ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ.

Τά κείμενα πού ἀποδίδονται στόν Μέγα Ἀντώνιο, ἀσφαλῶς ἀνήκουν σέ ἄλλο Πατέρα. Οἱ ἀνθολόγοι τῶν φιλοκαλικῶν κειμένων, ἅγιοι Μακάριος Νοταρᾶς καί Νικόδημος Ἁγιορείτης, δέν θά εἶχαν ἀντίρρηση νά δεχτοῦν τήν ἄποψή μας, ἀφοῦ ἄλλωστε ἀμφιβολία τῆς πατρότητας τῶν διατυπώνουν οἱ ἴδιοι, μέ τήν ἐπίκληση τῆς ἀσθενοῦς μαρτυρίας τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Πρόκειται γιά κείμενα πού ἀνήκουν στήν ὀρθόδοξη πνευματική παράδοση, μέ ἔξαρση τοῦ ἠθικοῦ καί λογικοῦ παράγοντα, γεγονός πού ὁδηγεῖ στή σκέψη ὅτι ἀνήκουν σέ κάποιον χριστιανό, πού θήτευσε στήν κλασσική γραμματεία καί συγκεκριμένα στή στωική φιλοσοφία.

Ὁ πατέρας τῶν παραινέσεων «περί ἤθους ἀνθρώπων καί χρηστῆς πολιτείας», κοσμημένος προφανῶς μέ κλασσική παιδεία, κατόρθωσε νά τήν ἀναχωνεύσει στίς ἐν Χριστῷ πνευματικές ἐμπειρίες του, χωρίς νά ἀρνηθεῖ τελικά τόν ἑαυτό του, σάν μαθητὴ τῆς Στοᾶς, τῆς ὁποίας τά ἴχνη ἔχουν ἐντονότατα ἀποτυπωθεῖ στά κεφάλαια.

Ἀπό τό περιεχόμενο τῶν κειμένων δέν προκύπτει ἄν ὁ συγγραφέας ἦταν μοναχός ἤ λαϊκός ἤ καί κληρικός. Πιθανότερον εἶναι ὅτι ἔζησε στόν κόσμο καί ἀπευθύνεται στόν κόσμο, γι\’ αὐτό καί οἱ ἀσκητικές καί μοναχικές πράξεις καί ἀγωγές δέν φαίνονται στά κείμενα, ἐνῶ συνεχῶς συνιστᾶται ἡ ἐπιμέλεια τοῦ βίου καί ἡ ἔλλογη ζωή.

Ὁ λόγος, ἡ λογική, τό κατά λόγον, ἀποτελοῦν τόν ρυθμιστικό κανόνα τῆς ἔνθεης ζωῆς καί θυμίζουν συνεχῶς τά συνθήματα τῆς Στοᾶς «κατά λόγον ζῆν» καί «κατά φύσιν ζῆν». Ὁ λόγος εἶναι τό μοναδικό ὄργανο, ἀλλά καί τό ἀλάθητο κριτήριο τῆς κατά Χριστόν ζωῆς, μέ συνέπεια νά ἀποτελεῖ καί τεκμήριο εὐαρεστήσεως τοῦ Θεοῦ.

Φυσικά ἐδῶ δέν πρόκειται γιά ἕνα κακῶς ἐννοούμενο ρασιοναλισμό, ἕνα ὑλιστικό ὀρθολογισμό ἤ γιά μία φιλοσοφική ἀρχή περί τοῦ ἀγαθοῦ. Τό γεγονός ὅτι ὁ ἄγνωστος συγγραφέας εἶναι χριστιανός καί μάλιστα Ὀρθόδοξος, μέ ὑψηλή πνευματική αἴσθηση καί ψηλαφητή πίστη, ἐντάσσει τίς «παραινέσεις» στό χῶρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θέλει τά τέκνα της λογοποιημένα, ζῶντα καί ἐνεργοῦντα «κατά λόγον», ἀλλά λόγο χριστιανικό, λόγο πνευματικό.

Ἡ διάκριση τοῦ χριστιανικοῦ λόγου ἀπό τόν φιλοσοφικό, αὐτό κυρίως διασώζει, τήν χριστιανικότητα τῶν παραινέσεων, ἀφοῦ ὅλοι οἱ χρησιμοποιούμενοι ὅροι, ἡ ἠθική καί ἡ ἀρετολογία τους, εἶναι ἀποκλειστικῶς χριστιανικά ἄνθη. Κάθε κεφάλαιο ἀποτελεῖ καί μιὰ ψηφίδα ἠθικῆς τάξεως, πού ἀντιπροσωπεύει τό δέον τῆς ἔλλογης ζωῆς. Ὅλα μαζί τά 170 κεφάλαια, συναρμολογοῦν τήν εἰκόνα τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ στή σκέψη, στήν πράξη, στό δόγμα. Γι\’ αὐτό βλέπουμε τά πάντα ν\’ ἀνακρίνονται μέ τόν λόγο, ἀλλά μέσα στό χῶρο τῆς πίστεως. Καί παρ\’ ὅτι ἀπουσιάζουν ἀσκητικά στοιχεῖα, ὅμως διαφαίνονται καί προϋποτίθενται, ἀφοῦ οἱ παραινέσεις δέν ἔχουν στατικό, ἀλλά δυναμικό χαρακτήρα καί ὁδηγοῦν στήν ἕνωση μέ τόν Θεό καί τή θέωση.

Τό ἴδιο μπορεῖ νά λεχθεῖ καί γιά τή λειτουργική ζωή καί τήν εὐχαριστιακή πράξη. Δέν γίνεται μέν λόγος, ἀλλά ἐξυπακούονται, ἔστω καί ἀσθενῶς, ἀφοῦ ὁ ἄγνωστος συγγραφέας εἶναι χριστιανός, πού δέν ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς ἐπιδράσεις τῆς στωικῆς φιλοσοφίας, χωρίς φυσικά τίς δογματικές πλάνες τῆς εἱμαρμένης καί τοῦ πανθεϊσμοῦ. Ἀντιθέτως μάλιστα, ἡ μέν ἠθική του εἶναι χριστιανική, ἡ δέ δογματική διδασκαλία του εἶναι ὀρθόδοξη, ὅσο καί ἄν παρασυρόμενος ἀπό τίς παλιές δοξασίες του, χρησιμοποιεῖ καί ὅρους φιλοσοφικούς καί ἀντί ἀναφορᾶς στόν Σαρκωμένο Λόγο ἐπικαλεῖται συνεχῶς τόν Θεό.

Τέλος θά μποροῦσε νά λεχθεῖ ὅτι οἱ «παραινέσεις» εἶναι ἐξαιρετικά ὠφέλιμες, θέτουν τόν χριστιανό σέ μία διηνεκῆ δοκιμασία, ἐλέγχουν μέ τήν ἀνατομική μάχαιρα τοῦ λόγου τῆς ζωῆς μας καί μᾶς ὁδηγοῦν – πάλι διά τοῦ λόγου – σέ ἐπίπεδα ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΑΡΕΤΗ ΖΩΗ ΣΕ 170 ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1. Οἱ ἄνθρωποι λέγονται λογικοί καταχρηστικά. Δέν εἶναι λογικοί ἐκεῖνοι πού ἔμαθαν τούς λόγους καί τά βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλά ὅσοι ἔχουν λογική ψυχή καί μποροῦν νά διακρίνουν ποιό εἶναι τό καλό καί ποιό εἶναι τό κακό. καί ἔτσι ἀποφεύγουν τά κακά καί ψυχοβλαβῆ, μελετοῦν ὅμως σοβαρά τά καλά καί ψυχωφελῆ καί τά πράττουν μέ μεγάλη εὐχαριστία πρός τό Θεό. Μόνο αὐτοί πρέπει ἀληθινά νά λέγονται λογικοί ἄνθρωποι.

2.Ὁ ἀληθινά λογικός ἄνθρωπος μία μόνο φροντίδα ἔχει, νά ὑπακούει καί νά εἶναι ἀρεστός στό Θεό, τόν Κύριο τῶν ὅλων, καί σέ τοῦτο καί μόνο νά ἀσκεῖ τήν ψυχή του, πῶς νά γίνει ἀρεστός στό Θεό, εὐχαριστώντας Τον γιά τήν μεγάλη καί ἐξαιρετική πρόνοιά Του καί τήν κυβέρνηση ὅλου τοῦ κόσμου, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ θέση του στή ζωή. Γιατί εἶναι παράλογο, νά εὐχαριστοῦμε τούς γιατρούς ὅταν μᾶς δίνουν τά πικρά καί ἀηδιαστικά φάρμακα γιά χάρη τῆς ὑγείας τοῦ σώματός μας, νά εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι στό Θεό γιά ὅσα φαίνονται σ\’ ἐμᾶς δυσάρεστα καί νά μήν ἀναγνωρίζομε ὅτι τά πάντα γίνονται ὅπως πρέπει καί πρός τό συμφέρον μας σύμφωνα μέ τήν πρόνοιά Του. Γιατί ἡ ἀναγνώριση αὐτή καί ἡ πίστη στό Θεό εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ τελειότητα τῆς ψυχῆς.

3. Ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀνεξικακία, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἐγκαρτέρηση, ἡ ὑπομονή καί οἱ παρόμοιες μέγιστες καί ἐνάρετες δυνάμεις μᾶς δόθηκαν ἀπό τό Θεό καί εἶναι ἀντίθετες καί ἀντιστέκονται καί μᾶς βοηθοῦν στίς ἀντίστοιχες πρός αὐτές κακίες. Ἄν γυμνάζομε αὐτές τίς δυνάμεις καί τίς ἔχομε πάντοτε πρόχειρες, τότε νομίζομε ὅτι δέν μᾶς συμβαίνει πιά τίποτε δύσκολο ἤ θλιβερό ἤ ἀβάσταχτο. γιατί σκεφτόμαστε ὅτι ὅλα εἶναι ἀνθρώπινα καί τά νικοῦν οἱ ἀρετές πού ἔχομε. Αὐτά δέν τά ἔχουν ὑπόψη τους οἱ ἀνόητοι ἄνθρωποι. Οὔτε σκέφτονται ὅτι τά πάντα γίνονται σωστά καί ὅπως πρέπει γιά τό συμφέρον μας, γιά νά λάμψουν οἱ ἀρετές μας καί νά στεφανωθοῦμε ἀπό τό Θεό.

4. Τήν ἀπόκτηση τῶν χρημάτων καί τό πλούσιο ξόδεμά τους νά τά θεωρεῖς μόνο σάν φαντασία πού δέν κρατᾶ παρά λίγο καιρό, καί ξέροντας ὅτι ἡ ἐνάρετη καί θεάρεστη ζωή διαφέρει ἀπό τόν πλοῦτο. Ὅταν τό μελετᾶς αὐτό σταθερά, οὔτε θά ἀναστενάξεις, οὔτε θά κραυγάσεις, οὔτε θά κατηγορήσεις κανένα, ἀλλά θά εὐχαριστεῖς τό Θεό γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες πού σοῦ δίνει, βλέποντας ὅτι οἱ χειρότεροι ἀπό σένα στηρίζονται στά λόγια καί στά χρήματα. Γιατί ἡ ἐπιθυμία, ἡ δόξα καί ἡ ἄγνοια εἶναι τά πιό κακά πάθη τῆς ψυχῆς.

5. Ὁ λογικός ἄνθρωπος, προσέχοντας ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του, ἐξετάζει τί πρέπει νά πράξει καί τί τόν συμφέρει, καθώς καί ποιά ταιριάζουν στήν ψυχή καί τήν ὠφελοῦν καί ποιά δέν τῆς ταιριάζουν. Καί ἔτσι ἀποφεύγει ἐκεῖνα πού βλάπτουν τήν ψυχή, ὡς ξένα καί γιατί τόν χωρίζουν ἀπό τήν αἰώνια ζωή.

6. Ὅσο πιό λίγη περιουσία ἔχει κανείς, τόσο εὐτυχέστερος εἶναι. Γιατί δέν φροντίζει γιά πολλά πράγματα, γιά ὑπηρέτες, καλλιεργητές, ἀπόκτηση ζώων. Ὅταν ἀφοσιωνόμαστε σ\’ αὐτά κι ὕστερά μᾶς συμβαίνουν ἐξαιτίας αὐτῶν δυσκολίες, κατηγοροῦμε τόν Θεό. Μέ τήν αὐθαίρετη ἐπιθυμία μας τρέφομε τόν θάνατο καί ἔτσι μένομε στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, μέσα στήν πλάνη, χωρίς ν\’ ἀναγνωρίζομε τόν πραγματικό ἑαυτό μας.

7. Δέν πρέπει κανένας νά λέει ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἐνάρετη ζωή, ἀλλά νά λέει ὅτι αὐτό δέν εἶναι εὔκολο. Οὔτε μποροῦν νά κατορθώσουν τήν ἀρετή οἱ τυχόντες. Τήν ἐνάρετη ζωή τήν πραγματοποιοῦν ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι εὐσεβεῖς καί ἔχουν νοῦ πού ἀγαπᾶ τό Θεό. Γιατί ὁ νοῦς τῶν πολλῶν εἶναι κοσμικός καί μεταβάλλεται. Κάνει σκέψεις ἄλλοτε καλές, ἄλλοτε κακές. Μεταβάλλεται στή φύση καί γίνεται ὑλικότερος. Ὁ νοῦς ὅμως πού ἀγαπᾶ τό Θεό, τιμωρεῖ τήν κακία ἡ ὁποία ἔρχεται ἑκούσια στούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἀμέλειά τους.

8. Οἱ ψυχικά ἀκαλλιέργητοι καί ἀμαθεῖς θεωροῦν γελοῖο πράγμα τούς λόγους καί δέν θέλουν νά τούς ἀκοῦν ἐπειδή ἐλέγχεται ἡ κατάστασή τους καί θέλουν νά εἶναι ὅλοι ὅμοιοι μέ αὐτούς. Ἐπίσης καί ἐκεῖνοι πού εἶναι παραδομένοι σέ σαρκικά ἁμαρτήματα φροντίζουν νά εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι χειρότεροί τους, νομίζοντας οἱ δυστυχεῖς ὅτι ἐπειδή θά εἶναι πολλοί οἱ ἁμαρτάνοντες, θά ἐξασφαλιστοῦν οἱ ἴδιοι ἀπό τήν κατηγορία. Ἡ χαλαρή ψυχή χάνεται καί σκοτίζεται ἐξαιτίας τῆς κακίας, γιατί ἔχει μέσα της ἀσωτεία, ὑπερηφάνεια, ἀπληστία, θυμό, αὐθάδεια, μανία, φόνο, στενοχώρια, φθόνο, πλεονεξία, ἁρπαγή, πόνο, ψεῦδος, ἡδονή, ραθυμία, λύπη, δειλία, ἀσθένεια, μίσος, φιλοκατηγορία, ἀδυναμία, πλάνη, ἄγνοια, ἀπάτη, λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μέ τέτοιες κακίες καί παρόμοιες τιμωρεῖται ἡ ἄθλια ψυχή πού χωρίζεται ἀπό τό Θεό.

9. Ἐκεῖνοι πού θέλουν νά ζοῦν τήν ἐνάρετη καί εὐλαβῆ καί τιμημένη ζωή, δέν πρέπει νά διακρίνονται ἀπό τούς ἐπίπλαστους τρόπους καί τήν ψεύτικη ζωή. ἀλλά ὅπως οἱ ζωγράφοι καί οἱ ἀγαλματοποιοί, νά δείχνουν καί αὐτοί μέ τά ἔργα τους τήν ἐνάρετη καί θεοφιλῆ ζωή τους. Καί ὅλες τίς κακές ἡδονές νά τίς ἀποστρέφονται σάν παγίδες.

10. Ὁ πλούσιος καί εὐγενής πού δέν ἔχει ψυχική καλλιέργεια καί ἐνάρετη ζωή, θεωρεῖται δυστυχής ἀπό ἐκείνους πού κρίνουν ὀρθά τά πράγματα. Ἀντίθετα ὁ φτωχός καί δοῦλος κατά τήν τάξη, ἄν ἔχει ψυχική καλλιέργεια καί εἶναι στολισμένος μέ ἀρετή, εἶναι εὐτυχής. Καί ὅπως οἱ ξένοι σέ ἕναν τόπο χάνουν τόν δρόμο τους, ἔτσι καί ἐκεῖνοι πού δέν φροντίζουν γιά τήν ἐνάρετη ζωή, πλανιοῦνται ἐδῶ κι ἐκεῖ παρασυρόμενοι ἀπό τίς κακές ἐπιθυμίες τους καί χάνονται.

11. Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἐξημερώσει τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς κάνει νά ἀγαπήσουν τούς λόγους καί τήν παιδεία, πρέπει νά λέγεται ἀνθρωποποιός. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἐκεῖνοι πού μεταστρέφουν τούς παραδομένους στίς σαρκικές ἡδονές πρός τήν ἐνάρετη καί θεάρεστη ζωή, πρέπει νά λέγονται καί αὐτοί ἀνθρωποποιοί, ἐπειδή εἶναι σάν νά ξαναπλάθουν τούς ἀνθρώπους. Γιατί ἡ πραότητα καί ἡ ἐγκράτεια εἶναι εὐτυχία καί δίνουν καλή ἐλπίδα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.

12. Πρέπει πραγματικά οἱ ἄνθρωποι νά ἐπιμελοῦνται τά ἤθη τους καί νά ζοῦν ὅπως πρέπει. Ὅταν αὐτό τό κατορθώσουν, τότε εὔκολα μποροῦν νά γνωρίσουν καί τά θεῖα. Γιατί ὅποιος μέ ὅλη του τήν καρδιά καί τήν πίστη του σέβεται τόν Θεό, ἔχει τήν βοήθειά Του νά δαμάζει καί νά κρατεῖ τό θυμό καί τήν ἐπιθυμία του. Ἐπειδή αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἐπιθυμία καί ὁ θυμός.

13. Ἄνθρωπος λέγεται ἤ ἐκεῖνος πού χρησιμοποιεῖ ὀρθά τό λογικό του, ἤ ἐκεῖνος πού δέχεται συμβουλή γιά τήν διόρθωσή του. Ὁ ἀδιόρθωτος δέν λέγεται ἄνθρωπος, ἀλλά ἀπάνθρωπος. Κι αὐτό εἶναι τό γνώρισμα τῶν ἀπανθρώπων. Καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί πρέπει νά ἀποφεύγονται. Γιατί ἐκεῖνοι πού ζοῦν μέ τήν κακία δέν εἶναι δυνατό νά ἀποκτήσουν τήν ἀθάνατη ζωή.

14. Ὅταν κάνομε καλή χρήση τοῦ λογικοῦ μας, τότε εἴμαστε ἄξιοι νά λεγόμαστε ἄνθρωποι. Ἀντίθετα, ὅταν δέν κάνομε καλή χρήση τοῦ λογικοῦ, τότε μόνο κατά τό σῶμα καί κατά τή φωνή διαφέρομε ἀπό τά ἄλογα ζῶα. Ἄς ἀναγνωρίσει λοιπόν ὁ συνετός ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἀθάνατος καί τότε θά μισήσει κάθε αἰσχρή ἐπιθυμία, ἡ ὁποία γίνεται αἰτία θανάτου στούς ἀνθρώπους.

15. Ὅπως κάθε τέχνη διαμορφώνοντας τήν ὕλη φανερώνει τήν ἀξία της, π.χ. ὁ ἕνας δουλεύει τό ξύλο κι ὁ ἄλλος τό χαλκό κι ἄλλος τό χρυσό καί τό ἀσήμι, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀκούοντας γιά τήν καλή καί ἐνάρετη καί θεάρεστη ζωή, ὀφείλομε νά φαινόμαστε ὅτι εἴμαστε πραγματικά ἄνθρωποι γιά τή λογική ψυχή μας κι ὄχι γιά τή διάπλαση μόνο τοῦ σώματός μας. Ἡ ψυχή πού εἶναι ἀληθινά λογική καί ἀγαπᾶ τό Θεό, γνωρίζει ἀμέσως ὅλα ὅσα συμβαίνουν στήν ζωή. Καί ἐξιλεώνει τό Θεό μέ διάθεση ἀγάπης καί Τόν εὐχαριστεῖ πραγματικά, κατευθύνοντας πρός Αὐτόν ὅλη τήν ὁρμή καί τό νοῦ της.

16. Οἱ καπετάνιοι κατευθύνουν μέ προσοχή τό πλοῖο γιά νά μήν προσκρούσει πάνω σέ σκόπελο ἤ ὕφαλο. Ἔτσι κι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ζήσουν τήν ἐνάρετη ζωή, ἄς ἐξετάζουν μέ ἐπιμέλεια ποιά πρέπει νά κάνουν καί ποιά πρέπει νά ἀποφεύγουν καί νά πιστεύουν ὅτι οἱ ἀληθινοί καί θεῖοι νόμοι τούς συμφέρουν, κόβοντας τίς πονηρές ἐνθυμήσεις καί ἐπιθυμίες ἀπό τήν ψυχή τους.

17. Ὅπως οἱ πλοίαρχοι καί οἱ ἁμαξηλάτες μέ τήν προσοχή καί τήν ἐπιμέλεια πετυχαίνουν τό σκοπό τους, ἔτσι πρέπει καί ὅσοι φροντίζουν νά ζοῦν τή σωστή καί ἐνάρετη ζωή, νά μελετοῦν καί νά φροντίζουν πῶς νά ζοῦν ὅπως πρέπει καί ἀρέσει στό Θεό. Ἐκεῖνος πού θέλει νά ζήσει ἔτσι καί ἔχει καταλάβει ὅτι μπορεῖ, μέ τήν πίστη προχωρεῖ πρός τήν ἀφθαρσία.

18. Ἐλεύθερους νόμιζε ὄχι ὅσους ἔτυχε νά εἶναι ἐλεύθεροι, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν ζωή καί τούς τρόπους ἐλεύθερους. Δέν πρέπει πράγματι νά ὀνομάζομε ἐλεύθερους τοὺς ἄρχοντες πού εἶναι πονηροί καί ἀκόλαστοι, γιατί εἶναι δοῦλοι τῶν παθῶν καί τῆς ὕλης. Ἐλευθερία καί εὐτυχία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ πραγματική καθαρότητα καί ἡ καταφρόνηση τῶν προσκαίρων.

19. Νά ὑπενθυμίζεις στόν ἑαυτό σου ὅτι πρέπει ἀκατάπαυστα νά ἀποδεικνύεις τόν χρηστό καί ἐνάρετο βίο σου ἀπό τά ἴδια τά ἔργα σου. Ἔτσι καί οἱ ἄρρωστοι ὀνομάζουν καί ἀναγνωρίζουν σωτῆρες καί εὐεργέτες τούς γιατρούς, ὄχι ἀπό τά λόγια τους ἀλλά ἀπό τά ἔργα τους.

20. Ἡ λογική καί ἐνάρετη ψυχή ἀναγνωρίζεται ἀπό τό βλέμμα, τό βάδισμα, τή φωνή, τό γέλιο, ἀπό τό πού συχνάζει καί μέ ποιούς συναναστρέφεται. Ὅλα αὐτά ἔχουν ἀλλάξει σ\’ αὐτήν καί ἔγιναν κοσμιότερα. Γιατί ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τό Θεό, σάν πρακτικός θυρωρός ἀπαγορεύει τήν εἴσοδο στίς κακές καί αἰσχρές ἐνθυμήσεις.

21. Ἄν παρακολουθεῖς τόν ἑαυτό σου καί τόν δοκιμάζεις, θά δεῖς ὅτι οἱ ἄρχοντες καί τά ἀφεντικά ἔχουν ἐξουσία μόνο τοῦ σώματος, ὄχι καί τῆς ψυχῆς. Καί νά τό θυμᾶσαι αὐτό πάντοτε. Γι\’ αὐτό ἄν διατάζουν φόνους ἤ τίποτε ἄτοπα ἤ ἄδικα καί ψυχοβλαβῆ, δέν πρέπει νά ὑπακοῦμε σ\’ αὐτούς καί ἄν μᾶς βασανίζουν ἀκόμη. Γιατί ὁ Θεός δημιούργησε τήν ψυχή ἐλεύθερη καί αὐτεξούσια σέ ὅλα ὅσα κάνει, καλά ἤ κακά.

22. Ἡ λογική ψυχή φροντίζει μέ κάθε τρόπο νά ξεφύγει ἀπό ὅσα δέν ὁδηγοῦν πουθενά, τήν οἴηση, τήν ὑπερηφάνεια, τήν ἀπάτη, τόν φθόνο, τήν ἁρπαγή καί τά παρόμοια, ὅσα δηλαδή εἶναι ἔργα δαιμονικά καί κακῆς προαιρέσεως. Ὅλα κατορθώνονται μέ ἐπιμέλεια καί ἐπίμονη προσοχή καί μελέτη ἀπό ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθυμία δέν τρέχει στίς κακές ἡδονές.

23. Ἐκεῖνοι πού ζοῦν μετρημένη καί περιορισμένη ζωή, καί ἀπό κινδύνους γλυτώνουν, καί δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό φύλακες. Μέ τό νά νικοῦν τήν ἐπιθυμία σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, βρίσκουν τό δρόμο πρός τό Θεό εὔκολα.

24. Οἱ ἄνθρωποι πού τούς ὁδηγεῖ τό λογικό, δέν χρειάζεται νά μοιράζουν τήν προσοχή τους σέ πολλές συντροφιές, ἀλλά μόνο στίς ὠφέλιμες καί μάλιστα σ\’ ἐκεῖνες ὅπου πρυτανεύει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ ἄνθρωποι προχωροῦν πάλι στή κατά Θεό ζωή καί τό αἰώνιο φῶς.

25. Πρέπει ἐκεῖνοι πού ἐπιδιώκουν τήν ἐνάρετη καί θεοφιλῆ ζωή, νά εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπό οἴηση καί κάθε κούφια ματαιοδοξία καί νά φροντίζουν μέ ὅλη τή δύναμή τους νά διορθώνουν τή ζωή τους καί τήν ἐσωτερική τους διάθεση πρός τό καλύτερο. Ἐπειδή νοῦς πού ἀγαπᾶ τό Θεό καί δέν μεταβάλλεται ἀπό τήν καλή κατάστασή του, εἶναι ἀνύψωση καί δρόμος πρός τό Θεό.

26. Καμιά ὠφέλεια δέν προκύπτει ἀπό τό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τά θεῖα λόγια, ἄν ἀπουσιάζει ἡ εὐσεβής ζωή πού ἀρέσει στό Θεό. Αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ πλάνη, ἡ ἀπάτη τοῦ κόσμου καί ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ.

27. Ἡ σπουδή τοῦ ἀρίστου βίου καί ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς δημιουργεῖ τούς καλούς ἀνθρώπους πού ἀγαποῦν τό Θεό. Γιατί ἐκεῖνος πού ζητᾶ τό Θεό, Τόν βρίσκει, ἄν νικᾶ τήν ἐπιθυμία σέ ὅλες τίς περιπτώσεις καί ἄν δέν σταματᾶ τήν προσευχή. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δέν φοβᾶται τούς δαίμονες.

28. Ὅσοι ξεγελιοῦνται ἀπό τίς ἐλπίδες τους σέ βιοτικά πράγματα καί περιορίζουν τήν γνώση τους γιά τήν ἄσκηση τοῦ ἀρίστου βίου μόνο στά λόγια, μοιάζουν μ\’ ἐκείνους πού ἔχουν φάρμακα καί ἰατρικά ὄργανα ἀλλά δέν ξέρουν οὔτε φροντίζουν νά τά χρησιμοποιήσουν. Ἑπομένως γιά τίς ἁμαρτίες μας ἄς μήν κατηγοροῦμε τόν τρόπο πού ἔγιναν, οὔτε τούς ἄλλους ἀλλά τούς ἑαυτούς μας. Γιατί ἄν ἡ ψυχή ἀδιαφορήσει μέ δική της θέληση, δέν μπορεῖ νά μείνει ἀνίκητη.

29. Ἐκεῖνος πού δέν ξέρει νά ξεχωρίζει ποιό εἶναι τό καλό καί ποιό εἶναι τό κακό, δέν ἐπιτρέπεται νά κρίνει τούς καλούς καί τούς κακούς. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού γνωρίζει τόν Θεό εἶναι ἀγαθός. Ἄν ὅμως δέν εἶναι ἀγαθός, οὔτε γνωρίζει τό Θεό, οὔτε θά τόν γνωρίσει ποτέ. γιατί ὁ τρόπος νά γνωρίσει κανείς τό Θεό, εἶναι τό ἀγαθό.

30. Οἱ καλοί ἄνθρωποι πού ἀγαποῦν τό Θεό, ἐλέγχουν τούς ἀνθρώπους γιά τίς κακές πράξεις τους κατά πρόσωπο ὅταν εἶναι παρόντες. Ὅταν ὅμως δέν εἶναι παρόντες δέν τούς κατηγοροῦν, ἀλλά οὔτε καί στούς ἄλλους ἐπιτρέπουν νά τούς κατηγορήσουν.

31. Στίς συναναστροφές μέ τούς ἄλλους, μακριά ἀπό κάθε βαναυσότητα. Γιατί οἱ λογικοί καί εὐσεβεῖς ἄνθρωποι εἶναι στολισμένοι μέ ντροπή καί φρόνηση περισσότερο ἀπό τίς παρθένες. Καί τοῦτο, γιατί ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τό Θεό εἶναι φῶς πού τυλίγει μέ τήν λάμψη του τήν ψυχή, ὅπως ὁ ἥλιος περιλάμπει τό σῶμα.

32. Πάντοτε ὅταν σέ προσβάλλει κανένα πάθος τῆς ψυχῆς, νά θυμᾶσαι ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού ὀρθοφρονοῦν καί θέλουν νά ἐξασφαλίσουν σωστά τήν ζωή τους, δέν θεωροῦν εὐχάριστη τήν πρόσκαιρη ἀπόκτηση χρημάτων, ἀλλά τίς ὀρθές καί ἀληθινές ἰδέες. Αὐτές τούς κάνουν εὐτυχεῖς. Γιατί ὁ πλοῦτος καί κλέβεται καί ἀπό δυνατότερους ἁρπάζεται. Ἡ ἀρετή ὅμως τῆς ψυχῆς, αὐτή μόνο εἶναι ἀπόκτημα καί ἀσφαλισμένο καί πού δέν μπορεῖ νά κλαπεῖ, καί μετά τό θάνατο παρέχει τή σωτηρία σέ ὅσους τήν ἔχουν ἀποκτήσει. Ἔτσι οἱ φρόνιμοι δέν παρασύρονται ἀπό τήν φαντασία τοῦ πλούτου καί τῶν ἄλλων ἡδονῶν.

33. Δέν πρέπει οἱ ἄστατοι καί ἀπαίδευτοι νά αὐθαδιάζουν σέ ἀξιόλογους ἀνθρώπους. Καί ἀξιόλογος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀρέσει στό Θεό καί πού συνήθως σωπαίνει ἤ λέει λίγα καί ἀναγκαῖα καί ἀρεστά στό Θεό.

34. Ἐκεῖνοι πού προσπαθοῦν νά ζοῦν τήν ἐνάρετη καί θεοφιλῆ ζωή, φροντίζουν γιά τίς ἀρετές σάν κτήματά τους καί σάν ἀφορμή αἰώνιας ἀπολαύσεως. Τά πρόσκαιρα τά ἀπολαμβάνουν ὅπως τύχει καί ὅπως δίνει καί θέλει ὁ Θεός, καί τά χρησιμοποιοῦν μέ μεγάλη χαρά καί εὐχαριστία πρός τό Θεό κι ἄν ἀκόμη αὐτά εἶναι μετριότατα. Γιατί οἱ πολυποίκιλες τροφές τρέφουν τά σώματα ὡς ὑλικά, ἐνῶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀγαθότητα, ἡ ἀγαθοεργία, ἡ εὐσέβεια καί ἡ πραότητα θεώνουν τήν ψυχή.

35. Ὅσοι ἄρχοντες ἐξαναγκάζουν νά διαπραχθοῦν ἄτοπες καί ψυχοβλαβεῖς πράξεις, δέν γίνονται ὡστόσο κύριοι καί τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἔχει δημιουργηθεῖ αὐτεξούσια. Δεσμεύουν τό σῶμα, ὄχι ὅμως καί τήν προαίρεση πού κύριός της εἶναι ὁ λογικός ἄνθρωπος, ἐξαιτίας τοῦ δημιουργοῦ του Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἰσχυρότερος ἀπό κάθε ἐξουσία καί ἀνάγκη καί κάθε δύναμη.

36. Ἐκεῖνοι πού νομίζουν δυστυχία τό νά χάσουν χρήματα ἤ παιδιά ἤ δούλους ἤ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς περιουσίας τους, ἄς γνωρίζουν ὅτι πρῶτα πρέπει νά ἀρκοῦνται σ\’ ἐκεῖνα πού δίνει ὁ Θεός. Καί ὅταν πρέπει νά τά δώσουν πίσω, νά εἶναι πρόθυμοι καί νά τό κάνουν μέ ἀγαθή γνώμη καί νά μή στενοχωροῦνται διόλου γιά τή στέρηση ἤ μᾶλλον γιά τήν ἐπιστροφή τους. Γιατί ἀφοῦ ἔκαναν χρήση ξένων πραγμάτων, τά ἔδωσαν πάλι πίσω.

37. Ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος δέν πρέπει νά πουλᾶ τήν ἐλεύθερη γνώμη τοῦ προσέχοντας πόσα χρήματα θά πάρει, καί ἄν ἀκόμη εἶναι πολλά ὅσα τοῦ δίνουν. Γιατί τά πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ὅμοια μέ ὄνειρο, καί ἡ φαντασία πού προέρχεται ἀπό τόν πλοῦτο καί ἄγνωστο εἶναι πού θά καταλήξει καί λίγο καιρό μόνο κρατάει.

38. Ἐκεῖνοι πού εἶναι ἀληθινοί ἄνθρωποι, ἄς φροντίζουν μέ ὅλη τή δύναμή τους νά ζοῦν μέ ἀγάπη Θεοῦ καί μέ ἀρετή, ὥστε νά λάμπει ἡ ἐνάρετη ζωή τους μεταξύ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων· ὅπως γίνεται μέ τήν πορφύρα: ἕνα μικρό κομμάτι μπαίνει πάνω στά λευκά φορέματα καί τά στολίζει. Ἔτσι κι αὐτοί νά λάμπουν καί νά ξεχωρίζουν, γιατί ἔτσι καλλιεργοῦν ἀσφαλέστερα τίς ἀρετές τῆς ψυχῆς.

39. Οἱ φρόνιμοι ἄνθρωποι πρέπει νά ἐξετάζουν τή δύναμή τους καί τό βαθμό τῆς ἀρετῆς τους καί ἔτσι νά προετοιμάζονται καί ν\’ ἀντιστέκονται στά πάθη, σύμφωνα μέ τήν κατά φύση δύναμη πού τούς ἔχει χαρίσει ὁ Θεός. Δύναμη γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς σωματικῆς ὀμορφιᾶς καί κάθε κακῆς ἐπιθυμίας εἶναι ἡ ἐγκράτεια· τῶν θλίψεων καί τῆς φτώχειας, ἡ καρτερία· τῶν ὕβρεων καί τοῦ θυμοῦ, ἡ ἀνεξικακία. Ἔτσι καί γιά τά ὑπόλοιπα.

40. Τό νά γίνει κανείς ἀγαθός καί σοφός ξαφνικά, εἶναι ἀδύνατο. Γίνεται ὡστόσο μέ τήν κοπιαστική μελέτη, μέ τή συναναστροφή μέ ἐνάρετους ἀνθρώπους, μέ τήν πείρα, μέ τόν καιρό, μέ τήν ἄσκηση καί μέ τήν ἐπιθυμία τῶν καλῶν ἔργων. Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τό Θεό καί Τόν γνωρίζει ἀληθινά, δέν παύει νά κάνει πλούσια ὅλα ὅσα ἀρέσουν σ\’ Αὐτόν. Ἀλλά τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι σπάνιοι.

41. Ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι προικισμένοι μέ εὐφυΐα, δέν πρέπει νά ἀπελπίζονται καί νά ἀμελοῦν τή θεοφιλῆ καί ἐνάρετη ζωή καί νά τήν καταφρονοῦν, σάν νά εἶναι τάχα ἀκατόρθωτη γι\’ αὐτούς καί ἀκατανόητη. Ἀντίθετα, πρέπει νά ἐξασκοῦν ὅση δύναμη ἔχουν καί νά ἐπιμελοῦνται τόν ἑαυτό τους· γιατί κι ἄν ἀκόμη δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν τήν τέλεια ἀρετή καί τή σωτηρία, ἐντούτοις μέ τήν προσπάθεια καί μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ γίνονται καλύτεροι ἤ τουλάχιστον δέν χειροτερεύουν. Καί αὐτό δέν εἶναι μικρή ὠφέλεια τῆς ψυχῆς.

42. Ὁ ἄνθρωπος ὡς λογικός πού εἶναι, συγγενεύει μέ τήν ἄρρητη καί θεία δύναμη, τό Θεό. Ὡς πρός τό σωματικό πάλι μέρος, συγγενεύει μέ τά ζῶα. Εἶναι ὅμως λίγοι ἐκεῖνοι πού ὄντας τέλειοι καί λογικοί ἄνθρωποι, φροντίζουν νά διατηροῦν τό φρόνημα καί τή συγγένειά τους σύμφωνη μέ τό Θεό καί Σωτήρα, καί νά τό ἀποδεικνύουν αὐτό μέ τά ἔργα τους καί τήν ἐνάρετη ζωή τους. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, μέ τήν ἀνόητη ψυχή τους, ἔχουν ἐγκαταλείψει τήν θεϊκή καί ἀθάνατη υἱική σχέση μέ τό Θεό καί ἔχουν στραφεῖ πρός τή νεκρή καί δύστυχη καί σύντομη συγγένεια τοῦ σώματος· σάν ἄλογα ζῶα κυβερνιοῦνται μόνο ἀπό τό σαρκικό φρόνημα καί ἐρεθιζόμενοι ἀπό τίς ἡδονές χωρίζονται ἀπό τό Θεό καί κατεβάζουν τή ψυχή ἀπό τούς οὐρανούς στόν ὄλεθρο ἐξαιτίας τῶν κακῶν θελημάτων της.

43. Ὁ λογικός ἄνδρας ἔχοντας στό νοῦ του τή μέθεξη καί τή συνάφειά του μέ τό Θεό, οὐδέποτε θά ἀγαπήσει τίποτε τό ἐπίγειο καί χαμηλό, ἀλλά ἔχει τό νοῦ του στά οὐράνια καί αἰώνια. Καί γνωρίζει ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν καλῶν καί πηγή τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν γιά τούς ἀνθρώπους.

44. Ὅταν σοῦ τύχει κανείς πού φιλονεικεῖ καί πολεμᾶ τήν ἀλήθεια καί τό προφανές, πάψε τήν φιλονεικία καί ἄφησέ τον, γιατί ἔχει ἀπολιθωθεῖ ἡ διάνοιά του. Ὅπως καί τό καλύτερο κρασί τό διαφθείρει τό βλαβερότατο νερό, ἔτσι καί οἱ κακές συναναστροφές διαφθείρουν τούς ἐνάρετους κατά τή ζωή καί τό φρόνημα.

45. Ἄν μεταχειριζόμαστε κάθε φροντίδα καί μέσο γιά νά ἀποφύγομε τό θάνατο τοῦ σώματος, πολύ περισσότερο ὀφείλομε νά φροντίζομε ν\’ ἀποφύγομε τό θάνατο τῆς ψυχῆς. Γιατί σ\’ ἐκεῖνον πού θέλει νά σωθεῖ, δέν ὑπάρχει ἄλλο ἐμπόδιο ἐκτός ἀπό τήν ἀμέλεια καί τήν ὀκνηρία τῆς ψυχῆς.

46. Ὅσοι δυσκολεύονται νά ἐννοοῦν τό συμφέρον τῆς ψυχῆς τους, καί ὅσα ὀρθά τούς λέγονται, αὐτοί θεωροῦνται ἄρρωστοι. Ἐνῶ ὅσοι ἐννοοῦν τήν ἀλήθεια καί ἐντούτοις χωρίς ντροπή τήν ἀμφισβητοῦν καί φιλονεικοῦν, αὐτῶν ἡ διάνοια ἔχει νεκρωθεῖ καί ἁρμόζει σέ θηρία ἡ συμπεριφορά τους· δέν γνωρίζουν τό Θεό καί ἡ ψυχή τους δέν ἔχει φωτιστεῖ.

47. Τά διάφορα γένη τῶν ζώων τά δημιούργησε ὁ Θεός γιά διάφορες ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου μέ τό λόγου Του· ἄλλα γιά τροφή τοῦ ἀνθρώπου καί ἄλλα γιά νά τόν ὑπηρετοῦν. Τόν ἄνθρωπο ὅμως τόν δημιούργησε θεατή τῶν ζώων καί τῶν ἔργων τους καί εὐγνώμονα ἐρμηνευτή ὅλων αὐτῶν. Γι\’ αὐτό ἄς φροντίζουν οἱ ἄνθρωποι μήπως χωρίς νά ἀντικρύσουν καί χωρίς νά ἐννοήσουν τό Θεό καί τά ἔργα Του, πεθάνουν ὅπως τά ἄλογα ζῶα. Καί πρέπει νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος καί τίποτε δέν εἶναι ἀντίθετο σ\’ Αὐτόν· ἀλλά ἀπό τήν ἀνυπαρξία ὅσα θέλει δημιούργησε καί δημιουργεῖ μέ τό λόγο Του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

48. Τά ἐπουράνια εἶναι ἀθάνατα ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητάς τους, ἐνῶ τά ἐπίγεια ἔγιναν θνητά, γιατί φωλιάζει μέσα τους ἡ κακία πού τή διάλεξαν καί πού ἔρχεται στούς ἀνόητους ἐξαιτίας τῆς ὀκνηρίας τους καί τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ.

49. Ὁ θάνατος ὅταν κατανοηθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους, εἶναι ἀθανασία. Δέν τόν κατανοοῦν ὅμως οἱ ἀμαθεῖς· γι\’ αὐτούς εἶναι θάνατος. Καί ὁπωσδήποτε δέν πρέπει νά φοβόμαστε τοῦτο τό θάνατο, ἀλλά τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό φοβερό γιά τήν ψυχή.

50. Ἡ κακία εἶναι πάθος πού ὀφείλεται στή φύση τῆς ὕλης. Ἑπομένως δέν γίνεται νά ὑπάρξει σῶμα χωρίς κακία. Ἡ λογική ψυχή πού τό ἐννοεῖ αὐτό, ἀποβάλλει τό βάρος τῆς ὕλης, δηλαδή τήν κακία. καί καθώς ἐλευθερώνεται ἀπό αὐτό τό βάρος, γνωρίζει τό Θεό τῶν ὅλων καί προφυλάγεται ἀπό τό σῶμα σάν ἀπό ἐχθρό καί ἀντίπαλο καί δέν ὑποτάσσεται σ\’ αὐτό. Καί ἔτσι στεφανώνεται ἀπό τό Θεό ἡ ψυχή ὡς νικήτρια τῶν παθῶν τῆς κακίας καί τῆς ὕλης.

51. Ὅταν ἡ ψυχή γνωρίσει τήν κακία, τή μισεῖ σάν βρωμερότατο θηρίο. Ἀλλά ὅταν κανείς δέν τήν γνωρίζει, τήν ἀγαπᾶ. καί αὐτή τόν παίρνει αἰχμάλωτό της καί μεταχειρίζεται σάν σκλάβο τόν ἐραστή της. Καί ὁ δυστυχισμένος καί ἄθλιος ἄνθρωπος οὔτε τό συμφέρον του βλέπει, οὔτε τό καταλαβαίνει, ἀλλά νομίζει γιά στόλισμά του τήν κακία καί χαίρεται γι\’ αὐτό.

52. Ἡ καθαρή ψυχή, ἐπειδή εἶναι ἀγαθή, φωτίζεται μέ μεγάλη λάμψη ἀπό τό Θεό. Καί τότε ὁ νοῦς νοεῖ τό ἀγαθό καί γεννᾶ λόγια θεάρεστα. Ὅταν ὅμως ἡ ψυχή γεμίσει ἀπό τή βρωμερή λάσπη τῆς κακίας, τότε ἐπειδή ὁ Θεός τήν ἀποστρέφεται ἤ μᾶλλον ἐπειδή ἡ ψυχή χωρίζεται μόνη της ἀπό τό Θεό, πονηροί δαίμονες μπαίνουν στήν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου καί παρακινοῦν τήν ψυχή σέ βδελυρές πράξεις: μοιχεῖες, φόνους, ἁρπαγές, ἱεροσυλίες καί ὅλα τά παρόμοια δαιμονικά ἔργα.

53. Ἐκεῖνοι πού γνωρίζουν τό Θεό, γεμίζουν ἀπό κάθε καλή ἔννοια καί ἐπειδή ἐπιθυμοῦν τά οὐράνια, καταφρονοῦν τά βιοτικά. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι οὔτε ἀρέσουν στούς πολλούς, οὔτε καί αὐτοί ἀρέσκονται μέ τούς πολλούς. Καί γι\’ αὐτό ὄχι μόνο τούς μισοῦν ἀλλά καί τούς περιγελοῦν οἱ πιό πολλοί ἀνόητοι. Ὑπομένουν ὅσα τούς φέρνει ἡ φτώχεια ἐπειδή γνωρίζουν ὅτι ἐκεῖνα πού οἱ πολλοί θεωροῦν κακά, σ\’ αὐτούς εἶναι καλά. Γιατί ἐκεῖνος πού στοχάζεται τά ἐπουράνια, πιστεύει στόν Θεό γνωρίζοντας ὅτι ὅλα εἶναι ἔργα τῆς θελήσεώς Του. Ἐκεῖνος ὅμως πού δέ τά στοχάζεται, δέν πιστεύει ποτέ ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καί ὅτι δημιουργήθηκε γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

54. Ἐκεῖνοι πού εἶναι γεμάτοι ἀπό κακία καί μεθοῦν ἀπό τήν ἄγνοια, δέν γνωρίζουν τό Θεό· ἡ ψυχή τους εἶναι ζαλισμένη καί δέν ἔχουν ξεκάθαρο μυαλό. Τό Θεό μπορεῖ νά τόν ἐννοήσει κανείς. Καί ναί μέν δέν εἶναι ὁρατός, εἶναι ὅμως φανερότατος μέσα στά ὁρατά, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ψυχή μέσα στό σῶμα μας. Καί ἄν σῶμα χωρίς ψυχή εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρξει, ἔτσι καί ὅλα τά ὄντα καί βλεπόμενα εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρχουν χωρίς τό Δημιουργό Θεό.

55. Γιά ποιό λόγο δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος; Γιά νά βλέπει τά ἔργα τοῦ Θεοῦ καί μέσω αὐτῶν νά γνωρίσει τό Θεό καί νά Τόν δοξάσει πού τά δημιούργησε γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νοῦς πού ἑλκύει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα ἀόρατο ἀγαθό πού τό χαρίζει ὁ Θεός στούς ἄξιους γιά τήν διαγωγή τους πού τήν κυβερνᾶ ἡ χρηστότητα.

56. Ἐλεύθερος εἶναι ὅποιος δέν σκλαβώνεται στίς ἡδονές ἀλλά κυριαρχεῖ μέ φρόνηση καί ἐγκράτεια πάνω στό σῶμα του καί ἀρκεῖται μέ μεγάλη εὐχαριστία σέ ὅ,τι τοῦ δίνει ὁ Θεός, ἔστω καί ἄν εἶναι πολύ λίγα. Γιατί ὅταν βρεθοῦν σύμφωνοι ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τό Θεό καί ἡ ψυχή, τότε εἰρηνεύει ὅλο τό σῶμα, ἀκόμη καί χωρίς νά τό θέλει. Ὅταν ἡ ψυχή θέλει, τότε κάθε ἁμαρτωλή σωματική κίνηση σβήνεται.

57. Ἐκεῖνοι πού δέν ἀρκοῦνται σ\’ αὐτά πού χρειάζονται γιά νά ζοῦν ἀλλά ἐπιθυμοῦν περισσότερα, ὑποδουλώνουν τόν ἑαυτό τους στά πάθη πού ταράζουν τήν ψυχή καί τῆς φέρνουν λογισμούς καί φαντασίες ὅτι τό νά θέλουν λίγα ἤ πολλά εἶναι τό ἴδιο. Καί ὅπως τά ροῦχα πού εἶναι μεγαλύτερα ἀπό τό σῶμα ἐμποδίζουν ἐκείνους πού τρέχουν στό ἀγώνισμα τοῦ δρόμου, ἔτσι καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά ἔχει περισσότερα ἀπό ὅσα πρέπει, ἐμποδίζει τίς ψυχές καί δέν τίς ἀφήνει νά ἀγωνίζονται ἤ νά σωθοῦν.

58. Ὅταν βρίσκεται κανείς ἀκουσίως καί χωρίς νά τό θέλει κάπου, τό αἰσθάνεται σάν φυλακή καί τιμωρία. Νά εἶσαι λοιπόν εὐχαριστημένος μέ τήν κατάστασή σου· γιατί ἄν τήν ὑπομένεις μέ δυσαρέσκεια, θά τιμωρήσεις χωρίς νά τό αἰσθάνεσαι τόν ἑαυτό σου. Ἕνας δρόμος ὑπάρχει γι\’ αὐτό, ἡ καταφρόνηση τῶν βιοτικῶν πραγμάτων.

59. Ὅπως ἔχομε τήν ὅραση πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά βλέπομε τά ὁρατά καί νά ξεχωρίζομε ποιό εἶναι τό ἄσπρο καί ποιό εἶναι τό μαῦρο, ἔτσι μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός καί τό λογικό γιά νά διακρίνομε ἐκεῖνα πού συμφέρουν στήν ψυχή μας. Ἡ ἐπιθυμία, ὅταν ἀποσπασθεῖ ἀπό τό λόγο, γεννᾶ ἡδονή καί δέν ἐπιτρέπει στήν ψυχή νά σωθεῖ ἤ νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό.

60. Ἁμαρτήματα δέν εἶναι ὅσα γίνονται κατά φύση, ἀλλά πονηρά εἶναι ἐκεῖνα πού γίνονται ἀπό τήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Πχ. Δέν εἶναι ἁμαρτία τό νά τρώει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά τό νά μήν τρώει μέ εὐχαριστία, κοσμιότητα καί ἐγκράτεια ὥστε νά κρατᾶ τό σῶμα του στή ζωή χωρίς κανένα πονηρό ὑπολογισμό. Οὔτε τό νά βλέπεις ἀθώα εἶναι ἁμαρτία, ἀλλά τό νά βλέπεις μέ φθόνο, ὑπερηφάνεια καί ἀπληστία. Ἐπίσης τό νά μήν ἀκοῦς ὑπομονετικά, ἀλλά μέ ὀργή καί θυμό· τό νά μήν καθοδηγεῖς τή γλώσσα σου σέ εὐχαριστία πρός τό Θεό καί προσευχή, ἀλλά νά κατηγορεῖς τούς ἄλλους· καί τό νά μήν ἀπασχολεῖς τά χέρια σου στήν ἐλεημοσύνη, ἀλλά σέ φόνους καί ἁρπαγές. Ἔτσι κάθε μέλος τοῦ σώματος ἁμαρτάνει μέ τό νά ἐργάζεται παρά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μέ τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου τά πονηρά.

61. Ἄν ἀμφιβάλλεις ὅτι κάθε τί πού κάνομε τό βλέπει ὁ Θεός, τότε παρατήρησε ὅτι ἐσύ πού εἶσαι ἄνθρωπος καί φτιαγμένος ἀπό χῶμα, μπορεῖς σέ μία στιγμή νά σκέφτεσαι καί νά συλλογίζεσαι πολλούς καί διάφορους τόπους συγχρόνως. Πόσο μᾶλλον ὁ Θεός πού βλέπει τά πάντα σάν ἕνα σπόρο σιναπιοῦ, πού δίνει ζωή στά πάντα καί τά τρέφει ὅπως Ἐκεῖνος θέλει;

62. Ὅταν κλείσεις τίς πόρτες τοῦ σπιτιοῦ σου καί εἶσαι μόνος, νά γνωρίζεις ὅτι εἶναι μαζί σου ὁ ἄγγελος πού ἔχει ὁριστεῖ γιά κάθε ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό· αὐτός πού οἱ Ἕλληνες ὀνόμαζαν «οἰκεῖο δαίμονα». Αὐτός, ὁ ὁποῖος δέν κοιμᾶται ποτέ καί δέν κάνει ποτέ λάθος, εἶναι πάντοτε κοντά σου· βλέπει τά πάντα χωρίς νά τόν ἐμποδίζει τό σκοτάδι. Μαζί μέ αὐτόν εἶναι σέ κάθε τόπο καί ὁ Θεός, γιατί δέν ὑπάρχει τόπος ἤ πράγμα ὅπου δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, ἀφοῦ εἶναι μεγαλύτερος ἀπ\’ ὅλα καί κρατᾶ ὅλους μέσα στό χέρι Του.

63. Ἄν οἱ στρατιῶτες μένουν πιστοί στόν Καίσαρα ἐπειδή τούς δίνει τίς τροφές, πόσο μᾶλλον πρέπει νά φροντίζομε νά εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα μέ ἀσίγητα στόματα τό Θεό καί νά εἴμαστε ἀρεστοί σ\’ Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος τά πάντα δημιούργησε γιά τόν ἄνθρωπο;

64. Ἡ εὐγνωμοσύνη στό Θεό καί ἡ ἐνάρετη ζωή εἶναι καρποφορία τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἀρεστή στό Θεό. Οἱ καρποί τῆς γῆς δέν γίνονται μέσα σέ μία ὥρα ἀλλά μέ τόν καιρό, μέ βροχές καί μέ καλλιέργεια. Ὅμοια καί ἡ καρποφορία τῶν ἀνθρώπων στολίζεται μέ τήν ἄσκηση, μέ τή μελέτη, μέ τό χρόνο, μέ τήν καρτερία, τήν ἐγκράτεια καί τήν ὑπομονή. Καί ἄν μέ αὐτά μερικοί σέ θεωροῦν εὐλαβῆ, ἐσύ μήν ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό σου ὅσο βρίσκεσαι στή ζωή καί μή νομίζεις γιά κανένα ἀπ\’ ὅσα κάνεις ὅτι ἀρέσει στόν Θεό. Γιατί πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι δέν εἶναι εὔκολο στόν ἄνθρωπο νά φυλάξει μέχρι τό τέλος τήν ἀναμαρτησία.

65. Τίποτε δέν εἶναι πιό πολύτιμο στόν ἄνθρωπο, ὅσο ὁ λόγος. Ὁ λόγος εἶναι τόσο δυνατός, ὥστε μέ τό λόγο καί τήν εὐχαριστία μας λατρεύομε τό Θεό, ἐνῶ μέ τόν ἄχρηστο καί δυσφημιστικό λόγο προκαλοῦμε τήν καταδίκη της ψυχῆς μας. Εἶναι ἀναίσθητος ὁ ἄνθρωπος πού κατηγορεῖ τή γέννησή του ἤ κάτι ἄλλο γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀφοῦ μέ τήν ἐλεύθερη θέλησή του μεταχειρίζεται λόγο ἤ ἔργο πονηρό.

66. Ἄν φροντίζομε νά θεραπεύομε τίς σωματικές ἀτέλειες γιά νά μή μᾶς εἰρωνεύονται ὅσοι μᾶς βλέπουν, πολύ περισσότερο εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νά φροντίζομε νά θεραπεύομε τά πάθη τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ μέλλουμε νά κριθοῦμε μπροστά στό Θεό· μή βρεθοῦμε ἄτιμοι ἤ καταγέλαστοι. Ἔχοντας τό αὐτεξούσιο, μποροῦμε νά μήν πραγματοποιήσομε τίς πονηρές πράξεις πού ἐπιθυμοῦμε, ἄν τό θελήσουμε. εἶναι στήν ἐξουσία μας νά ζοῦμε μέ τρόπο πού ἀρέσει στό Θεό· καί κανείς ποτέ δέν θά μᾶς ἐξαναγκάσει νά κάνομε χωρίς τή θέλησή μας κάτι κακό. Ἔτσι ἄν ἀγωνιζόμαστε, θά εἴμαστε ἄνθρωποι ἄξιοι τοῦ Θεοῦ καί θά ζήσομε σάν ἄγγελοι στούς οὐρανούς.

67. Ἄν θέλεις, εἶσαι δοῦλος τῶν παθῶν· ἄν θέλεις, εἶσαι ἐλεύθερος καί δέν θά ὑποκύψεις στά πάθη. Γιατί ὁ Θεός σέ ἔκανε αὐτεξούσιο. Καί ὅποιος νικᾶ τά πάθη τῆς σάρκας στεφανώνεται μέ τήν ἀφθαρσία. Ἄν δέν ὑπῆρχαν τά πάθη, δέν θά ὑπῆρχαν ἀρετές, οὔτε στεφάνια πού χαρίζονται ἀπό τό Θεό στούς ἀξίους.

68. Ἐκεῖνοι πού δέν βλέπουν τό συμφέρον τους ἄν καί γνωρίζουν τό ἀγαθό, ἔχουν τυφλή τήν ψυχή τους καί ἔχει πωρωθεῖ ἡ διακριτική δύναμή τους. Αὐτούς δέν πρέπει νά τούς προσέχουμε, γιά νά μήν πέσομε κι ἐμεῖς στά πάθη τους ἀπό ἀπρονοησία μας, σάν τυφλοί.

69. Ἐναντίον ἐκείνων πού ἁμαρτάνουν δέν πρέπει νά θυμώνομε καί ἄν ἀκόμη διαπράττουν ἐγκλήματα ἄξια τιμωρίας. Γιά χάρη τοῦ ἴδιου τοῦ δικαίου ὅμως πρέπει νά ἐπαναφέρομε ὅσους σφάλλουν καί νά τούς τιμωροῦμε ἄν τύχει, εἴτε μόνοι μας εἴτε μέσω ἄλλων, ἀλλά δέν πρέπει νά ὀργιζόμαστε, γιατί ἡ ὀργή ἐνεργεῖ σύμφωνα μέ τό πάθος· δέν κρίνει σωστά καί δέν βλέπει τό δίκαιο. Γι\’ αὐτό οὔτε κι ἐκείνους πού δείχνουν ὑπερβολική εὐσπλαχνία πρός ὅσους σφάλλουν πρέπει νά τούς παραδεχόμαστε· ἀλλά οἱ κακοί πρέπει νά τιμωροῦνται γιά τό καλό καί τή δικαιοσύνη καί ὄχι σύμφωνα μέ τό πάθος μας, τῆς ὀργῆς.

70. Μόνο ὅ,τι ἀποκτᾶ ἡ ψυχή εἶναι σίγουρο καί ἀναφαίρετο. Καί αὐτό εἶναι ἡ ἐνάρετη καί ἀρεστή στό Θεό ζωή καί ἡ γνώση καί τά καλά ἔργα. Ἐνῶ ὁ πλοῦτος εἶναι τυφλός ὁδηγός καί ἀνόητος σύμβουλος. ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια τήν ἀναίσθητη ψυχή του ἐκεῖνος πού μεταχειρίζεται τόν πλοῦτο μέ κακό καί φιλήδονο τρόπο.

71. Πρέπει οἱ ἄνθρωποι ἤ τίποτε τό περιττό νά μήν ἀποκτοῦν, ἤ ἄν ἔχουν, νά γνωρίζουν μέ βεβαιότητα ὅτι ὅλα τά πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ἀπό τή φύση τους φθαρτά καί εὔκολα ἀφαιροῦνται καί πετιοῦνται καί κομματιάζονται. Ἑπομένως δέν πρέπει νά θλίβονται μέ ὅσα συμβαίνουν.

72. Γνώριζε ὅτι οἱ σωματικοί πόνοι εἶναι φυσικοί γιά τό σῶμα, ἀφοῦ εἶναι φθαρτό καί ὑλικό. Πρέπει λοιπόν σ\’ αὐτές τίς περιπτώσεις ἡ παιδαγωγημένη ψυχή νά προβάλλει εὐχαρίστως καρτερία καί ὑπομονή καί νά μή κατηγορεῖ τό Θεό γιατί ἔπλασε τό σῶμα.

73. Ἐκεῖνοι πού ἀγωνίζονται στούς ὀλυμπιακούς ἀγῶνες δέν παίρνουν τό στεφάνι ὅταν νικήσουν τόν πρῶτο ἤ τόν δεύτερο ἤ τόν τρίτο, ἀλλά ὅταν νικήσουν ὅλους τοὺς συναγωνιζομένους. Ἔτσι καί ὅποιος θέλει νά στεφανωθεῖ ἀπό τό Θεό, πρέπει νά γυμνάζει τή ψυχή του στή σωφροσύνη· ὄχι μόνο σέ ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τό σῶμα, ἀλλά καί στά σχετικά μέ τά κέρδη καί τίς ἁρπαγές καί τό φθόνο καί τίς τροφές καί τή ματαιοδοξία καί τίς κατηγορίες καί τούς θανάτους καί ὅλα τά παρόμοια.

74. Νά μήν ἀκολουθοῦμε τήν ἐνάρετη καί θεάρεστη διαγωγή γιά νά μᾶς ἐπαινέσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς ἄς προτιμήσομε τήν ἐνάρετη ζωή. Γιατί κάθε ἡμέρα ὁ θάνατος εἶναι μπροστά στά μάτια μας καί τά ἀνθρώπινα εἶναι ἀβέβαια καί σκοτεινά.

75. Στήν ἐξουσία μας εἶναι νά ζήσομε μέ σωφροσύνη· τό νά γίνομε ὅμως πλούσιοι δέν εἶναι στήν ἐξουσία μας. Τί λοιπόν; Πρέπει νά καταδικάσομε τήν ψυχή μας γιά χάρη μιᾶς λιγόκαιρης φαντασίας τοῦ πλούτου ποὺ δέν εἶναι στήν ἐξουσία μας νά ἀποκτήσομε; Καί νά εἶναι ὁ πλοῦτος τό μόνο ποὺ ἐπιθυμοῦμε; Πόσο ἀνόητα τρέχομε χωρίς νά γνωρίζομε ὅτι πρώτη ἀπ\’ ὅλες τίς ἀρετές εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ὅπως καί πρῶτο ἀπ\’ ὅλα τά πάθη εἶναι ἡ γαστριμαργία καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὑλικῶν πραγμάτων!

76. Πρέπει νά ἔχομε ὑπόψη ἀκατάπαυστα οἱ φρόνιμοι ἄνθρωποι ὅτι μέ τό νά ὑποφέρομε μικρούς καί λιγόκαιρους κόπους στή ζωή, πολύ μεγάλη χαρά καί εὐχαρίστηση ἀπολαμβάνομε μετά τό θάνατο. Γι΄αὐτό ἐκεῖνος πού πολεμᾶ κατά τῶν παθῶν του καί θέλει νά στεφανωθεῖ ἀπό τό Θεό, ἄν πέσει σέ ἁμαρτία, ἄς μή χάσει τό θάρρος του καί μείνει στή πτώση του ἀπελπισμένος, ἀλλά νά σηκωθεῖ καί ν\’ ἀρχίσει πάλι νά ἀγωνίζεται καί νά φροντίσει νά στεφανωθεῖ. Καί ἄν ξαναπέσει, πρέπει μέχρι τήν τελευταία ἀναπνοή νά σηκώνεται. Γιατί οἱ σωματικοί κόποι εἶναι ὅπλα καί μέσα γιά ν\’ ἀποκτήσομε τίς ἀρετές καί σώζουν τήν ψυχή.

77. Οἱ θλίψεις καί τά λυπηρά πού συμβαίνουν στή ζωή, γίνονται ἀφορμή στούς ἀνδρείους καί ἄξιους ἀγωνιστές νά στεφανωθοῦν ἀπό τό Θεό. Γι\’ αὐτό πρέπει στή ζωή τους νά γίνουν σάν νεκροί γιά ὅλα τά βιοτικά πράγματα. γιατί ὁ νεκρός δέν θά φροντίσει ποτέ γιά τίποτε αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

78. Δέν πρέπει ἡ λογική καί ἀγωνιζόμενη ψυχή, εὐθύς ἀμέσως νά φοβᾶται καί νά δειλιάζει ἀπέναντι στά πάθη, γιατί ἔτσι θά θεωρηθεῖ δειλή καί θά περιφρονηθεῖ. Γιατί ἡ ψυχή πού ταράζεται ἀπό τίς φαντασίες τῆς ζωῆς, ἀπομακρύνεται ἀπό τά πρέποντα. Στά αἰώνια ἀγαθά προηγοῦνται οἱ ἀρετές τῆς ψυχῆς μας, ἐνῶ στίς αἰώνιες κολάσεις αἰτία εἶναι οἱ θεληματικές κακίες τῶν ἀνθρώπων.

79. Ὁ λογικός ἄνθρωπος πολεμεῖται διά μέσου τῶν αἰσθήσεων ἀπό τά ψυχικά πάθη. Πέντε εἶναι οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος: ὅραση, ὄσφρηση, ἀκοή, γεύση, ἁφή. Ὑποκύπτοντας μέσω τῶν αἰσθήσεων αὐτῶν στά τέσσερα πάθη αἰχμαλωτίζεται ἡ ἄθλια ψυχή. Κι εἶναι αὐτά τά τέσσερα πάθη τῆς ψυχῆς: κενοδοξία, χαρά, θυμός, δειλία. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος μέ τή φρόνηση καί τήν ἐπανειλημμένη σκέψη σάν καλός στρατηγός γίνει κύριος τῶν παθῶν καί τά νικήσει, δέν πολεμεῖται πλέον ἀπό αὐτά, ἀλλά ἔχει εἰρήνη στήν ψυχή του καί στεφανώνεται ἀπό τό Θεό ὡς νικητής.

80. Ἀπό ἐκείνους πού διανυκτερεύουν στά πανδοχεῖα, μερικοί βρίσκουν κρεβάτια. ἄλλοι δέν ἔχουν κρεβάτι· κοιμοῦνται στό πάτωμα καί ἐντούτοις ροχαλίζουν ὅπως κι ἐκεῖνοι πού κοιμοῦνται σέ κρεβάτι. Κι ὅταν περάσει ἡ νύχτα, πρωί- πρωί ἀφήνουν τό κρεβάτι τους καί τό πανδοχεῖο καί φεύγουν ὅλοι μαζί, ἔχοντας μόνο τά πράγματά τους. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὅλοι ὅσοι γεννιοῦνται σ\’ αὐτόν τόν κόσμο, καί οἱ φτωχοί καί οἱ πλούσιοι καί ἐπίσημοι, βγαίνουν ἀπό τήν ζωή σάν ἀπό πανδοχεῖο, χωρίς νά παίρνουν μαζί τους τίποτε ἀπό τίς ἀπολαύσεις τοῦ βίου καί ἀπό τά πλούτη τους, παρά μόνον τά ἔργα τους, καλά ἤ κακά, ὅσα ἔκαναν στή ζωή τους.

81. Ἄν κατέχεις καμιά ὑψηλή ἐξουσία, μή φοβερίσεις εὔκολα κανέναν μέ θάνατο, ἔχοντας ὑπόψη σου ὅτι καί σύ φυσικῶς εἶσαι ὑποκείμενος στό θάνατο καί ὅτι ἡ ψυχή βγάζει ἀπό πάνω της τό σῶμα σάν τελευταῖο ἔνδυμα. Αὐτό ἔχοντας ὑπόψη σου νά ἐξασκεῖσαι πάντοτε στήν πραότητα καί νά εὐεργετεῖς, εὐχαριστώντας πάντοτε τό Θεό. Γιατί ἐκεῖνος πού δέν εὐσπλαχνίζεται τούς ἄλλους δέν ἔχει ἀρετή πάνω του.

82. Τό θάνατο, εἶναι ἀδύνατο καί δέν ὑπάρχει τρόπος νά τόν ἀποφύγομε. Αὐτό τό γνωρίζουν οἱ πραγματικά στοχαστικοί ἄνθρωποι καί γυμνασμένοι στίς ἀρετές καί στίς θεάρεστες σκέψεις, καί δέχονται τό θάνατο χωρίς στεναγμούς καί φόβο καί ὑπερβολική λύπη, ἔχοντας ὑπόψη ὅτι δέν μποροῦν νά τόν ἀποφύγουν καί ὅτι μ\’ αὐτόν γλυτώνουν ἀπό τά κακά καί δυσάρεστά τοῦ βίου.

83. Ἐκείνους πού ἔχουν λησμονήσει ὁλότελα τήν ἐνάρετη ζωή πού εἶναι ἀρεστή στό Θεό καί δέν πιστεύουν τίς σωστές καί θεάρεστες διδασκαλίες, δέν πρέπει νά τούς μισοῦμε ἀλλά μᾶλλον νά τούς συμπονοῦμε, γιατί εἶναι βλαμμένη ἡ διακριτική δύναμη τῆς ψυχῆς τους καί εἶναι τυφλή ἡ καρδιά καί ἡ διάνοιά τους. Αὐτοί χάνονται γιατί ἀπό ἄγνοια δέχτηκαν τό κακό ὡς καλό καί δέν γνωρίζουν τό Θεό οἱ τρισάθλιοι καί μωροί.

84. Νά ἀποφεύγεις νά μιλᾶς γιά τήν ἀρετή καί τήν εὐσέβεια στούς πολλούς. Δέν τό λέω αὐτό ἀπό φθόνο, ἀλλά γιατί κατά τήν γνώμη μου θά φανεῖς γελοῖος στούς ἀνόητους. Τό ὅμοιο χαίρεται μέ τό ὅμοιό του. Οἱ λόγοι γιά τήν ἀρετή καί τήν εὐσέβεια ἔχουν λίγους ἀκροατές καί ἴσως ἐντελῶς μετρημένους. Καλύτερα νά μήν μιλᾶς, παρεκτός μόνο ἐκεῖνα πού θέλει ὁ Θεός γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

85. Ἡ ψυχή πάσχει μαζί μέ τό σῶμα, ἐνῶ τό σῶμα δέν πάσχει μαζί μέ τήν ψυχή. Λόγου χάρη, ὅταν κόβεται τό σῶμα, ὑποφέρει καί ἡ ψυχή. Ὅταν τό σῶμα εἶναι δυνατό καί γερό, συνευχαριστιέται τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὅμως σκέφτεται ἡ ψυχή, δέν σκέφτεται καί τό σῶμα, ἀλλά μένει μόνο του κατά μέρος, γιατί ἡ σκέψη εἶναι ἰδιότητα τῆς ψυχῆς. Ὅπως καί ἡ ἄγνοια, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀπιστία, ἡ πλεονεξία, τό μίσος, ὁ φθόνος, ἡ ὀργή, ἡ ἀδιαφορία, ἡ κενοδοξία, ἡ ἐπιθυμία τῆς τιμῆς, ἡ διχόνοια καί ἡ αἴσθηση τοῦ καλοῦ· ὅλα αὐτά τά ἐνεργεῖ ἡ ψυχή.

86. Ἔχοντας τό νοῦ σου στό Θεό, νά εἶσαι εὐσεβής, δηλαδή χωρίς φθόνο, ἀγαθός, ἐγκρατής, πράος, νά δίνεις ὅσο μπορεῖς, νά εἶσαι κοινωνικός, εἰρηνικός καί τά παρόμοια, Γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἀναφαίρετη περιουσία τῆς ψυχῆς, τό νά εἶσαι ἀρεστός στό Θεό μέ τίς παραπάνω ἀρετές· μέ τό νά μήν κρίνεις κανένα, οὔτε νά λές ὅτι ὁ τάδε εἶναι κακός καί ἁμάρτησε, ἀλλά καλύτερα νά ἀναζητεῖς τά δικά σου ἁμαρτήματα καί νά ἐξετάζεις τή ζωή σου ἄν εἶναι ἀρεστή στό Θεό. Τί μᾶς ἐνδιαφέρει ἄν ὁ ἄλλος εἶναι κακός;

87. Ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος φροντίζει νά εἶναι εὐσεβής. Καί εὐσεβής εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἐπιθυμεῖ τά ξένα πράγματα. Ξένα γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ὅλα τά κτίσματα, καί σάν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι, ὅλα τά περιφρονεῖ. Γίνεται ὁ ἄνθρωπος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὅταν ζεῖ ὀρθά καί θεάρεστα. Αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει, ἄν δέν ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τίς μέριμνες τῆς ζωῆς. Ἐκεῖνος πού ἔχει νοῦ πού ἀγαπᾶ τό Θεό, γνωρίζει πόση ψυχική ὠφέλεια καί εὐλάβεια προέρχεται ἀπό αὐτό. Ὁ θεοσεβής ἄνθρωπος δέν κατηγορεῖ κανένα γιά τίς ἁμαρτίες του παρά μόνο τόν ἑαυτό του. Καί αὐτό εἶναι σημάδι σωτηρίας τῆς ψυχῆς.

88. Ὅσοι φροντίζουν νά ἀποκτήσουν τά πρόσκαιρα ἀγαθά ἀκόμη καί μέ τήν βία, καί ἀγαποῦν τά ἔργα τῆς κακίας ἀψηφώντας τό θάνατο καί τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τους, χωρίς νά βλέπουν οἱ ἄθλιοι τό συμφέρον τους, τοῦτοι δέν λογαριάζουν τί ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι μετά τό θάνατο ἀπό τήν κακία.

89. Ἡ κακία εἶναι πάθος πού βρίσκεται στήν ὕλη. Τῆς κακίας ὅμως δέν εἶναι αἴτιος ὁ Θεός. Αὐτός ἔδωσε στούς ἀνθρώπους γνώση καί ἐπιτηδειότητα καί τήν ἰδιότητα νά διακρίνουν τό καλό ἀπό τό κακό καί αὐτεξουσιότητα. Αὐτό πού γεννᾶ ὅλα τά πάθη τῆς κακίας εἶναι ἡ ἀμέλεια καί ἡ ὀκνηρία τῶν ἀνθρώπων· ὁ Θεός δέν φταίει διόλου σ\’ αὐτό. Ἀπό τήν κακή τους προαίρεση οἱ δαίμονες ἔγιναν πονηροί, ὅπως καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι.

90. Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἀχώριστος ἀπό τήν εὐσέβεια, δέν ἐπιτρέπει νά εἰσχωρήσει κρυφά ἡ κακία στήν ψυχή του. Ὅταν ἀπουσιάζει ἡ κακία, τότε ἡ ψυχή οὔτε κίνδυνο ἔχει, οὔτε βλάπτεται ἀπό τίποτε. Τέτοιους ἀνθρώπους οὔτε ἀπαίσιος δαίμονας, οὔτε κακή μοίρα τούς κυριεύει, γιατί ὁ Θεός τούς γλυτώνει ἀπό κινδύνους καί ζοῦν χωρίς νά ὑποστοῦν βλάβη, θεῖοι καί ἔξοχοι. Καί ἄν κανείς ἐπαινέσει ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, αὐτός γελᾶ μέσα του γι\’ αὐτούς πού τόν ἐπαινοῦν. Καί ἄν κανείς τόν κατηγορεῖ, δέν δικαιολογεῖται σέ ὅσους τόν κατηγοροῦν. οὔτε κἄν ἀγανακτεῖ γιά ὅ,τι τοῦ λένε.

91. Ἡ κακία ἀκολουθεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση ὅπως ἡ σκουριά τό χαλκό καί ἡ ἀκαθαρσία τό σῶμα. Ἀλλά οὔτε ὁ χαλκουργός ἔκανε τή σκουριά, οὔτε οἱ γονεῖς τήν ἀκαθαρσία. Ἔτσι οὔτε τήν κακία τήν ἔκανε ὁ Θεός. Ἔδωσε γνώση στόν ἄνθρωπο καί δύναμη νά διακρίνει γιά νά ἀποφύγει τό κακό, γνωρίζοντας ὅτι βλάπτεται ἀπό τό κακό καί τιμωρεῖται. Πρόσεχε λοιπόν μήπως δεῖ κανένα νά εἶναι εὐτυχής μέσα σέ ἐξουσία καί πλοῦτο καί τόν καλοτυχίσεις, παρασυρόμενος ἀπό τόν δαίμονα. Ἀλλά εὐθύς νά βάλεις τό θάνατο μπροστά στά μάτια σου καί ποτέ δέν θά ἐπιθυμήσεις κανένα κακό ἤ γήινο.

92. Ὁ Θεός μας στά ἐπουράνια χάρισε τήν ἀθανασία καί τά ἐπίγεια τά ἔβαλε μέσα στήν μεταβολή. Στό σύμπαν δώρισε ζωή καί κίνηση. Ὅλα αὐτά γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Γι\’ αὐτό νά μήν παρασύρεσαι ἀπό τά ἐξωτερικά φαινόμενα τοῦ βίου πού ὑποβάλλει στό νοῦ σου ὁ διάβολος – γιατί αὐτός εἶναι πού ὑποβάλλει στήν ψυχή τίς πονηρές ἐνθυμήσεις-, ἀλλά εὐθύς νά θυμᾶσαι τά οὐράνια ἀγαθά καί νά λές στόν ἑαυτό σου: «Ἄν θέλω, μπορῶ νά νικήσω κι αὐτό τό πάθος. Δέ θά νικήσω ὅμως ἄν θέλω νά πετύχω τήν δική μου ὄρεξη». Ἔτσι λοιπόν νά ἀσκεῖσαι, γιατί ἔτσι μπορεῖς νά σώσεις τήν ψυχή σου.

93. Ζωή εἶναι ἡ ἕνωση καί σχέση τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ὁ θάνατος δέν εἶναι καταστροφή αὐτῶν πού ἑνώθηκαν, ἀλλά διάλυση τῆς γνώσεώς τους. Γιατί μέσα στό Θεό διατηροῦνται ὅλα καί μετά τή διάλυσή τους.

94. Ὁ νοῦς δέν εἶναι ψυχή ἀλλά δωρεά τοῦ Θεοῦ πού σώζει τή ψυχή καί προηγεῖται καί τήν συμβουλεύει – δηλαδή ὁ νοῦς πού εἶναι εὐάρεστος στό Θεό. Τή συμβουλεύει λοιπόν, τά πρόσκαιρα καί ὑλικά καί φθαρτά νά τά καταφρονήσει καί νά ἐρωτευθεῖ τά αἰώνια καί ἄφθαρτα καί ἄυλα ἀγαθά. Καί ἐνῶ θά ζεῖ μέ τό σῶμα στή γῆ, νά κατανοεῖ μέ τό νοῦ καί νά θεωρεῖ ὅλα τά οὐράνια καί τά σχετικά μέ τό Θεό. Ὁ θεοφιλής λοιπόν νοῦς εἶναι εὐεργέτης καί σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

95. Ἡ ψυχή ὅταν ἑνωθεῖ μέ τό σῶμα, εὐθύς ἀπό τήν λύπη καί τήν ἡδονή σκοτίζεται καί χάνεται. Καί εἶναι ἡ λύπη καί ἡ ἡδονή σάν τούς χυμούς τοῦ σώματος. Ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τό Θεό κάνει τό ἀντίθετο. στενοχωρεῖ τό σῶμα καί σώζει τήν ψυχή, σάν γιατρός πού κατακόβει καί καυτηριάζει τά σώματα.

96. Ὅσες ψυχές δέν ἔχουν ἡνίοχο τό λογικό καί δέν κυβερνιοῦνται ἀπό τό νοῦ, γιά νά σφίγγει καί νά ἀναχαιτίζει καί νά κυβερνᾶ τά πάθη τους, δηλ. τή λύπη καί τήν ἡδονή, αὐτές οἱ ψυχές χάνονται σάν τά ἄλογα ζῶα, μέ τό νά παρασύρεται ἡ λογική δύναμη τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη σάν τόν ἡνίοχο πού νικήθηκε ἀπό τά ἄλογα τοῦ ἁμαξιοῦ.

97. Πολύ μεγάλη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς καί ἀφανισμός καί καταστροφή εἶναι τό νά μήν γνωρίζει τό Θεό, πού ὅλα τά δημιούργησε γιά τόν ἄνθρωπο καί τοῦ δώρισε τό νοῦ καί τό λογικό, μέ τά ὁποία πετώντας ὁ ἄνθρωπος, ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί Τόν ἐννοεῖ καί Τόν δοξάζει.

98. Ἡ ψυχή βρίσκεται μέσα στό σῶμα, στήν ψυχή βρίσκεται ὁ νοῦς καί μέσα στό νοῦ βρίσκεται τό λογικό. Μέ αὐτά στοχαζόμαστε καί δοξολογοῦμε τό Θεό, ὁ Ὁποῖος παρέχει στήν ψυχή τήν ἀθανασία, τήν ἀφθαρσία καί τήν αἰώνια ἀπόλαυση. Ἐπειδή ὁ Θεός σέ ὅλα τά ὄντα, μόνο ἀπό ἀγαθότητα, χάρισε τήν ὕπαρξη.

99. Ὁ Θεός ἀφοῦ ἔκανε τόν ἄνθρωπο αὐτεξούσιο, ὡς πλουσιόδωρος καί ἀγαθός πού εἶναι, τοῦ ἔδωσε καί τήν δύναμη, ἄν θέλει, νά γίνεται ἀρεστός σ\’ Αὐτόν. Καί ἀρέσει στό Θεό τό νά μήν ὑπάρχει κακία στούς ἀνθρώπους. Ἄν τώρα οἱ ἄνθρωποι ἐπαινοῦν τά καλά ἔργα καί τίς ἀρετές τῆς ἁγίας ψυχῆς πού ἀγαπᾶ τό Θεό καί κατηγοροῦν τίς αἰσχρές καί πονηρές πράξεις, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος θέλει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου;

100. Τά ἀγαθά ἀπό τόν ἀγαθό Θεό τά παίρνει ὁ ἄνθρωπος. γι\’ αὐτό τό σκοπό καί δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό. Τά κακά ἐπισύρει ὁ ἄνθρωπος ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του ἐξαιτίας τῆς κακίας, τῆς ἐπιθυμίας καί τῆς ἀναισθησίας του.

101. Ἡ ἀσυλλόγιστη ψυχή, ἐνῶ εἶναι ἀθάνατη καί κυριαρχεῖ πάνω στό σῶμα, γίνεται δούλη τοῦ σώματος μέ τίς ἡδονές καί δέν ἐννοεῖ ὅτι ἡ σωματική ἀπόλαυση εἶναι βλάβη τῆς ψυχῆς. Πέφτοντας σέ ἀναισθησία καί μωρία, φροντίζει μόνο γιά τίς ἀπολαύσεις τοῦ σώματος.

102. Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πονηρός. Κανένα κακό δέν ὑπάρχει στόν οὐρανό, κανένα καλό δέν ὑπάρχει πάνω στή γῆ. Ὁ λογικός ἄνθρωπος διαλέγει τό καλύτερο καί γνωρίζει τό Θεό τῶν ὅλων καί Τόν εὐχαριστεῖ καί Τόν ὑμνεῖ. καί ὅσο ζεῖ ἀποστρέφεται τό σῶμα του καί δέν ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του νά ἐκτελέσει τίς πονηρές ἐπιθυμίες του, γιατί γνωρίζει ὅτι ἔχουν τήν δύναμη νά ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ἀπώλεια.

103. Ὁ πονηρός ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τήν πλεονεξία καί περιφρονεῖ τή δικαιοσύνη καί τήν ἀρετή· καί οὔτε τήν ἀβεβαιότητα καί τήν ἀκαταστασία καί τό λιγόχρονο τῆς ζωῆς συλλογίζεται, οὔτε τόν θάνατο πού εἶναι ἀναπόφευκτος καί δέν μπορεῖ κανείς μέ δῶρα νά τόν δελεάσει. Ἄν εἶναι γέροντας αἰσχρός καί ἀσυλλόγιστος, τότε εἶναι σάν τό σάπιο ξύλο πού δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ σέ τίποτε.

104. Ὅταν ἔχομε πρῶτα δοκιμάσει ἐκεῖνα πού μᾶς λυποῦν καί μᾶς στενοχωροῦν, τότε αἰσθανόμαστε τή χαρά καί τήν ἡδονή. Λόγου χάρη, δέν πίνει κανείς εὐχάριστα ἄν δέν διψάσει, οὔτε τρώει εὐχάριστα ἄν δέν πεινάσει, οὔτε κοιμᾶται μ\’ εὐχαρίστηση ἄν δέν νυστάξει πάρα πολύ, οὔτε χαίρεται πραγματικά ἄν πρωτύτερα δέν λυπηθεῖ. Ἔτσι οὔτε τά αἰώνια ἀγαθά θά ἀπολαύσομε ἄν δέν καταφρονήσομε τά πρόσκαιρα καί λιγόκαιρα.

105. Τό λογικό εἶναι ὑπηρέτης τοῦ νοῦ. Ὅ,τι θέλει ὁ νοῦς, ἐξηγεῖ καί ἐκφράζει τό λογικό.

106. Ὁ νοῦς βλέπει τά πάντα, ἀκόμα καί τά ἐπουράνια· τίποτε δέν τόν σκοτεινιάζει παρά μόνο ἡ ἁμαρτία. Στόν καθαρό νοῦ τίποτε δέν εἶναι ἀκατανόητο, ὅπως καί γιά τόν λόγο τίποτε δέν ὑπάρχει πού νά μήν μπορεῖ νά τό ἐκφράσει.

107. Ὁ ἄνθρωπος ἐξαιτίας τοῦ σώματος εἶναι θνητός, ἀλλά ἐξαιτίας τοῦ νοῦ καί τοῦ λογικοῦ εἶναι ἀθάνατος. Ἐνῶ σωπαίνεις σκέφτεσαι, κι ὅταν σκεφτεῖς μιλᾶς, γιατί μέσα στή σιωπή ὁ νοῦς γεννᾶ τό λόγο. Εὐχάριστος λόγος πού προσφέρεται στό Θεό, εἶναι σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

108. Ἐκεῖνος πού μιλάει τά ἀσυλλόγιστα δέν ἔχει νοῦ, γιατί δέ μιλᾶ ἔπειτα ἀπό σκέψη. Ἀλλά σκέψου καί κοίταξε τί συμφέρει νά κάνεις γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου.

109. Ὁ λόγος πού βγαίνει ἀπό τό νοῦ ἔπειτα ἀπό σκέψη καί εἶναι ψυχωφελής, εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, ὁ λόγος πού εἶναι γεμάτος φλυαρία καί συζητεῖ γιά τό μέγεθος καί τίς διαστάσεις τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί πόσο μεγάλος εἶναι ὁ ἥλιος καί τά ἄστρα, εἶναι ἐφεύρημα ἀνθρώπου πού ματαιοπονεῖ. Γιατί ζητᾶ ἐκεῖνα πού δέν ὠφελοῦν, κομπάζοντας μάταια, σάν νά θέλει νά ἀντλήσει νερό μέ τό κόσκινο. Αὐτά ὅμως δέν εἶναι δυνατό νά τά βροῦν οἱ ἄνθρωποι.

110. Κανένας δέ βλέπει τόν οὐρανό καί δέν μπορεῖ νά ἐννοήσει ὅσα αὐτός περιέχει, παρά μόνο ὁ ἄνθρωπος πού φροντίζει νά ζεῖ ἐνάρετα καί συλλογίζεται καί δοξάζει Ἐκεῖνον πού τόν ἔπλασε γιά νά τόν σώσει καί νά τοῦ χαρίσει τή ζωή. Γιατί γνωρίζει αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τό Θεό ὅτι χωρίς τό Θεό τίποτε δέν ὑπάρχει. Ὁ Θεός εἶναι σέ κάθε τόπο καί σέ κάθε πράγμα, ἐπειδή εἶναι ἀπεριόριστος.

111. \’Ὅπως βγαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ἔτσι βγαίνει γυμνή καί ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Ἄλλη καθαρή καί φωτεινή, ἄλλη λερωμένη ἀπό τά σφάλματα καί ἄλλη μαύρη ἀπό τίς πολλές ἁμαρτίες της. Γι\’ αὐτό ἡ ψυχή πού χρησιμοποιεῖ ὀρθά τό λογικό της καί ἀγαπᾶ τό Θεό, βάζει στό νοῦ της καί συλλογίζεται τά μετά θάνατον κακά καί ζεῖ μέ εὐσέβεια γιά νά μήν καταδικαστεῖ καί πέσει μέσα σ\’ αὐτά. Ἐκεῖνοι πού ἀπιστοῦν, ζοῦν μέ ἀσέβεια καί ἁμαρτάνουν, περιφρονώντας οἱ ἀνόητοι τά μετά θάνατον.

112. Ὅπως ὅταν βγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του δέν θυμᾶται τίποτε ἀπό τή ζωή πού εἶχε ἐκεῖ, ἔτσι καί ὅταν βγεῖς ἀπό τό σῶμα δέν θυμᾶσαι τά τοῦ σώματος.

113. Ὅπως ὅταν βγεῖς ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας σου, γίνεται καλύτερο καί μεγαλύτερο τό σῶμα σου, ἔτσι ὅταν βγεῖς ἀπό τό σῶμα καθαρός καί χωρίς κηλίδες, θά εἶσαι καλύτερος καί ἄφθαρτος διαμένοντας στούς οὐρανούς.

114. Ὅπως ὅταν τελειοποιηθεῖ τό ἔμβρυο μέσα στήν κοιλιά τῆς μητέρας, εἶναι ἀνάγκη νά γεννηθεῖ, ἔτσι καί ἡ ψυχή ὅταν συμπληρώσει μέσα στό σῶμα τό ὅριο πού ἔχει θέσει ὁ Θεός, εἶναι ἀνάγκη νά βγεῖ ἀπό τό σῶμα.

115. Ὅπως μεταχειριστεῖς τήν ψυχή σου ὅσο βρίσκεται στό σῶμα σου, κατά τόν ἴδιο τρόπο θά σέ μεταχειριστεῖ καί αὐτή ὅταν βγεῖ ἀπό τό σῶμα. Ἐκεῖνος πού περιποιήθηκε τό σῶμα του πλούσια καί τρυφηλά, προξενεῖ κακό στόν ἑαυτό του μετά τόν θάνατο, γιατί καταδίκασε τήν ψυχή του ὡς ἀνόητος.

116. Ὅπως τό ἔμβρυο ὅταν βγεῖ ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του πρόωρα δέν μπορεῖ νά ἐπιβιώσει, ἔτσι καί ἡ ψυχή ὅταν βγεῖ ἀπό τό σῶμα χωρίς νά ἔχει φτάσει στή γνώση τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνάρετη ζωή της, δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ἤ νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό.

117. Τό σῶμα ὅταν ἑνώνεται μέ τήν ψυχή, βγαίνει ἀπό τό σκοτάδι τῆς κοιλιᾶς στό φῶς. Καί ἡ ψυχή ὅταν ἑνώνεται μέ τό σῶμα, δεσμεύεται στό σκοτάδι τοῦ σώματος. Γι\’ αὐτό πρέπει νά μισοῦμε καί νά παιδεύομε τό σῶμα σάν ἐχθρό καί ἀντίπαλό τῆς ψυχῆς. Γιατί τά ἄφθονα καί ὀρεκτικά φαγητά διεγείρουν τά πάθη τῆς κακίας στούς ἀνθρώπους. ἐνῶ ἡ ἐγκράτεια στό φαγητό μετριάζει τά πάθη καί σώζει τήν ψυχή.

118. Ἡ ὅραση τοῦ σώματος εἶναι τά μάτια ἐνῶ ἡ ὅραση τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. Καί ὅπως τό σῶμα χωρίς τά μάτια εἶναι τυφλό καί δέν βλέπει τόν ἥλιο πού φωτίζει τήν γῆ καί τήν θάλασσα, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού δέν ἔχει καλό καί φρόνιμο νοῦ καί ἐνάρετη ζωή, εἶναι τυφλή καί δέν κατανοεῖ τόν Θεό, τόν δημιουργό καί εὐεργέτη τῶν ὅλων, οὔτε Τόν δοξάζει, οὔτε μπορεῖ νά ἀπολαύσει τήν ἀφθαρσία Του καί τά αἰώνια ἀγαθά.

119. Ἀναισθησία καί μωρία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Γιατί τό κακό γεννιέται ἀπό τήν ἄγνοια, ἐνῶ τό ἀγαθό ἔρχεται στούς ἀνθρώπους ἀπό τή γνώση τοῦ Θεοῦ καί σώζει τήν ψυχή. Ἄν λοιπόν δέν προσπαθεῖς νά πραγματοποιεῖς τά δικά σου θελήματα, ἀλλά παραμένεις ἄγρυπνος καί γνωρίζεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἔχεις τό νοῦ σου προσηλωμένο στίς ἀρετές. Ἄν ὅμως φροντίζεις νά κάνεις τίς κακές σου ἐπιθυμίες γιά χάρη τῆς ἡδονῆς, τότε εἶσαι σάν μεθυσμένος ἀπό τήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καί χάνεσαι σάν τά ἄλογα ζῶα, γιατί δέν συλλογίζεσαι τίς μετά θάνατον τιμωρίες.

120. Πρόνοια εἶναι ἐκεῖνα πού γίνονται κατά θεία φυσική αἰτία, ὅπως ἡ ἀνατολή καί δύση τοῦ ἡλίου καθημερινά καί ἡ καρποφορία τῆς γῆς. Ἔτσι καί νόμος λέγεται ἐκεῖνο πού γίνεται σύμφωνα μέ μιὰ ἀνθρώπινη φυσική ἀνάγκη. Ὅλα ἔγιναν γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου.

121. Ὅσα κάνει ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ἀγαθός, τά κάνει γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος εἴτε καλά εἴτε κακά, τά κάνει γιά χάρη τοῦ ἑαυτοῦ του. Καί γιά νά μήν θαυμάζεις τήν εὐτυχία τῶν κακῶν ἀνθρώπων, ἔχε ὑπόψη σου ὅτι καί οἱ πόλεις διατηροῦν καί τρέφουν τούς δημίους χωρίς νά τούς ἐπαινοῦν γιά τήν κακή τους ἰδιότητα, ἀλλά μέ αὐτούς τιμωροῦν τούς κακοποιούς. Ἔτσι καί ὁ Θεός ἐπιτρέπει στούς κακούς νά φέρονται δυναστικά στούς ἄλλους, ὥστε μέ αὐτούς νά τιμωροῦνται οἱ ἀσεβεῖς. Στό τέλος κι αὐτούς τούς καταδικάζει, ἐπειδή τυράννησαν τούς ἀνθρώπους ὄχι ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὡς δοῦλοι τῆς δικῆς τους κακίας.

122. Ἄν οἱ εἰδωλολάτρες γνώριζαν τί σέβονται, δέν θά πλανιόνταν οἱ ἄθλιοι μακριά ἀπό τήν ἀληθινή πίστη, ἀλλά βλέποντας τήν εὐπρέπεια καί τήν τάξη καί τήν πρόνοια ἐκείνων πού ἔκανε καί κάνει συνεχῶς ὁ Θεός, θά γνώριζαν Ἐκεῖνον πού ἔκανε ὅλα αὐτά γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου.

123. Ὁ ἄνθρωπος σάν κακός καί ἄδικος πού εἶναι, μπορεῖ καί νά σκοτώσει ἄνθρωπο. Ὁ Θεός ὅμως δέν παύει νά χαρίζει ζωή στούς ἀνάξιους. Ὡς πλουσιόδωρος καί ἀγαθός ἀπό τήν φύση Του, θέλησε νά γίνει ὁ κόσμος καί ἔγινε. Καί αὐτό γίνεται γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου καί γιά τή σωτηρία του.

124. Ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ἐννόησε τί εἶναι τό σῶμα, ὅτι δηλαδή εἶναι φθαρτό καί λιγόχρονο.Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἐννοεῖ καί τήν ψυχή ὅτι ἔχει θεϊκή καταγωγή, ὅτι εἶναι ἀθάνατη καί πνοή τοῦ Θεοῦ καί ὅτι γιά δοκιμασία καί θέωση συνδέθηκε μέ τό σῶμα. Ἐκεῖνος πού ἐννόησε τί εἶναι ἡ ψυχή, ζεῖ μέ σωστό καί θεάρεστο τρόπο καί δέν ὑπακούει στό σῶμα του, ἀλλά βλέποντας νοερά τό Θεό σκέφτεται καί τά αἰώνια ἀγαθά πού χαρίζει ὁ Θεός στή ψυχή.

125. Ὁ Θεός ὡς ἀγαθός καί πλουσιόδωρος, ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τό δικαίωμα καί τήν ἐλευθερία νά κάνει τό καλό ἤ τό κακό. Τοῦ ἔδωσε ἀκόμη καί γνώση γιά νά παρατηρεῖ τόν κόσμο καί τά δημιουργήματα καί νά γνωρίσει Ἐκεῖνον πού ὅλα τά δημιούργησε γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Στό βέβηλο ὅμως καί ἀσεβῆ, ἐπιτρέπεται νά θέλει καί νά μήν ἐννοεῖ τόν Θεό. Μπορεῖ δηλαδή καί νά ἀπιστεῖ καί νά μήν κατορθώνει νά μάθει τήν ἀλήθεια καί νά φρονεῖ ἀντίθετα πρός αὐτή. Τόση ἐξουσία ἔχει ὁ ἄνθρωπος πάνω στό καλό καί στό κακό.

126. Προσταγή τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅσο μεγαλώνει τό σῶμα, νά γεμίζει ἡ ψυχή ἀπό νοῦ, γιά νά βλέπει ὁ ἄνθρωπος τό καλό καί τό κακό καί νά διαλέξει. Ἡ ψυχή ὅμως πού δέν διαλέγει τό καλό, δέν ἔχει νοῦ. Ἑπομένως ὅλα τά σώματα ἔχουν ψυχή, δέν ἔχουν ὅμως ὅλες οἱ ψυχές νοῦ. Γιατί ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τό Θεό ὑπάρχει στούς φρόνιμους καί ὁσίους καί δίκαιους καί καθαρούς καί ἀγαθούς καί ἐλεήμονες καί εὐσεβεῖς. Καί ἡ παρουσία τέτοιου νοῦ βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά πλησιάσει τό Θεό.

127. Ἕνα πράγμα μόνο δέν εἶναι δυνατό στόν ἄνθρωπο, τό νά εἶναι ἀθάνατος (δηλαδή κατά τό σῶμα, ἐπειδή ἡ ψυχή εἶναι ἀθάνατη· ἀλλά καί τό σῶμα μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θά γίνει ἀθάνατο). Νά ἑνωθεῖ ὅμως μέ τό Θεό τοῦ εἶναι δυνατό, ἄν καταλάβει ὅτι μπορεῖ νά ἑνωθεῖ. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού θέλει καί στοχάζεται καί πιστεύει καί ἀγαπᾶ, μέ τήν ἐνάρετη ζωή του γίνεται ἀχώριστος σύντροφος τοῦ Θεοῦ.

128. Τό μάτι τοῦ ἀνθρώπου μόνο τά φαινόμενα καί ὁρατά βλέπει. Ὁ νοῦς παρατηρεῖ καί ἐννοεῖ τά ἀόρατα. Γιατί ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τό Θεό εἶναι φῶς τῆς ψυχῆς. καί ὅποιος ἔχει νοῦ θεοφιλῆ, εἶναι φωτισμένη ἡ καρδιά του καί βλέπει τό Θεό νοερά.

129. Κανένας ἀγαθός ἄνθρωπος δέν εἶναι αἰσχρός. Ἀλλά ἐκεῖνος πού δέν εἶναι καλός, εἶναι ὁπωσδήποτε κακός καί φίλος τοῦ σώματος. Πρώτη ἀρετή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ περιφρόνηση τῆς σάρκας. Γιατί ὁ ἀποχωρισμός ἀπό τά πρόσκαιρα καί φθαρτά καί ὑλικά, πού γίνεται μέ τή θέλησή μας καί ὄχι ἐξαιτίας τῆς φτώχειας, μᾶς κάνει κληρονόμους τῶν αἰωνίων καί ἀθανάτων ἀγαθῶν.

130. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει νοῦ γνωρίζει τόν ἑαυτό του τί εἶναι, ὅτι δηλαδή ὡς ἄνθρωπος εἶναι φθαρτός. Ἐκεῖνος πού γνωρίζει τόν ἑαυτό του, γνωρίζει ὅτι ὅλα εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καί δημιουργήθηκαν γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι στήν ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου νά ἐννοήσει τά πάντα καί νά πιστέψει σωστά. Καί γνωρίζει ἀσφαλῶς ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ὅτι ἐκεῖνοι πού περιφρονοῦν τά βιοτικά πράγματα ἐλάχιστα κοπιάζουν, ἐνῶ κερδίζουν ἀπόλαυση καί ἀνάπαυση αἰώνια ἀπό τό Θεό μετά τό θάνατο.

131. Ὅπως τό σῶμα χωρίς τήν ψυχή εἶναι νεκρό, ἔτσι καί ἡ ψυχή χωρίς τήν ἐπιτηδειότητα νά νοεῖ, εἶναι ἀκαλλιέργητη καί ἄχρηστη καί δέν μπορεῖ νά γίνει κληρονόμος τοῦ Θεοῦ.

132. Ἀπ\’ ὅλα τά δημιουργήματα ὁ Θεός ἀκούει μόνο τόν ἄνθρωπο, μόνο στόν ἄνθρωπο φανερώνεται. Φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Θεός ὅπου καί ἄν εἶναι καί φέρεται πάντοτε ὡς Θεός. Μόνον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀντάξιος προσκυνητής τοῦ Θεοῦ. Γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός μεταμορφώνεται.

133. Ὁ Θεός γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου ἔπλασε τά πάντα, τόν οὐρανό μέ τά οὐράνια σώματα πού τόν στολίζουν, ὅπως καί τή γῆ πού οἱ ἄνθρωποι καλλιεργοῦν γιά τόν ἑαυτό τους. Ἐκεῖνοι πού δέν αἰσθάνονται τήν τόσο μεγάλη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀνόητοι.

134. Τό καλό δέ φαίνεται, ὅπως καί τά οὐράνια. Τό κακό εἶναι φανερό, ὅπως καί τά ἐπίγεια. Καλό εἶναι ἐκεῖνο πού δέν συγκρίνεται μέ τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει φρόνηση διαλέγει τό καλύτερο. Γιατί μόνον ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐννοήσει τό Θεό καί τά δημιουργήματά Του.

135. Ὁ νοῦς φανερώνεται μέσα στήν ψυχή, ἐνῶ ἡ ὑλική φύση φανερώνεται στό σῶμα. Ὁ νοῦς φέρνει σέ θέωση τήν ψυχή, ἐνῶ ἡ ὑλική φύση τοῦ σώματος διαλύεται. Καί σέ κάθε σῶμα ὑπάρχει ὑλική σύσταση, δέν ὑπάρχει ὅμως καί σέ κάθε ψυχή φρόνηση. Γι\’ αὐτό τό λόγο καί δέν σώζεται κάθε ψυχή.

136. Ἡ ψυχή εἶναι στόν κόσμο, γιατί εἶναι γεννημένη, ἐνῶ ὁ νοῦς εἶναι παραπάνω ἀπό τόν κόσμο, γιατί εἶναι ἀγέννητος. Ἡ ψυχή ὅμως πού ἀντιλαμβάνεται τά πράγματα τοῦ κόσμου καί ἐπιθυμεῖ νά σωθεῖ, κάθε στιγμή ἔχει ἕνα νόμο ἀπαράβατο καί συλλογίζεται ὅτι τώρα εἶναι ὁ ἀγώνας, τώρα δίνει ἐξετάσεις καί δέν ἐπιτρέπεται νά διακόψει τόν κριτή. σκέφτεται ὅτι ἡ ψυχή σώζεται ἤ χάνεται γιά μία μικρή καί αἰσχρή ἡδονή.

137. Στή γῆ δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό γέννηση καί θάνατος, ἐνῶ στόν οὐρανό πρόνοια καί τό ἀμετάβλητο. Καί ὅλα ἔγιναν γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου καί γιά τή σωτηρία του. Γιατί ὁ Θεός ἐνῶ δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε, δημιούργησε γιά τούς ἀνθρώπους τόν οὐρανό καί τή γῆ καί τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου, προσπαθώντας νά τούς ἐξασφαλίσει μ\’ αὐτά τήν ἀπόλαυση κάθε ἀγαθοῦ.

138. Τά θνητά εἶναι κατώτερα ἀπό τά ἀθάνατα. Ἀλλά τά ἀθάνατα ὑπηρετοῦν τά θνητά· μέ ἄλλα λόγια τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ἔγιναν γιά τόν ἄνθρωπο, ἐξαιτίας τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς φυσικῆς ἀγαθότητας τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ.

139. Ὅποιος ἔγινε φτωχός καί δέν μπορεῖ νά βλάψει, δέν λογαριάζεται ὡς εὐσεβής στήν πράξη. Ἐκεῖνος τώρα πού μπορεῖ νά βλάψει καί ὅμως τήν δύναμή του δέν τήν μεταχειρίζεται γιά τό κακό, ἀλλά λυπᾶται τούς ἀνθρώπους πού στέκουν χαμηλότερα, ἐξαιτίας τῆς εὐσέβειάς του πρός τό Θεό, αὐτός δέχεται ἀμοιβές ὠφέλιμες στή ζωή καί μετά τό θάνατο.

140. Πολλοί εἶναι οἱ δρόμοι τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων ἀπό φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Γίνονται δρόμοι ἐπιστροφῆς τῶν ψυχῶν πού τίς ἀνεβάζουν στούς οὐρανούς. Καί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων παίρνουν μετά τό θάνατο ἀμοιβές γιά τήν ἀρετή τους καί τιμωρίες γιά τά ἁμαρτήματά τους.

141. Ὁ Υἱός εἶναι μέσα στόν Πατέρα, τό Πνεῦμα μέσα στόν Υἱό καί ὁ Πατέρας μέσα στόν Υἱό καί τό Πνεῦμα. Καί μέ τήν πίστη γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅλα τά ἀόρατα καί νοητά. Πίστη εἶναι ἡ θεληματική συγκατάθεση τῆς ψυχῆς.

142. Ἐκεῖνοι πού γιά κάποιους λόγους ἤ δύσκολες περιστάσεις ἀναγκάζονται νά κολυμπήσουν καί στά μεγαλύτερα ποτάμια, ἄν εἶναι προσεκτικοί σώζονται. γιατί κι ἄν τά ρεύματα τυχαίνει νά εἶναι ὁρμητικά καί μποροῦν νά τούς καταπιοῦν, πιάνονται ἀπ\’ ὁτιδήποτε φυτρώνει στήν ὄχθη καί σώζονται. Ὅσοι ὅμως βρέθηκαν μεθυσμένοι (ὅταν παρουσιάστηκε ἡ ἀνάγκη νά πέσουν στό ποτάμι), ἀκόμη κι ἄν ἔχουν σπουδάσει ἄπειρες φορές στήν ἐντέλεια τό κολύμπι, βουλιάζουν κάτω ἀπό τό ρεῦμα καί βγαίνουν ἀπό τόν κύκλο τῶν ζωντανῶν. Ἔτσι καί ἡ ψυχή ὅταν πέσει μέσα στόν παρασυρμό καί τόν παραδαρμό τῶν ρευμάτων τοῦ βίου, ἄν δέν ξεζαλιστεῖ ἀπό τήν κακία τῶν ὑλικῶν πραγμάτων καί δέ σκεφτεῖ καλά ὅτι ἐνῶ εἶναι θεϊκή καί ἀθάνατη συνδέθηκε μέ τό λιγόχρονο καί πολυπαθές καί θνητό σῶμα γιά νά δοκιμαστεῖ, τραβιέται πρός τά κάτω ἀπό τίς σωματικές ἡδονές στήν ἀπώλεια. Καί περιφρονώντας τόν ἑαυτό της καί μεθυσμένη ἀπό τήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καί μή ἔχοντας συναίσθηση τοῦ ἑαυτοῦ της, χάνεται καί βγαίνει ἀπό τόν κύκλο ἐκείνων πού σώζονται. Γιατί τό σῶμα πολλές φορές σάν ποτάμι μᾶς συμπαρασύρει σέ ἄτοπες ἡδονές.

143. Ἡ λογική ψυχή πού εἶναι στερεωμένη πάνω στήν καλή της προαίρεση, διευθύνει σάν καλός ἡνίοχος τό συναίσθημα καί τήν ἐπιθυμία, τά παράλογα πάθη της, καί ἀφοῦ τά νικήσει καί τά συγκρατήσει καί κυριαρχήσει πάνω σ\’ αὐτά, στεφανώνεται καί ἀξιώνεται τοῦ ἐπουράνιου τρόπου ζωῆς, παίρνοντάς τον ὡς ἀμοιβή τῆς νίκης ἀπό τόν Δημιουργό της Θεό.

144. Ἡ πραγματικά λογική ψυχή, ὅταν βλέπει ὅτι οἱ πονηροί εἶναι εὐτυχεῖς καί οἱ ἀνάξοι καλοπερνοῦν, δέν θορυβεῖται ὅπως κάνουν οἱ ἀπερίσκεπτοι ἄνθρωποι. Γιατί γνωρίζει καλά ὅτι ἡ τύχη εἶναι ἄστατη καί ὁ βίος εἶναι ἀβέβαιος καί σκοτεινός καί ἡ ζωή λιγόχρονη καί ἡ θεία δίκη ἀδωροδόκητη. Καί πιστεύει μία τέτοια ψυχή ὅτι δέν τήν ἔχει παραμελήσει ὁ Θεός, ἀλλά τῆς χορηγεῖ τήν τροφή πού χρειάζεται.

145. Ἡ σωματική ζωή καί ἡ ἀπόλαυση τοῦ βίου μέ ἐξουσία καί πολύ πλοῦτο, γίνονται θάνατος τῆς ψυχῆς. Ἐνῶ ὁ κόπος καί ἡ ὑπομονή καί ἡ στέρηση μέ εὐχαριστία πρός τόν Θεό καί ὁ θάνατος τοῦ σώματος, εἶναι ζωή καί αἰώνια ἀπόλαυση τῆς ψυχῆς.

146. Ἡ λογική ψυχή περιφρονεῖ τά ὑλικά καί τήν λιγόχρονη ζωή καί στή θέση τους προτιμᾶ τήν οὐράνια ἀπόλαυση καί τήν αἰώνια ζωή, πού τήν παίρνει ἀπό τό Θεό μέ τήν ἐνάρετη ζωή.

147. Ὅσοι φοροῦν ροῦχα λερωμένα μέ βρωμερή λάσπη, λερώνουν ἐκείνους πού τούς πλησιάζουν. Παρόμοια οἱ κακοπροαίρετοι ἄνθρωποι πού δέν ζοῦν μέ εὐσέβεια, ὅταν συναναστρέφονται μέ ἁπλούς καί ἄκακους ἀνθρώπους, μολύνουν τήν ψυχή τους μέ τά βρωμερά καί ἄπρεπα λόγια τους.

148. Ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία, μέ τήν ὁποία χάνεται ἡ λογική ψυχή. Καί ἀρχή σωτηρίας καί βασιλείας οὐρανῶν εἶναι ἡ ἀγάπη.

149. Ὁ χαλκός ὅταν τόν παραμελήσομε, ἐξαιτίας τοῦ χρόνου καί τῆς ἀχρησίας σαπίζει ἀπό τή σκουριά καί γίνεται ἄχρηστος καί ἄσχημος. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ ψυχή ὅταν μένει ἀργή καί δέν φροντίζει γιά ἐνάρετη ζωή καί ἐπιστροφή στό Θεό, χωρίζεται μέ τίς κακές πράξεις ἀπό τή φύλαξη καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ἐξαιτίας τῆς κακίας πού προέρχεται ἀπό τήν ἀμέλεια καί τή φροντίδα πού ἔχει μόνο γιά τό σῶμα, σάν τόν χαλκό καταστρέφεται ἀπό τή σκουριά καί γίνεται ἄσχημη καί ἄχρηστη καί ἀκατάλληλη γιά σωτηρία.

150. Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί ἀπαθής καί ἀμετάβλητος. Ἄν κανείς αὐτό τό θεωρεῖ εὔλογο καί ἀληθές, ἀπορεῖ ὅμως πώς ὁ Θεός γιά τούς ἀγαθούς χαίρεται ἐνῶ τούς κακούς τοὺς ἀποστρέφεται, καί ἐναντίον ἐκείνων πού ἁμαρτάνουν ὀργίζεται, ἐνῶ ὅταν ὑπηρετεῖται καί λατρεύεται γίνεται εὐμενής, πρέπει νά τοῦ ποῦμε ὅτι ὁ Θεός οὔτε χαίρεται οὔτε ὀργίζεται· γιατί ἡ λύπη καί ἡ χαρά εἶναι πάθη· οὔτε μέ δῶρα κολακεύεται, γιατί αὐτό θά σήμαινε ὅτι νικιέται ἀπό τήν ἡδονή. Δέν πρέπει νά κρίνομε τόν Θεό μέ ἀνθρώπινα κριτήρια. Ἐκεῖνος εἶναι ἀγαθός καί ὠφελεῖ μόνο καί οὐδέποτε βλάπτει, ἀλλά εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος ἀπαθής. Ἐνῶ ἐμεῖς ἐφόσον εἴμαστε ἀγαθοί ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό. Κι ὅταν εἴμαστε κακοί χωριζόμαστε ἀπό Αὐτόν, ἐπειδή εἴμαστε ἀνόμοιοι. Ὅταν ζοῦμε μέ ἀρετή ἀκολουθοῦμε τόν Θεό, ὅταν ὅμως γινόμαστε κακοί, κάνομε ἐχθρό μας Ἐκεῖνον πού δέν ὀργίζεται χωρίς λόγο· γιατί τά ἁμαρτήματα δέν ἀφήνουν τόν Θεό νά μᾶς φωτίζει ἐσωτερικά, ἀλλά μᾶς ἑνώνουν μέ τιμωρούς δαίμονες. Ἄν μέ προσευχές καί ἐλεημοσύνες κερδίζομε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, δέν κολακεύομε καί δέν μεταβάλλομε τό Θεό, ἀλλά μέ τά καλά ἔργα μας καί τήν ἐπιστροφή μας σ\’ Αὐτόν γιατρεύομε τήν κακία μας καί ἀπολαμβάνομε πάλι τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ὥστε τό νά λέμε ὅτι ὁ Θεός ἀποστρέφεται τούς κακούς εἶναι σάν νά λέμε ὅτι ὁ ἥλιος κρύβει τό φῶς του ἀπό τούς τυφλούς.

151. Ἡ εὐσεβής ψυχή γνωρίζει τό Θεό τῶν ὅλων. Ἐπειδή τίποτε ἄλλο δέν εἶναι ἡ εὐσέβεια παρά νά κάνει κανείς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ (καί αὐτό εἶναι γνώση τοῦ Θεοῦ), νά μήν ἔχει δηλ. φθόνο, νά ἔχει σωφροσύνη, νά εἶναι πράος, εὐεργετικός ὅσο μπορεῖ, κοινωνικός, εἰρηνικός καί ὅλα ὅσα ἀρέσουν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

152. Ἡ γνώση καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ θεραπεύουν τά πάθη πού προξενεῖ στήν ψυχή ἡ ὕλη. Ὅταν ἡ ψυχή δέν γνωρίζει τό Θεό, τά πάθη μένουν ἀθεράπευτα καί προκαλοῦν τό σάπισμα τῆς ψυχῆς. Σάν νά ἔχει χρόνια ἀγιάτρευτη πληγή ἡ ψυχή σαπίζει ἀπό τήν κακία, πράγμα γιά τό ὁποῖο εἶναι ἀνεύθυνος ὁ Θεός, γιατί ἔχει δώσει γνώση, ἐμπειρία καί ἐπιτηδειότητα στούς ἀνθρώπους.

153. Τόν ἄνθρωπο τόν ἔχει γεμίσει ὁ Θεός ἀπό γνώση, ἐμπειρία καί ἐπιτηδειότητα, γιατί φροντίζει νά τόν καθαρίσει ἀπό τά πάθη καί τή θεληματική κακία καί ἐπειδή θέλει νά μεταβάλλει τή θνητότητα σέ ἀθανασία λόγω τῆς ἀγαθότητάς Του.

154. Ὁ νοῦς πού κατοικεῖ μέσα στήν καθαρή καί φιλόθεη ψυχή βλέπει τό Θεό πραγματικά, τόν ἀγέννητο καί ἀόρατο, τόν ἀνέκφραστο, τόν μόνο καθαρό γιά ὅσους εἶναι καθαροί στήν καρδιά.

155. Στεφάνι ἀθανασίας καί ἀρετή καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ὑποφέρει μέ χαρά καί εὐχαριστία τίς συμφορές πού τοῦ τυχαίνουν. Τό νά κυριαρχεῖ στό θυμό, τή γλώσσα, τήν κοιλιά καί νά ἀπέχει ἀπό ἡδονές, αὐτά γίνονται μεγάλη βοήθεια στήν ψυχή.

156. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι πού συγκρατεῖ τόν κόσμο. Καί δέν ὑπάρχει κανένας τόπος στόν κόσμο ἀπ\’ ὅπου νά ἀπουσιάζει ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Πρόνοια εἶναι αὐτοδύναμος λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος διαμορφώνει τήν ὕλη πού ἔρχεται στόν κόσμο καί εἶναι ὁ δημιουργός καί τεχνίτης ὅλων ὅσων γίνονται. Γιατί ἡ ὕλη δέν μπορεῖ νά τακτοποιηθεῖ χωρίς τήν δημιουργική δύναμη τοῦ λόγου, πού εἶναι εἰκόνα καί νοῦς καί σοφία καί πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

157. Ἡ ἐπιθυμία πού προέρχεται ἀπό τίς ἐνθυμήσεις εἶναι ἡ ρίζα τῶν σκοτεινῶν παθῶν. Καί ἡ ψυχή ὅταν εἶναι μέσα στήν κακή ἐπιθυμία ἀγνοεῖ τόν ἑαυτό της, ὅτι εἶναι «πνοή» τοῦ Θεοῦ, καί ἔτσι ὁδηγεῖται στήν ἁμαρτία, χωρίς νά συλλογίζεται ἡ ἀνόητη τίς μετά θάνατον τιμωρίες.

158. Πολύ μεγάλη κι ἀγιάτρευτη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς καί καταστροφή της, εἶναι ἡ ἀθεΐα καί ἡ φιλοδοξία. Γιατί ἡ ἐπιθυμία τοῦ κακοῦ στερεῖ τήν ψυχή ἀπό τό ἀγαθό. Ἀγαθό εἶναι τό νά κάνει ὁ ἄνθρωπος πλουσιοπάροχα ὅλα τά καλά, ὅσα εἶναι ἀρεστά στό Θεό τῶν ὅλων.

159. Μόνο ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατό νά δεχτεῖ τό Θεό. Ἐπειδή μόνο στόν ἄνθρωπο μιλᾶ ὁ Θεός, τή νύχτα μέ ὄνειρα, τήν ἡμέρα μέ τό νοῦ. Καί μέ ὅλα τά μέσα προλέγει καί προμηνύει τά μέλλοντα ἀγαθά σ\’ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι ἄξιοί Του.

160. Τίποτε δέν εἶναι δύσκολο σ\’ ἐκεῖνον πού πιστεύει καί θέλει νά ἐννοήσει τό Θεό. Ἄν τώρα θέλεις ἐπιπλέον νά Τόν δεῖς, βλέπε τήν εὐπρέπεια καί εὐταξία καί τήν πρόνοια ὅλων ὅσα ἔγιναν καί γίνονται διά μέσου του λόγου Του. Καί ὅλα γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου.

161. Ἅγιος ὀνομάζεται ἐκεῖνος πού εἶναι καθαρός ἀπό κακίες καί ἁμαρτήματα. Γι\’ αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο κατόρθωμα τῆς ψυχῆς καί ἀρέσει στό Θεό, νά μήν ὑπάρχει κακία στόν ἄνθρωπο.

162. Ὄνομα εἶναι τό διακριτικό σημεῖο ἑνός ἀπό τά πολλά. Γι\’ αὐτό εἶναι ἀνοησία νά νομίζομε ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι Ἕνας καί μόνος, ἔχει καί ἄλλο ὄνομα. Γιατί ἡ λέξη Θεός σημαίνει τόν Ἄναρχο, πού δημιούργησε τά πάντα γιά τόν ἄνθρωπο.

163. Ἄν γνωρίζεις ὅτι ἔχεις κάνει πονηρές πράξεις, ἀπόκοψε τίς ἀπό τήν ψυχή σου, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά κάνεις καλές πράξεις. Γιατί ὁ Θεός εἶναι δίκαιος καί φιλάνθρωπος.

164. Γνωρίζει τό Θεό καί γνωρίζεται ἀπό τό Θεό, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ νά εἶναι ἀχώριστος ἀπό τό Θεό. Καί ἀχώριστός του Θεοῦ γίνεται αὐτός πού εἶναι σέ ὅλα ἐνάρετος καί ἀπέχει ἀπό κάθε ἡδονή, ὄχι γιατί δέν ἔχει τά μέσα νά τήν ἀπολαύσει, ἀλλά γιατί τό θέλει ὁ ἴδιος ἀπό ἐγκράτεια.

165. Κᾶνε καλό σ\’ ἐκεῖνον πού σέ ἀδικεῖ καί θά ἔχεις φίλο τό Θεό. Σέ κανέναν μήν κατηγορεῖς τόν ἐχθρό σου. Κᾶνε πράξη μέ ἐπιμέλεια τήν ἀγάπη, τή σωφροσύνη, τήν ὑπομονή, τήν ἐγκράτεια καί τά παρόμοια. Αὐτή εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. νά Τόν ἀκολουθεῖς μέ ταπεινοφροσύνη καί τά ὅμοια. Αὐτά δέν εἶναι ἔργα τῶν τυχόντων ἀλλά τῶν στοχαστικῶν ψυχῶν.

166. Γιά ἐκείνους πού τολμοῦν μέ ἀσέβεια νά λένε ἔμψυχα τά φυτά καί τά λάχανα, γράφω τό παρόν κεφάλαιο, γιά τούς ἁπλούστερους πρός πληροφορία τους. Τά φυτά ἔχουν ζωή φυσική, ἀλλά δέν ἔχουν ψυχή. Λογικό ζῶο λέγεται ὁ ἄνθρωπος, γιατί ἔχει νοῦ καί μπορεῖ νά δεχτεῖ τήν ἐπιστήμη καί τή γνώση. Τά ἄλλα ζῶα, ὅσα ζοῦν στή γῆ ἤ στόν ἀέρα, ἔχουν φωνή, γιατί ἀναπνέουν, καί ἔχουν ζωή. Καί ὅλα ὅσα μεγαλώνουν, πεθαίνουν. εἶναι ζῶα, ἐπειδή ζοῦν καί μεγαλώνουν, ἀλλά ψυχή δέν ἔχουν. Τέσσερα εἴδη ζώων ὑπάρχουν. Ἄλλα ἀπό αὐτά εἶναι ἀθάνατα καί ἔμψυχα, ὅπως οἱ Ἄγγελοι. Ἄλλα ἔχουν νοῦ καί ψυχή καί πνοή, ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλα ἔχουν πνοή καί ψυχή, ὅπως τά ζῶα. Ἄλλα ἔχουν μόνο ζωή, ὅπως τά φυτά. Καί ἡ ζωή προκειμένου γιά φυτά νοεῖται χωρίς ψυχή καί πνοή καί νοῦ καί ἀθανασία. Ἐνῶ ὅλα τά ἄλλα χωρίς ζωή δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν. Κάθε ψυχή ἀνθρώπου κινεῖται ἀδιάκοπα ἀπό τόπο σέ τόπο.

167. Ὅταν σου ἔρθει στό νοῦ μία φαντασία ἡδονῆς, πρόσεχε νά μή σέ παρασύρει ἀμέσως. κᾶνε μία μικρή ἀναβολή καί θυμήσου τό θάνατο καί ὅτι καλύτερο εἶναι νά ἔχεις τή συνείδηση ὅτι νίκησες αὐτή τήν ψεύτικη ἡδονή.

168. Ὅπως ἡ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου συνοδεύεται ἀπό τό πάθος – γιατί ὅτι γίνεται στή ζωή συνοδεύεται ἀπό τή φθορά – ἔτσι καί στό πάθος ὑπάρχει ἡ κακία. Μήν πεῖς λοιπόν ὅτι δέ μποροῦσε ὁ Θεός νά κόψει τήν κακία. Αὐτά τά λένε οἱ ἀναίσθητοι καί μωροί. Δέν ἦταν λοιπόν ἀνάγκη νά ἀποκόψει ὁ Θεός τήν ὕλη. γιατί τά πάθη αὐτά εἶναι πάθη τῆς ὕλης. Καί ὁ Θεός ἀποβλέποντας στό συμφέρον ἀπέκοψε τήν κακία ἀπό τούς ἀνθρώπους καί δώρισε τό νοῦ καί τή σοφία καί γνώση καί διάκριση τοῦ καλοῦ, γιά νά γνωρίζομε ὅτι ἡ κακία μᾶς ζημιώνει καί νά τήν ἀποφεύγομε. Ὁ ἀσυλλόγιστος ὅμως ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τήν κακία καί καυχιέται γι\’ αὐτήν καί ἀγωνίζεται πιασμένος ἀπό αὐτήν ὅπως σέ δίχτια. Ποτέ δέν μπορεῖ νά σηκώσει πάνω τό κεφάλι του καί νά δεῖ καί νά γνωρίσει τό Θεό, ὁ Ὁποῖος τά πάντα δημιούργησε γιά τή σωτηρία καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου.

169. Τά θνητά λυποῦνται ἐπειδή προγνωρίζουν ὅτι θά πεθάνουν. Καί ἡ ἀθανασία, ἐπειδή εἶναι ἀγαθό, πηγαίνει στίς ὅσιες καί ἐνάρετες ψυχές. Ἐνῶ ὁ θάνατος, ἐπειδή εἶναι κακό, πηγαίνει στήν ἀνόητη καί ἄθλια ψυχή.

170. Ὅταν μέ εὐχαριστία πλαγιάσεις στό στρῶμα σου, τότε φέρνοντας μπροστά σου τίς εὐεργεσίες καί τήν τόση πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γεμίζεις ἀπό καλές σκέψεις καί χαίρεσαι περισσότερο καί εὐφραίνεσαι. Καί γίνεται ὁ ὕπνος τοῦ σώματος, νηφαλιότητα καί ἀγρυπνία τῆς ψυχῆς. καί τό κλείσιμο τῶν ματιῶν σου, ἀληθινή ὅραση τοῦ Θεοῦ. καί ἡ σιωπή σου, κυοφορώντας τό ἀγαθό, προσφέρει ὁλόψυχα, μέ πνευματική αἴσθηση, δόξα πού ἀνυψώνεται στό Θεό τῶν ὅλων. Γιατί ὅταν λείπει ἡ κακία, ἡ εὐχαριστία καί μόνη της ἀρέσει στό Θεό παραπάνω ἀπό κάθε πολυτελῆ θυσία. Σ\’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.