1.
Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δύο εβδομάδες πρὶν ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τὴν ἱστορία τοῦ Βαρτίμαιου καὶ τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα τὴν ἱστορία τοῦ Ζακχαίου.
Ὁ Βαρτίμαιος ἦταν τυφλός, ἴσως ὅλη του τὴ ζωή, ἤ ἴσως κάποια συγκεκριμένη στιγμὴ εἶχε εἰκόνα ὅλης τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ κόσμου, τῶν ἀνθρώπινων προσώπων, τὴν ὀμορφιὰ ἀπὸ κάθε τι ποὺ τὸν συνέδεε κατευθείαν μέσω τῆς κτίσης μὲ τὸν Θεὸ ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα. Ἦταν ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος.
Μιὰν ἡμέρα ἕνα πλῆθος πέρασε δίπλα του, ἕνα παράξενο πλῆθος – ὄχι ἁπλὰ ἕνα θορυβῶδες πλῆθος περαστικῶν, ἀλλὰ ἕνα πλῆθος ποὺ εἶχε ἕναν πυρήνα, καὶ ὁ πυρήνας αὐτὸς ἦταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Βαρτίμαιος ἀντιλήφθηκε τὴν ἰδιαιτερότητα αὐτοῦ τοῦ πλήθους καὶ ρώτησε ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἕνωνε σὲ ἕνα σύνολο· καὶ τότε ἄρχισε νὰ κραυγάζει γιὰ βοήθεια, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν τυφλότητά του.
Πόσες φορὲς δὲν εἴμασταν τυφλοί, ἤ πόσα πολλὰ χρόνια δὲν ζήσαμε ὅλοι σὰν τυφλοί; Τυφλοὶ στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ κόσμος· τυφλοὶ στὴν ὀμορφιά, ὄχι στὴν ἐξωτερική της ποιότητα ἀλλὰ στὴν λάμψη τῆς θεϊκῆς λάμψης καὶ ὀμορφιᾶς ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτεται. Πόσο συχνὰ δὲν κοιτάξαμε πρόσωπα δίχως ποτὲ νὰ δοῦμε ὅτι εἶναι είκόνες τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ πρέπει νὰ μᾶς φέρνουν σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, καὶ νὰ μὴν στέκουν ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ τὸν Θεὸ σὰν πειρασμός. Πόσο συχνὰ πέρασε ὁ Χριστὸς δίπλα μας καὶ ποτὲ δὲν προσέξαμε τὴν παρουσία Του;
Ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς ἀναρωτηθοῦμε ὄχι μόνο πόσο συχνὰ εἴμασταν τυφλοὶ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ πόσο εἴμαστε τὴν παροῦσα στιγμὴ. Ό Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα μας. Τὸ ἀντιλαμβανόμαστε; Ἕνας Πατέρας τῆς Ἐρήμου εἶχε πεῖ : «Ὅποιος εἶδε τὸν πλησίον του ἔχει δεῖ τὸν Θεό». Ναὶ μιὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἀληθινὴ εἰκόνα. Κατεστραμμένη στὴν πραγματικότητα, ὅπως τόσες πολλὲς εἰκόνες εἶναι βεβηλωμένες ἤ κατεστραμμένες· κατεστραμμένες σὲ βαθμό ποὺ, κάποιες φορὲς δὲν ἀναγνωρίζονται, καὶ ὅμως εἶναι μιὰ θεία εἰκόνα.
Τὴν προηγούμενη ἑβδομαδα ἀκούσαμε γιὰ τὸν Ζακχαῖο. Ὁ Ζακχαῖος ξεπέρασε ἕναν ἄλλον πειρασμὸ ποὺ μᾶς εἶναι πολὺ γνωστός, αὐτὸν τῆς ματαιότητας· ἡ ματαιότητα ποὺ σημαίνει τὴν προσκόλλησή μας σὲ πράγματα ἀσήμαντα καὶ ἡ προσπάθειά μας νὰ προκαλέσουμε μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὸν θαυμασμὸ ἄλλων ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ κρίνουν, ἐπειδὴ εἶναι ἐπίσης δέσμιοι στὴν ἴδια μικρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ. Ἡ ματαιότητα, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, εἶναι ὑπερηφάνεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ δειλία ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων· μιὰ ἐπιθυμία νὰ μὴν κριθοῦμε, νὰ μὴν καταδικαστοῦμε, ἀλλὰ νὰ μᾶς θαυμάζουν, νὰ μᾶς ἐπαινοῦν, νὰ μᾶς ἐπιδοκιμάζουν ἀκόμα γιὰ πράγματα ποὺ δὲν ἔχουν κάποια ἀξία, ἁπλὰ καὶ μόνο νὰ μᾶς ἐπιδοκιμάζουν.
Πρότεινα τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα ὅτι πρέπει να ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας σὲ αὐτὴν τὴν ἰδιαίτερη γιὰ μᾶς ἁμαρτία καὶ νὰ ἀναρωτηθοῦμε πόσο εἴμαστε ἀνεξάρτητοι ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων, πόσο εἴμαστε ἀδιάφοροι στὴν κρίση τῆς δικῆς μας συνείδησης καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν, στὴν κρίση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ;
Σήμερα ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ τρίτη εἰκόνα· μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Φαρισαίου καὶ τοῦ Τελώνη. Ὁ Τελώνης εἶχε συναίσθηση τῆς ἀναξιότητάς του, ὅτι ἦταν ἀνάξιος νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπίσης ὅτι ἦταν εὐπρόσδεκτος στὴν συντροφιὰ ἀξιοσέβαστων ἀνθρώπων, ποὺ ὁ Θεὸς θὰ ἀποδεχόταν. Ἦλθε στὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ διασχίσει τὸ κατώφλι γιατὶ γνώριζε ὅτι σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τὸν ἀκάθαρτο, τὸν μολυσμένο, τὸν βεβηλωμένο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὸ κακό σὲ ὅλες του τὶς μορφὲς, ὁ Ναὸς ἦταν ἕνας τόπος ἀφιερωμένος μόνο στὸν Θεό. Ὅλος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ φράση τοῦ Σατανᾶ ποὺ πείραξε τον Κύριο, ὅλο τὸν ὑπόλοιπο κόσμο «τὸν παρέδωσε ὁ ἄνθρωπος σ’ ἐμένα». Ἀλλὰ ὁ ναὸς εἶναι ἕνας χῶρος ὅπου ἄνθρωποι τῆς πίστης, ἀδύναμοι ἀλλὰ μὲ πίστη στὸν Θεὀ, εἶναι ἀποκομμένοι ἀπὸ τοῦτο τὸ βασίλειο τοῦ τρόμου ποὺ εἶναι τὸ δράμα τῆς Θεϊκῆς ὀμορφιᾶς, τῆς κατοικίας τοῦ Ἑνὸς ποὺ δὲν ἔχει τόπο νὰ «κλίνει τὴν κεφαλή», σ’ ἕναν κόσμο ποὺ τὸν ἔκλεψαν ἀπ’ Αὐτὸν καὶ παραδόθηκε στὰ χέρια τοῦ ἀντιπάλου.
Ὁ Τελώνης στάθηκε στὴν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ, γνώριζε ὅτι ἀνῆκε στὸ βασίλειο τοῦ κακοῦ, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅμως, ἔνοιωσε τὴ διαφορά, ὁ τρόμος τὸν συνεῖχε καὶ μιὰ αἴσθηση λατρείας γιὰ τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Χτυποῦσε τὸ στῆθος του ζητώντας ἔλεος γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐλπίζει καὶ νὰ ὑπολογίζει σὲ τίποτα ἄλλο.
Καὶ ὁ Φαρισαῖος στάθηκε στὸ μέσον τῆς Ἐκκλησίας· εἶχε μπεῖ στὸ ναὸ καὶ εἶχε πάρει τὴ θέση του ἐκεῖ σὰν κάποιος ποὺ εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ βρίσκεται ἐκεῖ. Γιατί; Ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μὲ ἁγνὴ καρδιά, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν πιστὸς στὸν κάθε τυπικὸ κανόνα ποὺ εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τὴ Συναγωγή, ὄπως ἕνας ἀριθμὸς ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι πιστὸς στοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους τῆς ζωῆς ποὺ δὲν μᾶς ἀγγίζουν κἄν, ποὺ δὲν φτάνουν στὴν καρδιά μας, ποὺ δὲν δίνουν νέο σχῆμα καὶ νόημα στὶς σκέψεις μας.
Ἔτσι πάλι, βρισκόμαστε ἐνώπιον δύο ἀνδρῶν καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ρωτᾶ: ποιὸς εἶσαι; Εἶσαι κάποιος ποὺ συναισθάνεται τόσο βαθιὰ τῆν ἱερότητα τοῦ Θεοῦ, ποὺ γνωρίζει ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν Θεὸ ποὺ θὰ κατέβαινε στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει καὶ νὰ μᾶς σώσει, δὲν θὰ ὑπῆρχε τρόπος νὰ Τὸν προσεγγίσουμε. Ἤ εἴμαστε σὰν τὸν Φαρισαῖο ποὺ θὰ ἔλεγε στὸν Θεό, ποὺ θὰ Τοῦ ἔλεγε κατάμουτρα: Ἔκανα ὅ,τι ἦταν γραμμένο νὰ γίνει. Δὲν ἔχεις κάτι νὰ μοῦ ζητήσεις! … Δὲν εἴμαστε τόσο ὑπερήφανοι ὅπως ὁ Φαρισαῖος, οὔτε ἔχουμε τὸ σταθερὸ θάρρος νὰ εἴμαστε τόσο πιστοὶ ὅσο ἦταν ἐκεῖνος στὴν πλήρη τήρηση τοῦ γράμματος τοῦ νόμου.
Ἄς ἀναρωτηθοῦμε λοιπὸν: μιμούμαστε τὸν Φαρισαῖο στὰ ἔργα του, ἐξωτερικὰ πιστοὶ στὰ δόγματα τῆς Χριστιανικῆς μας πίστης; Καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸ, ἐπιτρέπουμε στὴν πίστη μας νὰ μεταστρέψει τὴν καρδιά μας, νὰ κυβερνᾶ τὴν θέληση μας, καὶ νὰ φωτίζει τὸ νοῦ μας;
Αὐτὴν τὴν ἐργασία μᾶς προσφέρει τὸ σημερινό Εὐαγγέλιο. Σκεφτεῖτε το. Θὰ εἶναι ἕνα ἀκόμα βῆμα γιὰ νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση ὥστε νὰ μὴν καταδικαστοῦμε. Ἀμήν.
2.
Ἡ παραβολή Τελώνου καί Φαρισαίου.
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ, Ἀρχιμανδρίτης.
Αὐτή ἔχει ὡς ἑξῆς: « Εἶπεν ὁ Κύριος πρός τινας τούς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς, ὅτι εἰσί δίκαιοι καί ἐξουθενοῦντας τούς λοιπούς τήν παραβολήν ταύτην ». Ὑπῆρχον ἄνθρωποι, ἄν ὄχι oἱ Φαρισαῖοι ὁμόφρονες των ὃμως, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦντες τήν συνοδείαν τοῦ Ἰησοῦ εἶχον μεγάλην ἰδέαν διά τόν ἑαυτόν των, διά τήν ἀρετήν των, ἐθεώρουν τόν Θεόν ὀφειλέτην των καί περιεφρόνουν τούς ἄλλους ἁμαρτωλούς. Πρός αὐτούς ὁ Κύριος εἶπε τήν παραβολήν ταύτην. «Ἄνθρωποι δύο ἄνεβησαν» ἐκ τῆς κάτω πόλεως «εἰς τό ἱερόν» χῶρον τοῦ ναοῦ, ὃπου ἦτο τό θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων « προσεύξασθαι » νά προσευχηθῶσιν. «Ὁ εἷς» ἦτο « Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης». Φαρισαῖοι ἦσαν οἱ θεωρούμενοι ὡς εὐλαβεῖς Ἑβραῖοι, οἱ ζηλωταί τοῦ Ἑβραϊκοῦ Νόμου. Τελῶναι δέ ἦσαν οἱ εἰσπράκτορες τῶν δημοσίων φόρων, οἱ ὁποῖοι ἠδίκουν τούς φορολογουμένους Ἑβραίους. Ἑπομένως ἔχομεν δύο τύπους ἀνθρώπων, τούς δικαίους καί ἁμαρτωλούς.
«Ὁ Φαρισαῖος σταθείς» ὁ Φαρισαῖος ὄρθιος «πρός ἑαυτόν» ἤτοι ἐνδομύχως, ἰδιωτικῶς οὐχί λειτουργικῶς «ταῦτα προσηύχετο. Ὁ Θεός, εὐχαριοτῶ σοι, ὃτι οὐκ εἰμί ὧσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων» δέν εἶμαι ὃπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἤτοι «ἃρπαγες, ἂδικοι, μοιχοί ἢ καί ὡς οὗτος ὁ Τελώνης∙ νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου». Δίς τοῦ Σαββάτου σημαίνει δίς τῆς ἑβδομάδος. Οἱ Εβραῖοι ἐνήστευον Δευτέραν καί Πέμπτην ὂχι ὑπό τοῦ νόμου ὑποχρεούμενοι ,ἀλλά κάμνοντες ἔργον περισσευούσης ἀξιομισθίας. «Ἀποδεκατῶ πάντα ὃσα κτῶμαι» δίδω τό 1)10 κατά τόν νόμον εἰς τόν Ναόν, καί εἰς τά ἐλάχιστα, ὃπου ὁ νόμος δέν ἐπέβαλλε, συνεχίζει ὁ Φαρισαῖος. Δία τοῦτο ἐθεώρει τόν Θεόν ὀφειλέτην του !
« Ὁ δέ Τελώνης, μακρόθεν ἑστώς » μακράν τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἱστάμενος « οὐκ ἤθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν Οὐρανόν ἐπᾶραι » δέν ἐτόλμα οὐδέ τά μάτια του νά σηκώσῃ εἰς τόν Οὐρανόν «ἄλλ’ ἒτυπτεν εἰς τό στῆθός του » ἐκτύπα τό στῆθός του «λέγων ὁ Θεός ἱλάσθητί μοί τῶ ἁμαρτωλῶ» λυπήσουμε τόν ἁμαρτωλόν. Ὁ Κύριος προσθέτει: «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ ἢ ἐκεῖνος ; » Κατῆλθεν τοῦ Ναοῦ εἰς τόν οἶκόν του συγχωρημένος, ὠφελημένος ὁ Φαρισαῖος ἢ ὁ Τελώνης » Ἀσφαλῶς ὁ Τελώνης, διότι « πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται ». Ὁ ὑπερήφανος ταπεινώνεται, ὁ ταπεινός ὑψώνεται. Ὁποία ἀντίθεσις αὐτῶν! Ὁ μέν Τελώνης μακράν, σκυμμένος, τύπτων τό στῆθος αὐτοῦ, βραχύλογος καί συναισθανόμενος τό βάρος τοῦ κακοῦ του ζητεῖ χάριν, ὁ δέ Φαρισαῖος ὄρθιος καί καμαρωτός, ἔχων ἐγωϊσμόν καί κατάκρισιν, σκεπάζων διά τῆς εὐχαριστίας πρός τόν Θεόν τήν περιαυτολογίαν ζητεῖ ἀπό τόν Θεόν ὂχι χάριν, ἀλλά ὀφειλήν τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν.
θέμα : Ὑπερηφάνεια –Ταπείνωσις
Πᾶσα κακία εἶναι νόσος καί πᾶσα ἀρετή ὑγεία. Ἡ μεγαλύτερα ὃμως νόσος εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ καλλιτέρα ὑγεία εἶναι ἡ ταπείνωσις. Πρότυπα καί τῶν δύο τούτων, νοσηρᾶς καί ὑγιοῦς τοῦ ἀνθρώπου καταστάσεως, εἶναι οἱ δύο της παραβολῆς, Τελώνης καί Φαρισαῖος.
Τελῶναι ἔλεγοντο οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐλάμβανον ἐκ τοῦ Δημοσίου τήν ἄδειαν νά εἰσπράττουν τούς φόρους τῶν διοδίων ἀντί ὡρισμένης χρηματικῆς πρός τό Δημόσιον καταβολῆς. Δία νά δυνηθοῦν ὃμως νά ἐπαρκέσουν εἰς τήν καταβολήν τοῦ ποσοῦ καί πλουτίσουν αὐτοί οἱ ἲδιοι προέβαινον εἰς αὐθαιρεσίας, κλοπάς, βαρεῖς φόρους. Ἐντεῦθεν αἱ ἀδικίαι καί ἡ συνταύτισις τοῦ Τελώνου μέ τόν Ἁμαρτωλόν. Ἰδού ὁ πρῶτος τύπος τῆς παραβολῆς. Φαρισαῖοι ἦσαν ἰδιαιτέρα μερίς λαϊκῶν καί κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς ἔργον των εἶχον τήν πιστήν τήρησιν τοῦ Ἑβραϊκοῦ νόμου, ἦσαν οἱ ἰδιαιτέρως ζηλωταί. Καί ἡ λέξις Φαρισαῖος ἐκ τοῦ «Φαρέσ»=ἀποκεκομμένος ἐσήμαινε τόν ἀποκεκομμένον, ξεχωρισμένον τοῦ κόσμου τόν ἅγιον. Ἐκ τῶν δύο τούτων ὁ μέν Φαρισαῖος ὑπερηφανεύεται διά τάς ἀρετάς του, διά τήν τάξιν εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει καί ἑπομένως ἀποτελεῖ τήν νοσηράν κατάστασιν, ὁ δέ Τελώνης ἔχει συναίσθησιν τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἀποτελεῖ τήν ὑγιᾶ κατάστασιν. Ἄς μελετήσωμεν τάς δύο ταύτας νόσον καί ὑγείαν ἐκτενέστερον.
Α.\’ Ἡ Νόσος -Ὑπερηφάνεια. Ὁ Φαρισαῖος βλέπει τάς ἰδικάς του ἀρετάς καί τάς κακίας τῶν ἄλλων. Καί διά τάς ἀρετάς του λέγει: « Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὃσα κτῶμαι ». Ἦτο ὁλόκληρος ἀπερροφημένος ἀπό τόν ἑαυτόν του. Τίποτ\’ ἄλλο δέν ἔβλεπε παρά μόνον τό εἲδωλον τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐάν ἔρριπτε βλέμμα εἰς τούς ἄλλους, ἒπραττε τοῦτο διά νά καταστήσῃ τό βάθρον τοῦ εἰδώλου του ὑψηλότερον ἐξευτελίζων τούς ἄλλους. Φαινομενικῶς εὐχαριστεῖ τόν Θεόν, κατά βάθος συγχαίρει ἑαυτόν, διότι εἶναι ὁ μόνος καλός. Οἰκτίρει τόν Θεόν, διότι δέν ἔχει πιστούς δούλους, ἀφοῦ ὃλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι οἳους περιγράφει. Δέν ζητεῖ τίποτε ἀπό τόν Θεόν, εἶναι αὐτάρκης. Νηστεύει δίς τῆς ἑβδομάδος καί ἀποδεκατεῖ καί τά ἐλάχιστα. Κάμνει ἔργα περισσευούσης ἀξιομισθίας. Ἔχει τόν Θεόν ὀφειλέτην του ! Ἔπρεπε να προσευχηθῆ ὑπέρ τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί τοῦ Τελώνου, ἳνα μετανοή-σωσι. Τοὐναντίον! Περιφρονεῖ! Δία δέ τάς κακίας τῶν ἄλλων: λέγει οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων ἃρπαξ, κλέπτης κ.λ.π καί ὡς οὗτος ὁ Τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος δέν βλέπει τά καλά τῶν ἄλλων καί τάς ἰδικάς του ἐλλείψεις. Ὁμιλεῖ περί ἁμαρτωλοῦ Τελώνου καί τόν καταδικάζει, καθ’ ἣν στιγμήν ἀθωώνεται ὑπό του Θεοῦ λόγῳ μετανοίας. Ὑπερυψώνει τόν ἑαυτόν τοῦ τήν στιγμήν, καθ’ ἣν κατακρίνεται ὑπό τοῦ Θεοῦ.
Καί ἡμεῖς ὑπερηφανευόμεθα, διότι βλέπομεν τάς κακίας τῶν ἄλλων καί τάς ἰδικάς μας ἀρετάς, δέν βλέπομεν δέ τά καλά τῶν ἄλλων καί τάς ἰδικάς μας ἐλλείψεις. Μάλιστα ! Ο Α κύριος, ἡ Α κυρία ἔχουν πλοῦτον ὑλικόν, πλοῦτον πνευματικόν, ὂνομα σημαῖνον, εἶναι ἐμφανίσιμοι κατά τήν μορφήν καί τό σῶμα, ἔχουν φυσικά ταλέντα φωνῆς, ὁμιλίας, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι πτωχοί, ἀμόρφωτοι, ἄσημοι, μή ἐμφανίσιμοι, ἄνευ ταλέντων. Συγκρίνοντες τώρα οἱ πρῶτοι τά χαρίσματα των πρός τάς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων καυχῶνται λέγοντες ἐνδομύχως καί ἐκφώνως : « Οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων » πτωχός, ἄσημος, μή ἐμφανίσιμος, κακόφωνος, κακόμιλος;
Αὐτό εἶναι νόσος, διότι τά φυσικά αὐτά ταλέντα εἶναι δῶρα ξένα, τοῦ Θεοῦ, διά τά ὁποῖα οὐδόλως ἐκοπίασες. Ἑπομένως διατί καυχᾶσαι; Ὁ Ἀποστ. Παῦλος λέγει: « τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες ; εἰ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβῶν; » ὃ,τι ἒχεις εἶναι τοῦ Θεοῦ. Διατί καυχᾶσαι, ὡς ἐάν ὃ,τι ἔχεις δέν τό ἔλαβες ἀπό τόν Θεόν ; Ἡ τοιαύτη καύχησις εἶναι ἰδιοποίησις ξένων ἀξιῶν, εἶναι κλοπή. Πλήν αὐτοῦ τά φυσικά αὐτά ταλέντα εἰς πόσους δέν ἔγιναν τάφος ; Ἡ ὡραία φωνή καί μορφή, τό πολύ χρῆμα πόσους δέν ὡδήγησαν λόγω κακῆς χρήσεως εἰς τήν καταστροφήν; Καυχᾶσαι λοιπόν διά πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι δυνατόν νά σοῦ γίνουν τάφος;
Ἄλλοι ὃμως καυχῶνται δι’ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπέκτησαν διά τῆς ἐπιμελείας των. Ἦσο πτωχό παιδί καί διά τῆς ἐπιμελείας σου ἀνεπτύχθης, κατέλαβες κοινωνικήν θέσιν. Ἦσο κόρη ἀσημάντου οἰκογενείας καί διά τῆς ἀρετῆς σου, καλωσύνης σου, ἔγινες σύζυγος, σύντροφος ἑνός κατέχοντος καλήν κοινωνικήν θέσιν. Ὑπερηφανεύεσαι διά τοῦτο ; Ἀγνοεῖς ὃμως, ὃτι εἰς τήν ἀνάδειξίν σου συνετέλεσαν πλήν τῆς θελήσεώς σου καί ἄλλοι παράγοντες ἤτοι οἱ γονεῖς, οἱ διδάσκαλοι, οἱ φίλοι, οἱ Πνευματικοί, κατ’ ἐξοχήν δέ ὁ Θεός ; Σέ ἐβοήθησαν δέ οἱ γονεῖς μέ τήν τροφήν, οἱ διδάσκαλοι μέ τήν διδασκαλίαν, οἱ φίλοι μέ τήν νουθεσίαν, οἱ πνευματικοί μέ τήν στοργήν. Ἄλλα, ἐάν τόσοι ἂλλοι παράγοντες συνετέλεσαν, ὥστε νά διορθώνῃς τάς ἐλλείψεις σου, εἶναι δίκαιον μή βλέπων τάς καλωσύνας τῶν ἄλλων καί τάς ἐλλείψεις σου, τάς ὁποίας ἐκεῖνοι σου διώρθωσαν, νά καυχᾶσαι διά τήν ἀνάδειξίν σου ὡς ἐπιτελέσας ἔργον ἀποκλειστικῶς ἰδικόν σου ;
Ἄλλοι καυχῶνται δι’ ἀρετάς τάς ὁποίας δέν ἔχουν. Αὐτοί ὁμοιάζουν σάν τόν ἀρχαῖον παράφρονα Θράσυλλον, ὁ ὁποῖος περιπατῶν εἰς τήν παραλίαν τοῦ Πειραιῶς ἔλεγεν, ὃτι ὃλα τά πλοῖα εἶναι ἰδικά του.Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι καυχῶνται διά ἀρετάς γονέων καί προγόνων. Ποσάκις δέ αὐτοί οἱ ὁποῖοι καυχῶνται διά χαρίσματα ξένα, ὁμοιάζουν μέ τά μικρά παιδιά, τά ὁποῖα βάζουν τά παπούτσια, ἐνδύματα, καπέλλα τῶν πατέρων των, διά νά φανοῦν μεγάλοι, ἀλλά γίνονται γελοῖοι !
Ἄν εἶναι κακόν νά ὑπερηφανεύεται τις διά τά φυσικά καί ἐπίκτητα ἀγαθά καί διά ξένας ἀρετάς, φαντασθῆτε πόσον ἀποτρόπαιον καί βρωμερόν εἶναι νά καυχᾶται τίς διά τάς κακίας του ! Κατώρθωσε ὁ Α νά ἀπατήσῃ, ἡ Α νά ἀπατηθῆ. Ἀντί νά ἐντραποῦν, καυχῶνται ! Ἐπέτυχε τίς νά κερδοσκοπήση, νά πίῃ τόν ἱδρῶτα τοῦ πτωχοῦ. Καυχᾶται, διότι ἐθεωρήθη ἔξυπνος, καταφερτζῆς, ἐνῶ οἱ ἄλλοι κουτοί, ἀνόητοι. Καυχᾶται ὁ πατέρας, διότι τό παιδί του γνωρίζει νά συνδυάζῃ τό ψέμμα κατ\’ αὐτόν τόν τρόπον, ὥστε νά τό παρουσιάζῃ ὡς ἀλήθειαν. Καυχώμενοι καί χαίροντες πατήρ καί υἱός ὁμοιάζουν σάν τά σαλιγκάρια, τά ὁποῖα, ἐν ὧ ψήνονται, τραγουδοῦν. Ψήσιμο ἡ καύχησις, τραγούδι ἡ χαρά διά τήν καταστρεπτικήν καύχησιν. Γενικῶς εἰπεῖν ὁ ἐγωϊσμός δηλητηριάζει τάς σχέσεις μας, ὥστε νά εἴμεθα πρός τούς ἀνωτέρους κόλακες, εἰς τούς ἴσους ζηλότυποι, εἰς τούς ὑποδεεστέρους τύραννοι καί ὃπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος « κύνες τοῖς κρατοῦσι, λέοντες τοῖς ἀδυνάτοις ». Ἰδού ἡ νόσος !
Β.\’ θεραπεία Ἡ ταπείνωσις. Αὐτή συνίσταται εἰς τό νά βλέπωμεν τάς ἰδικάς μας ἐλλείψεις καί τάς ἀρετάς τῶν ἄλλων. Νά μή βλέπωμεν δέ τάς ἀρετάς μας καί τάς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων. Καί ἰδού. Ὁ Τελώνης ἔχει βαθεῖαν συναίσθησιν τῶν ἁμαρτιῶν του. Δείγματα τῆς βαθείας συναισθήσεως εἶναι ἡ στάσις του, ἡ θέσις του, ἡ ὁμιλία του. Ἡ θέσις του « μακρόθεν ἑστώς ». Ἡ στάσις του « οὐκ ἤθελε τούς ὀφθαλμούς ἆραι » ἔτυπτε τό στῆθος του. Ἡ ὁμιλία του « ἱλάσθητί μοί τῷ ἁμαρτωλῶ ». Ψυχολογικῶς ὁ Τελώνης δέν ἔβλεπε τήν ὥραν αὐτήν καμμίαν ἀρετήν του, οὔτε κακίας τῶν ἄλλων. Ἦτο βυθισμένος εἰς τό ἁμαρτωλόν βάθος του. Δέν ἀγανακτεῖ, διότι ἀκούει τόν Φαρισαῖον νά περιφρονῆ αὐτόν. Ταπεινώνεται περισσότερον. Οὗτος εἶχε βίον ἁμαρτωλόν καί λόγια προσευχῆς ταπεινόφρονα. Τά λόγια του, ἐξήλειψαν τά πονηρά ἔργα του. Ὁ Φαρισαῖος εἶχε βίον δίκαιον. Λόγια ὃμως προσευχῆς ὑπερήφανα. Τά λόγια του κατέστρεψαν τά δίκαια ἔργα του !
Πρέπει καί ἡμεῖς νά βλέπωμεν τάς ἐλλείψεις μας. Ὁσονδήποτε προνομιοῦχοι κι’ ἄν εἴμεθα, δέν εἴμεθα ἀκηλίδωτοι, ἂνφελοι, ἀναμάρτητοι. Ἄν δέν εἴμεθα φονεῖς, θά εἲμεθα θυμώδεις, ὥστε νά εἴμεθα ὑπεύθυνοι, ἄν ὂχι εἰς τόν καρπόν, εἰς τήν ῥίζαν ὃμως τοῦ κακοῦ. Ἄν δέν εἴμεθα ἀσελγεῖς, θά ἒχωμεν ἐπιθυμίας ἀκαθάρτους, αἱ ὁποῖαι, ἄν δέν μολύνουν τά σώματα, μολύνουν τάς ψυχάς. Ἄν δέν κατεστρέψαμεν ἄλλους ἰδίαις χερσί, χαιρόμεθα ὃμως διά τό κακόν τοῦ ἄλλου. Δέν εἴμεθα δηλαδή κακοποιοί, εἴμεθα ὃμως ἐνίοτε χαιρέκακοι. Ὁσασδήποτε ἐπιτυχίας καί ἄν ἒχωμεν εἰς τήν ζωήν, εἰς πόσας ὃμως ἀποτυχίας δέν ὑπεπέσαμεν! Ὁ στρατηγός Τυρρένας εἶχε πολλᾶς νίκας καταγάγῃ. Ἅπαξ ὃμως ἡττήθη ἐν Μαριανδάλλῃ; . Διά τοῦτο, ὁσάκις ἐπῃνεῖτο διά τάς πολλάς του νίκας, ἀπήντα : Λησμονεῖτε, ὃτι κἂποτε ἡττήθην ἐν Μαριανδάλλη; Ὁ βλέπων τάς ἐλλείψεις του ἔχει ἐλπίδας προόδου. Ὁ δέ μή βλέπων ταύτας μένει στάσιμος.
Ὡς πρός τάς ἀρετάς μας πρέπει νά σκεπτώμεθα τά ἑξῆς : Πόσον ὀλίγαι εἶναι συγκρινόμενοι μέ ἀρετάς ἄλλων ἀνωτέρων μας ! Πόσαι ἐξ αὐτῶν εἶναι δωρεαί θεῖαι ! Δία πόσας ἐξ αὐτῶν δέν ἐκοπίασαν ἄλλοι ! Ἡ προσκόλλησις εἰς τήν μαγικήν θεωρίαν των δέν ἀφαιρεῖ τήν ἐλπίδα τῆς προόδου; Ὥστε κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον « τοῖς μέν ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι τοῖς δέ ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενοι ». Δέν πρέπει δηλαδή νά βλέπωμεν ποίας ἀρετάς κατωρθώσαμεν, ἀλλά ποίας ὑπολείπεται νά πράξωμεν. Καί ἄν ἒχωμεν τί καλόν, ἄς λέγωμεν τό τοῦ Παύλου « Χάριτι θεοῦ εἰμι, ὃ εἰμι». Ἔγώ « δέ ἔκτρωμα καί οὐκ ἄνθρωπος ». Ἀφοῦ αὐτά τά λέγει ἕνα σκεῦος ἐκλογῆς, ἠμεῖς τί εἴμεθα, τί δυνάμεθα νά εἲπωμεν ; Οὒτε αἵ ἐλλείψεις τῶν ἂλλων πρέπει νά μᾶς δίδωσι τροφήν ἐγωϊσμοῦ διά τόν ἑξῆς λόγον∙ Ἄν εὑρισκώμεθα καί ἡμεῖς ὑπό τάς περιστάσεις, ὑπό τάς ὁποίας εὑρέθη ὁ ἁμαρτήσας, γνωρίζομεν, ὃτι δέν θά εἲχομεν ὑποπέσει εἰς μεγαλύτερον βαθμόν πτώσεως ; Συμπαθητικούς, περιφόβους αἵ πτώσεις τῶν ἄλλων πρέπει νά μᾶς κάμνουν καί ὂχι ὑπερηφάνους !
Ὡς ὑλικόν ταπεινώσεως εἶναι καί ἡ ματαιότης τοῦ κόσμου. Παράδειγμα τούτου εἶναι ὁ σοφός Διογένης. Ἡμέραν τινά, ὁ Διογένης εὑρίσκετο εἰς τήν ὀστεοθήκην τοῦ νεκροταφείου καί ἔψαχνε νά εὓρῃ μερικά κόκκαλα. Κατά τήν στιγμήν αὐτήν διήρχετο ἐκεῖθεν ὁ Μ. Ἀλέξανδρος. Τί κάνεις αὐτοῦ ; ἠρώτησε τόν Διογένη. Ὁ Διογένης ἀπαντᾶ : Ψάχνω νά εὓρω τήν κεφαλήν τοῦ πατρός σου καί τοῦ πατρός μου, ἀλλά δέν δύναμαι. Ἑπομένως οὐδεμία διαφορά ὑπάρχει μεταξύ τοῦ πατρός τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, τοῦ Φιλίππου, καί τοῦ ἀσήμου πατρός τοῦ Διογένους. Ἰδού ἡ νόσος τῆς ὑπερηφάνειας, ἰδού καί ἡ ὑγεία τῆς ταπεινώσεως.
3.
Ἡ αὐτάρκεια καί ἡ ταπείνωση.
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης, Καθηγητής Πανεπιστημίου.
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή: «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά κι ἔκανε τήν ἑξῆς προσευχή σχετικά μέ τόν ἑαυτό του: “Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ’ ὅλα τά εἰσοδήματα μου”. Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω καί δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό. Χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό”. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτός ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι· γιατί ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ» (Λουκ. 18, 10-14).
Δύο χαρακτηριστικούς τύπους ἀνθρώπων μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή: Ἕνα Φαρισαῖο καί ἕναν τελώνη πού προσεύχονται στό Ναό. Ἀποτελοῦν τούς δύο ἀντίθετους πόλους τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ εὐσεβής καί δίκαιος στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, ὁ γνώστης τοῦ Νόμου, ὁ ἀνήκων στήν ὁμάδα τῶν Φαρισαίων πού ἦταν ἡ ἄρχουσα θρησκευτική τάξη. Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τῆς τάξεως τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀνθρώπων πού τό ἐπάγγελμά τους ἦταν συνυφασμένο μέ τήν ἁρπαγή, τή βιαιότητα, τήν ἀπομύζηση τῶν ὑπαρχόντων τοῦ λαοῦ. Τελώνης στή συνείδηση ὅλης τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν.
Τί λέγουν λοιπόν οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι στήν προσευχή τους; Ἄς δοῦμε κατ’ ἀρχήν τήν προσευχή τοῦ Φαρισαίου, προσπαθώντας νά διερευνήσουμε ἐάν ὁ τύπος αὐτοῦ τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου εἶναι γνωστός καί σέ μᾶς σήμερα: «Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ’ ὅλα τά εἰσοδήματά μου». Ἡ προσευχή αὐτή εἶναι ἔπαινος τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἀρετῶν του. Ἀπαριθμεῖ ὁ Φαρισαῖος τά ἔργα του καί αἰσθάνεται ἀσύγκριτη ὑπεροχή ἔναντι τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους γενικά χαρακτηρίζει ὡς ἁμαρτωλούς. Εὐχαριστεῖ τόν Θεό ἤ μᾶλλον συγχαίρει τόν ἑαυτό του, γιατί ὑπερέχει ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους. Δέν αἰσθάνεται νά τοῦ λείπει τίποτε! Εἶναι αὐτάρκης καί δέν φαίνεται νά ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ ἔχει τόσα δικά του ἔργα στά ὁποῖα μπορεῖ νά στηριχθεῖ καί γιά τά ὁποῖα μπορεῖ νά καυχηθεῖ. Σάν κέντρο τοῦ κόσμου βλέπει ὄχι τόν Θεό ἀλλά τόν ἑαυτό του μέ τίς πανθομολογούμενες ἀρετές του. Τόν Θεό τόν χρειάζεται μόνο γιά νά ἐπιβεβαιώσει καί νά ἀναγνωρίσει τίς ἀρετές του. Δέν εἶναι δυνατό νά ἔχει ὁ Θεός διαφορετική γνώμη γιά τόν φτασμένο αὐτόν ἐνάρετο ἄνθρωπο! Αἰσθάνεται τόσο κοντά στόν Θεό, σάν νά ἔχει συνάψει συμφωνία μαζί του γιά νά κρίνουν καί νά κατακρίνουν ἀπό κοινοῦ ὅλους τους ἁμαρτωλούς!
Συμφωνεῖ ἄραγε καί ὁ Θεός μέ τή βεβαιότητα αὐτή τοῦ Φαρισαίου; Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει τό τέλος τῆς παραβολῆς. Ἄς δοῦμε ὅμως καί τήν προσευχή τοῦ τελώνη. Αὐτός συντριμμένος ἀπό τίς ἁμαρτίες του καί βλέποντας ὅτι κάθε δική του πράξη καί ἐκδήλωση συνδέεται μέ τήν ἁμαρτία, ζητεῖ ταπεινωμένος καί κτυπώντας τό στῆθος του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό». Δέν κρίνει κανένα, κατακρίνει μόνο τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο βλέπει τελείως χαμένο χωρίς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
«Δικαιώθηκε», βρῆκε δηλ. χάρη, καί «ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό», μᾶς λέγει τό τέλος τῆς παραβολῆς, ὁ ταπεινός τελώνης καί ὄχι ὁ ὑψηλόφρων Φαρισαῖος. Διότι «ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ». Αὐτό τό τέλος τῆς διηγήσεως θά πρέπει νά ξαφνίασε ἀρκετά τοὺς ἀκροατές τοῦ Ἰησοῦ, γιατί ὅλοι πίστευαν στή θρησκευτική ὑπεροχή τῶν Φαρισαίων ἔναντι τῶν ἁμαρτωλῶν τελωνῶν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως θέλει νά ἀνατρέψει τήν ἐπικρατοῦσα γνώμη, πού βλέπει τελείως ἐξωτερικά τίς ἀνθρώπινες ἐκδηλώσεις καί νά δείξει ὅτι τά βάθη τῆς καρδιᾶς, πού βλέπει μόνο ὁ Θεός, δέν συμφωνοῦν πάντα μέ τή φαινομενική ζωή.
Βέβαια πρέπει νά λεχθεῖ πρός ἀποφυγή παρεξηγήσεως, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν κατηγορεῖ τόν Φαρισαῖο γιατί εἶναι ἐνάρετος ἄνθρωπος καί ἐκτελεϊ τά θρησκευτικά του καθήκοντα- ἀλλά τόν κατηγορεῖ γιατί σ’ αὐτά στηρίζει τή ζωή του καί ὄχι στόν Θεό, γιατί αἰσθάνεται αὐτάρκεια καί δέν ὑποπτεύεται καθόλου ὅτι βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἐπίσης, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐπαινεῖ τόν τελώνη γιά τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀλλά γιατί ἔχει συνείδηση αὐτῆς καί τοποθετεῖ σωστά τόν ἑαυτό του μπροστά στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ζητώντας τό ἔλεός του. γιατί ἀπό τόν Θεό περιμένει τή σωτηρία του, μή ἔχοντας τίποτε δικό του στό ὁποῖο νά στηριχτεῖ.
Ἡ παραβολή ἀπευθύνεται, ὅπως λέγεται λίγο πρίν ἀπ’ αὐτήν στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, πρός αὐτούς «πού ἦταν σίγουροι γιά τήν εὐσέβειά τους καί περιφρονοῦσαν τούς ἄλλους», πρός ἀνθρώπους δηλ. τούς ὁποίους συναντᾶ κανείς σέ ὅλες τίς ἐποχές, Ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θεωρώντας τόν ἐαυτό τους θρησκευτικῶς αὐτάρκη καί φτασμένο στήν ἀρετή, κατακρίνουν τούς ἄλλους, τούς θεωροῦν ἀνεπανόρθωτα πεσμένους στήν ἁμαρτία καί ἐνασμενίζονται στό νά περιγράφουν τίς τιμωρίες πού ὅρισε ὁ Θεός γι’ αὐτούς, ξεχνώντας ὅτι καί αὐτοί βρίσκονται κάτω ἀπό τήν ἀδέκαστη κρίση τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδή μιὰ τέτοια συμπεριφορά ἐμπεριέχει ὑποκρισία, στά Νέα Ἑλληνικά τό φαρισαῖος ἀπέβη συνώνυμο τοῦ ὑποκριτής.
Ἡ Ἐκκλησία τοποθετώντας τήν περικοπή αὐτή ὡς ἀνάγνωσμα στήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου θέλει νά προφυλάξει τούς πιστούς ἀπό τόν «ὑψηλόφρονα λογισμό» τοῦ Φαρισαίου, πού εἶναι δυνατό νά φωλιάζει ἐπίσης καί σέ κάθε εὐσεβῆ χριστιανό, καί νά προβάλει τό ὑπόδειγμα τοῦ τελώνη πού μετανοιωμένος γιά τή ζωή του προσεύχεται μέ συντριβή. Ὁ ἀκόλουθος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας συνοψίζει ἄριστα τό μήνυμα τῆς παραβολῆς:
«Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν
καί τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν ἐν στεναγμοῖς,
πρός τόν Σωτήρα κραυγάζοντες:
ἴλαθι, μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε».
4.
Ὁμιλία Τελώνου καὶ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14)
Μελέτιος Καλαμαρᾶς, Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης.
Μή λησμονοῦμε τόν ἑαυτό μας
Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα του καί ὁμοίωσή του», πού σημαίνει ὅτι: δέν εἴμαστε οὔτε πέτρες, οὔτε σπουργίτια, οὔτε πρόβατα. Ἀλλά εἴμαστε αἰώνιοι, καί ἔχομε τήν δυνατότητα νά διακρίνομε ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό.
Νά ζοῦμε -καί πρέπει νά ζοῦμε- ποθώντας τό καλό.
Νά ἀγωνιζόμαστε νά φεύγομε ἀπό τό κακό καί νά ἀγαπᾶμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε τό καλό.
Γιά νά μᾶς βοηθήσει, μᾶς ἔδωσε νόμο, ὁδηγίες.
Οἱ ὁδηγίες καί οἱ ἐντολές Του, προέρχονται ἀπό ἀγάπη καί στοργή. Ὅπως ὁ κάθε πατέρας ἀπό ἀγάπη καί στοργή συμβουλεύει τά παιδιά του, νά μή καοῦν, νά μή πέσουν, νά μή χτυπήσουν· οὔτε σωματικά, οὔτε ψυχικά, οὔτε κοινωνικά.
Ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας, μᾶς συμβουλεύει συνεχῶς, νά μή πέσομε οὔτε ψυχικά, οὔτε πνευματικά. Καί ποτέ νά μή γίνει κάτι ἀφορμή, νά χάσομε τήν ὁμοιότητα μας μέ Αὐτόν καί τήν αἰώνια ζωή.
Γιατί ἡ χειρότερη ζημία εἶναι νά χάσει κανείς τήν αἰώνια ζωή.
Τί νά τό κάνεις, νά περάσεις ὅσο τό δυνατόν καλύτερα ἐδῶ στή γῆ, ἔστω ἑκατό χρόνια, διασκεδάζοντας, τρώγοντας καί πίνοντας, ἄν πρόκειται νά ζημιωθεῖς τήν ψυχή σου;
Γι’ αὐτό ὁ Θεός, ὁ πατέρας μας, μᾶς λέγει μέ ἀγάπη ὅτι πρέπει συνεχῶς νά ψάχνομε τόν ἑαυτό μας, νά βλέπομε, ὅσο πιό πολλές φορές, τόσο πιό καλά, πῶς πᾶμε καί νά γυρίζομε κοντά Του…
Μά εἴμαστε πολυάσχολοι.
Ἔχομε δουλειές, ἐπικοινωνίες μέ τούς ἄλλους. Θέλομε νά κουβεντιάσομε, νά φλυαρίσομε.
Ἀκόμη, ἔχομε σωματικές ἀνάγκες. Νά φᾶμε, νά κοιμηθοῦμε.
Μᾶς ἀπασχολοῦν τόσες κοινωνικές ὑποχρεώσεις· καί ὅλα αὐτά μᾶς κάνουν νά λησμονοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά ἀφήνομε στήν ἄκρη τίς οὐσιαστικές μας ἀνάγκες. Ἀποτέλεσμα;
Ἀλλοιωνόμαστε ἐσωτερικά. Ζημιωνόμαστε βαθειά. Ξεχνᾶμε τήν ψυχή μας. Ξεχνᾶμε τήν αἰώνια ζωή.
Γι’ αὐτό ὁ Θεός μᾶς εἶπε:
Κάθε μέρα, πρωί καί βράδυ, νά κάνεις προσευχή. Γιατί; Γιά νά ψάχνεις λίγο τόν ἑαυτό σου. Νά τόν βλέπεις πῶς στέκει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Καί κάθε ἑβδομάδα, μακάρι περισσότερες φορές, νά βρίσκεις τήν εὐκαιρία νά πηγαίνεις στήν Ἐκκλησία, νά προσεύχεσαι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Νά Τόν παρακαλεῖς νά σέ φωτίζει, νά μή ξεφύγεις ἀπό τό ἅγιο θέλημά Του. Καί μέσα στήν Ἐκκλησία νά κάνεις βαθύτερο αὐτοέλεγχο, γιά νά βλέπεις πῶς βαδίζεις καί ποῦ στέκεις.
Εἶσαι στό δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς;
Ἤ μήπως βαδίζεις γιά τήν ἀπώλεια.
Ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη
Σ’ αὐτό, μᾶς σπρώχνουν ὅλα ὅσα ἔχουν ὁρισθεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ μεγάλες γιορτές, καί οἱ προπαρακευαστικές περίοδοι, ὅπως εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσαρακοστή. Πού μᾶς λένε: «πῶς θά πᾶς κοντά στόν Χριστό καί στήν ἀνάστασή Του; ἄν δέν προετοιμαστεῖς καί σύ γιά τήν ἀνάσταση»;
Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη, μεγαλύτερη ἀπό τό νά φάω, νά πιῶ, νά περπατήσω, νά κοιμηθῶ. Μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἀνάγκες, εἶναι νά στρέφομαι πρός τόν Θεό καί νά ἀναζητῶ νά ἔχω καλή ἐπικοινωνία μαζί Του.
Δηλαδή; Νά εἴμαστε ἄνθρωποι…
Εὔκολα ἐγώ, ἀπρόσεκτος ἄνθρωπος, κάνω ἕνα λάθος καί πικραίνω τόν συνάνθρωπό μου. Ἄς ποῦμε τόν προσβάλω. Τοῦ λέω λόγια πού ἡ ἀγάπη καί ἡ τιμή, πού πρέπει νά ἔχω σέ ὅλους, δέν θά τά ἐπέτρεπαν. Ἀλλά, τό λάθος ἔγινε… Ἅμα μείνω στή διαπίστωση, πάει ἡ φιλία. Μέ τί μοῦτρα νά παρουσιαστῶ μπροστά του;
Τόν βρίσκω λοιπόν καί τοῦ λέω ταπεινά: «Ἀδελφέ μου, εἶναι ἀλήθεια, δέν φέρθηκα καλά. Εἶπα κάτι, εἰς βάρος σου. Σέ καταλαβαίνω. Πληγώθηκες. Ὅμως, ἄν θέλεις, πίστευσέ με, μετάνοιωσα. Σέ ἀγαπάω. Σέ θέλω κοντά μου».
Διορθώνεται ἔτσι τό κακό;
Ναί, σέ κάποιο βαθμό βέβαια.
Γιατί κάτι μένει ὑπόλοιπο. Ἴσως μιά μικρή πικρία. Μά ὅσο περισσότερη ταπείνωση δείχνεις, τόσο πιό πολύ φεύγει ἡ πικρία ἀπό τόν ἄλλο. Καί καμιά φορά φτάνει νά πεῖ:
«Χαλάλι ὅτι ἔγινε. Τώρα ἔχομε καλύτερη ἐπικοινωνία ἀπό πρίν».
Θέλοντας νά μᾶς τά διδάξει ὅλα αὐτά ὁ Σωτήρας μας, εἶπε τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. Μέ ἁπλᾶ λόγια, μᾶς παρουσιάζει τά πρόσωπά τους καί τό θέμα. Μᾶς λέει:
Πῆγαν στήν Ἐκκλησία, νά προσευχηθοῦν, δυό ἄνθρωποι ἐντελῶς διαφορετικοί. Ἕνας Φαρισαῖος καί ἕνας τελώνης. Ὁ ἕνας τοῦ κόσμου καί τῆς πιάτσας. Ὁ ἄλλος τῆς εὐσέβειας. Γιά τόν ἴδιο σκοπό πῆγαν. Νά προσευχηθοῦν. Μπῆκαν στήν Ἐκκλησία μέ τήν ἴδια διάθεση. Ἔμειναν ἐκεῖ κάποια ὥρα. Μετά ἔφυγαν.
Ἀλλά τί διαφορά! Ὁ ἕνας δικαιωμένος, ὁ ἄλλος κατάκριτος. Τό τραγικό καί παράξενο εἶναι, ὅτι ἔφυγε δικαιωμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία, εὐάρεστος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος τῆς πιάτσας.
Καί ἐκεῖνος πού φαινόταν τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἔφυγε κατάκριτος. Γιατί;
Ἡ προσευχή τοῦ φαρισαίου
Ἐρώτημα πού ἀσφαλῶς ἀπασχολεῖ ὅλους μας καί μάλιστα πολύ ἔντονα. Εἴτε εἴμαστε ἀπό ἐκείνους πού ἐρχόμαστε συχνά στήν Ἐκκλησία, εἴτε εἴμαστε –πολύ περισσότερο- ἀπό ἐκείνους πού προτιμᾶμε ἄλλες ἀπασχολήσεις.
Ὁ Χριστός ἀπαντᾶ καθαρά στό ἐρώτημά μας.
Ὁ Φαρισαῖος, μπῆκε στό ναό, στάθηκε μέ καμάρι – ἐπειδή ἦταν τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωπος – καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Τί ἔλεγε; Ἔχει σημασία. Αὐτά τά πράγματα εἶναι ζωή μας. Καί μάλιστα ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς μας. Γιατί ἡ ἀληθινή ζωή μας εἶναι μόνο κοντά στό Θεό. Στήν Βασιλεία Του.
Ἀρχίζει λοιπόν ὁ φαρισαῖος:
«Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι». Τί ὡραία ἀρχή!
Τήν ἀκοῦς καί εὐφραίνεται ἡ καρδιά σου. Καί περιμένεις νά δεῖς, γιατί εὐχαριστεῖ τόν Θεό.
Συνεχίζει. «Οὐκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων. Δέν εἶμαι ἁμαρτωλός καί παληάνθρωπος σάν τούς ἄλλους, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί. Μά προπαντός δέν εἶμαι σάν αὐτό τό ἀπόβρασμα, πού στέκεται δίπλα μου, δῆθεν νά προσευχηθεῖ. Ἐγώ νηστεύω, δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Κάνω ἐλεημοσύνες. Κάνω δωρεές. Καί γενικά, ζῶ καλά».
Παρότι ὅλα αὐτά εἶναι κατωρθώματα δικά του, καλές πράξεις δικές του, πάλι λέμε μέσα μας: Ἀφοῦ εἶπε: «ὁ Θεός εὐχαριστῶ σοι», γιατί ὅλα αὐτά δέν τά συνδέει μέ τόν Θεό; Ποῦ τά ὀφείλει; Γιατί δέν λέει «σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, πού μοῦ ἔδωσες χάρη, φωτισμό, ἔλεος νά καταλάβω ποιός εἶναι ο σκοπός τῆς ζωῆς καί νά ἀγωνίζομαι νά κάνω ἔργα εὐάρεστα, ἐνώπιόν Σου»;
Γιατί λέει ἁπλῶς «εὐχαριστῶ, γιατί δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους. Ἐγώ εἶμαι καλός. Δέν εἶμαι ἅρπαγας, οὔτε λωποδύτης, οὔτε παληάνθρωπος, οὔτε μοιχός».
Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία αὐτό πού κάνει ὁ φαρισαῖος. Δηλαδή τό ὅτι δέν σχετίζει τίς ἀρετές του μέ τόν Θεό.
Τί ἔπρεπε νά πεῖ;
«Ὅλα Κύριε, εἶναι δῶρα Σου! Χαρίσματά Σου. Δύναμή Σου. Ἔλεός Σου. Ἄν δέν ἤσουν δίπλα μου, στό πλευρό μου, νά μέ φωτίζεις, νά ξεσηκώνεις τήν συνείδησή μου, πόσα κακά ἔργα δέν θά ἔκανα»;
Μά ὁ φαρισαῖος ἐπιμένει:
«Ἐγώ ἔκοψα τή ζωή μου ὄμορφα. Καί τήν ἔφτειαξα ὄμορφα. Κάτι ἄλλοι, δέν τήν ἔχουν φτειάξει ἔτσι. Αὐτοί δέν μοιάζουν μέ μένα. Δέν εἶναι καλοί ἄνθρωποι».
Φαντασθεῖτε κάποιον, νά εἶναι ὅτι εἶναι, νά φτειάχνει μόνος τό ποτραῖτο του καί νά ἰσχυρίζεται: «Ὅποιος δέν μου μοιάζει, δέν εἶναι ὄμορφος. Οὔτε εἶναι καλά· εἶναι ἄρρωστος. Πῶς πρέπει νά εἶναι;
Ὅπως ἐγώ!
Πάνω-κάτω αὐτό λέει ὁ φαρισαῖος. Γιατί βλέπει τόν ἑαυτό του τέλειο.
Ἄς ταπεινωθοῦμε μπροστά στό Θεό
Ὁ τελώνης, τί ἔκανε;
Δέν θεώρησε τόν ἑαυτό του ἄξιο νά σταθεῖ κάπου μπροστά νά τόν βλέπουν. Κρύφτηκε πίσω ἀπό μιά κολώνα. Καί ψέλλιζε: «Θεέ μου, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Συγχώρησέ με. Εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Ξέφυγα ἀπό τόν νόμο Σου. Λυπήσου με, Θεέ μου.
Μᾶς λέγει ὁ Χριστός, ὅτι γι’ αὐτό του τό φρόνημα, ἔφυγε δικαιωμένος πιό πολύ ἀπό τόν φαρισαῖο, πού ὄχι μόνο εἶχε ἀποφύγει τίς χονδρές ἁμαρτίες, μά εἶχε καί καλά ἔργα. Γιατί;
Γιατί ὁ ἕνας, ὁ τελώνης εἶχε σωστή τοποθέτηση, ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Σκέφτηκε πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία:
Πῶς θά φτειάξω τήν σχέση μου με τόν Θεό;
Σέ τί κατάσταση βρίσκομαι μέχρι τώρα;
Τί πρέπει νά κάνω;
Καί πῆγε καί προσευχήθηκε «τύπτων τό στῆθος του», πού σημαίνει: «Ἐγώ φταίω. Τούτη ἡ καρδιά φταίει καί αὐτό τό ξεροκέφαλο». Γιατί τό λέμε ἔτσι;
Ὁ Θεός, μᾶς ἔδωσε τήν καρδιά, νά ἀγαπᾶμε τό καλό. Ὄχι νά τήν ἀφήνομε νά κολλάει σέ ἀρρωστημένα πάθη καί συναισθήματα.
Ἤ μήπως δέν εἶναι ἀρρωστημένο τό μῖσος;
Οἱ πόθοι τῆς ἁμαρτίας;
Ἡ κακία; Ὁ ἐγωισμός;
Δέν εἶναι ἀρρωστημένο νά πιστεύω, ὅτι ἐγώ ἔχω τήν σωστότερη κρίση στόν κόσμο καί τήν μεγαλύτερη ἀξία;
Δέν εἶναι ἀρρωστημένο πράγμα νά πιστεύω, ὅτι θά ρυθμίσω ἐγώ τή ζωή μου, καλύτερα ἀπό ὅτι μοῦ τήν ρυθμίζει ὁ Θεός, ὁ Πατέρας μας ὁ ἐπουράνιος μέ τόν λόγο Του;
Δέν εἶναι ἀρρωστημένο, νά μήν ἐνδιαφέρεσαι νά κάνεις τόν ἑαυτό σου ὄμορφο, γιά νά βρεθεῖς στό σαλόνι τοῦ Θεοῦ στήν αἰώνια ζωή; Ἀλλά νά προτιμᾶς νά βρεθεῖς στό σκουπιδοντενεκέ τῆς αἰωνιότητας, μέ τά σκουπίδια ἀπό τόν ὄμορφο κόσμο τοῦ Θεοῦ, μέ τό νά ἐμμένεις στήν ἁμαρτία;
Ὁ φαρισαῖος δέν εἶχε οὔτε τοποθέτηση σωστή ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, οὔτε σχέση σωστή μέ τόν Θεό.
Ποιά ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό;
Ποιά εἶναι ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό;
Ξέρω ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός μας· ὁ Εὐεργέτης μας.
Ὅτι καλό ἔχομε στό σῶμα, στήν καρδιά, στήν ψυχή μας, δωρεές Του εἶναι. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι δική Του προσφορά σ’ ἐμᾶς.
Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Ἔφτειαξε τόν κόσμο ὁ Θεός καί ἔβαλε τόν ἄνθρωπο σάν βασιλιά τῆς κτίσεως. Καί ὅλοι μας λίγο-πολύ, ἔχομε τήν δυνατότητα, νά βλέπομε τήν ὀμορφιά τῆς φύσεως καί νά τήν ἀπολαμβάνομε.
Καί κάτι ἀκόμη ἔχομε τήν δυνατότητα νά κάνομε. Νά ἐρχόμαστε σέ μιά ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό. Ποιός εἶναι ὁ νόμος πού ρυθμίζει αὐτή τήν καλή ἐπικοινωνία μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό; Ἡ ἀγάπη!
Ἅμα θέλω νά εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά ἔχω καλή ἐπικοινωνία -καί νά φροντίζω νά ἔχω- μέ ὅλους, γιατί εἶναι καί αὐτοί τοῦ Θεοῦ καί ἀδέλφια μου. Πρέπει λοιπόν νά τούς ἀγαπάω. Νά ἀγωνίζομαι νά ἔχω ἀπέναντί τους, καλά αἰσθήματα.
Δηλαδή; Νά θέλω νά τούς κάνω καλό. Νά τούς τιμῶ. Νά τούς σέβομαι. Ὅταν κάποιος κακολογεῖ τούς ἄλλους, δέν τούς ἀγαπάει.
Τό λάθος τοῦ φαρισαίου ἦταν:
Κακολογοῦσε τούς ἄλλους. Ξεχώριζε τόν ἑαυτό του ἀπό αὐτούς.
-Ἄλλο ἐκείνη ἡ παληοφάρα. Ἄλλο ἐγώ! Ὁ καλός ἄνθρωπος…
Ἀκόμη δέν εἶχε σωστή σχέση οὔτε μέ τόν Θεό.
Ὅποιος ἔχει σωστή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγαπᾶ τό θέλημά Του. Θέλει νά βρίσκεται εὐθυγραμμισμένος μαζί Του. Κοντά Του. Καί ὅτι ὁ Θεός θέλει, ἐκεῖνο καί αὐτός ἀγαπᾶ.
Ὁ Θεός θέλει νά ἀγαπᾶμε τούς ἄλλους;
Τούς ἀγαπᾶμε!
Νά τούς τιμᾶμε;
Τούς σεβόμαστε.
Ὁ φαρισαῖος, δέν τά ἔκανε αὐτά. Γι’ αὐτό, δέν ἔφυγε ἀπό τήν Ἐκκλησία δικαιωμένος, ἀλλά ζημιωμένος.
Ὁ τελώνης, ὅταν μπῆκε στήν Ἐκκλησία, ξέχασε τόν παλαιό του ἑαυτό, καί μίλησε μέ τόν Θεό εἰλικρινά: «Θεέ μου, εἶμαι στή ζωή μου λάθος. Ἐλέησέ με. Δεῖξε καί σέ μένα τήν εὐσπλαγχνία Σου».
Νά ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό.
Ὅταν ὁ τελώνης γίνεται φαρισαῖος
Μιά ἀκόμη παρατήρηση:
Θά ἦταν γιά μᾶς εὐκταῖο, νά εἴμαστε στήν πιάτσα, στήν καθημερινή ζωή δηλαδή, σάν τόν φαρισαῖο.
Δηλαδή, οὔτε ἅρπαγες, οὔτε ἄδικοι, οὔτε μοιχοί, οὔτε λωποδύτες, οὔτε βλάσφημοι, οὔτε ὑβριστές.
Μακάρι στήν ἐπικοινωνία μας μέ τούς ἄλλους νά εἴχαμε αὐτές τίς καλές ἀρχές.
Ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἴμαστε σάν τόν τελώνη…
Νά λέγαμε στό Θεό: «Κύριε, ἀγωνίζομαι ἔξω στήν κοινωνία νά ἀποφεύγω ὅτι τό ἀντίθετο στό θέλημά Σου. Ὅμως πόσα εἶναι ἐκεῖνα στά ὁποῖα σφάλλω. Καί προπαντός, πόσο ἡ καρδιά μου, ἀπέχει ἀπό αὐτό πού Σύ θέλεις:
Νά ἔχω πολλή ἀγάπη καί βαθύ σεβασμό. Σέ Σένα, στόν ἑαυτό μου, στό σῶμα καί τήν ψυχή μου καί στούς ἄλλους. Πόσες φορές σφάλλω. Συγχώρησέ με!».
Ἄν ρίξομε μέσα μας μιά ματιά, λίγο-πολύ, μοιάζομε συγχρόνως στόν φαρισαῖο καί στόν τελώνη. Γιατί, ἐνῶ κάνομε τά ἔργα τοῦ τελώνη –παληανθρωπιές δηλαδή- ἐπιμένομε νά συγκρίνομε τόν ἑαυτό μας μέ τούς ἄλλους. Ἐπειδή τούς βρίσκομε λίγο κατώτερους ἀπό ἐμᾶς. Καί τούς κατακρίνομε καί τούς κακολογοῦμε. Γιατί;
Γιατί ξεχνᾶμε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν κατάστασή μας.
Ὅταν κανείς ξεχνᾶ σταθερά καί μόνιμα τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ξεφεύγει ἐντελῶς. Πόσοι ἀπό μᾶς ξεφεύγομε πολύ βαθειά καί γιά πολύ, ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Καί ὅταν θυμηθοῦμε ὅτι πρέπει νά γυρίσομε, ἀντί νά πάρομε τό φρόνημα τοῦ τελώνη καί τά μυαλά του, ὅταν πῆγε νά προσευχηθεῖ, βλέπομε τόν ἑαυτό μας, μέ τά μάτια τοῦ φαρισαίου ἀπό τήν ἀνάποδη. Καί τί λέμε;
«Ἐγώ, μπορεῖ νά κάνω ὅτι κάνω στήν πιάτσα. Ἀλλά ἡ καρδιά μου εἶναι καλύτερη ἀπό ἐκείνους τούς παληοφαρισαίους πού πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία».
Δηλαδή κάνομε τήν κατάκριση τοῦ φαρισαίου καί τίς βρωμοδουλειές τοῦ τελώνη μαζί. Ὅλα στραβά.
Νά ζηλέψομε τό ἄριστο
Ποιό εἶναι τό σωστό;
Τό σωστό εἶναι: Στήν Ἐκκλησία σάν τόν τελώνη. Ἔξω, στόν κόσμο, νά φερόμαστε ὅσο τό δυνατόν πιό καλά. Αὐτό εἶναι τό καλύτερο.
Τό ἀκόμη πιό καλό εἶναι:
Νά ἔχομε τήν ταπείνωση τοῦ τελώνη.
Νά κάνομε ὅλα τά καλά ἔργα πού ἀπαιτεῖ ὁ Θεός· καί ἐπιπλέον,
στή σχέση μας τήν καθημερινή μέ τούς ἀνθρώπους, νά τούς ἀντιμετωπίζομε μέ ἀπέραντη ἀγάπη καί καλωσύνη καί
νά εὐγνωμονοῦμε γιά κάθε καλό τόν Θεό.
Λέει ἕνας σοφός:
Ἡ προσευχή τοῦ τελώνη «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», εἶναι ὅλη κι ὅλη ἕξη λέξεις. Μά εἶναι τόσο χαριτωμένα λόγια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού ὅταν ὁ ἄνθρωπος τά λέει, τά αἰσθάνεται καί τά ἔχει στήν καρδιά του, τά λόγια αὐτά, ἀνοίγουν τήν καρδιά τοῦ Θεοῦ. Καί τά αὐτιά Του.
Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ Θεός μᾶς ἀκούει. Γιατί ὁ Θεός εἶναι τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως.
Ἀρχίζοντας τήν προπαρασκευή γιά τό Πάσχα, μᾶς λέει ὁ Χριστός:
-Κάνετε σωστές τίς σχέσεις σας μέ τόν Θεό. Ἑτοιμασθεῖτε. Ἀνασκουμπωθεῖτε. Ψάξετε τόν ἑαυτό σας. Ἀποφασίστε νά βαδίσετε καλύτερα. Σταθεῖτε μέ ταπείνωση καί συντριβή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀρχή καί ξεκίνημα «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά ἔχομε αὐτή τήν σωστή νοοτροπία, πού κυβερνᾶ καλά τή ζωή, τά ἔργα, καί τά αἰσθήματά μας. Ἀμήν.
5.
Κατεβαίνοντας ἀνεβαίνεις.
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Ὁ Θεὸς πάντοτε φροντίζει γιὰ τὴ «μετεκπαίδευση» τῶν Ἁγίων του. Ἔτσι, ἔστειλε κάποτε τὸν καθηγητὴ τῆς ἔρημου, τὸν Μέγα ’Ἀντώνιο, σὲ ἕναν ἀγράμματο τσαγκάρη στὴν Ἀλεξάνδρεια νὰ παρακολουθήσει ἕνα σεμινάριο γιὰ προχωρημένους. Ἐπρόκειτο γιὰ σεμινάριο ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖο συμπυκνωνόταν στὴ μαρτυρία τοῦ τσαγκάρη: «Κάθε πρωὶ λέω στὸν λογισμό μου, πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτὴ τὴν πόλη θὰ σωθοῦν. Καὶ μόνον ἐγὼ θὰ καταδικαστῶ γιὰ τὶς πολλές μου ἁμαρτίες». Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ὄντως ἅγιος τσαγκάρης εἶχε τόση ταπείνωση καὶ αὐτομεμψία, ὥστε τὸ ἔλεγε καὶ τὸ πίστευε ὅτι εἶναι ὁ χειρότερος ἁμαρτωλὸς μέσα σὲ μία τεράστια πόλη, ὅπου φυσικὰ δὲν ἔλειπαν ἡ κακία καὶ ἡ διαφθορά. Αὐτὸ τὸ φρόνημα τὸν ἀνέδειξε καθηγητὴ τοῦ καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου.
Δόξα στὸ «ἐγὼ»
Μπαίνοντας στὸ Τριώδιο ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ -μέσα ἀπὸ τὴ σχετικὴ παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ- νὰ πάρουμε μαθήματα ταπεινώσεως ἀπὸ ἕναν τελώνη, δηλαδὴ ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ τὰ ἠθικὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς του τὸν ἔβαζαν στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὶς πόρνες. Στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν πιὸ καθαρὴ ἀκτινογραφία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ ταπεινόφρονος καὶ τοῦ ὑψηλόφρονος. Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι ὁ ὑψηλόφρων μπορεῖ ἄνετα νὰ ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι ἕνας πολὺ θεοφοβούμενος ἄνθρωπος. Ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς δὲν εἶναι ἕνας κοσμικὸς ἄνθρωπος ἀλλὰ ἄνθρωπος -θὰ λέγαμε σήμερα- τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν καμαρώνει γιὰ τὴν ὀμορφιά του, τὴ μόρφωσή του ἢ τὴν περιουσία του. Καμαρώνει γιὰ τὶς προσευχές, τὶς νηστεῖες καὶ τὶς ἐλεημοσύνες του. Ὅμως, καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο εἶναι ἐκδηλώσεις ἐγωκεντρισμοῦ.
Τελικὰ ὁ φαρισαῖος μὲ τὴν προβολὴ τῶν «πνευματικῶν» κατορθωμάτων του δὲν δοξάζει τὸν Θεό. Τὸν ἑαυτὸ του δοξάζει. Στὸν ἑαυτὸ του προσεύχεται, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Δὲν προσεύχεται στὸν Θεό. Τὸν ἑαυτὸ του ἔχει θεοποιήσει. Καὶ σ’ αὐτὸν προσφέρει δυσῶδες θυμίαμα, τὴν ἔπαρση γιὰ τὶς δῆθεν καλοσύνες του. Ἀντὶ νὰ πεῖ: ἂν ἔκανα κάτι καλό, στὸν Θεὸ τὸ ὀφείλω, «ἑαυτῷ προσῆψε τὸ κατόρθωμα καὶ τῇ ἰδίᾳ ἰσχύϊ», λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας. Στὸν ἑαυτὸ του ἀποδίδει τὰ πάντα· μόνο στὴ δική του δύναμη. Ἁπλῶς, μπροστὰ ἀπὸ τὸ «μπράβο μου· ἐγὼ τὰ κατάφερα» βάζει σὰν προπέτασμα ψευτοευσέβεια καὶ ἕνα «Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου».
Ἀπὸ τὴν καλὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάποδη
Καὶ συνεχίζοντας νὰ ἀποκαλύπτει τὰ ἀρρωστημένα συμπλέγματα τοῦ ἐγωιστῆ, ἀρχίζει νὰ «θάβει» ὅλους τοὺς ἄλλους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους -ὑποτίθεται- εἶναι καλύτερος, βάζoντάς τους τὶς ταμπέλες: ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί. Ἀλλὰ οὔτε καὶ μ’ αὐτὸ χόρτασε τὴ μανία του, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁρμάει καὶ σὲ κάποιον ποὺ βρισκόταν στὸν ἴδιο χῶρο γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ προσευχόταν δίπλα του. «Ἐπιπηδᾷ μετὰ πολλῆς τῆς μανίας» καὶ στὸν τελώνη ποὺ ἦταν κοντά του. Καὶ ὁλοκληρώνει μὲ πάταγο ὁ φαρισαῖος τὴν πτώση του μὲ τὰ λόγια: «Εὐτυχῶς ποὺ δὲν εἶμαι οὔτε σὰν κι αὐτὸν τὸν τελώνη».
Ἀκόμη καὶ ὁ ἀββὰς Δωρόθεος, ποὺ προσπαθεῖ νὰ δεῖ μὲ ἐπιείκεια τὸν φαρισαῖο, τονίζει ὅτι δὲν κατακρίθηκε τόσο, ἐπειδὴ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Κυρίως ἁμάρτησε ὅταν γύρισε τὸ βλέμμα του στὸν τελώνη καὶ κατέκρινε τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς του· κατέκρινε ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε, βέβαια, ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι φαρισαῖος καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάποδη, ὅταν λέει: Ἐγὼ δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτοὺς τοὺς ὑποκριτὲς ποὺ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία καὶ κάνουν μεγάλους σταυρούς. Γιὰ κάτι τέτοιους φαρισαίους -ἀπὸ τὴν ἀνάποδη- κάποιος ἱερέας ἔβαλε ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ μία πινακίδα μὲ τὰ λόγια: «Ἂν αὐτὸ ποὺ σὲ ἐμποδίζει νὰ μπεῖς μέσα εἶναι oι ὑποκριτὲς ποὺ νομίζεις ὅτι θὰ συναντήσεις, μὴν ἀνησυχεῖς. Μπὲς ἄφοβα. Χωράει κι ἄλλος ἕνας».
Ἐν προκειμένω εἶναι ἀπαραίτητη ἡ διευκρίνιση: Τὰ ἔργα τοῦ φαρισαίου, στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ τὰ μιμούμαστε μὲ τὸ παραπάνω. Καὶ νηστεία πρέπει νὰ κάνουμε, καὶ προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ μισήσουμε εἶναι τὸ ἐγωιστικὸ φρόνημά του· τὴν ἔπαρσή του.
«Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»
Ἀντίθετα ὁ τελώνης, καὶ μὲ τὴ σωματική του στάση στὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὰ λόγια του, ἀποπνέει τὴν εὐωδία τῆς ἀληθινῆς ταπείνωσης. Εἶναι ὁλόκληρος μιὰ «καρδία συντετριμμένη», γιατί τὸ μόνο ποὺ σκέφτεται εἶναι τὸ πόσο ὁ ἴδιος λύπησε τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες του. Δὲν κρίνει καὶ δὲν κάνει συγκρίσεις μὲ ἄλλους. Σὰν τὸν τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας, θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του χειρότερο ἀπὸ ὅλους.
Καὶ αὐτὸ ποὺ τὸν ἀνεβάζει στὰ ὕψη καὶ πιστοποιεῖ τὴν εἰλικρίνεια τῆς ταπείνωσής του εἶναι, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Χρυσορρήμων ἅγιος Ἰωάννης, τὸ ὅτι δέχεται μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν ὑβριστικὴ περιφρόνηση τοῦ φαρισαίου. Καὶ ἔτσι κάνει τὸ βέλος τοῦ ἐχθροῦ δικό του φάρμακο καὶ θεραπεία. Τὸ ὄνειδος τὸ κάνει ἐγκώμιο. Καὶ τὴν κατηγορία στέφανο. Νὰ ἡ μεταμορφωτικὴ καὶ ὑψωτικὴ δύναμη τῆς ταπείνωσης. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τελώνης φεύγει ἀπὸ τὸν Ναὸ περισσότερο δικαιωμένος ἀπὸ τὸν φαρισαῖο. Φεύγει γεμάτος ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ γλυκιὰ παρηγοριὰ τοῦ ἐλέους του.