Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος.
Ὅλα δίνονται ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ ὅλα δίνονται γιὰ τὴ σωτηρία μας. Μ’ αὐτὴ τὴ σκέψη νὰ δεχθεῖς κι ἐσὺ τὴν ἀσθένειά σου, εὐχαριστώντας τὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία σου.
Τώρα, τὸ πῶς συντελεῖ στὴ σωτηρία μας ὁτιδήποτε παραχωρεῖ ὁ Κύριος, μόνο Ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει. Ἐμεῖς συνήθως δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε.
Στέλνει λ.χ. μία συμφορὰ ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς παιδαγωγήσει, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει πνευματικά, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ ἕνα μεγαλύτερο κακό, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς αὐξήσει τὸν οὐράνιο μισθό, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ κάποιο πάθος κ.ο.κ.
Ἐσύ, λοιπόν, ν’ ἀναλογίζεσαι τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, ποὺ μὲ τιμωρεῖς δίκαια!». Νὰ συλλογίζεσαι ὅτι πρωτύτερα εἶχες ξεχάσει τὸ Θεὸ καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, πού μοῦ ἔδωσες ἀφορμὴ καὶ γνώση γιὰ νὰ Σὲ θυμᾶμαι συχνά!». Νὰ σκέφτεσαι ὅτι, ἂν ἤσουν ὑγιής, πιθανότατα δὲν θὰ ἔκανες τὸ καλό, καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, ποὺ μ’ ἐμπόδισες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία!». Ἂν ἀντιμετωπίζεις μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις τὴν ἀσθένειά σου, τὸ φορτίο σου θὰ γίνει πολὺ ἐλαφρό.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, μολονότι οἱ ἀσθένειες παραχωροῦνται ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ φροντίδα γιὰ τὴ θεραπεία δὲν εἶναι ἁμαρτία. Γιατί τόσο ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη ὅσο καὶ τὰ φάρμακα εἶναι δῶρα κι αὐτὰ τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καταφεύγοντας, λοιπόν, στοὺς γιατρούς, πάλι στὸ Θεὸ καταφεύγουμε.
Μέσ’ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ἂς μαθαίνουμε καὶ ἂς ἀποκτοῦμε τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴ γενναιοψυχία, τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό. Ἀνθρώπινη, βέβαια, εἶναι ἡ ἀνυπομονησία, ἡ λιποψυχία. Μόλις, ὅμως, ἐμφανιστεῖ, πρέπει νὰ τὴ διώχνουμε.
Ὅλες οἱ δύσκολες καταστάσεις ἔχουν ἕνα βάρος, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ σηκώσουμε, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ὑπομείνουμε. Χωρὶς βάρος, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ὑπομονή. Πάντως, ἡ ἐπιθυμία ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ βάρος δὲν εἶναι ἐφάμαρτη. Εἶναι φυσικὴ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς. Ἁμαρτία διαπράττουμε, ὅταν, ἀπὸ τὴ φυσικὴ αὐτὴ ἀνάγκη, ὁδηγούμαστε στὴν ἀδημονία καὶ τὸν γογγυσμό. Ἂν νιώσεις μέσα σου κάτι τέτοιο, ἀπομάκρυνέ το ἀμέσως, εὐχαριστώντας τὸν Θεό.
Ἂν ἀρρωστήσατε ἀπὸ ὑπαιτιότητά σας, μετανοῆστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ζητῆστε Του συγχώρηση, ἐπειδὴ δὲν φυλάξατε τὸ δῶρο τῆς ὑγείας, τὸ δῶρο ποὺ Ἐκεῖνος σᾶς πρόσφερε. Ἂν πάλι ἡ ἀρρώστια σᾶς παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο -γιατί τυχαία τίποτα δὲν γίνεται-, εὐχαριστῆστε Τον ἐγκάρδια. Καὶ ἡ ἀρρώστια, βλέπετε, εἶναι θεῖο δῶρο, γιατί ταπεινώνει, μαλακώνει τὴν ψυχὴ καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὶς πολλὲς μέριμνες.
Πῶς νὰ προσευχόμαστε, ὅταν εἴμαστε ἄρρωστοι;
Δὲν ἁμαρτάνουμε, ὅταν ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς θεραπεύσει. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ζητᾶμε, ὅμως, ἂς προσθέτουμε καὶ τὴ φράση: «ἂν εἶναι θέλημά Σου, Κύριε!». Ὅταν ὑποτασσόμαστε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θεῖο θέλημα καὶ δεχόμαστε τὸ καθετὶ ὡς θεία εὐεργεσία, τότε καὶ ἡ ψυχὴ μας παραμένει εἰρηνικὴ καὶ ὁ Θεὸς γίνεται πιὸ ἐλεητικὸς ἀπέναντί μας. Ἔτσι μᾶς χαρίζει εἴτε τὴν ὑγεία εἴτε, τουλάχιστον, παρηγοριὰ καὶ παράκληση μέσα στὸν πόνο.