κάθε ἀρετῆς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀντικαθιστᾷ τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Διότι, «θεός ἡ ἀρετή», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Καί αὐτή ἡ θεία δύναμις εἶναι πιό δυνατή ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, αὐτή ἡ δύναμις μᾶς χαρίσθηκε γιά νά ὑπερνικοῦμε κάθε κακό, νά ὑπερνικοῦμε κάθε ἁμαρτία, κάθε διαβολική δύναμι. Βίασε τόν ἑαυτό σου σέ κάθε καλό καί ὁ Ἀγαθός Κύριος θά σοῦ δώσῃ τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, ὥστε νά πορεύσεσαι ἀπό τήν μεγαλύτερη θλίψι στήν μικρότερη καί ἀπό τήν μικρότερη χαρά στήν μεγαλύτερη χαρά. Νά βαδίζουμε ὅλοι πρός τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἕως ὅτου μπορέσουμε νά ποῦμε μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέν ζῶ πλέον ἐγώ· ἐσύ ζῆς μέσα μου διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Σέ Ἐσένα ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ εὐχαριστία, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
2.
Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ.
Καραγιάννης Νικάνωρ, Ἀρχιμανδρίτης.
Ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ, σ\’ ὅλες τὶς ἐποχὲς ἀκούγεται παράδοξα. Στὴ δική μας ὅμως, ἡ ὁποία ἔχει θεοποιήσει τὴν ἄνεση καὶ τὴν εὐμάρεια, ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ δὲν εἶναι μόνο παράλογος, ἀλλὰ καὶ ἀσυμβίβαστος μὲ τὴ λογική τοῦ κόσμου. Εἶναι τρομακτικὸς γιὰ τοὺς κανόνες τῆς ζωῆς του, γιὰ τὶς ἐπιδιώξεις στὸ κυνήγι τῆς εὐδαιμονίας καὶ τῆς καλοπέρασης. Καὶ ὅμως τὸ εὐαγγέλιο ἐπιμένει σταθερὰ νὰ διακηρύσσει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ φανερώνουν τὴν αὐθεντικότητα τῆς κλήσης μας καὶ τοῦ προορισμοῦ μας. Τὰ ἠχηρὰ καὶ εὔκολα συνθήματα τοῦ κόσμου, ἂν καὶ ἀρχικά μᾶς γοητεύουν, τελικά μᾶς ἀπογοητεύουν, γιατί μᾶς παραπλανοῦν καὶ παραμορφώνουν τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ἀποδεικνύουν τὴ ματαιότητα ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων, ὅταν αὐτὰ δὲν εἶναι διαποτισμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Σταυρὸς καὶ αὐταπάρνηση
Τὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ σφραγισμένο ἀπὸ τὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ ἐπισημαίνει ὅτι «ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχή του θὰ τὴ χάσει, ἐνῶ ὅποιος χάσει τὴ ζωὴ του χάριν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, θὰ τὴ σώσει». Ἐδῶ βρίσκεται ὁ δρόμος ποὺ διάλεξε ὁ θεός, γιὰ νὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ νὰ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι στὸν Θεό. Πρόκειται γιὰ ἕνα δρόμο ἀντιφατικό. Ἕνα δρόμο ποὺ προκαλεῖ τὴ λογικὴ καὶ μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὴν ἀλήθεια ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε. Ἕνα δρόμο σκληρό, ἐπίπονο καὶ ὀδυνηρό, ποὺ ὅμως τὸ τέρμα του εἶναι λυτρωτικό. Ἀπαρνοῦμαι τὸν ἑαυτό μου σημαίνει ἀπελευθερώνομαι ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ἐγώ. Ἀπελευθερώνομαι ἀπὸ τὸν παραλογισμὸ ποὺ μὲ ὠθεῖ νὰ ὑπερτονίζω καὶ νὰ ὑψώνω τὸν ἑαυτό μου σὲ εἴδωλο γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ζητάω νὰ στρέφεται ἡ ζωὴ ἡ δική μου καὶ τῶν γύρω μου. Αὐτὸ εἶναι αὐτοκαταστροφικό. Γιατί κάθε φορὰ ποὺ ἀσχολούμαστε ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν μας ἐπιθυμιῶν δὲν μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ἔτσι ὅμως κλείνουμε τὴν πόρτα στὸν Θεὸ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του.
Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ ἐν ὑπομονῇ καὶ ἐλπίδι ἄρση τοῦ σταυροῦ ὁδηγεῖ τὸν πιστὸ στὴν ἐν Χριστῷ ὑπέρβαση τοῦ μαρτυρίου του. Ὅπως παρατηρεῖ ἕνας λόγιος Ἐπίσκοπος, «στὸν Γολγοθὰ ὑπῆρχαν τρεῖς σταυροί. Οἱ δύο ἦταν τὸ τέρμα τῆς πορείας δύο ληστῶν, ὁ μεσαῖος ἦταν ἁπλῶς ἕνα σταυροδρόμι. Διότι Ἐκεῖνος ποὺ ὑψώθηκε πάνω του εἶχε περάσει μιὰ ζωὴ ἀγάπns καὶ ἀλήθειας καὶ ὅδευε διὰ τοῦ σταυροῦ πρὸς τὸν Πατέρα. Ἀλλά, ἀκόμη, ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἐπηρέασε καὶ μεταμόρφωσε τὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους σταυροὺς κάνοντάς τον διὰ τῆς μετανοίας \”θύραν\” τοῦ παραδείσου. Αὐτὸ εἶναι μία πολὺ οὐσιαστικὴ παρηγοριὰ γιὰ ὅσους σήμερα σηκώνουν σταυρὸ ἐνοχῆς».
Σταυρὸς καὶ σωτηρία
Νά, λοιπόν, γιατί ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ φωτίζει τὰ ἀδιέξοδα καὶ τὰ σκοτάδια ποὺ τόσο συχνά μᾶς φοβίζουν. Μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὶς πλάνες καὶ τὰ εἴδωλα ποὺ μᾶς αἰχμαλωτίζουν. Μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν καὶ μᾶς βασανίζουν. Ὁ πόνος τοῦ σταυροῦ θὰ φωτίζεται πάντοτε ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης. Γιατί ἕνας σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση ἀποτελεῖ ἀποτυχία καὶ τραγωδία, ἐνῶ μιὰ ἀνάσταση χωρὶς σταυρὸ θὰ εἶναι μία νίκη χωρὶς βαρύτητα καὶ ἀξία. Ὁ σταυρὸς καὶ ἡ ἀνάσταση εἶναι ἀλληλένδετα ὄχι μόνο στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ καὶ στὸν ἀγώνα καὶ τὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Γι\’ αὐτὸ ἡ θεληματικὴ ἄρση τοῦ σταυροῦ δὲν εἶναι μιὰ ἀρρωστημένη τάση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ζητᾶ ἱκανοποίηση στὴν ὀδύνη. Εἶναι πηγὴ δύναμης, ποὺ μεταμορφώνει τὶς δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν πάλη καὶ τὴν ἀγωνία τῆς ζωῆς, ἔστω καὶ ἂν δὲν νικᾶμε πάντοτε, τουλάχιστον ὡριμάζουμε πνευματικά, ὥστε νὰ ἀντέχουμε τοὺς πειρασμοὺς καὶ νὰ προχωροῦμε.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ σταυρὸς δὲν εἶναι μόνο τὸ σημαντικότερο καὶ χαρακτηριστικότερο σύμβολο τοῦ χριστιανοῦ. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ἔκφραση τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς νίκης, τῆς θυσίας καὶ τῆς δόξας, τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας. «Ὁ σταυρὸς εἶναι ἡ καθημερινὴ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὴν τραγωδία καὶ ἀπόγνωση τοῦ ἁμαρτάνοντος ἀνθρώπου». Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς περιμένει καρτερικά, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ἀμήν.
3.
Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.
Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἰοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Καθώς προχωρᾶμε τίς ἑβδομάδες τῆς Μ. Σαρακοστῆς, μποροῦμε να ποῦμε μὲ αὐξανόμενη αἴσθηση εὐγνωμοσύνης καὶ χαρᾶς, με μιά αἴσθηση γαλήνης καὶ χαρᾶς τά λόγια τοῦ Ψαλμοῦ «Ἡ ψυχή μου θα ζήσει, και μ’ εὐγνωμοσύνη θα δοξάζει τὸν Κύριο».
Τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἴδαμε τήν ὑπόσχεση τῆς σωτηρίας δοσμένη ἀπό τὴν Π. Διαθήκη νὰ ἐκπληρώνεται: ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἡ σωτηρία ἔρχεται κι ὅσα ἐλπίζουμε εἶναι δυνατά. Μετά τὴν δεύτερη ἑβδομάδα ἔχουμε τὴν διακήρυξη ἀπό ὅλους τούς Ἁγίους τῆς Χριστιανοσύνης ὅτι ὁ Θεός ὄχι μόνο κατοίκησε ἀνάμεσα μας. ἀλλά καί (ἐξεχύθη πάνω μας) μᾶς πλημμύρισε ἡ χάρις Του, μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλά καὶ σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή ἕτοιμη να δεχθεῖ Ἐκεῖνον, τὴν παρουσία Του, τὸ μεταμορφωμένο σέ Ἅγιο Πνεῦμα δῶρο, πού μᾶς κάνει νὰ κοινωνοῦμε ὅλο και πιό βαθιά (οὐσιαστικά) μὲ τόν ζώντα Θεό, μέχρι να γίνουμε μιά μέρα μέτοχοι τῆς θείας φύσης.
Καὶ σήμερα, ἄν ἀναρωτηθοῦμε «ἀλλά πῶς; Πῶς θα συγχωρηθοῦμε, πῶς τὸ κακό θὰ ἀναιρεθεῖ;» – ἕνα βῆμα μᾶς φέρνει βαθύτερα στήν εὐγνωμοσύνη, βαθύτερα στὴν χαρά, βαθύτερα στὴν σιγουριά, ὅταν σκεφτόμαστε, ὅταν ἀτενίζουμε τον Σταυρό.
Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου ὁ Χριστός μιλᾶ γιά τὴν σωτηρία καί τὶς προϋποθέσεις, ὁ Πέτρος τοῦ λέει: «Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ σωθεῖ;» -καὶ ὁ Χριστός τοῦ ἀπαντᾶ: «Τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατά ἐστί παρά τῷ Θεῷ». Κι Ἐκεῖνος ἦρθε, ἡ πληρότητα τοῦ Θεοῦ κατοίκησε τὴν ἀνθρώπινη φύση, κι Ἐκεῖνος ἔχει τήν δύναμη να συγχωρεῖ γιατί Ἐκείνος εἶναι θύμα ὅλης τῆς κακίας, ὅλης τῆς σκληρότητας, τῆς καταστροφικότητας στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Γιατί βέβαια κανείς ἄλλος ἐκτός ἀπό τὸ θύμα δεν μπορεῖ να συγχωρεῖ αὐτόν πού ἔφερε την κακία, τὴν ἀθλιότητα, τήν μιζέρια, τήν φθορά και τόν θάνατο στήν ζωή μας. Καὶ ὁ Χριστός δὲν συγχωρεῖ μόνο τούς φονιάδες Του, ὅταν λέει; «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι», ἀλλά πῆγε και πέρα ἀπ’ αὐτό γιατί εἶπε: Ὅ δ’ ἄν ποιήσετε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» «Ὅ τι κάνει κανείς στόν πιὸ μικρό ἀδελφό ἤ ἀδελφή μου, (εἶναι σὰν ) το κάνει σε μένα»)- ὄχι μόνο τὸ καλό ἀλλά και τὸ χειρότερο – γιατί στήν συμπόνια, τήν ἀλληλεγγύη βρίσκεται Ἐκεῖνος, σὲ καθένα πού ὑποφέρει: στόν θάνατο, τὸν πόνο, τήν ἀγωνία τοῦ καθενός πού ὑποφέρει, εἶναι Αὐτός. Καί ἀκόμα, ὅταν προσεύχεται «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς! Δέν ξέρουν τί κάνουν, τὶ πᾶνε να κάνουν», Ἐκεῖνος προσεύχεται γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς, ὄχι μόνο στό δικό Του ὄνομα, ἀλλά καί στό ὄνομα (για λογαριασμό) ὅλων αὐτῶν στοὺς ὁποίους ἔχει ἐπιτεθεῖ τὸ κακό, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας.
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο ὁ Χριστός πού συγχωρεῖ· καθένας πού ἔχει πονέσει στὴν ψυχή, τὸ σῶμα, τὸ πνεῦμα – ὁ καθένας καλεῖται νά δώσει χάρη σ’ αὐτόν πού τόν ἔκανε νὰ ὑποφέρει.
Κι ἀκόμα, μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Χριστό νά λέει «Συγχώρησε ὅπως συγχωρήθηκες» γιατί καὶ τὸ θύμα καὶ ὁ θύτης (ἔνοχος) δένονται μ’ ἕνα δεσμό ἀλληλεγγύης και ἀμοιβαίας ὑπευθυνότητας. Μόνο το θύμα εἶναι πού μπορεῖ νά πεῖ: «Κύριε συγχώρησέ τον, συγχώρησέ την» καί ὁ Κύριος μπορεῖ νά πεῖ «ναί, θα το κάνω!».
Ἀλλά συνειδητοποιοῦμε ποιά εὐθύνη βάζει στόν καθένα μας, ἀπέναντι στον ἄλλο; Ἀλλά ἐπίσης το βάθος, τὸ θαυμάσιο πλάτος ἐλπίδας πού ἀνοίγεται μπροστά μας ὅταν ἀντικρύζουμε τὸν Σταυρό και βλέπουμε ὅτι μέ τὴν συμπόνια ἀπέναντι σ’ ὅλο το ἀνθρώπινο εἶδος ὁ Χριστός παίρνει ἐπάνω Του ὅλο τὸν πόνο τοῦ κόσμου, δέχεται νά πεθάνει ἕναν ἀπίστευτο θάνατο λέγοντας ἐκ μέρους ὅλων ὅσων ὑποφέρουν «Ναί- σᾶς συγχωρῶ..!»
Αὐτό εἶναι ἄλλο ἕνα βῆμα πρός τήν ἐλευθερία, ἕνα ἀκόμα βῆμα πρός τὴν στιγμή πού θα ἀντικρύσουμε τόν ἀναστημένο Χριστό, τὴν ἀνάσταση, πού θα περιλάβει κι ὅλους ἐμᾶς, γιατί ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί χάρισε σ’ ὅλους ἐμᾶς τήν πληρότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Καί μποροῦμε νὰ ποῦμε ξανά καί ξανά, ὅτι ἡ Σαρακοστή εἶναι μιά πηγή νέας ζωῆς, ἑνός νέου χρόνου, χρόνου ἀνανέωσης, ὄχι μόνο μὲ τήν μετάνοια, ἀλλά νὰ πιαστοῦμε ἀπό τὸν ἴδιο τόν Χριστό, πού σάν βοσκός ἅρπαξε τὸ χαμένο πρόβατο, καθώς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός σήκωσε τον Σταυρό Του, τὀν ἔβαλε στήν θέση τοῦ θανάτου, και ἀναίρεσε τόν θάνατο, ἀναίρεσε τὸ κακό (τήν ἁμαρτία) μὲ τὴν συγχώρεση και δίνοντας τήν ζωή Του. Γι’ ἄλλη μιά φορά ἐρχόμαστε ἄλλο ἕνα βῆμα πρός τήν ἐλευθερία και τήν ἀνανέωση. Ἄς μποῦμε βαθύτερα στό μυστήριο, στὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας και εὐφραινόμενοι παρά Θεῷ, καί χαιρόμενοι βῆμα με βῆμα, ὅλο και πιό πολύ, ἄς ἐκφράζουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας γι’ αὐτήν τὴν ἀνακαίνιση τῆς ζωῆς μας. Ἀμήν.
4.
Σταυρὸς καὶ Ἱερωσύνη.
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Σήμερα, Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, στὴ μέση τῆς πορείας μας πρὸς τὸ ἅγιο Πάσχα, μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ προσκυνήσουμε τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἐνθυμούμαστε τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦμε στὸν ἀγώνα μας κατὰ τῶν δικῶν μας βδελυρῶν παθῶν, βρίσκοντας στὸν Τίμιο Σταυρὸ στήριγμα, ἀναψυχὴ καὶ παρηγοριά. Οἱ κατεξοχὴν βέβαια καρποὶ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διὰ τοῦ Βαπτίσματος ἀναγέννησή μας καὶ ἡ διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας μετοχή μας στὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.
Πῶς γινόμαστε συνθρόνοι μὲ τὸν Πατέρα;
Τί ἄλλο ὅμως εἶναι αὐτὰ τὰ Μυστήρια, παρὰ δῶρα τῆς Ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρὸ του ἔγινε ὁ Μέγας Ἀρχιερέας μας; Πεθαίνοντας πάνω στὸν Σταυρὸ τέλεσε τὴν ὕψιστη θεία Λειτουργία, στὴν ὁποία ὁ Ἴδιος εἶναι θύτης καὶ θύμα. Τέτοια μέρα, λοιπόν, ταιριάζει νὰ ἀκούσουμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ μᾶς προβάλλει κάποιες πλευρὲς τοῦ Μεγάλου Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύvης τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ διδασκαλία ποὺ ἀποτελεῖ τὴ ραχοκοκαλιά τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς του.
Κατ’ ἀρχήν, Ἀρχιερέας μας καὶ πηγὴ τῆς ἀνθρώπινης ἱερωσύνης δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Υἱὸς καὶ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐν χρόνῳ καταδέχτηκε γιὰ ἐμᾶς νὰ γίνει ἄνθρωπος. Ἡ μεγαλωσύνη του ὅμως δὲν ἔγκειται μόνο στὴ θεία του φύση, ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι μὲ τὴν Ἀνάληψή του δόξασε καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση του ἐνθρονίζοντάς την στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα του. Ἔτσι, ὁ Ἀρχιερέας μας ἔδωσε τὴ δυνατότητα καὶ σὲ ἐμᾶς νὰ κληρονομήσουμε θεία δόξα. Μποροῦμε πλέον νὰ μποῦμε στὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια Βασιλεία του, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ πρῶτος χειροτονημένος ἱερέας, ὁ Ἀαρών, καὶ ὁ χειροτονήσας αὐτὸν ἀδελφός του Μωυσῆς δὲν ἀξιώθηκαν oι ἴδιοι νὰ μποῦν στὴ φθαρτὴ καὶ προσωρινὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.
Γιὰ νὰ γίνουμε ὅμως μέτοχοι μιᾶς τόσο λαμπρῆς κληρονομιᾶς, χρειάζεται κι ἐμεῖς νὰ κοπιάσουμε «κρατώντας τὴν ὁμολογία» τῆς ἀληθινῆς πίστης. Καί, φυσικά, αὐτὸ δὲν ἐξαντλεῖται στὴν «ἀποστήθιση» ἁπλῶς τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας. Χρειάζεται κι ἐμεῖς νὰ γίνουμε «ἱερεῖς» τοῦ ἑαυτοῦ μας, θυσιάζοντας τὶς ἐμπαθεῖς κινήσεις τοῦ ἐγώ μας καὶ ἐργαζόμενοι φιλόπονα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.
Ὁ μόνος δυνάμενος συμπαθῆσαι
Σ’ αὐτὸν τὸν ἀγώνα ἔχουμε συμπαραστάτη τὸν ἀρχιερέα μας Χριστό. Τὸ γεγονὸς ὅτι συγκάθηται πλέον ὡς Θεάνθρωπος στὸν θρόνο μὲ τὸν Ἐπουράνιο Πατέρα του δὲν σημαίνει ὅτι μᾶς ἐγκατέλειψε. Συνεχίζει νὰ μᾶς ἐνισχύει στὴν ἄρση τοῦ δικοῦ μας σταυροῦ. Μάλιστα τώρα πρέπει νὰ μᾶς παρηγορεῖ ἰδιαίτερα τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένος μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του, μὲ τὴν ὁποία ὄχι μόνο «περπάτησε» στὰ πιὸ δύσβατα μονοπάτια τοῦ ἀνθρώπινου πόνου ἀλλὰ καὶ «τραχύτερον πάντων τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε πεῖραν», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἤπιε μέχρι τὴν τελευταία σταγόνα τὸ πιὸ πικρὸ ποτήρι τῆς ἀνθρώπινης ὀδύνης. Γεύθηκε τὴν πιὸ ἀκραία θλίψη ποὺ μπορεῖ νὰ βιώσει ἄνθρωπος. Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἔζησε ποτὲ τόσο μεγάλη ἀγωνία, ὥστε νὰ ἱδρώσει αἷμα! (Λουκ. 22,44).
Γι\’ αὐτό, δὲν εἶναι ὑπερβολὴ αὐτὸ ποὺ εἶπε ἕνας θεολόγος τῆς Δύσης: «Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπέφερε μέχρι θανάτου, ὄχι γιὰ νὰ πάψουν νὰ ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι τὰ παθήματά τους ὅμοια μὲ Ἐκείνου». Ἴσως δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη πηγὴ ἐνίσχυσης ἀπὸ αὐτὸν τὸν λογισμό, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ ὑπέροχη ἑρμηνεία τῆς ἀποστολικῆς φράσης: «Ἔχομεν ἀρχιερέα δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν» (Ἑβρ. 4,15). Καὶ «ἀσθένειες» δὲν εἶναι μόνο οἱ φυσικὲς ἀδυναμίες ἢ οἱ θλίψεις μας ἀλλὰ κάθε εἶδος πειρασμοῦ, ποὺ καὶ ὁ Χριστὸς δοκίμασε, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ ὑποκύψει καὶ νὰ ὑποπέσει σὲ καμία ἁμαρτία. Ὁ -κάθε ἄλλο παρὰ ἄγευστος θλίψεων καὶ πειρασμῶν- Χρυσορρήμων Ἰωάννης δὲν καταφέρνει νὰ κρύψει τὴν ἐμπειρία του ὅτι «εἶναι δυνατὸν καὶ σὲ φουρτούνα θλίψεων καὶ σὲ καύσωνα πειρασμῶν νὰ ἀντιστέκεται κανεὶς χωρὶς νὰ ἁμαρτάνει». Καὶ αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ κατορθώσουμε, ὅταν μὲ θάρρος καὶ χωρὶς φόβο προσπίπτουμε στὸν θρόνο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τώρα δὲν εἶναι «θρόνος κρίσεως ἀλλὰ θρόνος χάριτος». Μόνο ἀπὸ ἐκεῖ μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε δύναμη καὶ κατάλληλη βοήθεια γιὰ κάθε κρίσιμη ὥρα πειρασμοῦ.
Ἀναμάρτητος ἀλλὰ ὄχι αὐτόκλητος
Αἰτιολογώντας περισσότερο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιατί προσερχόμενοι σ\’ Αὐτὸν θὰ βροῦμε σίγουρα ἔλεος, μᾶς θυμίζει καὶ ἕνα ἀκόμη σημεῖο στὸ ὁποῖο ὑπερέχει Ἐκεῖνος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἱερεῖς. Οἱ ἄνθρωποι ἱερεῖς, φυσικά, μποροῦν ἐπίσης νὰ συμπάσχουν καὶ νὰ κατανοοῦν τοὺς ἄλλους στὶς ἀδυναμίες καὶ στὶς πτώσεις τους, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἀδύνατοι. Ὡς ἄνθρωποι ὅμως περιπίπτουν καὶ σὲ ἁμαρτίες· καὶ γι\’ αὐτὲς πρέπει νὰ προσφέρουν στὸν Θεὸ θυσία, ὅπως προσφέρουν καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ. Ἀντίθετα ὁ Χριστός, ὡς ἀναμάρτητος, δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει θυσία γιὰ τὸν Ἑαυτό του. Ἡ θυσία του, ποὺ ἦταν θυσία τοῦ ἴδιου τοῦ Ἑαυτοῦ του, ἦταν μόνο γιὰ ἐμᾶς· γιὰ τὴ συγχώρηση τῶν δικῶν μᾶς ἁμαρτιῶν.
Κλείνοντας στὸ σημερινὸ ἀπόσπασμα τὴ διδασκαλία του ὁ «οὐκ ἐξ ἀνθρώπων ἀλλ\’ ἐκ Θεοῦ κληθεὶς» Ἀπόστολος δὲν μπορεῖ νὰ μὴν τονίσει τὸ γνώρισμα ποὺ εἶναι κοινὸ καὶ στὴν ἀνθρώπινη ἱερωσύνη καὶ στὴν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ: καὶ οἱ δύο εἶναι θεόκλητες· δὲν εἶναι αὐτόκλητες. Ἡ κλήση εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό. Καί, ἂν ὁ ἀναμάρτητος Χριστὸς δὲν ἔγινε ἀρχιερέας μας αὐτόκλητος, ἀλλὰ τὸν κάλεσε καὶ τὸν ἔχρισε ὁ Πατέρας του, πολὺ περισσότερο πρέπει ἡ ἀνθρώπινη ἱερωσύνη νὰ μὴν εἶναι οὔτε καρπὸς εὐγενοῦς (ἔστω) φιλοδοξίας οὔτε -ἀκόμη χειρότερα- ἱκανοποίηση ἐπιθυμίας καριέρας. Θεμέλιο, ἀρχὴ ἀλλὰ καὶ τελείωση τῆς ἱερωσύνη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα, ἀφοῦ καὶ ἡ τέλεια θεία Λειτουργία τῆς Σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ἦταν καρπὸς ἄκρας ταπείνωσης καὶ ἕως θανάτου ὑπακοῆς στὸν Πατέρα του.
5.
Ὁ Ἰησοῦς προλέγει τό πάθος Του. (Μάρκ. 8,31-9,1)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ, Ἀρχιμανδρίτης.
Ὁ Ἰησοῦς προλέγει διά πρώτην φοράν τό πάθος καί τον Θάνατόν Του.
Ματθ. 16,21 -28. Μάρκ. 8,31-9,1. Λουκ. 9,22-27.
Μέχρι τῆς ἡμέρας ταύτης οὐδέν εἶχεν εἲπει ὁ Κύριος περί τοῦ πάθους Του. «Ἀπό τότε» ὃτε δηλαδή ὁ Χριστός ὡμολογήθη ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὃτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ «ἢρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ὃτι δεῖ αὐτόν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀπελθεῖν καί πολλά παθεῖν ἀπό τῶν Πρεσβυτέρων καί Ἀρχιερέων καί Γραμματέων καί ἀποκτανθῆναι καί τῆ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι». Ὁ Κύριος δηλαδή ἀπεδείκνυε διά τῶν προφητῶν τόν τόπον ὃπου ἒμελλε νά θυσιασθῆ, τήν Ἱερουσαλήμ, ὃπου προσεφέροντο αἱ θυσίαι, τό ἀπαραίτητον τοῦ πάθους Του «δεῖ παθεῖν». Ὁ Χριστός ἒπρεπε ὁπωσδήποτε νά πάθῃ λόγῳ τῆς ἐχθρότητος τῶν ἀνθρώπων, τῆς μή ἀντιστάσεώς του εἰς τήν βίαν αὐτῶν καί τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, κατά τό ὁποῖον ὁ θάνατος Του ἀπετέλει τό κεντρικόν σημεῖον ἐν τῆ Ἀπολυτρώσει. Καί τέλος προέλεγε τήν τριήμερον ἀνάστασίν Του. «Καί παρρησίᾳ τόν λόγον ἐλάλει» καθαρά καί μετά θάρρους δηλαδή ἐνώπιον τῶν μαθητῶν ἒλεγε τοῦτα, ἐνῶ μέχρι τώρα ὑπαινιγμούς μόνον ἒκαμε περί τοῦ πάθους Του. Ἰωάν 2,19. 3,14 -16. Ματθ. 9,15. Πρεσβύτεροι, ἀρχιερεῖς καί Γραμματεῖς ἦσαν τρεῖς τάξεις τοῦ Μεγ. Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, oἱ ὁποῖοι, θά τόν παραδώσουν εἰς τό πάθος. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι, ἒπρεπε νά Τόν γνωρίσουν ὡς Μεσσίαν, Τόν θανατώνουν ὡς κακοῦργον!.
Ό Απόστολος Πέτρος σκανδαλισθείς, διότι ό τόσον ἒνδοξος Χριστός θά πάθῃ πολλά καί θά ἀποθάνῃ «προσλαβόμενος Αὐτόν» λαβών δηλαδή, τόν Ἰησοῦν ἀπό τό χέρι ἢ ἀπό τό ἒνδυμα Του κατά μέρος ἐκ σεβασμοῦ ἰδιαιτέρως «ἢρξατο ἐπιτιμᾶν Αὐτῶ λέγων∙ ἳλεως σοι Κύριε∙ οὐ μή ἒσται σοι τοῦτο». Ὁ Πέτρος δηλαδή ἐπιπλήττει τον Χριστόν, διότι εἶπεν, ὃτι θά πάθῃ καί πρέπει νά πάθῃ καί ταυτοχρόνως, παρακαλεί τόν θεόν, ὃπως φανῆ ἳλεως, εὐμενής πρός τόν Ἰησοῦν καί μή ὑποστῆ τό πάθος τοῦτο. Ὁ Πέτρος σκανδαλισθείς γίνεται σκάνδαλον εἰς τόν Χριστόν, διότι κατ’ αὐτόν τόν τρόπον συνιστᾶ εἰς Αὐτόν πράγματα ἀντίθετα ἀπό ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἒπρεπε νά γίνουν, νά μή πάθῃ δηλαδή ὁ Χριστός. Ἀποτέλεσμα τούτου θά ἦτο νά μή ἀπολυτρωθῆ τό ἀνθρώπινον γένος. Ἡ συμβουλή ἑπομένως αὓτη τοῦ Πέτρου ἦτο σατανική.
Ἐπειδή ὃμως οἱ ὁλίγον ὃπισθεν τοῦ Κυρίου ἂλλοι μαθηταί ἢκουσαν τήν σύστασιν ταύτην τοῦ Πέτρου, ὁ Κύριος «στραφείς και ἰδών τούς μαθητάς αὐτοῦ ἐπετίμησε τῶ Πέτρῳ καί λέγει ὓπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ, σκάνδαλον μου εἶ, ὃτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων». Ὃπως ὁ Διάβολος πειράζων τόν Ἰησοῦν ἐν ἐρήμῳ ὑπέδειξεν εὒκολον καί σύντομον ὁδόν τῆς ζωῆς Του, τήν ὁδόν τῆς θαυματουργίας καί οὐχί τῆς ὑπομονῆς τῶν θλίψεων, ἳνα φανῆ, ὃτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, κατά παρόμοιον τρόπον καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολογῶν Αὐτόν υἱόν Θεοῦ δέν ἐπιθυμεῖ τό πάθος Του, εἶναι Σατανᾶς. Διά τοῦτο λέγει ὁ Χριστός πρός αὐτόν. Φύγε ἀπ’ ἐδῶ Σατανᾶ, ἐμπόδιον μου ἒγινες, διότι δέν φρονεῖς τήν διά τοῦ πάθους Μου ἀπολύτρωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τήν ὁποίαν ό Πατήρ ἀπεφάσισεν, ἀλλά ἀνθρωπίνως σκεπτόμενος θεωρεῖς τό πάθος καί τήν θλίψιν ὡς μειωτικά Ἐμοῦ ὡς Μεσσίου ἐξ ἀδυναμίας ἀνθρωπίνης δῆθεν προερχόμενα. Οὓτω ἡ πέτρα ὁμολογίας ὁ Πέτρος γίνεται πέτρα σκανδάλου εἰς τόν οἰκοδόμον Χριστόν! Πόση ἡ ἀδυναμία τοῦ Πέτρου ὡς ἀνθρώπου!
Ὁ Κύριος, ἳνα δώσῃ περισσότερον τόνον εἰς τό πάθος Του «προσκαλεσάμενος» τόν εἰς ἀπόστασίν τινα εὑρισκόμενον λαόν «σύν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ» λέγει: Ὂχι ἐγώ μόνον πρέπει νά πάθω καί νά σταυρωθῶ, ἀλλά καί σεῖς. Καί συγκεκριμένως∙ «εἲ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καθ’ ἡμέραν καί ἀκολουθήτω μοι». Ἂν θέλετε δηλαδή νά εἶσθε μαθηταί Μου, πρέπει νά σηκώσητε ἓκαστος ἐξ’ ὑμῶν τον ἰδιαίτερόν του σταυρόν, καθημερινῶς θέτων εἰς ἐφαρμογήν τήν διδασκαλίαν Μου. Ἂρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἀπομάκρυνσις παντός τό ὁποῖον μᾶς χωρίζει ἀπό τόν θεόν. Σήκωμα τοῦ σταυροῦ μας εἶναι ὁ βαθμός τῆς ἀρνήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας ἡ ὑπομονή δηλ. τῶν βασάνων μας μέχρι θανάτου. Ἀκολούθησις τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά ὑποφέρωμεν καί ὑπομένωμεν ὂχι δι’ ἂλλην τινά αἰτίαν ὡς κακοποιοί, ἀλλά ὡς ἐνάρετοι ὃπως ὑπέφερε καί ὁ Χριστός βαδίζοντες εἰς τά ἲχνη Αὐτοῦ.
Ἐπειδή ὃμως ἡ ἀπάρνησις τῶν ἁμαρτωλῶν μας ὀρέξεων πίπτει πολύ βαρεῖα εἰς τήν ἀνθρωπίνην φιλαυτίαν, ὁ Κύριος προβάλλει πρός ὑπερνίκησιν ταύτης τό μέλλον Δικαστήριον, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου θά κριθῶμεν. Φροντίζει μέ τόν φόβον ἐκείνου τοῦ Δικαστηρίου νά νικήσῃ τόν ἐπίγειον φόβον καί λέγει: «ὃς γάρ ἂν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν, ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἓνεκεν Ἐμοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου σώσει αὐτήν». Ἐνταῦθα ἡ λέξις ψυχή ἒχει.δύο ἐννοίας. Σημαίνει τήν ἐδῶ ζωήν καί τήν ἐκεῖ αἰωνιότητα. Ἑπομένως ὃποιος θελήσει ὑπακούων εἰς τήν φιλαυτίαν του νά μή θυσιάσῃ τήν ζωήν του χάριν τῆς ἀληθείας, οὗτος «ἀπολέσει τήν ψυχήν» θά κατακριθῆ ὑπό τοῦ θείου Δικαστηρίου καί θά χάσῃ τήν ἐκεῖ αἰωνίαν μακαριότητα. Ὃποιος ὃμως θυσιάσει τήν ζωήν του χάριν τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου «οὗτος σώσει τήν ψυχήν αὐτοῦ» θά κερδίσῃ τήν αἰωνίαν μακαριότητα.
\’Ο Κύριος συνεχίζων τόν λόγον του, ὃτι πρέπει νά θυσιασθῶμεν ἐδῶ χάριν τῆς ἂλλης μακαριότητος, φέρει τάς δύο ὑπάρξείς μας παροῦσαν καί μέλλουσαν καί λέγει: «τί γάρ ὠφεληθήσεται ἂνθρωπος, ἐάν τόν κόσμον ὃλον κερδίσῃ τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ἀπολέσας ἢ ζημιωθείς ;» Τί σημασίαν δηλαδή ἒχει ἐάν κερδίσωμεν ὂχι μόνον τήν ζωήν μας ἀποφεύγοντες τόν μαρτυρικόν θάνατον χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὁλόκληρο τόν παρόντα κόσμον μέ ὃλα τά ἀγαθά του, κατακριθῶμεν ὃμως βάσει μικρᾶς ἢ μεγάλης ἁμαρτίας ύπό τοῦ θείου Δικαστηρίου; «ἢ τί δώσει ἂνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» Ἡ αἰωνία ψυχή μας εἶναι ἀνωτέρα ὃλου τοῦ κόσμου, ὣστε οὐδέν ἀντάλλαγμα αὐτῆς ὑπάρχει!
Ὁ Κύριος παρουσιάζει ἐν συνεχείᾳ τόν φόβον ἢ τήν λαμπρότητα τοῦ Δικαστηρίου ἐκείνου, ὃπου θά δικασθῆ τό πολυτιμότερον, τό ὁποῖον ἒχομεν, ἡ ψυχή μας, ἳνα νικήσῃ τόν φόβον τοῦ ἐπιγείου μαρτυρικοῦ θανάτου καί λέγει: «ὃς γάρ ἐάν ἐπαισχυνθῆ με καί τούς ἐμούς λόγους ἐν τῆ γενεᾶ ταύτῃ τῆ μοιχαλίδι καί ἁμαρτωλῷ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὃταν ἒλθῃ ἐν τῆ δόξῃ τοῦ Πατρός αὐτοῦ μετά τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων καί τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τήν πρᾶξιν αὐτοῦ». Ὁ Κύριος ὀνομάζει τήν γενεάν ταύτην μοιχαλίδα, διότι ζῆ ἐν ἁμαρτίᾳ καί ἐν τῆ ἁμαρτίᾳ εὑρισκομένη ἒχει πάρει διαζύγιον ἀπό τόν Θεόν. Ὁ Χριστός θά ἐντραπῆ τότε ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θά Τόν ἐντραποῦν ἐδῶ. Ἐκεῖνοι ὃμως οἱ ὁποῖοι δέν θά δειλιάσουν ἐδῶ, θά δοξασθοῦν ἐκεῖ. Ὃσος εἶναι ὁ τρόμος τῶν καταδικαζομένων, ἂλλη τόση θά εἶναι ἡ δόξα τῶν ἀμειβομένων ἐκεῖ, ὃπου ἓκαστος θά ἀμειφθῆ δικαίως.
Ὁ Κύριος περιγράφει ἐκτενέστερον τό Δικαστήριον ἐκεῖνο καί λέγει: «ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὃτι εἰσί τίνες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἳτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου, ἓως ἂν εἲδωσι τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει». Περί τίνος πρόκειται ἐνταῦθα; Ἰδού! \’Ἡ μέλλουσα κρίσις θά γίνῃ κατά τό τέλος τοῦ κόσμου. Ἡ ἐποχή ἐκείνη ὡς λίαν ἀπομεμακρυσμένη δέν θά ἲδῃ οὐδένα ἐκ τῶν ζώντων τότε Ἀποστόλων. Ἀλλά ἡ Μεσσιανική ἐποχή καί ἑπομένως καί τό Μεσσιανικόν θεῖον Δικαστήριον ἐκτείνεται ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου μέχρι τέλους κόσμου. Δύο μεγάλαι δίκαι καί καταδίκαι θά λάβωσι χώραν κατά τήν Μεσσιανικήν ταύτην περίοδον. Ἡ μία ἀφορᾶ τήν δίκην καί καταδίκην τῆς Ἱερουσαλήμ καί κεῖται εἰς τήν ἀρχήν τῆς Μεσσιανικῆς περιόδου ταύτης. Ἡ πρώτη εἶναι εἰκών τῆς δευτέρας. Ἡ πρώτη δίκη καί καταδίκη εἶναι ἡ καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ, ἣτις ἒγινε τό 70 μ.Χ. Κατά τήν καταστροφήν ταύτην ἒζων τινές τῶν Ἀποστόλων καί ἐκ τοῦ λαοῦ τοῦ παρευρισκομένου μετά τοῦ Ἰησοῦ. Κατά ταύτην ἦλθεν «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει», διότι ἐφάνη ἡ θαυματουργική δύναμις τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὃσον ἡ μέν Ἱερουσαλήμ κατεστράφη τιμωρηθεῖσα, ἡ δέ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐξηπλώθη εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον. Μικρά εἶναι ἡ δύναμις αὓτη τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ; Κάθε ἂλλο!
Ἰδού τό τρομερόν δικαστήριον, ἡ ἃλωσις τῆς Ἱερουσαλήμ! Ἑπομένως, λέγει ό Κύριος, νικήσατε τόν φόβον τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου χάριν ἐμοῦ, μέ τόν φόβον τοῦ μέλλοντος τρομεροῦ δικαστηρίου, τό ὁποῖον θά γίνῃ πέραν τοῦ κόσμου τούτου καί τοῦ ὁποίου εἰκών εἶναι ἡ καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁποίας τινές ἐξ ὑμῶν τῶν Ἀποστόλων καί παρισταμένων θά γίνετε αὐτόπται μάρτυρες.
θ έ μ α « Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου καί ἡμῶν»
Ἐνταῦθα ὁ λόγος εἶναι περί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ και ἡμῶν.
Καί Α. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Τρία πρόσωπα εἶναι σπουδαῖα ἐνταῦθα. Ὁ Χριστός, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καί ὁ Διάβολος. Ὁ Χριστός καί ὁ Πέτρος εἶναι τά ἁγιώτερα πρόσωπα εἰς τήν γῆν καί τόν Οὐρανόν. Ὁ Διάβολος εἶναι τό βρωμερώτερον πρόσωπον ἐδῶ καί εἰς τόν ἂλλον κόσμον. Ὁ Χριστός ὀνομάζει τόν Ἀπόστολον Πέτρον Διάβολον! Πόσον τρομερόν εἶναι τό πράγμα, ἂν σκεφθῶμεν, ὃτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὠνομάσθη διάβολος, διότι δέν ἠθέλησε νά σταυρωθῆ ό Χριστός ἀπό ἀγάπην του πρός Αὐτόν. Ὀνομάζει δέ ὁ Χριστός τόν Ἀπόστολον Πέτρον διάβολον, διότι εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νά σταυρωθῆ, ἳνα ἐξιλεώσῃ ἡμᾶς ἒναντι τοῦ Πατρός του διά.τό προπατορικόν ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ. Ἐρωτᾶται ὃμως. Διατί ἒχει τόσην ἐπιθυμίαν νά σταυρωθῆ ὁ Χριστός, ὣστε ὀνομάζει τόν Ἀπόστολον Πέτρον διάβολον καί δέν συγχωρεῖ τό ἁμάρτημα μας διά λόγου, ἀλλά δι’ αἳματος σταυρικοῦ; Ἰδού! Μέ τόν σταυρικόν θάνατον τοῦ Χριστοῦ φαίνονται δύο ἀντίθετα πράγματα τοῦ θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου.
Πρῶτον τοῦ Θεοῦ. Διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου φαίνονται ἡ αὐστηρότης τῆς θείας δικαιοσύνης καί ἡ θεία εὐσπλαγχνία. Ἡ Δικαιοσύνη του! Δέν ἦτο ἂλλος καταλληλότερος τρόπος ἐκφράσεως τῆς θείας δικαιοσύνης ἐν τῆ ὑψίστῃ αὐστηρότητι παρά διά μίαν μόνην ἁμαρτίαν τῶν πρωτοπλάστων καί ἐκείνην πρό χιλιάδων ἐτῶν καί κατά πρώτην φοράν γενομένην καί εἰς μορφήν μικρᾶς βαρύτητος – βρῶσις ἀπηγορευμένου καρποῦ! – νά ὑποστῆ ὁ μονογενής Του Υἱός τήν ἐσχάτην τῶν ποινῶν, τόν θάνατον και τοῦτον ἐν τῆ ἀτιμωτική καί πολυωδύνῳ μορφῆ τοῦ σταυροῦ! Ἀλλά ταυτοχρόνως δέν ὑπάρχει καλλίτερος τρόπος ἐκφράσεως τῆς θείας εὐσπλαγχνίας πρός τούς ἁμαρτωλούς ἀπό τοῦ νά μή πάθῃ τίποτε ἀπό τήν ποινήν ταύτην ὁ ἁμαρτήσας ἂνθρωπος ἀλλά ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς, ἡμεῖς δέ νά σωζώμεθα δωρεάν οὐχί διά λόγου, ἀλλά διά τοῦ αἳματος τοῦ σταυρωθέντος Ἰησοῦ. Ὣστε μέ τόν σταυρικόν θάνατον Του ὁ Χριστός ἒδειξε τήν αὐστηρότητα τῆς θείας δικαιοσύνης κατά τῆς ἁμαρτίας καί τήν μεγάλην Του ἀγάπην πρός τούς ἁμαρτωλούς. Πόσον ἐπιτυχής καί ἀνάγλυφος εἶναι ὁ τραγικός συνδυασμός τῶν δύο ἰδιοτήτων τοῦ θεοῦ δικαιοσύνης καί ἀγάπης ἐν τῶ σταυρῶ!
Δεύτερον. Τοῦ ἀνθρώπου: Ὁ Σταυρός ὃμως τοῦ Κυρίου συνδυάζει καί ζυγίζει και δύο ἂλλας ἀντιθέσεις, αἳτινες ὑπάρχουσιν εἰς τόν ἂνθρωπον, τήν βρωμιά του καί τό μεγαλεῖον του. Βρωμιά εἶναι αἱ ἁμαρτίαι του και μεγαλεῖον του εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Πόσον βαρεῖα εἶναι και τί ζυγίζει ἡ ἁμαρτία, μία ζυγαριά μόνον ἠδύνατο νά τά ζυγίση, ἓνας μεγάλος ζυγιστής ἠδύνατο νά κρατήσῃ εἰς τό χέρι του τήν ζυγαριάν αὐτήν καί εἰδικά δράμια ἒπρεπε πρός τοῦτο νά εὑρεθῶσι. Καί αὐτά εἶναι: Ζυγός μέν ὁ Σταυρός, ζυγιστής ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς καί δράμια τό αἷμα Του! Δέν ὑπάρχει βαρύτερον πράγμα ἀπό τόν σταυρόν, δέν ὑπάρχει δυνατώτερος ἀπότόν Θεόν. Δέν ὑπάρχουν ἐλαφρότερα δράμια, ὣστε νά ζυγίζουν καί τά ἐλάχιστα βάρη, βαρύτερα δράμια, ὣστε νά ζυγίζουν μεγάλα βάρη ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καί τά τρία αὐτά ἐζύγισαν τήν μίαν, τήν πρώτην τήν πρό χιλιάδων ἐτῶν ἁμαρτίαν καί ἐχύθη τόσον καί τοιοῦτον αἷμα. Πόσον βαρεῖα εἶναι ἡ ἁμαρτία!
Ἀλλά ὁ σταυρός δηλοῖ καί τήν ἀξίαν τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Ἰδού πῶς! Προκειμένου νά καθαρίσωμέν οἱονδήποτε ὓφασμα ἐξετάζομεν πόσον θά μᾶς στοιχίσουν τά καθαριστικά. Ἑπομένως ἀπό τήν ἀξίαν τοῦ καθαριστικοῦ μέσου ἐξάγεται ἡ ἀξία τοῦ καθαριζομένου ὑφάσματος. Καί ἐδῶ καθαρτήριον μέσον εἶναι τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καθαριζόμενον πρᾶγμα ἡ ψυχή μας. Ἂπειρη εἶναι ἡ ἀξία τοῦ αἳματος τοῦ Χριστοῦ; Ἂπειρη εἶναι καί ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς μας. Ὣστε ἰδού ὁ σταυρός δεικνύει τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀξίαν τοῦ ἀνθρώπου! Ἑπομένως ὁ σταυρός δηλοῖ πόσον δίκαιος καί ἀγαθός εἶναι ὁ Θεός, πόσον βάρος ἒχει ἡ ἁμαρτία καί ἀξίαν ὁ ἂνθρωπος!
Β.\’ Οἱ ἰδικοί μας σταυροί ; Τό ἲδιον και οὗτοι φανερώνουν: Τήν ἀγάπην καί δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, τήν ἀξίαν καί τήν βρωμιάν μας. Καί συγκεκριμένως. Ἒχεις και σύ τά σταυρουλάκια σου. Πτωχείαν, ἀσθένειαν, γείτονα κακόν, νοικάρην ὀχληρόν, ἀδελφόν καί συγγενῆ ἰδιότροπον, ἂνδρα ἢ γυναῖκα τύραννον, φίλον συκοφάντην, συνάδελφον κουτσομπόλην ἢ ὑβριστήν, κ.λ.π. Μέσα εἰς αὐτά θά φανῆ ἡ ἀγάπη καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἡ ἀξία σου καί ἡ βρωμιά σου. Πράγματι! Πότε ὁ Θεός θά δείξη τήν ἀγάπην Του πρός ἐσέ; Ὃταν εἶσαι πτωχός, ἀσθενής, ὃταν ἒχεις γείτονα ὀχληρόν, ὃταν ἀδικῆσαι ἀπό τόν ἂνδρα σου, τήν γυναῖκα σου, τόν φίλον σου, τόν συνάδελφον σου. Ὃταν δέν ἀδικῆσαι, δέν ὑπάρχει λόγος νά ἐκδηλωθῆ τόση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Πότε σύ χαϊδεύεις τό μάτι σου, τό χέρι σου, τό πόδι σου; Ὃταν ἒχῃ πληγήν τινα. Πότε ἡ μητέρα φιλεῖ τό παιδί της καί ἐκδηλοῖ τήν ἀγάπην της; Ὃταν ἀσθενῆ. Τό ἲδιον κάμνει καί ὁ Θεός πρός ἡμᾶς, ὃταν ὑποφέρωμεν.
Εἰς τούς σταυρούς μας δέν φαίνεται μόνον ἡ ἀγάπη Του ἀλλά καί ἡ δικαιοσύνη Του. Πόσοι ἀπό τούς σταυρούς αὐτούς εἶναι τιμωρία μας! Σέ κουτσομπολεύει αὐτή, διότι καί σύ κάποιον ἂλλον κουτσομπόλευσες. Σε συκοφαντεῖ ἐκεῖνος, διότι καί σύ εἰς κάποιον λόγον συκοφαντίας ἐξετόξευσες.. Eἶσαι ἀσθενής; Ἀποκλείεται, ὣστε ἀπό τῶν πολλῶν σου ἁμαρτιῶν νά ἀσθενῆ τό σῶμα; Εἶσαι πτωχός; Ἀποκλείεται ἡ τεμπελιά, ἡ σπατάλη νά σ’ ἒφερον εἰς τό σημεῖον αὐτό; Εἶναι τύραννος ὁ ἂνδρας σου; Ποῦ ξέρω ἂν τόν βασανίζῃς καί σύ μέ τούς ἰδικούς σου γυναικείους τρόπους; Εἶσαι ἐν τάξει, εἰς αὐτά καί ἀδικεῖσαι; Αἲ, τότε θά ἐκδηλωθῆ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός σέ.
Ἀλλά εἰς τούς σταυρούς αὐτούς φαίνεται ἡ βρωμιά μας καί ἡ ἀξία μας ἐπάνω εἰς τήν πίεσιν τῆς ἀδικίας, τῆς συκοφαντίας, τῆς πτωχείας, τῆς ἀσθενείας, θά ξεράσῃς ὃ,τι ἒχεις μέσα σου κατά τοῦ γείτονα σου, τοῦ ἰδιοκτήτου σου, τοῦ νοικάρη, τοῦ φίλου, τοῦ συναδέλφου σου, τῆς φίλης. Τότε θά δείξης καί τό μεγαλεῖον τῆς ψυχῆς σου διά τῆς ὑπομονῆς εἰς τήν πτωχείαν καί νόσον, διά τῆς μεγαλοκαρδίας σου εἰς τούς συκοφάντας σου, διά τῆς σιωπῆς εἰς τάς ἐξάψεις τοῦ θυμοῦ τοῦ ἀνδρός σου, διά τῆς συγγνώμης σου πρός τούς βλάψαντάς σε, γενικῶς διά τῆς προσπαθείας σου νά ρίπτῃς νερό καί ὂχι λάδι στή φωτιά. Ἰδού καί οἱ δικοί μας σταυροί, καθρέπται τῆς ἀγάπης καί δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, τῆς. βρωμιᾶς καί τοῦ μεγαλείου μας! Ἰδού διατί ό Χριστός τόσον πολύ ἐπεθύμει νά σταυρωθῆ, ὣστε νά εἲπῃ τόν Πέτρον, ὃστις τοῦ συνέστησε, νά μή σταυρωθῆ, Διάβολον. Ἰδού διατί συνέστησεν, ὃτι πρέπει νά προσέχωμεν εἰς τούς σταυρούς μας, ὣστε νά ὑπομένωμεν αὐτούς
Παράδειγμα σπουδαιότατο καί εἰκών φωτεινοτάτη, πόσον ἡ θλίψις, ἐξαγνίζει τόν ἂνθρωπον καί ἀναδεικνύει, τόν θεόν, εἶναι ὂχι μόνον τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι διά τῶν βασάνων ἐξελαμπικαρίσθησαν ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ, ἀλλά καί κατά τόν κατακλυσμόν. Κατά τόν κατακλυσμόν δηλαδή τοῦ Νῶε, ὃσον ὁ κατακλυσμός ἐμεγάλωνε, τόσον ἡ κιβωτός τῶν 8 δικαίων ψυχῶν ἀνυψοῦτο εἰς ὑψηλότερον ὓψος. Ὃσο περισσότεροι ἀσεβεῖς ἐπνίγοντο, τόσον ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας τῶν δικαίων ἢγγιζε πρός τόν Οὐρανόν. Τό γεγονός τοῦτο εἶναι ἐκφραστικωτάτη εἰκών τῆς δικαιοσύνης τοῦ θεοῦ πρός τούς ἁμαρτωλούς, ἀγάπης Του πρός τούς δικαίους καί δεῖγμα τῆς ἀνθρωπίνης βρωμιᾶς, ἀλλά καί ἀξίας, ἀφοῦ 8 ἂνθρωποι ἐσώθησαν μέσα εἰς τόσην κοσμοχαλασιά.
Μ ί α ἀ π ο ρ ί α. Εἶπεν ὁ Χριστός τόν Ἀπόστολον Πέτρον Σατανᾶν. Ἑπομένως ἐπιτρέπεται καί ἡμεῖς νά εἲπωμεν τόν ἂλλον Σατανᾶν ἢ νά. διαβολοστείλωμεν ἂλλον, ἂνθρωπον; Ἀπαντῶ. 1) Ό Χριστός θά στείλῃ εἰς τόν Διάβολον κατά τήν μεγάλην Κρίσιν, ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἰργάσθησαν αὐτόν διά τοῦ «ὑπάγετε ἀπ’ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιόν τό ἡτοιμασμένον τῶ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Ἑπομένως ὁ Χριστός ἒχει δικαίωμα νά στείλῃ ἀνθρώπους, ὑπηρέτας τοῦ Σατανᾶ, εἰς τόν Σατανᾶν, διότι ἡ παγγνωσία του γνωρίζει ἂν ὁ Α εἶναι διάβολος ἢ ἀξίζει νά πάῃ εἰς τόν διάβολον, ἐνῶ ἡμεῖς οὒτε γνῶσιν οὒτε δικαίωμα ἒχομεν. 2) Ὁ Χριστός εἶπε τόν Ἀπόστολον Πέτρον Σατανᾶν, διότι τοῦ εἶπε νά μή σταυρωθῆ. Σύ ὃμως λέγεις τόν ἂλλον Σατανᾶν, διότι σέ σταυρώνει. Πόση διαφορά!