Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 και πέθανε στη Λαζική του Πόντου το 662. Αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φωτισμένες εκκλησιαστικές προσωπικότητες της μεσοβυζαντινής περιόδου1. Κατά τη νεότητά του, ως λαϊκός, διετέλεσε στέλεχος κρατικών διοικητικών θέσεων ενώ αργότερα εκάρη μοναχός. Ως μοναχός πρωτοστάτησε στην υπεράσπιση των ορθοδόξων θέσεων κατά την εκκλησιαστική έριδα του μονοθελητισμού. Μάλιστα η όλη θεολογική του θέση υπήρξε κεντρικός πυλώνας της αντίδρασης της ορθοδόξου Εκκλησίας στις βασιλικές επιδιώξεις για θεολογικό συμβιβασμό μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών που εξυπηρετούσαν απλώς τα σχέδια για μια όπως-όπως ενότητα στην αυτοκρατορία την δύσκολη εκείνη εποχή ανόδου και εξάπλωσης του Μωαμεθανισμού. Εξέφρασε ακόμη με αγωνιστικότητα και αυταπάρνηση τη διδασκαλία των προηγούμενων Οικουμενικών Συνόδων, πράγμα που τελικά οδήγησε τον ίδιο στο μαρτύριο και την εξορία. Το θεολογικό συγγραφικό του έργο εκτιμάται για την αρτιότητα και την ιδιαιτερότητα του, ως ένα κορυφαίο δείγμα υψηλής θεολογίας που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να συναρπάζει τους σημαντικότερους θεολόγους, ερευνητές αλλά και φιλοσόφους της εποχής μας. Ο Μάξιμος συναριθμήθηκε στους Αγίους Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας [αλλά και της Ρωμαιοκαθολικής και διαφόρων προτεσταντικών ομολογιών]. Η μνήμη του τιμάται την 21η Ιανουαρίου αλλά και την 13η Αυγούστου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ: Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τη νεανική περίοδο της ζωή του. Κάποιες πληροφορίες αντλούμε κυρίως από έναν ανώνυμο βιογράφο2 του και κάποια αποσπασματικά βιογραφικά κείμενα3. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 προφανώς από πλούσιους γονείς οι οποίοι του παρείχαν σπουδαία εγκύκλια και θεολογική παιδεία. Γράφει σχετικά ο Γ. Φλορόσκι: “αυτό σημαίνει ότι η εκπαίδευσή του θα διήρκησε απο το 6ο ή 7ο έτος της ηλικίας τους εως το 21ο και περιελάμβανε γραμματική, κλασσική φιλολογία, ρητορική και φιλοσοφία (συμπεριλαμβανομένων αριθμητικής, μουσικής, γεωμετρίας, αστρονομίας, μουσικής, ηθικής, δογματικής, μεταφυσικής) και επίσης πρέπει να συμπεριελάμβανε την πρώτη επαφή με τον Αριστοτέλη και τους νεοπλατωνικούς (μέσω υπομνημάτων του Πρόκλου και του Ιάμβλιχου)”. Σύντομα έγινε αρχιγραμματέας στην διοικητική θέση του πρώτου υπογραφέα των βασιλικών υπομνημάτων, στην αυλή του Αυτοκράτορα Ηράκλειου. Το κλίμα, όμως, του παλατιού όσο και των διοικητικών καθηκόντων, φαίνεται πως τελικά δε τον γοήτευσε και στράφηκε προς τον μοναχικό βίο. Εκάρη μοναχός στη μονή της Χρυσουπόλεως [Σκούταρι], στην ασιατική πλευρά της Κων/λης, κοντά στην Χαλκηδόνα. Εκεί ο Μάξιμος δεν επιζήτησε κάποιο ιερατικό βαθμό, αλλά παρέμεινε απλός μοναχός στο μοναστήρι περί τα 10 έτη, διακρινόμενος για το ασκητικό του φρόνημα, αλλά και για το πνεύμα του και τη σοφία του ανάμεσα στους συμμοναστές του. Γύρω στο το 624 υποχρεώθηκε να μετακινηθεί από το μοναστήρι, εξ αιτίας Περσικών επιδρομών. Η περιπλάνησή του θα διαρκέσει αρκετά χρόνια μέχρι να καταλήξει στη Ρώμη, όπου θα οργανώσει τον αγώνα της Ορθοδοξίας κατά του μονοθελητισμού. Αργότερα πέρασε από την Κύζικο, την Κρήτη, την Κύπρο, ίσως την Αλεξάνδρεια και την Καρθαγένη. Σε όλο αυτό το διάστημα γνώρισε και μελέτησε επισταμένως τη θεολογία της αίρεσης του μονοθελητισμού, η οποία προσπάθησε να επιβληθεί στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, με βασιλικό συνέργεια.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟΣ: Στα τέλη του 6ου αιώνα το Βυζάντιο βρισκόταν σε δυσχερή θέση. Οι επιθέσεις των Περσών αλλά κυρίως η διαρκώς αυξανόμενη άνοδος των Ισλαμιστών Αράβων, είχαν θέσει σε κίνδυνο ζωτικά τμήματα της Αυτοκρατορίας στην Ανατολή και την Αφρική. Συγχρόνως η μονοφυσιτική έριδα είχε αφήσει σημάδια μίσους στην πλειοψηφία των Αντιχαλκηδόνιων αιρετικών κατοίκων των νότιων και ανατολικών επαρχιών σε βάρος της κεντρικής διοίκησης του κράτους. Μία σειρά αυτοκρατόρων από τον Ιουστινιανό και έπειτα πίστεψαν πως με την υποχωρητικότητα προς τους αραβικούς αυτούς μονοφυσίτες λαούς θα διατηρούνταν τα κεκτημένα της Αυτοκρατορίας. Έτσι προσπάθησαν με χρήση εκκλησιαστικής πολιτικής, μάλλον ανορθόδοξα, να συμβιβάσουν τις δυο αντίπαλες ομάδες των μονοφυσιτών και των ορθοδόξων. Οι περιοχές της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, ήταν και οι περιοχές οι οποίες είχαν περισσότερο ασπαστεί το μονοφυσιτισμό. Αυτό είχε επιφέρει αυξανόμενη δυσφορία, σε σημείο οι Περσικές ή αραβικές επιθέσεις στις περιοχές αυτές να αντιμετωπίζονται στην καλύτερη περίπτωση με απάθεια από την τοπικό πληθυσμό, ή συχνά με ανοιχτή στήριξη των Μωαμεθανών από τους τοπικούς μονοφυσίτες ηγέτες! Η βασιλική προσπάθεια στα χρόνια του Μάξιμου αφορούσε στο ζήτημα της ένωσης της εκκλησίας με τους μονοφυσίτες των περιοχών αυτών, υπό τον [επίσης αιρετικό] θεολογικό όρο της “μίας ενέργειας και μίας θέλησης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού”. Σύμφωνα με τον όρο της Χαλκηδόνιας Οικουμενικής Συνόδου, ο Ιησούς Χριστός είχε δύο φύσεις ασύγχυτες και άτρεπτες μεν, σε κοινωνία όμως στην υπόσταση του ενός προσώπου. Θεολογική συνέπεια ήταν πως κάθε φύση ενεργεί και θέλει. Η προσπάθεια λοιπόν τότε από το επίσημο κράτος, που επιθυμούσε άμεσα μια συμβιβαστική λύση, επικεντρώθηκε στην αποσαφήνιση των όρων της μίας ενέργειας και θέλησης του προσώπου του Ιησού, παρακάμπτοντας το ζήτημα της άμεσης ένωσης των φύσεων και των συνεπειών της. Τελικά με την προσπάθεια του πατριάρχη Σέργιου η λεγόμενη “Εκθεση” ήταν το αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης με τους μετριοπαθείς μονοφυσίτες, με τους οποίους επετεύχθη σε πρώτη φάση σύγκλιση, η οποία επικυρώθηκε με συνοδική απόφαση (την επονομαζόμενη “Ψήφο”). Ο Σέργιος, σε συνεργασία με τον Ηράκλειο, πέτυχε να πείσει και τους άλλους Πατριάρχες [και τον πάπα Ονώριο στη Ρώμη] ξεπερνώντας τον σκόπελο του “μονοενεργητισμού” του οποίου υπήρξε υπέρμαχος, με την θεολογία της “μίας θελήσεως στην υπόσταση του Λόγου”. Έτσι τα πατριαρχεία ευθυγραμμίστηκαν στην Κωνσταντινουπολίτικη Σύνοδο του 638, παρά τις διαφωνίες του Σωφρονίου Ιεροσολύμων, ο οποίος είχε πεθάνει. Ο θάνατος όμως των πατριαρχών Ιεροσολύμων, Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης και η απώλεια των επαρχιών στις οποίες είχαν καταφύγει οι υπέρμαχοι των δογμάτων της Χαλκηδόνας, δεν επέτρεψε την αυτοκρατορική καταστολή των αντιδράσεων[!], με αποτέλεσμα η υποβόσκουσα τάση της θεολογίας των δύο θελήσεων να αντιδράσει και να έλθει δυναμικά στο προσκήνιο με ηγέτη το Μάξιμο.

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΟΝ ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ: Ο Μάξιμος, στο μεταξύ είχε κατευθυνθεί στη Δύση. Στον αγώνα ενάντια στο μονοενεργετισμό και το μονοθελητισμό συναγωνιστής του θα αποβεί ο Σωφρόνιος4, ηγέτης του μοναστικού κινήματος και μετέπειτα πατριάρχης Ιεροσολύμων. Οι δύο τους θα μεταβούν στην Αλεξάνδρεια, το 633, για να ενημερωθούν αναλυτικότερα για την σχετική κακοδοξία. Ο Μάξιμος, λαμβάνοντας υπόψιν του την συνοδική απόφαση της Ψήφου (634), επαινεί αρχικά τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ζητώντας όμως πρόσθετες εξηγήσεις, κι αυτό ίσως κερδίζοντας χρόνο για να διατρανώσει αργότερα την ευθεία αντίθεσή του στις απόψεις του μονοθελητισμού, τον οποίο θεωρεί πως είναι ξένο προς την βιβλική διδασκαλία και τις αποφάσεις των Πατέρων της Εκκλησίας. Ο Μάξιμος θα μεταβεί τελικά στη Ρώμη το 646, αλλά είναι βέβαιο πως, από το 638 και μετά, ο αγώνας του βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη κάτι που γίνεται φανερό και από το συγγραφικό του έργο. Η “Έκθεση”, στην οποία στράφηκε πολέμιος ο Μάξιμος, στην ουσία επιχειρούσε συμβιβαστικά να αμβλύνει τους Χαλκηδόνιους όρους, οι οποίοι δεν άρεσαν στους μονοφυσίτες και ομολογούσε πως στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού “υπάρχει ενέργεια τόσο στην ανθρώπινη όσο και τη θεϊκή φύση, αλλά στην υπόσταση του Λόγου παρουσιάζεται μόνο ένα θέλημα”, μια καθαρά αιρετική άποψη δηλαδή. Ο Μάξιμος, ως ηγέτης της Χαλκηδόνιας θεολογίας απορρίπτει την έκθεση και με δεινή επιχειρηματολογία, πείθει για λίγο διάστημα και τον πατριάρχη Πύρρο Κωνσταντινουπόλεως, πως η έννοια του μονοθελητισμού είναι αιρετική απόκλιση. Αργότερα έπεισε και τον Πάπα Ρώμης Μαρτίνο να συγκαλέσει Σύνοδο (Λατερανό, 649), που καταδίκαζε το μονοθελητισμό και απέκοβε την κοινωνία με τις εκκλησίες που υποστήριζαν την Έκθεση του Αυτοκράτορα Ηρακλείου. Στο μεταξύ ο νέος αυτοκράτορας, ο Κώνστας, το 648 θα επιχειρήσει να επιβάλλει για ειρήνευση στο εσωτερικό της εκκλησίας το λεγόμενο Τύπο (που προσυπογράφηκε και από τον Σέργιο), διατάσσοντας την απαγόρευση της χρήσης των όρων ενεργείας και θελήσεως στο εν λόγο ζήτημα. Όμως, η μη συμμόρφωση του Πάπα Μαρτινου και του Μάξιμου επέφερε τις διώξεις τους και το μαρτύριο τους.

ΔΙΚΗ – ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Ο Μάξιμος συνελήφθη το 653 και φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η δίκη του διενεργήθηκε το 655, υπό την κατηγορία του εχθρού και εγκληματία του κράτους και του ανατροπέα της εκκλησιαστικής και πολιτειακής ειρήνης[!!] Η δίκη του, όχι άδικα, χαρκτηρίστηκε “φονική”, ενώ τα πρακτικά της διασώζονται μέχρι και σήμερα. Οι υπερασπιστές της λεγόμενης “ενωτικής σύνθεσης” με τους μονοφυσίτες και ιδίως οι άρχοντες είχαν εκνευριστεί από τη συμπεριφορά του Μαξίμου και ιδίως από την πνευματική ανεξαρτησία και αδιάλλακτη άρνηση του στα αυτοκρατορικά διατάγματα. Ο Μάξιμος γενναία κατηγορούσε την πολιτεία για ανάμιξη στην εκκλησιαστική τάξη5, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε εξορία σε πρώτη φάση στη θρακική Βιζύη. Όμως, η εκκλησιαστική ειρήνευση και η επιτυχία των αυτοκρατορικών επιδιώξεων ήταν φανερό πλέον πως περνούσαν από την πλήρη υποταγή του Μαξίμου. Έτσι οδηγήθηκε το 656 ενώπιον επισκοπικού δικαστηρίου, χωρίς όμως να επιτευχθεί το ζητούμενο από τους αντιπάλους του αποτέλεσμα. Έτσι εξορίστηκε ξανά, στο Ρήγιο της Ιταλίας τη φορά αυτή, όπου οι διαβουλεύσεις συνεχίστηκαν. Ο ίδιος αμετακίνητος εξορίστηκε ακόμα πιο μακριά στη βόρεια Θράκη. Το 662 τον οδήγησαν μαζί με το μαθητή του Αναστάσιο σε σύνοδο επισκόπων στην Κων/πολη. Εδώ η απόφαση του “δικαστηρίου” οδήγησε σε αιματηρό μαρτύριο για τον Μάξιμο: αποκοπή του δεξιού του χεριού, για να μην γράφει, και της γλώσσας του, για να μην ομιλεί! Τέλος, εξορίστηκε στη Λαζική του Πόντου. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής υπέκυψε από τις κακουχίες στις 13 Αυγούστου το 662.

ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ: Το μαρτύριο του Μάξιμου προκάλεσε στη Βυζαντινή κοινωνία ιδιαίτερη εντύπωση. Χαρακτηριστικές είναι οι ιστορίες της εκκλησιαστικής παραδόσεως που μαρτυρούν την αγάπη και το σεβασμό για την προσωπικότητά του και την έπίδραση του στον ορθόδοξο κόσμο. Μετά την οριστική καταδίκη του μονοθελητισμού από την Στ΄Οικουμενικη Σύνοδο, όπου η διδασκαλία του Μαξίμου υπήρξε θεμέλιο της απόφασης της συνόδου, τιμήθηκε ως Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μάρτυρας, μεγάλος εκλησιαστικός Πατέρας και κήρυκας της Ορθοδοξίας. Εκτιμήθηκε επίσης ως φιλόσοφος, μυστικός και ασκητής. Τα βιβλία του μάλιστα αποτέλεσαν και αποτελούν αγαπημένα αναγνώσματα λαϊκών και μοναχών.

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ: Ο Μάξιμος αναδείχθηκε γόνιμος και πολυγραφότατος συγγραφέας, όμως το έργο του είναι κάπως “δυσνόητο και δυσανάγνωστο”, κατά τον Μ. Φώτιο, γεμάτο αλληγορίες και λογοτεχνικά σχήματα, ενώ για την κατανόησή του απαιτείται μια βαθύτερη γνωριμία με το σύστημα και τον κόσμο του συγγραφέα. Μέσα από τη εργογραφία του επίσης γίνεται φανερό πως προτιμά να εμβαθύνει παρά να πλατειάζει, εισερχόμενος βαθύτερα, στον πυρήνα του θέματος, με τη πολύ γνωστή σε αυτόν διαλεκτική μέθοδο. Η θεολογία του επηρέασε όσο κανενός άλλου τη μεταγενέστερη σκέψη και τη βυζαντινή φιλολογία. Η ορθόδοξη παράδοση, επηρεασμένη ιδιαίτερα από του Καππαδόκες μεγάλους Πατέρες, αλλά και τα ασκητικά έργα του Ευαγρίου Ποντικού και Διονυσίου Αρεοπαγίτη είναι η βάση που στηρίχθηκε το έργο του. Το έργο του Μάξιμου διαχωρίζεται σε έξι κατηγορίες: ερμηνευτικά των γραφών, ερμηνευτικά των πατέρων, απολογητικά ή επιστολές, λειτουργιολογικά-πνευματικά και τέλος μυστικά [ασκητικά]. Κυριότερα έργα του είναι οι απορίες, Ερωτήσεις και αποκρίσεις προς Θαλάσσιον, Πεύσεις και αποκρίσεις, η επιστολή προς Θεόπεμπτον σχολαστικόν, τέσσερις εκατοντάδες κεφάλαια περί αγάπης, ασκητικός λόγος, μυσταγωγία, το οποίο εκτιμάται σήμερα για τη φιλολογική και θεολογική του επιρροή στους μετέπειτα συγγραφείς και τα απολογητικά του έργα, τα οποία μας δίνουν πλήρη εικόνα της δογματικής του σκέψης και θεολογίας.

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ: Η θεολογία του Μάξιμου χαρακτηρίζεται ως αποκαλυπτική, αφού στηρίζεται κυρίως στη θεία Αποκάλυψη και αποτελεί διδασκαλία στην οποία στηρίχτηκαν από πολύ νωρίς [2ος αι.] και οι πρώτοι απολογητές αλλά και αργότερα οι μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες. Το μυστήριο της Τριάδος, στο σύστημα του Μάξιμου, γνωρίζεται μέσω του Λόγου. Ο Θεός είναι τριάδα και συνάμα μονάδα. [Τριάς εν Μονάδι και Μονάς εν Τριάδι]. Τα πρόσωπα αποτελούν μεν ετερότητες, αλλά είναι αδιάσπαστα ενωμένες σε μία μονάδα, χωρίς συγχώνευση ή μίξη. Ταυτόχρονα ενεργούν και επιθυμούν πάντοτε το ίδιο πράγμα. Ο Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, είναι ο ίδιος Λόγος ο οποίος ενδημούσε στους Πατριάρχες και τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο ίδιος Λόγος ο οποίος ενσαρκώθηκε γι τη σωτηρία του κόσμου. Η σάρκωση του Λόγου, κατά τον άγιο Μάξιμο, είναι το μυστήριο της προαιώνιας βουλής του Θεού και το σχέδιο εξαγιασμού της ανθρώπινης φύσης. Η ίδια οδηγεί σε λύτρωση, που οφείλει το γεγονός της στην ολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι αυτό ο Λόγος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση ακέραιη και αμόλυντη από τις συνέπειες της πτώσης [όπως ήταν δηλαδή προπτωτικά]. Λαμβάνει την ανθρώπινη φύση, όπως οι πρωτόπλαστοι και αυτό συμβαίνει με τη θέληση Του και όχι λόγω φυσικής αναγκαιότητας. Το θέλημα της φύσεως Του, κατά το Μάξιμο, δε γνωρίζει διαφθορά και δεν αντιμάχεται τα ανθρώπινα πάθη. Η θέληση της ανθρώπινης φύσεως του, είναι εναρμονισμένη με το Θείο θέλημα, γιατί η ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκε κατ΄ εικόνα του Λόγου. Ο Θεός Λόγος, κατά τον μεγάλο Ομολογητή Πατέρα, προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση η οποία είναι πλήρης και ακέραια, με το δικό της θέλημα και τη δική της ελευθερία, πράγμα που αποκλείει οποιαδήποτε σύγχυση, μίξη ή εξαφάνισή της. Ο άνθρωπος μετά την ενσάρκωση, οδηγείται δια της θεώσεως σε μία νέα ιδιαίτερη μορφή υπάρξεως. Η ύπαρξη αυτή, η κατ΄ εικόνα και ομοίωση πλέον, κινείται στο δρόμο της ίδιας της ύπαρξης του δημιουργού, με αποτέλεσμα η ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Ιησού, να θέλει και να επιθυμεί την αχώριστη με το Θεό κοινωνία και να μιμείται την ίδια τη θεία ζωή [αγιασμός]. Το θέλημα του Θεού, οι θείες δηλαδή ενέργειες διορθώνουν και διαμορφώνουν το θέλημα του ανθρώπου, δίχως αυτό να αίρει την ανθρώπινη ιδιαιτερότητα ή να εξαφανίζει την ανθρώπινη φύση σε όλες τις εκφράσεις της ή εκφάνσεις της. Οι μονοθελητές δέχονταν πως, εφόσον μιλάμε για ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό, πρέπει να μιλάμε για μία θέληση και μια βούληση. Ο Μάξιμος εντοπίζει το πρόβλημα της θεολογικής σκέψης των μονοφυσιτών. Αφενός μήπως όταν αναφέρουμε μία θέληση στο πρόσωπο του Χριστού εννοείται απορρόφηση της ανθρώπινης θέλησης και άρα και κατάργηση της φύσεως με έμμεσο τρόπο ή μήπως εννοείται μία σύνθετη, τρίτη θέληση, σύνθετη των δύο φύσεων[!!] Εφόσον, όμως, ο Λόγος προσλαμβάνει σάρκα, για τη μόνη θέληση που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε είναι θέληση του Θεού Λόγου, σύμφωνα με το Μάξιμο. Σε αντίθετη περίπτωση θα οδηγούσε άμεσα στο δοκητικό μονοφυσιτισμό, ο οποίος κατά τη Χαλκηδόνεια Σύνοδο είχε απορριφθεί, καθώς απομειώνει τη σωτηρία της ανθρώπινης ύπαρξης, δια μέσου της ενώσεώς τους ή της φαινομενικής ύπαρξης της.

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α. ΜΑΞΙΜΟ: Τρεις είναι οι βασικοί άξονες της αμαρτίας κατά το Μάξιμο. Υπερηφάνεια, μίσος και άγνοια, τέρψη και δόξα, αντίστοιχα. Παράλληλα οι δαίμονες προσπαθούν να δελεάσουν τις ψυχές αποκοιμίζοντάς τες, προβάλλοντας στην ψυχή εικόνες αισθησιακές προς επίτευξη των στόχων τους. Αλλά η νίκη ανήκει στη βούληση του ανθρώπου και τη δική του εκλογή. Στη δοκιμασία αυτή ο άνθρωπος πρέπει να οργανώσει τη ψυχή του. Θα πρέπει πρώτα με την άσκηση να εκριζώσει και να μεταμορφώσει τα πάθη του έτσι ώστε να επέλθει η κάθαρση, που είναι το πρώτο στάδιο της θέωσης. Έτσι ο νους γίνεται ηγεμονικός, υπερνικά τις κατώτερες αισθήσεις, εγκρατεύει από τη φιληδονία και την επιθυμία. Άλλοτε οφείλει να υπερνικά και το ακούσιο πάθος, το οποίο συμβαίνει κατά την αποκοπή των παθών. Τη θλίψη, για παράδειγμα, που επακολουθεί κατά τη μη τέλεση των παθών αυτών. Όλες αυτές οι απόψεις του αγίου Μαξίμου θυμίζουν και τους νεότερους Νηπτικούς Πατέρες αλλά και τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος.

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ: Ο Θεός κατά Μάξιμο θα αποκαταστήσει τη φύση όλων των ανθρώπων στη Μέλλουσα αιώνια ζωή. Αλλά αυτή η ανακαίνιση, δε σημαίνει παράλληλα ότι η θέληση θα μεταλλαχτεί η θα βιασθεί. Ο Λόγος την ημέρα της κρίσεως θα αποτελέσει για τους σωσμένους διαφωτιστικό πυρ, ενώ για τους ασεβείς καίουσα φλόγα. Ο Θεός θα αγκαλιάσει όλη τη δημιουργία, όλη την ανθρωπότητα τόσο το καλό όσο και το κακό. Αλλά το μέτρο της μετοχής μας θα εξαρτηθεί από το βαθμό της δοκιμασίας καθενός. Όσοι δεν θα βρεθούν μέσα στις ζωοποιητική χάρη του θεού, δεν είναι επειδή ο Θεός κάτι τέτοιο το επιθυμεί, αλλά επειδή οι ίδιοι δε θα επιθυμήσουν τη σωτηρία αυτή. Ο Θεός θα αποκαταστήσει η φύση τους, ίσως δε και τις ψυχικές τους δυνάμεις, σε σημείο να αναγνωρίζουν το Θεό ή ακόμα και να απολέσουν της μνήμη της αμαρτίας τους. Αλλά αυτοί, οι οποίοι έζησαν με επιθυμίες μακριά από την πραγματική τους φύση και άρα του θεραπευμένου θελήματος, εκείνη την ημέρα θα βασανίζονται γιατί ανέβαλαν τη μετάνοιά τους, θα βασανίζονται από τη συνείδητοποίηση της παράλογου οδού που πήραν.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ: Η Εκκλησία, σύμφωνα με το Μάξιμο, αποτελεί το μέσο γνωριμίας και συνειδητής μετοχής των λογικών όντων στη ύπαρξη του. Για αυτό και κατά το Μάξιμο ταυτόχρονα με τη δημιουργία ο Θεός οικοδομεί και την Εκκλησία, που αποτελεί και δική Του εικόνα. Ο Μάξιμος, για να περιγράψει την εκκλησία χρησιμοποιεί παραβολικό λόγο. Δεν αποτελεί για τα Μάξιμο η Εκκλησία κάτι το στατικό, το ταυτισμένο ή το απομονωμένο, περιχαρακωμένο, σε κλειστά περιγράμματα. Γι αυτό η εκκλησία μπορεί να είναι εικόνα τόσο του θεού, όσο και του σύμπαντος κόσμου, του ίδιου του αισθητού κόσμου, αλλά και του ανθρώπου ή μόνο της ψυχής του. Η εκκλησία παράλληλα ως ψυχή έχει το ιερατείο, νου το ιερό θυσιαστήριο και σώμα το ναό, στοιχεία τα οποία βρίσκονται σε αδιάσπαστη ενότητα. Η ενότητα αυτή δε καταργεί την διάκριση, αλλά και η διάκριση, στα πλαίσια κλήρου και λαού δε νοείται σε μία σχέση ανωτερότητας και κατωτερότητας ή κυριαρχικότητας, όπως ίσως, εν πολλοίς, παρατηρείται σήμερα, αλλά διαφοροποίησης της οργανικής ενότητας που είναι ο κόσμος. Η εκκλησία. σύμφωνα με το Μάξιμο, αποτελεί μυστήριο μέσα στη φυσική και ιστορική πραγματικότητα, το οποίο ως σκοπό έχει να επιτελέσει μια συγκεκριμένη αποστολή. Την βαθμιαία εξαφάνιση του κακού μέσα στον κόσμο και την τελείωση των λογικών και νοερών όντων. Σκοπός δηλαδή είναι η κοινωνία των όντων με τον Θεό, δια μέσου τη συμφιλίωσης και της συνάντησης κτιστής δημιουργίας και του Θεού-δημιουργού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Νίκος Ματσούκας, “Κόσμος, Κοινωνία, Άνθρωπος κατά το Μάξιμο Ομολογητή”, Γρηγόρης, Αθήνα 1980. Γεώργιος Φλορόφσκι, “Οι Βυζαντινοί πατέρες του 6ου-7ου-8ου αιώνα”, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007. Βλάσσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία τ. Α’, Διήγηση, Αθήνα 2002. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Ε’, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006. ΘΗΕ, λήμμα Μάξιμος Ομολογητής, τ. 8ος, σελ. 614-623, Μαρτίνος, Αθήνα 1964. PG 91.

konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon

1. “Είναι δύσκολο να ευρεθή άλλος θεολόγος που να επηρέασε περισότερον την πορείαν της ελληνικής ορθοδόξου θεολογίας από αυτόν”, γράφει ο Π. Χρήστου [Ελλ. Πατρολογία, τ. Ε’, σελ. 266].

2. Π, Χρήστου, Πατρολογία Ε’, σελ. 278.

3. PG 90, 57-110.

4. Εις τον βίον και άθλησιν του οσίου Πατρός Ομολογητού Μαξίμου PG 90, 76 A

5. “είναι έργο των ιερέων και όχι των Αυτοκρατόρων να ορίσουν τα σωτηριώδη δόγματα της καθολικής εκκλησίας”