Βαλαωρίτης Ἀριστοτέλης, Ποιητὴς καὶ Πολιτικὸς.

―Kαλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι;

Πέντε νομάτοι σώμειναν κ’ ἐκεῖνοι λαβωμένοι,

κ’ εἶναι χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ ποὺ σ’ ἔχουνε ζωσμένον.

Ἔλα νὰ δώσης τὰ κλειδιά, πέσε νὰ προσκυνήσης,

κι ἀφέντης ὁ Βελήπασας δεσπότη θὰ σὲ κάμη.

Ἔτζι ψηλὰ ἀπὸ τὸ βουνὸ φωνάζει ὁ Πήλιο Γκούσης.

Κλεισμένος μὲς στὴν ἐκκλησιὰ βρίσκετ’ ὁ Σαμουήλης,

κι ἀγέρας πέρνει τὴ φωνὴ τοῦ Πήλιου τοῦ προδότη.

Χωρὶς ψαλμοὺς καὶ θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία,

γονατισμένοι σκυθρωποί, μπρὸς στὴν ὡραία Πύλη,

πέντε Σουλιῶτες, στέκονται μὲ τὸ κεφάλι κάτου·

βουβοί, δὲν ἀνασαίνουνε καὶ βλέπεις κάπου κάπου

ὁπού ἕνα χέρι σκόνεται καὶ κάνει τὸ σταυρό του.

Ἀκίνητα στὸ μάρμαρο σέρνονται τὰ σπαθιά τους,

σπαθιὰ ποὺ τόσο ἐδούλεψαν γιὰ τὸ γλυκὸ τους Σούλι!

Δὲ φαίνετ’ ὁ καλόγερος· μόνος του στ’ ἅγιο Βῆμα

προσεύχετο κ’ ἑτοίμαζε τὴ μυστικὴ θυσία.

Σφιχτά, σφιχτὰ στὰ χέρια του ἐβάστα τὸ ποτήρι

καὶ μύρια λόγι’ ἀπόκρυφα ἔλεγε τοῦ Θεοῦ του.

Τὰ μάτια, κατακόκκινα ἀπ’ τὲς πολλὲς ἀγρύπνιες,

ἐκύτταζαν ἀκίνητα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα.

Τί θάλασσα ποὺ κύματα ἔχει κρυφὲς ἐλπίδες!…

Σιγᾶτε, βρόντοι τουφεκιῶν, πάψτε φωνὲς πολέμου,

κι ὁ Σαμουὴλ τὴν ὕστερη τὴν Κοινωνιὰ θὰ πάρη.

K’ ἐκεῖ ποὺ κύτταζ’ ὁ παπὰς τὴ Σάρκα τοῦ Θεοῦ του,

ἐκύλησ’ ἂπ’ τὰ μάτια του στοῦ ποτηριοῦ τὰ σπλάγχνα

σὰν τὴ δροσούλα διάφανο κρυφὰ κρυφὰ ἕνα δάκρυ.

―Θεέ μοῦ καὶ πατέρα μου! θαμμένος ἐδῶ μέσα

ἐδίψασα. Χωρὶς νερὸ ἡ θεία Κοινωνιά σου

θὰ ἒμεν’ ἀτελείωτη. Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,

αὐτὸ τὸ μαῦρο δάκρυ μου, μὴ τὸ καταφρονέσης·

ἀμόλυντο καὶ καθαρό, βγαίν’ ἂπ’ τὰ φυλλοκάρδια·

δέξου τό, Πλάστη, δέξου τό, ἄλλο νερὸ δὲν ἔχω.

Ἤτανε ἥλιος κ’ ἔλαμψε τὸ ἱερὸ τὸ σκεῦος.

Τὸ αἷμα ἐζεστάθηκε, ἄχνισε, ζωντανεύει.

Ἀναγαλλιάζει ὁ Σαμουὴλ ποὺ εἶδε τὴ Θεία Χάρι

καὶ τρέμοντας ἀγκαλίασε τὸ Θεϊκὸ Ποτήρι

καὶ τώσφιξε στὰ χείλη του κι ἄκουσε ποὺ χτυποῦσε,

σὰν νὰ ‘τανε λαχταριστὴ καρδιά, ζωὴ γιομάτη.

Ἀνοῖγ’ ἡ Πύλη τοῦ ἱεροῦ, σκύφτουν τὰ παλληκάρια·

τ’ ἀνδρειωμένα μέτωπα τὸ μάρμαρο χτυπᾶνε,

καὶ καρτεροῦν ἀκίνητά τοῦ γέροντα τὰ λόγια.

Ἐπρόβαλ’ ὁ καλόγερος. Τὸ πρόσωπό του φέγγει

σὰ χιονισμένη κορυφὴ στοῦ φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.

Στὰ λαβωμένα χέρια του βαστοῦσ’ ἕνα βαρέλι

πώκλειε μέσα θάνατο, φωτιὰ κι ἀπελπισία.

Ἐκεῖνο μόνο τώμεινε, ἐκεῖνο μόνο φθάνει.

Ἐμπρὸς στὴν Πύλη τοῦ ἱεροῦ μονάχος του τὸ στένει

καὶ τρεῖς φορὲς τωυλόγησε καὶ τρεῖς φορὲς τωυχέται.

Σὰν νὰ ‘ταν Ἅγια Τράπεζα, σὰν νὰ ‘ταν Ἀρτοφόρι

ἐπίθωσ’ ὁ καλόγερος ἐπάνω τὸ ποτήρι,

καὶ σιωπηλὸς κι ἀτάραχος ἄναψε θειαφοκέρι.

Τὰ γόνατά του ἐχτύπησαν ὁρμητικὰ τὴν πλάκα,

ἐσήκωσε τὰ χέρια του, τὸ πρόσωπό του ἀνάφτει,

κι οἱ πέντε τὸν ἐκύτταζαν βουβοὶ μέσα στὰ μάτια.

[…]

Ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὁ Σαμουὴλ στὸν κρότο

καὶ στάζ’ ἂπ’ τὴ λαβίδα του ἐπάνω στὸ βαρέλι

μία φλογερὴ σταλαματιὰ ἀπ’ τοῦ Θεοῦ τὸ γαῖμα…

Ἀστροπελέκια ἐπέσανε, βροντάει ὁ κόσμος ὅλος,

λάμπει στὰ γνέφ’ ἡ ἐκκλησιά, λάμπει τὸ μαῦρο Κούγκι.

Τί φοβερὴ κεροδοσὰ πώλαβε στὴ θανή του

τὸ Σούλι τὸ κακότυχο, καὶ τί καπνό, λιβάνι!…

Ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ παπᾶ τὸ ράσο

κι ἁπλώθηκε, κι ἁπλώθηκε σὰν τρομερὴ μαυρίλα,

σὰ σύγνεφο κατάμαυρο κ’ ἐκάλυψε τὸν ἥλιο.

K’ ἐν ᾧ τ’ ἀνέβαζ’ ὁ καπνός, κ’ ἐν ᾧ τὸ συνεπαίρνει,

τὸ ράσο πάντ’ ἀρμένιζε κ’ ἐδιάβαινε σὰ Χάρος,

κ’ ἐκεῖθεν ὅπου διάβηκε ὁ φλογερός του ἴσκιος,

σὰν νὰ ‘ταν μυστικὴ φωτιὰ ἐρρόγγισε τὸ λόγγο.

Καὶ μὲ τὲς πρῶτες ἀστραψὲς καὶ μὲ τὰ πρωτοβρόχια

χλωρὸ χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ἐληές, μυρτοῦλες,

ἐλπίδες, νίκες καὶ σφαγές, χαρὲς κ’ ἐλευθερία.