Γανωτῆς Κωνσταντῖνος.

Ἡ πρόοδος τοῦ κόσμου κατὰ τὴ σύγχρονη κοινωνικὴ φιλοσοφία εἶναι ἡ προϊοντοποίηση τῆς φύσης, αὐτὸ ποὺ τὸ ὀνόμασαν καὶ ἀειφορία. Ὁ κόσμος βλέπει πρὸς ἕνα ἰδανικό, ποὺ κάνει τὰ πάντα νὰ δίνουν προϊόντα χρήσιμα στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἔννοια τῆς συγκεκριμένης χρησιμότητας, σὲ ἀγαθὰ καινούργια ποὺ μὲ τὴν ὄψη τους καὶ τὸ σχῆμα τους νὰ μὴν προδίδουν ὁπωσδήποτε τὴ φυσική τους προέλευση. Ἡ γυμνὴ εἰκόνα τῆς πρωτογενοῦς φυσικῆς κατάστασης τῶν βιομηχανικῶν προϊόντων ἀποτελεῖ δεῖγμα ἀδυναμίας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νὰ ὑποτάξει καὶ νὰ μεταποιήσει τὴ φύση καὶ γι’ αὐτὸ προδίδει καθυστέρηση.

Τὰ πάντα στὴν ἐποχή μας τὰ θέλουμε μεταποιημένα, μὲ σχήματα γεωμετρικὰ καὶ χρώματα ὄχι φυσικά. Ἀκόμη ἀγαποῦμε τὶς μηχανικὲς συνθέσεις, τὶς ἀφύσικες μεγάλες ταχύτητες, τὶς ρυθμιζόμενες αὐτόματα λειτουργίες, ποὺ νὰ καθιστοῦν περιττὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο ἀκόμα. Τὰ τρόφιμα τυποποιημένα ἢ σὲ κύβους, κι ἀπὸ τὰ ζωικὰ τρόφιμα τὰ φιλέτα καὶ τὰ ἐπεξεργασμένα, ὅπως πάστα ψαριοῦ, ἐλιᾶς, κύβους κρεατόσουπας, σκόνες λαχανόσουπας καὶ ἄλλα τέτοια, ποὺ βρίσκουμε στὰ ράφια τῶν σοῦπερ μάρκετ καὶ μᾶς ἀρέσουν κιόλας, μᾶς βολεύουν καὶ τὰ προτιμοῦμε. Θυσιάσαμε ἀκόμα καὶ τὴν ἐκφραστικότατη λέξη “παντοπωλεῖο” μὲ τὴ βάρβαρη σοῦπερ μάρκετ, γιατί λατρεύουμε κάθε σοῦπερ.

Καὶ στὴν καλλιτεχνικὴ ζωὴ ἀναζητοῦμε τὰ σοῦπερ ταλέντα, κι ἂν δὲν ὑπάρχουν, τὰ κάνουμε σοῦπερ μὲ τὴν προβολὴ καὶ τὴ διαφήμιση· καὶ στὴν πολιτικὴ ἀναζητοῦμε τὰ σοῦπερ συστήματα. Ὅσο ἡ δημοκρατία ἐμφανίζεται ὡς σοῦπερ μετὰ τὴ συντριβὴ τῶν ὁλοκληρωτικῶν συστημάτων, ὅλοι καμαρώνουμε γι’ αὐτήν. Ὅταν ὅμως μὲ τὴν κατάχρησή της πέφτουμε σὲ οἰκονομικὴ κρίση, ξαναγυρίζουμε τὶς προτιμήσεις μας πρὸς τὰ ὁλοκληρωτικὰ ἀκραία κόμματα. Ποιὸς δὲν θυμᾶται, ὅτι στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ού αἰώνα τὰ ὁλοκληρωτικὰ συστήματα ἦταν τὸ καμάρι ὅλων καὶ ἰδιαίτερα τῶν διανοούμενων;

Ἕνας τέτοιος σοῦπερ πολιτισμὸς συμπεριφέρεται στὴ φύση ὡς ἐπιβήτορας καὶ δὲν συγκρατεῖται μὲ τίποτα. Ὅλες οἱ δραματικὲς ἐκκλήσεις γιὰ τὴ σωτηρία τῆς φύσης πέφτουν στὸ κενό, γιατί προκαλοῦν τὴ χλεύη τοῦ ρομαντισμοῦ. Ὅλοι ὀνειρεύονται ἐργοτάξια καὶ ἐργοστάσια, ποὺ νὰ μεταποιοῦν τὴ φύση σὲ τυποποιημένα προϊόντα.

Βέβαια, μέσα στὶς κοινωνίες τοῦ πολιτισμοῦ ἀκούγονται καὶ κραυγὲς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ περιβάλλοντος (εἴδατε πῶς ντρέπονται νὰ ποῦνε σωτηρία τῆς φύσης;) καὶ γίνονται συνέδρια καὶ ὑπογράφονται δεσμευτικὲς συμφωνίες γιὰ μείωση τῶν ρύπων, συμφωνίες ποὺ δὲν ἐφαρμόζονται. Ποιὸς θὰ ἐμποδίσει ἕναν ἀστὸ νὰ ἔχει ὄνειρο τουλάχιστον ἕνα πανάκριβο αὐτοκίνητο; Τὰ ἰδανικὰ κυβερνοῦν τὸν κόσμο καὶ τὸ αἰώνιο κοινωνικὸ ἀγαθὸ εἶναι ὁ πλοῦτος, ὁ πλοῦτος, μάλιστα, σὲ ἀγαθὰ ὄχι φυσικὰ ἀλλὰ μεταποιημένα καὶ τυποποιημένα.

Ἂν προσπαθήσουμε νὰ ὑποτάξουμε τὸ παραλήρημα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ νὰ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε τὴ φύση, πρῶτα θὰ γίνουμε ἀληθινὰ εὐσεβεῖς (θρῆσκοι τὸ λέει ὁ λαός) καὶ στὴ συνέχεια φτωχότεροι μὲ ὅλες τὶς συνέπειες τῆς φτώχειας.

Ἂν οἱ ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι ἀποφάσιζαν νὰ σεβαστοῦν τὴ μαρμάρινη καλλονὴ τῆς Πεντέλης, θὰ εἶχαν πολὺ λιγότερα μαρμάρινα ἀγάλματα καὶ ναούς, κι ἂν ἀποφάσιζαν νὰ ἀγαπήσουν τὰ καταπράσινα πευκοδάση, θὰ εἶχαν πολὺ λιγότερες τριήρεις καὶ στρογγυλὰ πλοῖα, γιὰ νὰ φέρνουν στὸν Πειραιὰ τὰ κουρσεμένα πλούτη καὶ τὰ ἀνδράποδα τῆς Μήλου. Καὶ οἱ πλούσιοι, βέβαια, θὰ γίνονταν λιγότερο πλούσιοι ἀλλὰ οἱ φτωχοὶ δὲν θὰ εἶχαν περιθώρια νὰ γίνουν φτωχότεροι.

Τέτοια πράγματα, ὅμως, ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ Ἱστορία, δὲν τ’ ἀποφασίζουν οἱ ἄνθρωποι μέσα σὲ μία κρίση ἠθική. Μόνο κάποια ἀνάγκη θὰ μποροῦσε νὰ συγκρατήσει τὸ βέβηλο χέρι τοῦ πολιτισμοῦ νὰ μεταποιήσει τὸ περιβάλλον. Ἔτσι λ.χ. διατηρήθηκαν παραδοσιακὰ οἰκοδομήματα σὲ πόλεις, ποὺ γνώρισαν τὴν ἀπερίγραπτη φτώχεια, ὅπως τὸ Ἀργυρόκαστρο στὴ Βόρεια Ἤπειρο, ἔτσι γλύτωσαν τὶς καμινάδες τῶν ἐργοστασίων κάποιες γωνιὲς τῆς Ἀφρικῆς, ποὺ δὲν κατόρθωσαν ἀκόμα ν’ ἀναπτυχθοῦν.

Καὶ τώρα, μέσα στὸν μεταποιημένο ἀστικὰ καὶ τουριστικὰ κόσμο γιγαντώσαμε τὴν κατάθλιψη, πλουτίσαμε τοὺς ψυχιάτρους, ξετσιπωθήκαμε ἀπὸ τὴ γύμνια, γιὰ νὰ νιώσουμε κάποιες σύντομες καὶ ἀμφίβολες ἡδονές, σβήσαμε τὰ λαϊκὰ ἔθιμα καὶ τὰ κάναμε σόου γιὰ τουριστικὴ ψυχαγωγία καὶ βρωμίσαμε τὰ νερὰ καὶ τὸν ἀέρα ἀκόμα ποὺ ἀναπνέουμε. Καὶ ὅπως εἴδαμε, ἡ κατάσταση πιὰ εἶναι μὴ ἀναστρέψιμη. Μπορεῖ μόνο ν’ ἀναστραφεῖ σὲ μεμονωμένες καρδιὲς, μέσω τῆς μετάνοιας, ἡ βαρβαρότητα τοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ βάλει τὸ χέρι Του ὁ Θεός.

Βέβαια, σχετικὰ μὲ τὴ διαχείριση τοῦ περιβάλλοντος τὸ κακὸ προέκυψε ἀπὸ τὶς γιγαντιαῖες διαστάσεις ποὺ πῆρε ἡ χρήση τῶν φυσικῶν πόρων, χρήση ποὺ ἐξελίχτηκε σὲ κατάχρηση καὶ παράχρηση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε νὰ μὴν ἔχει ἄλλο σκοπὸ ἀπὸ τὴν κατανάλωση καὶ ἄλλο ἰδανικὸ ἀπὸ τὴν κατάκτηση, ἀπογύμνωσε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὴν εὐχαριστία στὸν δημιουργό-δωρητή, δὲν ἄφησε χρόνο καὶ διάθεση πνευματικῆς ζωῆς, ξέχασε ὅτι προορισμὸς του εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ κατ’ εἰκόνα στὸ καθ’ ὁμοίωσιν.

Ἂν ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ θέωση, μποροῦμε νὰ “μεταλαμβάνουμε” –ὄχι νὰ καταβροχθίζουμε– τὰ δῶρα τῆς φύσης καὶ μάλιστα “μετ’ εὐχαριστίας”. Δηλαδὴ, μποροῦμε νὰ συντηρούμαστε μὲ πολὺ λιγότερη κατανάλωση ἀπ’ αὐτὴ ποὺ γίνεται στὶς μέρες μας. Ἡ στατιστικὴ διαπίστωση, ὅτι οἱ πεινασμένοι λαοὶ αὐξάνονται ραγδαία καὶ μειώνονται οἱ χορτάτοι ἀκατάσχετα, εἶναι μία κραυγαλέα διάψευση τῶν κοινωνιολογιῶν τοῦ ἀνεπτυγμένου κόσμου καὶ ἐπίσης κραυγαλέα προειδοποίηση. Τὸ λυπηρὸ εἶναι, ὅτι ἡ προπαγάνδα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ἔκανε ὅλους τοὺς λαοὺς νὰ μὴ στοχάζονται ἀλλὰ νὰ βλέπουν μὲ τὰ μάτια τῶν δυτικῶν κι αὐτοί. Ἔτσι καὶ οἱ φτωχοὶ λαοὶ δυτικοποιοῦνται.

Μεγάλη εὐθύνη πέφτει στοὺς ὤμους τῶν Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν, ποὺ μποροῦν νὰ ἐφαρμόσουν καὶ νὰ διαδώσουν τὴν Ὀρθόδοξη Οἰκολογία, ποὺ κάνει χρήση καὶ ὄχι κατάχρηση τῶν φυσικῶν πόρων, ποὺ συνιστᾶ τὴν “μετάληψη μετ’ εὐχαριστίας”, ποὺ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ στηρίζει τὴν εὐτυχία του κυρίως στὰ πνευματικά του βιώματα. Ἂς ἀξιωθοῦμε, λοιπὸν, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ δείξουμε καὶ νὰ μιλήσουμε στὸν κόσμο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Οἰκολογία.