Κραγιόπουλος Συμεών, Αρχιμανδρίτης(+)

Τί εἶναι προβολή; Προβάλλει κανεὶς στοὺς ἄλλους αὐτὰ τὰ ὁποία ἔχει ὁ ἐαυτός του, αὐτὰ τὰ ὁποία ἔχει μέσα του.

Πιὸ ἀναλυτικὰ νὰ τὰ ποῦμε, γιὰ νὰ καταλάβουμε. Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ποὺ διέπραξε μία ἁμαρτία καὶ ἔχει ἀπωθήσει τὴν ἐνοχὴ ποὺ τοῦ δημιούργησε αὐτή, μαζὶ μὲ τὴν ἐνοχὴ ποὺ ἀπώθησε ἔχει ἀπωθήσει καὶ τὴν ἠθικὴ συνείδηση, ἔχει ἀπωθήσει καὶ τὸν ἔγκυρο νόμο τοῦ Θεοῦ· καὶ τώρα στὴ θέση ἐκείνη ἔχει ἕναν δικό του νόμο.

Ἑπομένως, ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποία σκέπτεται, κρίνει καὶ ἀποφασίζει, καὶ στὰ ὁποῖα αὐτὸς δίνει τὸ χρῶμα τῆς θρησκευτικότητος – καὶ μάλιστα πιθανὸν νὰ τὰ στηρίζει σὲ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν πατέρων, σὲ χωρία τῶν λειτουργικῶν βιβλίων – ὅλα αὐτὰ εἶναι δικά του προσωπικὰ κατασκευάσματα, φτιαγμένα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Καὶ ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ νὰ καλύψει τὴν ἐνοχὴ – ἄσχετα ἂν τὸ καταλαβαίνει ἢ ὄχι. Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτὰ δὲν εἶναι πραγματικὰ ἀλλὰ φανταστικά· εἶναι δικά του δημιουργήματα. Καὶ τί γίνεται τότε;

Αὐτὰ τὰ ὁποία αὐτὸς ἔχει μέσα του – ποὺ εἶναι δικά του, φτιαχτά, δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν ἠθικὸ νόμο, ἀπὸ τὸν ἔγκυρο νόμο τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν δικό του νόμο, τὸν νόμο τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ τοῦ – αὐτὰ τώρα τὰ προβάλλει στοὺς ἄλλους. Καὶ ἔτσι, κάτι ποὺ τὸ ἔχει αὐτὸς μέσα του, τὸ βλέπει σὲ ἕναν ἄλλο. Κάτι ἄλλο ποὺ τὸ ζεῖ αὐτὸς μέσα του, τὸ βλέπει σὲ κάποιον ἄλλο. Κάτι ἄλλο ποὺ τὸ αἰσθάνεται αὐτός, ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶναι κυριευμένος αὐτός, τὸ βλέπει σὲ ἕναν τρίτο. Δηλαδὴ γίνεται μία προβολή.

Θυμάστε, σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο εἴχαμε κάπως ἐπιμείνει παλαιότερα καὶ εἴχαμε πεῖ ὅτι γίνεται μεγάλο κακό. Βλέπουμε στὸν ἄλλο κάτι μὴ καλό: ὁποιοδήποτε σφάλμα, ὁποιαδήποτε ἀδυναμία, ὁποιαδήποτε, τέλος πάντων, νοοτροπία του. Ἂν βλέπαμε αὐτὴ τὴν ἀδυναμία, αὐτὴ τὴν κατάσταση τοῦ ἄλλου μὲ ἕνα καθαρὸ μάτι, θὰ τὴν βλέπαμε τόση δά. Ἐπειδὴ ὅμως ἐμεῖς εἴμαστε ἤδη κάτι μέσα μας, ἔχουμε δηλαδὴ ἕναν ἀρρωστημένο κόσμο μέσα μας, παίρνουμε αὐτὸν τὸν ἀρρωστημένο κόσμο, καί, μία καὶ βρήκαμε ἕνα μικρὸ σημεῖο ἐπαφῆς στὸν ἄλλο, τὸν ἀποθέτουμε ἐπάνω σ’ αὐτόν· καὶ σὰν νὰ λέμε: «Νά, τί εἶναι ὁ ἄλλος!» Ἐνῶ ἐκείνη τὴν ὥρα, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, εἶναι σὰν νὰ λέει κανείς: «Νά, τί εἶμαι ἐγώ!»

Δὲν τὸ λέει βέβαια, καὶ οὔτε πάει τὸ μυαλό του ὅτι εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ ὅταν λέει: «Νά, τί εἶναι ἐκεῖνος! Νά, τί κάνει αὐτός! Νά, τέτοιος εἶναι ὁ ἄλλος!» εἶναι σὰν νὰ λέει: «Αὐτὰ τὰ ἔχω ἐγὼ βαθύτερα μέσα μου, ἀλλὰ καλὰ-καλὰ οὔτε ἐγὼ τὰ ξέρω καὶ οὔτε θέλω νὰ τὰ φανερώσω στοὺς ἄλλους. Ὅσοι ὅμως μπορεῖτε νὰ δεῖτε καὶ νὰ καταλάβετε, τὰ βλέπετε».

Καὶ καταλαβαίνουμε τώρα πόσα μπερδέματα, πόσες παρεξηγήσεις, πόσες συγχύσεις καὶ πόσες φιλονικίες γίνονται μεταξὺ μας ἀπὸ τὸ τίποτε. Διότι ἐγὼ στὸν ἄλλο τὸ τόσο μικρὸ τὸ εἶδα τόσο μεγάλο, καὶ ἐκεῖνος ἴσως, μὲ τὴ σειρά του, τὸ τόσο μικρὸ σ’ ἐμένα τὸ εἶδε τόσο μεγάλο, καθὼς καὶ ἐκεῖνος κάτι ἀνάλογο ἔχει κτλ.

Καὶ ἔτσι θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ζοῦμε μέσα σὲ ψευδαισθήσεις, μέσα σὲ ἕναν φανταστικὸ κόσμο, καὶ ἀγόμαστε καὶ φερόμαστε ἀπὸ μία φανταστικὴ κατάσταση ποὺ βλέπουμε στὸν ἄλλο ἢ ποὺ ὁ ἄλλος βλέπει σ’ ἐμᾶς.

Εἶναι ἀλήθεια αὐτό, εἶναι ἀλήθεια. Ὅσο κι ἂν φαίνεται ὑπερβολικό, εἶναι ἀλήθεια, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται εἶναι ὁ καθένας πρῶτον νὰ σκεφθεῖ καὶ νὰ πεῖ: «Μήπως τυχὸν δὲν βλέπω καλά; Μήπως δὲν καταλαβαίνω καλά; Μήπως πέφτω ἔξω; Μήπως τυχὸν τὰ μάτια μου μὲ ξεγελοῦν; Ἀφοῦ δὲν αἰσθάνομαι νὰ ἔχω καθαρότητα, ἀφοῦ δὲν αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι τακτοποιημένος ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, ἁγιασμένος καὶ φωτισμένος, μήπως τυχὸν λοιπὸν πέφτω ἔξω;»

Καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος νὰ ἔρθει κανεὶς στὴ θέση τοῦ ἄλλου καὶ νὰ πεῖ: «Ὁ ἄλλος ποιὸς ξέρει γιατί κάνει αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο; Μπορεῖ νὰ τὸ κάνει χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει καθόλου. Ποιὸς ξέρει πῶς λειτουργεῖ τὸ μέσα του! Ποιὸς ξέρει ἀπὸ τί εἶναι κυριευμένος, ἀπὸ τί πάσχει καὶ γιατί βρίσκεται σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση!»

Ὅταν αὐτὰ τὰ δύο γίνουν, τότε ἡ ὅλη σχέση μας μὲ τοὺς ἄλλους θὰ εἶναι τελείως διαφορετική. Ὅμως αὐτὰ τὰ δύο μόνο ἐν Χριστῷ μποροῦν νὰ γίνουν. Προσέξτε τό. Μόνο ἐν Χριστῷ μποροῦν νὰ γίνουν.

Δὲν μᾶς ἀφήνει λοιπὸν ἡ ἀπωθημένη ἐνοχὴ νὰ βλέπουμε καθαρὰ καὶ νὰ ἐνεργοῦμε σωστά. Καὶ πολὺ ἀμφιβάλλω ἂν ὑπάρχει κανεὶς ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἀπωθημένη ἐνοχή. Ὄχι ἁπλῶς δηλαδὴ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἔχουμε ἀπωθημένη ἐνοχή. Δὲν εἶναι ξεδιπλωμένη ἡ ψυχὴ μας ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, ὅσο πρέπει καὶ ὅπως πρέπει.

Καὶ ὅταν ἔχουμε ἀπωθημένη κάποια ἐνοχή, αὐτὴ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε σωστὰ τὸν ἄλλο. Κατ’ ἀρχὴν δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ποῦμε: «Γιὰ στάσου. Ἐγὼ μὲ βάση ποιὸν νόμο βλέπω; Μὲ τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ἔγκυρο νόμο τῆς ἠθικῆς συνειδήσεως; Ἢ μήπως βλέπω μὲ κανένα δικό μου νόμο, πού τὸν δημιουργεῖ τὸ πλέγμα πού εἶναι στὸ βάθος τῆς ὑπάρξεώς μου, διότι τὸν ἄλλο νόμο, αὐτὸν τῆς ἠθικῆς συνειδήσεως, ἐγὼ τὸν ἔστειλα στὸ ὑπόγειο τῆς ὑπάρξεώς μου;»

Μόνο ἐν Χριστῷ κανεὶς μπορεῖ νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ συντριβεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει νὰ πεῖ: «Θεέ μου, γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος στέκομαι ἐνώπιόν σου. Θὰ μὲ δικάσεις, θὰ μὲ τιμωρήσεις, θὰ μὲ κολάσεις; Ὅ,τι θέλεις, Θεέ μου. Εἶμαι τὸ πλάσμα σου καὶ εἶσαι ὁ Θεός μου. Ἔχεις κάθε δικαίωμα νὰ μὲ κάνεις ὅ,τι θέλεις. Δὲν κρύβομαι». Φυσικά, γιὰ νὰ μπορέσει κανεὶς νὰ πάρει τέτοια στάση, αὐτὸ προϋποθέτει ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ.

Μόνο λοιπὸν ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει ὥστε ἀπὸ τὴ δική μας πλευρὰ νὰ εἴμαστε ἐπιφυλακτικοὶ στὶς κρίσεις μας, ἀναλογιζόμενοι μήπως τυχὸν δὲν βλέπουμε καλά, καὶ ἑπομένως νὰ μὴ σπεύδουμε νὰ λέμε: «Αὐτὸς ἔτσι, ἐκεῖνος ἔτσι» κτλ. Ἀλλὰ ἐπίσης μόνο ἐν Χριστῷ μποροῦμε νὰ ποῦμε: «Ὁ ἄλλος ποιὸς ξέρει γιατί μιλάει ἔτσι, γιατί συμπεριφέρεται καὶ ἐνεργεῖ ἔτσι».