Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων.

«Νοιῶσε μεγάλη χαρά, θυγατέρα Σιών, διαλάλησε τὴ χαρά σου, θυγατέρα Ἱερουσαλὴμ». Χόρευε, λαὲ τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ. Σκιρτᾶτε οἱ πύλες καὶ τὰ τείχη τῆς Σιών καὶ ὁλόκληρη ἡ γῆ. Φωνάξτε σεῖς τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ σκιρτήσατε πολύ. Τὰ ποτάμια χειροκροτεῖστε καὶ τὰ πλήθη περικυκλῶστε τήν Σιών, βλέποντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα σ’ αὐτήν. Ἂς ὁμονοήσουν σήμερα τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια καὶ ἂς ἀναπέμπει ὕμνους ἡ ἄνω μαζὶ μὲ τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ, γιὰ τὸν Χριστὸ πού βρίσκεται σʼ αὐτήν, τὸν οὐράνιο καὶ τὸν ἐπίγειο. Γύρω ἀπὸ τὸν οὐράνιο χορέψτε οἱ νοερὲς δυνάμεις καὶ τὸν ἐπίγειο ἀνυμνεῖστε Τον, οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους.

Διότι σήμερα, ἐμφανίστηκε ὁ Θεὸς τῶν θεῶν στὴ Σιών. Σήμερα, εἰπώθηκαν λόγια δόξης γιὰ σένα, πόλη τοῦ Θεοῦ Ἱερουσαλήμ, πόλη τοῦ μεγάλου Βασιλιᾶ. Ἄνοιξε τὶς πύλες πρὸς τιμὴν Αὐτοῦ, ποὺ ἄνοιξε σὲ ὅλους τὶς πύλες τοῦ παραδείσου καὶ ἐπίσης ἄνοιξε τὶς πύλες τῶν τάφων πάνω ἀπὸ τὸν Σταυρό, συνέτριψε τὶς πύλες τοῦ ἅδη, πού ἦταν γιὰ αἰῶνες κλειστές, καὶ ἔκλεισε κατὰ τρόπο παράδοξο τὶς πύλες τῆς παρθενίας. Σὴμερα, Ἐκεῖνος ποὺ τὰ παλιὰ χρόνια μίλησε μὲ τὸν Μωυσῆ πάνω στὸ ὄρος Σινᾶ κατὰ τρόπον θεοπρεπῆ, ἐκπληρώνει τὸν νόμο, ὑποτασσόμενος στὸ νόμο σὰν δοῦλος. Σήμερα, ἔρχεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ Θαιμᾶν στὴ Σιών. Σήμερα, ὁ οὐράνιος Νυμφίος, μαζὶ μὲ τὴ Θεομήτορα παστάδα, ἔρχεται στὸν ναό. Θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, βγεῖτε πρὸς προϋπάντησή Του. Ἀνᾶψτε γεμάτες χαρὰ τὶς λαμπάδες στὸ ἀληθινὸ φῶς. Περιποιηθεῖτε τοὺς χιτῶνες τῶν ψυχῶν σας γιὰ χάρη τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.

Μαζὶ μὲ τὴ Σιών καὶ οἱ λαοὶ τῶν ἐθνῶν, κρατώντας λαμπάδες, ἂς Τὸν προϋπαντήσουμε. Ἂς μποῦμε στὸ ναὸ μαζὶ μὲ τὸ ναὸ καὶ Θεὸ καὶ Χριστό. Μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ἂς ψάλουμε δυνατὰ τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων, «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος ὁ Κύριος Σαβαώθ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ εἶναι γεμάτα ἀπὸ τὴ δόξα Του». Εἶναι γεμάτα τὰ πέρατα τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν καλωσύνη Του. Εἶναι γεμάτη ὅλη ἡ κτίση ἀπὸ τὴ δοξολογία Του. Εἶναι γεμάτη ἡ ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴν συγκατάβασή του. Τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ καταχθόνια εἶναι γεμάτα ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνία Του, γεμάτα ἀπὸ τὰ ἐλέη Του, γεμάτα ἀπὸ τὶς δωρεές Του, γεμάτα ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες Του.

«Ὅλα, λοιπὸν, τὰ ἔθνη χειροκροτεῖστε»· ὅλα τὰ πέρατα τῆς γῆς, «ἐλᾶτε καὶ δέστε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ»· κάθε τί ποὺ ἀναπνέει, ἂς αἰνέσει τὸν Κύριο»· «ὅλη ἡ γῆ ἂς προσκυνήσει»· κάθε γλώσσα ἂς τραγουδήσει· κάθε γλώσσα ἂς ψάλλει· κάθε γλώσσα ἂς δοξολογήσει παιδὶ-Θεόν, σαράντα ἡμερῶν καὶ προαιώνιο· παιδὶ μικρὸ καὶ ἡλικιωμένο· παιδὶ ποὺ θηλάζει καὶ δημιουργὸ τῶν ὅλων. Βλέπω βρέφος καὶ ἀναγνωρίζω τὸν Θεό μου· βρέφος ποὺ θηλάζει καὶ διατρέφει τὸν κόσμο· βρέφος ποὺ κλαίει καὶ χαρίζει στὸν κόσμο ζωὴ καὶ χαρὰ· βρέφος ποὺ σπαργανώνεται καὶ μὲ λυτρώνει ἀπὸ τὰ σπάργανα τῆς ἁμαρτίας· βρέφος στὴν ἀγκαλιά τῆς μητέρας, μὲ σάρκα πραγματικὰ, μέ συνεχή παρουσία πάνω στὴ γῆ καὶ ταυτόχρονα ὁ Ἴδιος καὶ στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, πραγματικὰ καὶ συνεχῶς στοὺς οὐρανούς.

Βλέπω βρέφος, ποὺ ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ μπαίνει στὴν Ἱερουσαλήμ, χωρὶς ὅμως νʼ ἀποχωρίζεται καθόλου ἀπὸ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Βλέπω βρέφος, ποὺ προσφέρει σύμφωνα μὲ τὸ νόμο στὸ ναὸ θυσία πάνω στὴ γῆ ἀλλά καὶ τὸ Ἴδιο νὰ δέχεται τὶς εὐσεβεῖς θυσίες ὅλων στοὺς οὐρανούς. Τὸν Ἴδιο νὰ κρατιέται στὶς ἀγκάλες τοῦ γέροντα κατ’ οἰκονομίαν καὶ τὸν Ἴδιο νὰ κάθεται σὲ θρόνους χερουβικούς, ὅπως ταιριάζει σὲ Θεό. Τὸν Ἴδιο νὰ προσφέρεται καὶ νὰ ἐξαγνίζεται, καὶ τὸν Ἴδιο νὰ ἐξαγνίζει καὶ νὰ καθαρίζει τὰ πάντα. Νὰ εἶναι ὁ Ἴδιος τὸ δῶρο καὶ ὁ Ἴδιος ὁ ναός. Ὁ Ἴδιος ἀρχιερεύς καὶ ὁ Ἴδιος τὸ θυσιατήριο, ὁ Ἴδιος τὸ ἱλαστήριο. Ὁ Ἴδιος νὰ εἶναι αὐτὸς, πού προσφέρει θυσὶα, καὶ ὁ Ἴδιος νὰ προσφέρεται θυσία ὑπὲρ τοῦ κόσμου καὶ ὁ Ἴδιος νὰ προσκομίζει τὰ ξύλα τῆς ζωῆς καὶ τῆς γνώσεως. Νὰ εἶναι ὁ Ἴδιος τὸ ἀρνί καὶ ὁ Ἴδιος ἡ φωτιά. Ὁ Ἴδιος νὰ εἶναι τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ ὁ Ἴδιος ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος. Ὁ Ἴδιος ὁ ποιμένας καὶ ὁ Ἴδιος τὸ ἀρνί. Ὁ Ἴδιος νὰ εἶναι ὁ θύτης καὶ ὁ Ἴδιος τὸ θῦμα. Αὐτός Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρεται καὶ ὁ Ἴδιος Ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τὴ θυσία. Αὐτός νὰ εἶναι ὁ νόμος καὶ ὁ Ἴδιος τώρα νὰ ὑποτάσσεται στὸ νόμο.

Ἐμπρὸς, ὅμως, τώρα νὰ ἀκούσουμε τὶς σχετικὲς μὲ τὴν ἡμέρα διηγήσεις τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων. Λέγει, λοιπὸν, γιὰ τὸν Χριστὸ ὁ θαυμάσιος Λουκᾶς, ὅτι, «Ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ τους σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, ἔφεραν τὸν Ἰησοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ τὸν παρουσιάσουν στὸν Κύριο, ὅπως εἶναι γραμμένο στὸ νόμο τοῦ Κυρίου, ὅτι κάθε ἀρσενικὸ ποὺ ἀνοίγει μήτρα, πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς ἀφιερωμένο στὸν Κύριο». Ὁ Σαμουὴλ, λοιπὸν, καὶ ὁ Ἰσαὰκ καὶ μαζὶ μ’ αὐτούς καὶ ὁ Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὅλοι ὅσοι γεννήθηκαν ἀπὸ στείρα μητέρα, χωρὶς ἐλπίδα καὶ ἄνοιξαν τὶς ἄκαρπες μῆτρες τῶν μητέρων τους, ὀνομάστηκαν ἅγιοι (ἀφιερωμένοι) τοῦ Κυρίου. Ἐνῶ ὁ Χριστός, ὁ μόνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ μοναδικὴ παρθένο (τοῦ μόνου Θεοῦ Υἱὸς Μονογενής) καὶ δὲν ἄνοιξε τὶς παρθενικὲς πύλες, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἅγιος (ἀφιερωμένος) τοῦ Κυρίου ἀλλ’ εἶναι Ἅγιος τῶν ἁγίων καὶ Κύριος τῶν κυρίων καὶ Θεὸς τῶν θεῶν καὶ πρωτότοκος τῶν πρωτοτόκων καὶ ἄρχοντας τῶν ἀρχόντων καὶ βασιλιὰς τῶν βασιλέων καὶ ὡς τέτοιος θὰ ὀνομάζεται καὶ θὰ πιστεύεται καὶ θὰ προσκυνεῖται καὶ τώρα στὸν ναὸ θὰ ἀνακηρυχθεῖ ἀπὸ τὸν Συμεών.

«Ὑπῆρχε», λέγει, «ἕνας ἄνθρωπος στὴν Ἱερουσαλήμ, πού ὀνομαζόταν Συμεών καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν δίκαιος καὶ ὑπῆρχε ἅγιο Πνεῦμα ἐπάνω του. Καὶ τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι δὲν θὰ πεθάνει προτοῦ νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ τοῦ Κυρίου. Πῆγε, λοιπὸν, μὲ ἔμπνευση τοῦ Πνεύματος στὸ ἱερό καὶ καθὼς οἱ γονεῖς Του ἔφερναν τὸ παιδὶ Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν γι’ αὐτό τὰ ἔθιμα τοῦ νόμου, αὐτός τότε Τὸ δέχθηκε στὴν ἀγκαλιά του, εὐλόγησε τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: Τώρα ἀπόλυσε, Δέσποτα, τὸν δοῦλο σου μὲ εἰρήνη, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο σου, διότι εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὴ σωτηρία σου, πού ἑτοίμασες γιὰ ὅλους τοὺς λαούς, ἕνα φῶς ποὺ θὰ εἶναι ἀποκάλυψη γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ δόξα γιὰ τὸν λαό σου τὸν Ἰσραὴλ». «Ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ ἐξυμνήσει τὰ ἔργα τῆς δύναμης τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κάνει ἀκουστοὺς ὅλους τοὺς ὕμνους σ’ αὐτόν;» Αὐτός ποὺ κρατάει ὅλη τὴ γῆ στὴ χούφτα του, χωράει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ γέροντα καὶ βαστάζεται, «Αὐτός ποὺ κρατεῖ τὰ πάντα μὲ τὸν παντοδύναμο λόγο του».

Ἂς ἀγάλλεται ὁ Ἀδάμ, λέγοντας μέσω τοῦ Συμεὼν στὸν Χριστὸ: «Τώρα ἀπόλυσε τὸν δοῦλο σου, Δέσποτα, ὅπως εἶπες, εἰρηνικά». Τώρα ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ αἰώνια δεσμὰ· τώρα γλύτωσέ με ἀπὸ τὴ φθορὰ· τώρα λύτρωσέ με ἀπὸ τὸ θάνατο· τώρα ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴ λύπη, σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου, τὸν ὁποῖον στὸ ναὸ ὁ Συμεὼν ἀγκαλιάζοντάς Τον καὶ κηρύττοντας τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας σʼ ὅλους τούς ἐθνικοὺς καὶ Ἰουδαίους, σκιρτᾶ καὶ ἀγάλλεται καὶ μὲ λαμπρὴ καὶ διαπεραστικὴ φωνὴ κραύγαζε γι’ Αὐτόν λέγοντας· Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ὑπάρχει καὶ προϋπῆρχε καὶ εἶναι διαρκῶς παρὼν στὸν Πατέρα, ὁμοούσιος, ὁμόδοξος, ὁμοδύναμος, ἰσοδύναμος, παντοδύναμος, ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀναλλοὶωτος, ἀπερίγραπτος, ἀόρατος, ἀκατανόμαστος, ἀκατάληπτος, ἀψηλάφητος, ἀκατανόητος, ἄδηλος.

Αὐτὸς εἶναι τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξας τοῦ Πατέρα. Αὐτὸς εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς συστάσεως τῶν πάντων. Αὐτός εἶναι τὸ φῶς τῶν φώτων, πού ἀνατέλλει ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα. Αὐτός εἶναι ὁ Θεὸς τῶν θεῶν καὶ Θεός ποὺ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτός εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ ποταμὸς τοῦ Θεοῦ, πού πηγάζει ἀπὸ τὴ θεία ἄβυσσο ἀλλὰ δὲν ἀποχωρίζεται ἀπ’ αὐτήν. Αὐτός εἶναι ὁ θησαυρὸς τῆς ἀγαθότητας τοῦ Πατέρα καὶ τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Αὐτός εἶναι τὸ νερὸ τῆς ζωής, πού χαρίζει στὸν κόσμο ζωή. Αὐτός εἶναι ἡ ἄκτιστη ἀκτίνα ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν ἥλιο, ποὺ ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸ φῶς, ἀλλά δὲν ἀποκόπτεται ἀπὸ αὐτόν. Αὐτός εἶναι ὁ Θεὸς−Λόγος, ὁ Ὁποῖος ἔφερε τὰ πάντα στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, μόνο μὲ τὸν λόγο Του. Αὐτός εἶναι ὁ Ἑωσφόρος, ποὺ πρὶν ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο ὀργάνωσε τὶς δυνάμεις τῶν οὐρανίων, ἀσώματων, ἀόρατων στρατευμάτων καὶ ταγμάτων. Αὐτός εἶναι, ποὺ μόνος ἅπλωσε τὸν οὐρανό καὶ περπατᾶ πάνω στὴ θάλασσα, σὰν νὰ εἶναι ἔδαφος. Αὐτός εἶναι, ποὺ τύλιξε τὴν ἄβυσσο μὲ ὁμίχλη. Αὐτός εἶναι, ποὺ στερέωσε τὴ γῆ πάνω στὰ νερά. Αὐτός εἶναι, ἐκεῖνος ποὺ περιτείχισε τὴ θάλασσα μὲ ἄμμο. Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ διαχώρισε τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Αὐτός εἶναι, ποὺ καθόρισε τὴν κυκλικὴ διάταξη τῶν ἄστρων. Αὐτός εἶναι, ποὺ δημιούργησε μὲ σοφία ὅλο τὸν ὁρατὸ καὶ νοητὸ κόσμο. Αὐτός εἶναι, ποὺ μὲ χέρια ἀχειροποίητα ἔπλασε καὶ διαμόρφωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ πηλό. Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μᾶς δημιούργησε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ποὺ τώρα ὁ Ἴδιος ἔγινε ἄνθρωπος, σύμφωνα μὲ τὴ δική μας εἰκόνα. Ἄνθρωπος ἀλλά καὶ Θεὸς ὁ Ἴδιος. Ἔγινε ἄνθρωπος, ὡς πρὸς αὐτό ποὺ βλέπεται, ὁλόκληρος, ὅπως καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοίους μου, γιὰ νὰ μὲ καθαρίσει καὶ νὰ μέ σώσει. Εἶναι Θεός, μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως, τέλειος, ἔχοντας τὴν οὐσία τοῦ τέλειου Πατέρα. Αὐτός, ἐνῶ ἔχει δεσποτικὴ μορφὴ Θεοῦ, τώρα ἔλαβε τὴ δική μου μορφὴ τοῦ δούλου, χωρὶς νὰ μειώσει τὴ θεϊκή Του ὑπόσταση ἀλλά ἁγιάζοντας τὴν ποιότητα τῆς δικῆς μου φύσεως. Εὑρίσκεται ὁλόκληρος ἐπάνω, ἀλλʼ ἐπίσης ὁ Ἴδιος ὁλόκληρος καὶ κάτω. Στὸν οὐρανὸ γεννήθηκε προαιώνια καὶ στὴ γῆ ἀσπόρως. Εἶναι δημιουργὸς ἐκείνων ποὺ ὑπάρχουν στὸν οὐρανὸ, ὡς Θεός, καὶ στὴ γῆ κάτω εἶναι δημιούργημα, ὡς ἄνθρωπος.

«Ἀκοῦστε τα αὐτὰ, ὅλα τὰ ἔθνη». Ἄκουσε, Ἰσραηλιτικὲ λαὲ. Αὐτός, τὸν Ὁποῖο ἐγὼ ὁ δικός σου ἱερέας Συμεὼν κρατῶ στὴν ἀγκαλιά μου, Αὐτός, διακηρύττω μὲ δυνατὴ φωνὴ καὶ ὁμολογῶ στὸν λαὸ μέσα στὸν ναό, εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός σου. «Γι’ αὐτό πρόσεχε, λαέ μου, τὰ λόγια μου· ἀνοῖξτε τὰ αὐτιά σας στὰ λόγια ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα μου». Αὐτό τὸ παιδὶ εἶναι ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Ἠσαΐας προφήτεψε λέγοντας: «Θὰ γεννηθεῖ παιδὶ γιά μᾶς καὶ θὰ μᾶς δοθεῖ υἱός, ποὺ θὰ ὀνομάζεται ἀγγελιαφόρος τῆς μεγάλης ἀποφάσεως (τοῦ Πατέρα), θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιστής (Ἰσραηλιτικὲ λαέ), ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἐφόσον, λοιπὸν, τὸ παιδὶ αὐτό εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, τότε γι’ αὐτόν εἶπε ὁ Δαβίδ «θὰ φανερωθεῖ ὁ Θεὸς τῶν θεῶν στὴ Σιών». Γιὰ τὸ παιδὶ αὐτό φωνάζει ὁ Ἱερεμίας, ὅτι «ὁ Θεὸς φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε τοὺς ἀνθρώπους».

Αὐτὸ τὸ παιδὶ, εἶναι ἐκεῖνο πού τὰ παλιὰ χρόνια καὶ ἒσυσε τὴ θάλασσα γιὰ χάρη τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ βύθισε τὸν Φαραώ καὶ ἔδωσε τὸ νόμο στοὺς Ἰσραηλίτες καὶ ἔρριξε σὰν βροχὴ τὸ μάννα καὶ ὁδήγησε τὸ ἑβραϊκὸ γένος μὲ φωτεινὴ στήλη, καὶ ἔσκισε τὸν βράχο καὶ διαφύλαξε ἄφλεκτη τὴ βάτο ἀπὸ τὴ φλόγα, πού ἡ φωτιὰ της ἦταν δροσερή. Αὐτὸ τὸ παιδὶ τὸν Μωυσῆ, ὅταν ἦταν σαράντα ἐτῶν, τὸν ἔκανε φονιὰ τοῦ αἰγυπτιακοῦ λαοῦ καὶ γιὰ σαράντα χρόνια τὸν ἔκανε βοσκὸ προβάτων καὶ ἐπὶ σαράντα ἔτη τὸν ἔκανε ὁδηγὸ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ τὸν ἐνίσχυσε, ὥστε νὰ νηστέψει ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ὅπως καὶ αὐτό Τὸ παιδὶ μετὰ τὴ βάπτισή Του νήστεψε σαράντα μέρες καὶ σαράντα μέρες, μετὰ τὴν ἀνάστασή Του ἀπό τοὺς νεκρούς, ἀναλήφθηκε στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ καὶ μετὰ σαράντα μέρες ἀπὸ τὴ γέννησή Του ἀπὸ τὴν Παρθένο, εἰσῆλθε τώρα στὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ.

Γιὰ τὸ παιδὶ Αὐτό, ὁ Ἀββακούμ προφήτεψε λέγοντας: Θὰ ἔρθει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ Θαιμᾶν», δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Νότο. Διότι ἀπὸ τὰ νότια της Ἱερουσαλήμ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, μπῆκε τώρα στὴν Σιών. Γιὰ Αὐτό τὸ παιδὶ, ὁ Μωυσῆς μᾶς διαβεβαίωσε λέγοντας, «ὅτι ὁ Κύριος καὶ Θεὸς θὰ ἀναδείξει πρὸς χάριν σας προφήτη ἀπό τούς ἀδελφούς σας καὶ ὅποιος δὲν Τὸν ἀκούει, θὰ ἐξολοθρεύεται ἡ ψυχὴ του». Γι’ Αὐτό τὸ παιδὶ καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ προσευχόταν λέγοντας· «Ἐμφανίσου, σὺ πού κάθεσαι πάνω στὰ Χερουβίμ. Θέσε σὲ ἐνέργεια τὴ δύναμή σου καὶ ἔλα νὰ μᾶς σώσεις»· καὶ πάλι: «Κάνε νὰ μᾶς προφθάσουν χωρὶς ἀργοπορία οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε»· καὶ πάλι: «Κύριε, χαμήλωσε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβα». Καὶ ἀλλιῶς: «Σὺ Κύριε, Θεὲ τῶν δυνάμεων, σπεῦσε νὰ ἐπισκεφθεῖς ὅλα τὰ ἔθνη». Γι’ αὐτό: «Μάθετέ το αὐτό ὅλα τὰ ἔθνη καὶ ταπεινωθεῖτε».

Δέστε λοιπόν, Ἰουδαῖοι, καὶ πεισθεῖτε, ὅτι Αὐτό τὸ παιδὶ ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι· Αὐτό προσκυνοῦν οἱ ἀρχάγγελοι· Αὐτό τρέμουν οἱ ἐξουσίες· Αὐτό δοξάζουν οἱ οὐράνιες δυνάμεις· Αὐτό ὑπηρετοῦν τὰ Χερουβείμ· Αὐτό θεολογοῦν τὰ Σεραφείμ. Αὐτό ὑπηρέτει ὁ ἥλιος· Αὐτό ὑπηρετεῖ λειτουργικὰ ἡ σελήνη· σ’ Αὐτό ὑπακούουν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως· σ’ Αὐτό ὑποτάσσονται οἱ πηγές. Αὐτό τὸ παιδὶ, μόλις Τὸ εἶδαν οἱ πύλες τοῦ ἅδη συντρίφτηκαν, ἐνῶ οἱ πύλες οἱ οὐράνιες ἄνοιξαν καὶ ὁ ἅδης βλέποντάς Το τρόμαξε. Αὐτό τὸ παιδὶ κατάργησε τὸν θάνατο, τὸν διάβολο τὸν καταντρόπιασε· τὴν κατάρα τὴν κατάργησε, τὴ λύπη τὴν ἔπαυσε, τὸ φίδι τὸ συνέτριψε· τὸ μεσότοιχο τὸ γκρέμισε, τὸ πονηρὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν τὸ ἔσχισε, τὴν ἁμαρτία τὴν πάτησε, τὴν πλάνη τὴν κατάργησε, τὴν κτίση τὴν ἀνάστησε. Αὐτό τὸ παιδὶ ἔσωσε τὸν Ἀδάμ, ἀνέπλασε τὴν Εὕα, προσκάλεσε τὰ ἔθνη, φώτισε τὸν κόσμο.

Γιʼ αὐτό ἐλᾶτε καὶ σεῖς, φιλόχριστοι καὶ φιλόθεοι, νὰ προϋπαντήσουμε ὅλοι καθαροὶ καὶ χαρούμενοι τὸν ἐρχομό τοῦ Κυρίου καὶ Δεσπότη μας. Νὰ Τὸν προϋπαντήσουμε, ὄχι νομικά ἀλλά πνευματικὰ· ὄχι νοιώθοντας ἀπόλαυση στὴν κοιλιά ἀλλά σκιρτώντας μὲ τὸ πνεῦμα· ὄχι μεθώντας μὲ κρασί ἀλλά ὄντας θερμοὶ στὸ πνεῦμα. Ἔτσι σήμερα, ἂς στολίσουμε χαρούμενοι, μὲ τρόπο λαμπρὸ, τὶς λαμπάδες. Ἔτσι, ὡς υἱοί τοῦ φωτός, ἂς προσφέρουμε τὰ κεριά μας στὸ ἀληθινὸ φῶς, τὸν Χριστὸ· διότι φανερώθηκε στὸν κόσμο «ἕνα φῶς, ποὺ θὰ εἶναι ἀποκάλυψη γιὰ τὰ ἔθνη». Γι’ αὐτό, ὡς φῶτα ἐκ φωτός, ἂς λάμψουμε περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ χιόνι, ἂς γίνουμε τυρὶ πιὸ ἄσπρο ἀπὸ τὸ γάλα, ἂς γίνουμε φωτεινοί περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ πολύτιμο λιθάρι, τὸ ζαφείρι, καὶ πετώντας στὸν οὐρανὸ ἄσπιλοι περισσότερο καὶ ἀπὸ τὰ περιστέρια, ἂς βγοῦμε σὲ προϋπάντηση τοῦ Θεοῦ στὰ σύννεφα.

Ὅλοι, σήμερα ἀλλά καὶ πάντοτε, ἂς διακηρύξουμε τὰ γεγονότα τῆς γιορτῆς. Ἂς χορέψουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἂς λάμψουν τὰ πρόσωπά μας μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες, ἂς προσκυνήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς μάγους, ἂς γιορτάσουμε μαζὶ μὲ τὴ Βηθλεέμ, ἂς προϋπαντήσουμε μαζὶ μὲ τὴ Σιών, ἂς ἁγιασθοῦμε μαζὶ μὲ τὸ ναό, ἂς γεμίσουμε ἀγαλλίαση δοξάζοντας μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο, ἂς προσφέρουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσήφ, σὰν δύο τρυγόνια, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας· ἂς ἀγκαλιάσουμε μαζὶ μὲ τὸν Συμεὼν τὸν Χριστό καὶ μαζὶ μὲ τὴν Ἄννα ἂς τὸν δοξάζουμε, γιὰ νὰ βρεθοῦμε μέσα στὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν εὐσπαγχνία καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.