Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)

Ὅταν οἱ ἄνθρωποι πάσχουν ἀπὸ κάποια ψυχικη ἀσθένεια ἢ ἀπὸ γεροντικὴ ἄνοια, πολὺ συχνά ἐγκαταλείπονται στην τύχη τους καὶ ἡ κατάστασή τους ἐπιδεινώνεται, διότι παύουν πιὰ νὰ χρησιμοποιοῦν ὅ,τι τοὺς ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὴ ζωτικότητά τους, τὶς νοητικές τους δυνάμεις, τὴν ἀντίληψή τους.

Ἔτσι χειροτερεύουν προκαταβολικά, ἐνῶ δὲν θὰ ἦταν ἀπαραίτητο νὰ συμβεῖ αὐτό.

Ὅταν, λοιπόν, κάποιος ἀρχίζει σταδιακὰ καὶ χάνει τὴ μνήμη του, τὴν ὀξύτητα τοῦ πνεύματος του κ.λ.π., πρέπει αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ κάνουμε: νὰ καθίσουμε καὶ νὰ τοῦ μιλᾶμε, νὰ ἐπικοινωνοῦμε ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο, στὸ βαθμὸ τῶν ἱκανοτήτων ποὺ τοῦ ἔχουν ἀπομείνει.

Ὄχι προσπαθώντας νὰ ἐπαναφέρουμε τὸν ἀσθενῆ σὲ μία κατάσταση ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπανέλθει, ὄχι προσπαθώντας νὰ τὸν πιέσουμε πέρα ἀπὸ τὶς δυνατότητές του, διότι αὐτὸ φέρνει ἀπελπισία, ἀλλά να μείνουμε στὸ δικό του ἐπίπεδο καὶ νὰ χρησιμοποιήσουμε ὅλες τὶς δυνατότητες ποὺ ὑπάρχουν γιὰ συζήτηση, ἐπαφή, ὀπτικὰ ἐρεθίσματα.

Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα θέμα. Ὅσο γιὰ τους σχιζοφρενεῖς ἢ τοὺς ψυχικὰ πάσχοντες γενικοτερα, ἔχω δύο παραδείγματα πού μου εἶχαν κάνει μεγάλη ἐντύπωση. Ὅταν ἐργαζόμουν σὲ ἕνα γαλλικὸ ψυχιατρεῖο, συνάντησα μία Ἀμερικανίδα ψυχίατρο μὲ τὴν ὁποία εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ συζητήσω πάνω στὸ θέμα τῆς ψυχικῆς ἀσθένειας. Καὶ μοῦ εἶπε τὴν ἑξῆς ἱστορία: Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔκανε τὴν εἰδικότητά της εἶχαν ἕνα ἀσθενῆ, σχιζοφρενῆ, ποὺ τὸν εἶχαν βάλει σὲ ἀπομόνωση.

Ὁ καθηγητὴς εἶπε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς εἰδικευόμενους φοιτητές:

“Πήγαινε νὰ καθίσεις μὲ αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο ὅσο ἀντέχουν τὰ νεῦρα σού”.

Ὁ νέος ρώτησε: “Γιὰ πόσες ὧρες;”. “Τέσσερις, πέντε ὧρες τὴν ἡμέρα”. “Μα, πρὸς τί;”. “Απλώς κάτσε”.

Καὶ ὁ νεαρὸς φοιτητὴς κάθισε γιὰ λίγο, ἀλλὰ δὲν τὸ ἄντεξε. Βγῆκε καὶ εἶπε στὸν καθηγητή του: “Δὲν μπορώ”.

Καὶ ὁ καθηγητὴς τοῦ ἀπάντησε: “Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη θεραπεία ποὺ μπορῶ νὰ προσφέρω στὸν ἄνθρωπο αὐτόν, κι ἐσὺ τὴν ἀρνείσαι”.

Δοκίμασε λοιπὸν ξανὰ ὁ φοιτητής, κάθισε γιὰ περίπου τρεῖς ἑβδομάδες καὶ στὸ τέλος αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἐντελῶς κλεισμένος στὸν ἑαυτὸ τοῦ γύρισε καὶ τοῦ μίλησε.

Εἶχα κι ἐγὼ τὴν ἴδια ἐμπειρία, πάλι στὴ Γαλλία, μὲ κάποιον ἀσθενῆ ποὺ βρισκόταν γιὰ ἀρκετὲς βδομάδες στὸ νοσοκομεῖο χωρὶς νὰ ἀνταποκρίνεται σὲ τίποτε, ἐρωτήσεις, προτροπὲς κ.λ.π.

Παρέμενε βουβός. Καὶ εἶπα στὸν ἐπικεφαλή:

“Θα σὲ πείραζε ἂν ἁπλῶς καθόμουν μαζί του;”. Σήκωσε τοὺς ὤμους ἀδιάφορα, θὰ τὸ ἔκανα τὴν ἡμέρα τῆς ἀργίας μου κι ἔτσι δὲν τὸν ἔνοιαζε.

Κάθισα, λοιπόν, καὶ τὸν κοίταζα αὐτὸν τὸν ἄνδρα, κι αὐτὸς καθόταν ἐπίσης καὶ κοιταζόμασταν.

Ἔκατσα ἐκεῖ κάπου 10 ὧρες -εἶμαι, ξέρετε, ὑπομονετικὸς ἄνθρωπος!- καὶ μετά, στὸ τέλος τῆς δέκατης ὥρας, ξαφνικὰ εἶπε:

“Και γιατί κάθεσαι ἐδῶ;”.

Τοῦ εἶπα: “Γιατί μου ἀρέσει νὰ κάθομαι μαζὶ σού”. “Και γιατί;”, ρώτησε, καὶ συνέχισε, κι αὐτὸ ἤταν η ἀρχὴ τῆς θεραπείας του.

Δὲν θέλω νὰ πῶ ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ θεραπεύσει τοὺς σχιζοφρενεῖς καθισμένος μὲ τὶς ὧρες δίπλα τους, δὲν εἶμαι τόσο ἀφελής.

Αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ πῶ εἶναι ὄτι ισως νὰ ἐπιβραδυνόταν ἡ πνευματικὴ καὶ συναισθηματικὴ κατάπτωση πάρα πολλῶν ἀνθρώπων, ἂν καθόταν κάποιος μαζί τους, ἀντὶ νὰ θεωρούμε ὅτι, ἐφόσον ἔχουν τροφή, καθαριότητα καὶ τὶς βασικὲς φροντίδες, ἔχουν καὶ ὅλα ὅσα χρειάζονται.

Ὄχι! Χρειάζονται ανθρωπινη ἐπαφή, χρειάζονται ανθρωπισμο.

Κι ἔτσι εἶναι. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δὲν φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνήσει καθόλου, ἂν καθίσεις και τοῦ κρατήσεις τὸ χέρι, θὰ τοῦ ἔχεις προσφέρει κάτι. Τὰ ἄτομα αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ σοῦ ποῦν ἂν τοὺς ἀρέσει ἢ ὄχι.

Ἀλλὰ θὰ ὑπάρξει μία στιγμὴ ποὺ θὰ ἀντιδράσουν καὶ τότε θὰ ξέρεις ὅτι δὲν ἔχασες τὸν χρόνο σου μὲ τὸ νὰ κάθεσαι κοντά τους.

Κι ἂν ἀναλογιστοῦμε τὸν χρόνο ποὺ σπαταλοῦμε ἔτσι κι ἀλλιῶς, γιατί νὰ μὴν τὸν σπαταλήσουμε μὲ θετικὸ τρόπο, γιατί νὰ μὴν κάνουμε τὶς ἄχρηστες σκέψεις ἢ καὶ τὶς χρήσιμες σκέψεις μας καθισμένοι δίπλα σὲ κάποιον πού χρειάζεται τὴ φυσική μας παρουσία, παρὰ νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο σὲ μία πολυθρόνα, κοιτώντας μία συσκευὴ τηλεόρασης τὴν ὁποία οὔτε καν προσέχουμε;