Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος.
«Λιμὴν ἡμῖν γενοῦ θαλαττεύσουσι, καὶ ὁρμητήριον, ἐν τῷ πελάγει τῶν θλίψεων καὶ τῶν σκανδάλων πάντων τοῦ πολεμήτορος». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀπευθύνεται ὁ ὑμνογράφος τοῦ Κανόνος τῶν Χαιρετισμῶν στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο (3ο τροπάριο ΣΤ’ ὠδῆς) καὶ τὴν προσκαλεῖ καὶ τὴν παρακαλεῖ νὰ γίνῃ τὸ λιμάνι μας καὶ τὸ ὁρμητήριό μας, τὸ ἀσφαλές μας καταφύγιο στὶς θλίψεις καὶ στὶς συμφορὲς τοῦ βίου μας.
Μία οἰκεία εἰκόνα ἀπὸ τὴν φύση καὶ τὴν ζωὴ τῶν ναυτιλλομένων μᾶς προβάλλει ὀ ποιητής, τὴν εἰκόνα τοῦ λιμένος. Τί ἄλλο ὀνειρεύονται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ταξιδεύουν στὴν θάλασσα ἀπὸ ἕνα ἀσφαλὲς καὶ ἀπάνεμο λιμάνι, γιὰ νὰ ἀράξουν μετὰ ἀπὸ ἕνα μακρυνό, κοπιαστικὸ καὶ κάποτε έπικίνδυνο ταξίδι; Ἔτσι καὶ ἡ ζωή μας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, παρομοιάζεται μὲ ἕνα μεγάλο ταξίδι, συχνὰ μὲ πολλὲς φουρτοῦνες, ποὺ κλυδωνίζουν τὸ καράβι τῶν ἐπιβαινόντων. Εἶναι τόσο ψηλὰ τὰ κύματα καὶ τόσο ἀγριεμένη ἡ θάλασσα ποὺ ὅλοι ἐμεῖς οἱ «θαλαττεύοντες», οἱ δαρμένοι ἀπὸ τὴν θαλασσοταραχή, ἀναζητοῦμε μὲ ἀγωνία ἕνα λιμάνι. Στὸν ὁρίζοντα δὲν ἀντικρύζουμε κάποιο κοντινὸ ὅρμο καὶ δὲν βλέπουμε καμμία ἐλπίδα σωτηρίας οὔτε ἀνθρωπίνης βοηθείας. Τότε εἶναι ποὺ στρέφουμε τὰ μάτια μας στὴν γλυκιά μας μητέρα, τὴν Παναγία, σ’ αὐτὴν ποὺ πάντοτε στρεφόμαστε μὲ τὴν ἐπίκληση «Παναγία μου», ὅταν πλέον ἔχει ἐκλείψει κάθε ἄλλη ἐλπίδα καὶ διέξοδος στὶς τρικυμίες τοῦ βίου μας.
Στὴν συνείδηση τῶν πιστῶν ἡ Παναγία μας ἀναγνωρίζεται ὡς λιμάνι, ὡς καταφυγὴ καὶ ἐλπίδα μας, διότι ἐκείνη γνώρισε, ὅσο καμμία ἄλλη γυναῖκα, ὅσο κανένας ἄλλος ἄνθρωπος, τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη. Καὶ μόνον ὅποιος γνωρίζει τὸν πόνο, ὅποιος ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὶς συμφορὲς τοῦ βίου, αὐτὸς καὶ μόνον εἶναι σὲ θέση νὰ παρηγορήσει τὸν ἄλλον. Ἡ Παναγία μας, ἀσφαλῶς, ἀπὸ μικρὴ γνώρισε τὴν ὀρφάνεια καιὶ στὴν συνέχεια τὴν φτώχεια στὸ πλευρὸ τοῦ προστάτου της Ἰωσὴφ. Κανεὶς δὲν τοὺς πρόσφερε στέγη, γιὰ νὰ κατακλιθοῦν, ἐκείνη τὴν ἅγια βραδυὰ καὶ ὅταν ἔφερε στὸν κόσμο τὸν Μονογενῆ Της, δὲν εἶχε νὰ τοῦ προσφέρῃ τὰ ἀπαραίτητα, πέρα ἀπὸ τὴν ἀγάπη της καὶ τὴν ζεστασιὰ τῶν ζώων καὶ τῶν φτωχῶν ποιμένων. Στὴν συνέχεια ὅλη ἡ ἁγία οἰκογένεια ἔζησε τὴν ἐμπειρία τῆς προσφυγιᾶς. Μόνον ὅποιος ἔχει γευτῆ αὐτὴν τὴν πικρὴ ἐμπειρία εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσῃ τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη τοῦ ξεριζωμένου.
Ὅμως ἡ γλυκιά μας Παναγιὰ ὑπέφερε πάντοτε σιωπηλὰ καὶ χωρὶς μεγάλη διαμαρτυρία τὸν πόνο της. Ὑπέφερε στὴν συνέχεια καὶ τὶς θλίψεις καὶ τὶς στενοχωρίες ἀπὸ τὶς διώξεις, τὶς ὕβρεις καὶ τὶς συκοφαντίες τοῦ ἀγαπημένου Της τέκνου. Καὶ τὸ χειρότερο! Ρομφαῖα διῆλθε τὴν καρδιά της, ὅταν τὸν εἶδε ἀνεβασμένο στὸν Σταυρὸ «διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν». Ποιός ἀλήθεια, ὕστερα ἀπὸ τόσο μεγάλο πόνο καὶ ἀναστεναγμό, ποὺ βίωσε ἡ Παναγία, μπορεῖ νὰ πῆ ὅτι θλίβεται καὶ στενάζει περισσότερο;
Βεβαίως, ὑπάρχουν ἄνθρωποι γύρω μας ποὺ φτάνουν στὰ ὅριά τους, γευόμενοι τὴν ὀδύνη ἀπὸ τὶς ἀναποδιὲς τῆς ζωῆς καὶ συχνὰ τὸν κατατρεγμό τῶν συνανθρώπων των, τὴν ψευτιὰ καὶ τὴν ἀδικία. Ἔ, λοιπόν, αὐτοὶ οἱ πονεμένοι ἔχουν ποῦ νὰ στραφοῦν στὸ φαινομενικό των ἀδιέξοδο. Ἔχουν ποῦ νὰ ὀρθώσουν τὸ βλέμμα των, γιὰ νὰ βροῦν παρηγορία. Ἔχουν ἕνα τελευταῖο ἀλλὰ ἀσφαλὲς λιμάνι. Ἔχουν Ἐκείνην ἡ ὁποία διὰ τοῦ Υἱοῦ Της ἔγινε ὁ λιμὴν καὶ ἡ προστασία πάντων τῶν θλιβομένων καὶ κλυδωνιζομένων ἀπὸ τὶς φορτοῦνες τοῦ καραβιοῦ τῆς ζωῆς. Ἔχουν ἕναν ἀπάνεμο ὅρμο νὰ ἀράξουν καὶ νὰ ἀναπαυτοῦν, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, μέχρι τὴν ἑπομένη τρικυμία.
Διότι τρικυμιώδης θὰ εἶναι ὁ βίος μας «πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν» «διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων ἡμῶν». Τὸ ζήτημα εἶναι νὰ μὴν νοιώθουμε μόνοι σ’ αὐτὸ τὸ δύσκολο ταξίδι, νὰ νοιώθουμε τὸ χέρι τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κατευθύνει τὰ διαβήματά μας μακρυὰ ἀπὸ τὶς κακοτοπιές, μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ μᾶς χαρίζει τὴν σωτηρία μας.
Γιὰ νὰ νοιώσουμε ὅμως αὐτὴν τὴν θεία βοήθεια, χρειάζεται νὰ ἀσκηθοῦμε καὶ ἐμεῖς στὸν πόνο καὶ στὴν θλίψη. Νὰ μὴν τὰ ἀντιμετωπίζωμε ὡς κατάρα ἀλλὰ ὡς εὐλογία, ὡς δοκιμασία, διὰ νὰ ἐξέλθωμε νικητὲς «διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου». Καὶ τὴν νίκη αὐτὴν στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ γιὰ τὸν καθένα, δὲν μποροῦμε νὰ τὴν κερδίσωμε μόνοι μας.
Ἄς τὸ παραδεχθοῦμε ἐπιτέλους, ὅτι μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις μόνον, λόγῳ τῆς ἀσθενικῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύσεώς μας, δὲν καταφέρνουμε νὰ ἀντιμετωπίζωμε τὶς πολὺ ἰσχυρότερες δυνάμεις τοῦ πολεμήτορος. Χρειάζεται ἡ θεία ενδυνάμωση καὶ ἣ φώτιση ἀπὸ τοὺς μεγάλους πονεμένους, τοὺς Ἁγίους μας, καὶ στὴν συνέχεια ἡ συνεργασία μὲ τοὺς ἄλλους πονεμένους, πλὴν συνειδητοποιημένους ἀδελφούς μας, ἐκείνους δηλαδὴ πού, ἀφοῦ γεύτηκαν οἱ ἴδιοι τὴν ἐμπειρία τοῦ πόνου, ἔχουν μὲ τὴν σειρά τους τὴν δύναμη καὶ τὴν θέληση νὰ συμπαρασταθοῦν καὶ στοὺς λιγότερο ἔμπειρους, τοὺς ἐντελῶς ἄπειρους ἤ καὶ ἀδύναμους ἀδελφούς των. Ὅπως ἡ χαρά, ὅταν μοιράζεται, πολλαπλασιάζεται, ἔτσι καὶ ὁ πόνος ποὺ μοιράζεται μικραίνει καὶ γίνεται πιὸ γλυκός.
Τώρα πιά, στὶς σύγχρονες διακυμάνσεις τοῦ βίου, ποὺ οἱ πολλοὶ καὶ πολλὰ ὑποσχόμενοι προστάτες μας μᾶς ἐγκαταλείπουν πλέον ἀβοήθητους, ποὺ οἱ φουρτοῦνες ὅλο καὶ πληθαίνουν, ποὺ ἡ ψευτιὰ καὶ ἡ ὑποκρισία περισσεύουν, ποὺ οἱ πόλεμοι καὶ οἱ ἀσθένειες σκορπίζουν τὸν τρόμο τοῦ θανάτου γύρω μας καὶ μέσα μας, «εἰς τίνα καταφύγωμεν», ποὺ νὰ προσβλέψουμε ἀλλοῦ ἀπὸ τὴν «πάντων βοήθεια», τὴν ἐλπίδα πάντων τῶν θλιβομένων, τὴν παρηγορία πάντων τῶν ἀναστεναζόντων, τὸ λιμάνι πάντων τῶν κλυδωνιζομένων;
Σ’ αυτὴν ἀναφωνοῦμε καθημερινὰ κατὰ τὸ Μεγάλο Ἀπόδειπνο τὴν κατανυκτικὴ αὐτὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς: «Παναγία Θεοτόκε, τὸν χρόνον τῆς ζωῆς μου, μὴ ἐγκαταλείπῃς με· ἀνθρωπίνῃ προστασίᾳ μὴ καταπιστεύσῃς με, ἀλλὰ αὐτὴ ἀντιλαβοῦ, καὶ ἐλέησόν με.». Τὴν καλοῦμε δηλαδὴ νὰ μὴν μᾶς ἀφήσῃ σὲ ἀνθρώπινα χέρια προστασίας, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀναλάβῃ ἡ ἴδια (αὐτὴ ἀντιλαβοῦ) στὴν δική της προστασία, στὸν δικό της ἀσφαλῆ λιμένα.
Τὸ μόνο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνωμε εἶναι νὰ τὴν ἐμπιστευτοῦμε, ἐὰν βεβαίως θέλωμε νὰ κερδίσωμε τὴν θεϊκὴ γαλήνη, «τὴν εἰρήνην τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν» καὶ τὴν πολυπόθητη σωτηρία μας, μὲ τὴν χάρη τοῦ Υἱοῦ Της καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας. Γένοιτο!