Γέρων Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Δικαῖος της Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος.
Μαθαίνοντας νὰ λέμε ὄχι στὴν ἐπιθυμία μας γιὰ τροφὴ
μὲ τὴ Νηστεία,
μάθαμε νὰ λέμε «ὄχι» στὸ δικό μας θέλημα,
πού πολὺ συχνὰ εἶναι αὐτοκαταστροφικό,
καὶ νὰ λέμε «ναὶ» στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,
πού εἶναι πάντα σωτήριο.
Ξεκινήσαμε τὸ Τριώδιο, τὴν εὐλογημένη αὐτὴ περίοδο τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους μὲ τὴ μετάνοια, ἀφοῦ αἰσθανθήκαμε βαθειά, ὑπαρξιακὰ μέσα μας, ὅπως ὁ Ἄσωτος τῆς παραβολῆς, τὴν ἀνάγκη ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν ἀποξένωσή μας, τὴν ἀνάγκη ἐπιστροφῆς στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Θεὸ (Κυριακή του Ἀσώτου).
Συνεχίσαμε τὴν πορεία μας πρὸς τὸν ἀναστημένο Χριστό, μέσα ἀπὸ τὴ συνάντησή μας μὲ τὸν συνάνθρωπο· τὸν «ἐλάχιστο» ἀδελφό μας (Κυριακή της Τυρινῆς).
Καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε στὴ συνέχεια, οὐσιαστικά, τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, μέσα ἀπὸ τὴ τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῶν τροφῶν καὶ τῶν παθῶν. Μαθαίνοντας νὰ λέμε ὄχι στὴν ἐπιθυμία μας γιὰ τροφή, μάθαμε νὰ λέμε «ὄχι» στὸ δικό μας θέλημα, ποὺ πολὺ συχνὰ εἶναι αὐτοκαταστροφικό, καὶ νὰ λέμε «ναὶ» στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πάντα σωτήριο.
Ἡ Ἐκκλησία, ποὺ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἔχει ἀποδειχθεῖ ταμεῖο πραγματικό τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πείρας θεοφόρων Πατέρων, γενεῶν καὶ γενεῶν, ὅταν προβάλλει τὸ θεσμὸ τῆς Νηστείας, δὲν καταφρονεῖ τὸ σῶμα, ὅπως ἐπιπόλαια πολλὲς φορὲς λέγεται, ἀλλὰ τὸ θεωρεῖ δῶρο καὶ κτῆμα τοῦ Θεοῦ, «μέλος Χριστοῦ» καὶ «ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ χριστιανὸς δὲν μισεῖ τὴ σάρκα του, δὲν ἀπέχει ἀπὸ τὶς τροφὲς ἀπὸ περιφρόνηση, δὲν ἐξουσιάζεται ὅμως κι ἀπὸ τίποτε. Ἡ σύμμετρη χρήση τῆς τροφῆς ἢ ἡ ἀποχὴ γιὰ ἕνα διάστημα ἀπὸ αὐτὴ διατηρεῖ τὴ ψυχοσωματικὴ ἰσορροπία τοῦ σώματος καὶ ἀποτελεῖ τρόπο δοξολογίας τοῦ Θεοῦ «ἐν τῷ σώματι καὶ ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἀνθρώπου», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος.
Καὶ μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτή, ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα βιωματικὸ ταξίδι στὸ βάθος τοῦ εἶναι μας. Ἕνα ταξίδι πρὸς ἀναζήτηση νοήματος, πρὸς τὴν ἀνακάλυψη ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ θεϊκοῦ νοήματος στὴ ζωή μας, τοῦ κρυμμένου βάθους της. Καὶ γιὰ νὰ φέρουμε ἕνα παράδειγμα, μὲ τὸ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν τροφή, νηστεύοντας δηλαδή, ξαναβρίσκουμε τὴ γλύκα της καὶ ξαναμαθαίνουμε πὼς νὰ τὴν παίρνουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη. Μὲ τὸ νὰ περιορίζουμε τὶς ψυχαγωγίες, τὴ διασκέδαση, τὴ μουσική, τὶς ἀτέλειωτες συζητήσεις, τὶς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τελικὰ τὴν ἀξία τῶν εἰλικρινῶν διαπροσωπικῶν ἀνθρώπινων σχέσεων, ἀκόμα καὶ τῆς τέχνης. Καὶ τὰ ξαναβρίσκουμε ὂλ’ αὐτά, ἀκριβῶς γιατί ξαναβρίσκουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεό, γιατί ξαναγυρίζουμε σ’ Αὐτὸν καὶ δὶ’ Αὐτοῦ σὲ ὅλα ὅσα ἐκεῖνος μᾶς προσέφερε μέσα ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός Του.
Καλὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή!