Ἀναγνωστόπουλος Στέφανος, Πρεσβύτερος.
~ Στὰ παλιὰ χρόνια, δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ τὸ 1800, κάποιος ἐκεῖ τότε, – ὑπῆρχαν πολλοὶ λησταί, ὅπως εἶναι γνωστό, ποὺ στήνανε καρτέρι στὰ σταυροδρόμια, καὶ λήστευαν τοὺς περαστικούς,
– κάποιος λοιπὸν ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀρχιληστᾶς εἶχε βάλει μερικοὺς συντρόφους, νὰ στήνουν τὸ καρτέρι τους σὲ ἕνα σταυροδρόμι ποὺ ἦτο ἀναγκαστικὸ πέρασμα γιὰ τοὺς περαστικοὺς πεζοπόρους, ἀπὸ τὴ μία πόλη στὴν ἄλλη. Καὶ ὅποιος περνοῦσε, εἴτε ἦταν μόνος του, εἴτε ἦταν δύο εἴτε τρεῖς, τοὺς λήστευαν.
Καὶ μετὰ τοὺς ἄφηναν νὰ φεύγουν, δὲν τοὺς ἔκαναν κακό. Δὲν τοὺς τραυμάτιζαν, δὲν τοὺς κακοποιοῦσαν.
Κάποτε πέρασε ἀπ’ αὐτὸ τὸ σταυροδρόμι καὶ ἕνας ἅγιος μοναχός. Ἐκεῖνος, – τὸν σταμάτησαν βέβαια καὶ τὸν λήστεψαν, τί νὰ πάρουν ἀπὸ ἕναν μοναχό, τέλος πάντων, ὅ,τι εἶχε – δὲν ἔφυγε. Παρακάλεσε τοὺς ληστᾶς νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ λημέρι τοῦ ἀρχηγοῦ τους, – λέει «τί τὸν θέλεις;»
-Ά, λέει, θὰ σᾶς πῶ κάτι πολὺ σπουδαῖο. Σὲ λίγο θὰ περάσει ἕνας πολὺ μεγάλος καὶ πλούσιος ἔμπορος φορτωμένος διαμάντια, ἀλλά, θέλω νὰ τοῦ πῶ, πῶς θὰ εἶναι ντυμένος, γιὰ νὰ τὸν καταλάβετε, γιατί θάχει μαζί του πολλὰ τὰ κουρέλια.
Ἔτσι καὶ ἔγινε, ὄχι γιὰ νὰ μὴν τοῦ χαλάσουν τὸ χατίρι, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἀπολαβὲς ποὺ θὰ εἶχε.
Τὸν πῆγαν λοιπόν.. μόλις συναντήθηκε ὁ μοναχὸς μὲ τὸν ἀρχιληστή, τοῦ λέγει ὅτι θὰ καλέσεις ὅλους τους ἀνθρώπους ἐδῶ, γιὰ νὰ τοὺς πῶ αὐτὸ τὸ μεγάλο νέο, διότι εἶναι πολὺ σπουδαῖο.
Πράγματι λοιπόν, ἐκεῖνος τοὺς μάζεψε.
Ά, λέει, κάποιος λείπει. Νὰ μοῦ τὸν φέρετε κι αὐτὸν ἐδῶ.
Λέει, τί τὸν θέλεις, αὐτὸς μαγειρεύει τώρα γιὰ τὸ μεσημέρι.
Ὄχι, νὰ τὸν φέρετε.
Πᾶνε λοιπόν, ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ ’ρθεί, καὶ τὸν ἅρπαξαν μὲ τὸ ζόρι, καὶ τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸ μοναχό.
Μόλις ὁ μάγειρας ἀντίκρισε τὸν μοναχό, δὲν ἤθελε νὰ τὸν βλέπει.
Ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ μοναχὸς γύρισε νὰ τὸν δεῖ.
Ἀντιθέτως ὁ μάγειρας ἄρχισε νὰ τρέμει, νὰ τρέμει πολύ.
Τὸν ρωτάει λοιπὸν ὁ μοναχός.
-Γιατί τρέμεις μάγειρα;
-Ε, – ἀναγκάστηκε ἐκεῖνος νὰ ὁμολογήσει, – ὅτι ἦταν διάβολος ποὺ εἶχε μετασχηματιστεῖ σὲ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ αὐτὸν τὸν ἀρχιληστή.
Ὁ ἀρχιληστὴς ὅμως αὐτός, εἶχε μία πολὺ καλὴ συνήθεια.
Προσευχόταν στὴν Παναγία καθημερινά. Καὶ πῶς προσευχόταν; – λέει.
Διάβαζε κάθε μέρα τοὺς Χαιρετισμούς. Πρωὶ καὶ μεσημέρι καὶ βράδυ. Τὴν καλὴ αὐτὴ συνήθεια τὴν πῆρε ἀπ’ τὴ μάνα του. Τὴν πῆρε ἀπ’ τὸ σπίτι του, ποὺ τοῦ εἶχε μάθει τοὺς Χαιρετισμοὺς ἀπὸ μικρὸ παιδί, καὶ ἔτσι τοὺς ἤξερε ἀπὸ στήθους. Δηλαδὴ ἀπὸ μνήμης, καὶ τοὺς ἔλεγε χωρὶς νὰ τοὺς διαβάζει.
Βέβαια, ἀργότερα πῆρε τὸν κακὸ τὸ δρόμο κι ἔγινε ληστής, παρὰ ταῦτα ὅμως, τοὺς Χαιρετισμοὺς δὲν τοὺς εἶχε ἀφήσει οὔτε μία μέρα. Ἔτσι ἡ Παναγία βρισκόταν κοντά του καὶ τὸν φύλαγε.
Καὶ τὸν φύλαγε ἐπειδὴ περίμενε μία εὐκαιρία ἡ Παναγία γιὰ νὰ τὸν σώσει, νὰ τὸν φέρει σὲ μετάνοια, ν’ ἀλλάξει ζωή, νὰ σωθεῖ.
Ὁ μάγειρας διάβολος, εἶχε σταλεῖ πάλι ἀπ’ τὸν ἀρχισατανά γιὰ νὰ τὸν σκοτώσει καὶ νὰ πάρει τὴν ψυχή του στὴν Κόλαση. Δὲν μποροῦσε ὅμως γιατί τὸν ἐμπόδιζαν οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας. Περίμενε λοιπὸν μία εὐκαιρία. Ποιά; Τὸ πότε θὰ ξεχνοῦσε ἔστω καὶ μία φορά, ἔστω καὶ μία μέρα, νὰ ἀπαγγείλει ὁ ἀρχιληστὴς τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Τότε θὰ ἦταν ἀφύλακτος ἀπὸ τὴν προστασία Της, θὰ προκαλοῦσε γιὰ τὴ μοιρασιά, ἀνάμεσα στοὺς ληστᾶς καὶ τοὺς συντρόφους τοῦ κάποια φασαρία, ἐκεῖνοι μὲ τὴν προτροπὴ βέβαιά του διαβόλου μάγειρα, θὰ τὸν σκότωναν καὶ ἔτσι θάπαιρνε τὴν ψυχή του στὴν Κόλαση.
Μὰ ἡ Παναγία τὸν προστάτευε καὶ τὸν προστάτευε χάριν τῶν Χαιρετισμῶν. Μπορεῖ νὰ ἦτο ληστής, ἀλλὰ δὲν ἦταν φονιάς. Παρὰ ταῦτα ὅμως τοὺς Χαιρετισμοὺς δὲν τοὺς ἄφησε. Μπορεῖ ἡ ζωή του νὰ ἦτο ἄσχημη, νὰ ἦτο κακή, νὰ ἦτο ἀντιευαγγελικὴ ἀλλὰ ὁ Θεὸς ὅμως ποὺ δὲν θέλει τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζεῖν αὐτόν, καὶ ἀκούγοντας καὶ τὶς μεσιτίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παναγίας Μητρός Του, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ σωθεῖ. Μόλις λοιπὸν ὁ ἀρχιληστὴς ἄκουσε αὐτὴ τὴν ὁμολογία ἀπὸ τὸν μάγειρο διάβολο, ἀμέσως φωτίσθηκε. Κατάλαβε τὰ τραγικά του λάθη. Τὶς ἁμαρτίες του, καὶ κείνη τὴ στιγμὴ μετανόησε, καὶ σώθηκε.
Ἡ μετάνοιά του συγκλόνισε καὶ τοὺς ἄλλους ληστᾶς, τοὺς συντρόφους του, καὶ μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου ἐκείνου μοναχοῦ ὅλοι τους ὁδηγήθηκαν στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ στὴν Ἱερὰ Ἐξομολόγηση. Καὶ μὲ τὴν ἔμπρακτη ἀποκατάσταση ὅλων τῶν κλοπιμαίων, ὅλοι οἱ λησταὶ μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιληστὴ ἐσώθησαν.
Τοὺς ἔσωσαν οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας.
Οἱ Χαιρετισμοὶ λοιπὸν χριστιανοί μου, ἔχουν τεράστια σωτηριώδη σημασία, ὅταν τοὺς διαβάζουμε ἢ τοὺς ἀπαγγέλουμε κάθε βράδυ μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια. Μᾶς χαρίζουν τὴν πλέον ἀποτελεσματικὴ βοήθεια στὴν προσπάθειά μας καὶ στὸν ἀγώνα ποὺ κάνουμε κάθε μέρα, γιὰ νὰ νικήσουμε τὰ πάθη μας. Γιὰ νὰ νικήσουμε τὸ κακό, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο.
Ἄλλωστε Ἐκείνη μᾶς προτρέπει καὶ μᾶς λέγει «φωνάξτε μέ», ἢ «φωνάζετε μέ», «φωνάζετε τὸ ὄνομά μου, καὶ γῶ θὰ σᾶς βοηθῶ πάντοτε».
Νὰ μὲ καλεῖτε ἢ μὲ τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», ἢ μὲ τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ μας», ἢ «σῶσον με», ἢ «σῶσον ἠμᾶς». Ἄλλωστε εἶναι καὶ λειτουργικὸς ὕμνος. Κάθε φορά ποὺ ἀναφέρουμε τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας μας στὴ Θεία Λειτουργία, στὸν ὄρθρο ἢ τὸν ἑσπερινό, οἱ ἱεροψάλτες μας νὰ ἀπαντοῦν «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἠμᾶς».
«Καὶ γῶ θὰ ἔλθω», μᾶς ὑπόσχεται ἡ Παναγία, «θὰ σᾶς βοηθήσω, καὶ θὰ σᾶς βοηθήσω σὲ ὅλες σας τὶς ἀνάγκες, σὲ ὅλους τους πειρασμοὺς τῆς ζωῆς σας, στὰ βάσανα, στὶς θλίψεις καὶ στὶς στεναχώριες. Θὰ εἶμαι πάντοτε κοντά σας. Μεσίτρια ἀκόμα καὶ ὅταν θὰ βγαίνει ἡ ψυχή σας, γιὰ νὰ σᾶς φυλάξω ἀπὸ τὰ ἐναέρια δαιμόνια. Ἀλλὰ καὶ στὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Υἱοῦ μου καὶ Κριτοὺ τῶν πάντων καὶ κεῖ θὰ εἶμαι κοντά σας.»
Ἄλλωστε αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε σὲ λίγο, ὅταν θὰ ἀπαγγείλουμε τὴν προσευχὴ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸ «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε».
Χριστιανοί μου, ἂς ἀγαπήσουμε αὐτὴ τὴν προσευχὴ τῶν Χαιρετισμῶν, καὶ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Της, καὶ τότε ἐκείνη θὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου καὶ θὰ μᾶς σώσει.
Τὸ εὔχομαι εἰς ὅλους σας, καὶ σεῖς νὰ τὸ εὔχεστε σὲ μένα,
Ἀμήν.