1.

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ, Ἀρχιμανδρίτης.

Εἴδομεν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπεμακρύνθη τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀποφεύγων τὸν φθόνον τῶν Φαρισαίων μετὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου. Μετέβη δὲ εἰς τὴν Ἐφραίμ, πλησίον τῆς Βαιθήλ. Ἐκεῖθεν προχωρεῖ βορειότερον καὶ φθάνει εἰς τὰ σύνορα Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας. Ἐκεῖθεν προτίθεται διὰ τῆς Περσίας νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Ἱερουσαλήμ. Ὁ Λουκᾶς λέγει : « Ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας » . Ὁ Κύριος δηλαδὴ προτιθέμενος νὰ μεταβῇ εἰς Ἱεροσόλυμα, ἵνα σταυρωθῇ, εὑρίσκεται εἰς τὰ ὅρια Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας. Ἐκεῖ « εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἵ ἔστησαν πόρρωθεν». Οὗτοι ἐσταμάτησαν μακράν, διότι αὐτὸ ἐπέβαλεν ἡ παράδοσις. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦσαν μακρὰν « ἦραν φωνὴν » ἐφώναξαν « λέγοντες Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς ». Οἱ λεπροί, ὡς νομικῶς ἀκάθαρτοι, εὑρίσκοντο μακρὰν τῶν πόλεων. Οἱ λεπροὶ οὗτοι ἀντὶ νὰ φωνάξουν, ὡς ἦσαν ὑποχρεωμένοι « ἀκάθαρτοι » , φωνάζουν καὶ ζητοῦν νὰ καθαρισθῶσιν ἐκ τῆς λέπρας, νὰ θεραπευθῶσιν ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Κύριος « ἰδὼν » αὐτοὺς « εἶπεν αὐτοῖς˙ πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι ». Ὁ Κύριος ἀποστέλλει αὐτοὺς ἀθεραπεύτους εἰς τοὺς ἱερεῖς, ἵνα δοκιμάσῃ τὴν πίστιν καὶ ὑπακοὴν αὐτῶν. Ἀποστέλλει δὲ αὐτοὺς εἰς πολλοὺς ἱερεῖς, διότι ἕκαστος ἐξ αὐτῶν θὰ μετέβαινεν εἰς τὸν πλησιέστερον ἱερέα Του, ὁ δὲ Σαμαρείτης εἰς τὸν ἐν ὄρει Γαριζὶν ἱερέα Του. Οἱ ἱερεῖς τότε εἶχον τὸ δικαίωμα καὶ καθῆκον νὰ ἐξετάζωσι τοὺς θεραπευθέντας λεπρούς, νὰ βεβαιώνωσι τὴν θεραπείαν των καὶ νὰ δίδωσιν ἄδειαν ἐλευθέρας ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ὑγιεῖς. Διά τοῦτο ἀποστέλλει ὁ Χριστὸς τοὺς λεπροὺς πρὸς αὐτούς. Πλὴν αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς βλέποντες τὴν θαυματουργικὴν θεραπείαν αὐτῶν θὰ ἐβεβαιοῦντο διὰ τὴν θείαν δύναμιν τοῦ Κυρίου.

« Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Ἐπίστευσαν οἱ λεπροὶ καὶ ὡς ἀμοιβὴ τῆς πίστεως των, ἐνῷ μετέβαινον πρὸς τοὺς ἱερεῖς, ἦλθε καθ’ ὁδὸν ἡ θεραπεία των. « Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη » εἷς μόνον ἐξ αὐτῶν ἰδὼν ὅτι ἐθεραπεύθη « ὑπέστρεψε » ἐπέστρεψε καὶ « μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ ». Ἡ μεγάλη φωνή του, τὸ πέσιμον κατὰ γῆς μὲ τὸ πρόσωπον κάτω εἰς τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἡ εὐχαριστία του, ἦσαν τρία δείγματα μεγάλης εὐγνωμοσύνης. Tό δὲ κορύφωμα αὐτῶν « καὶ αὐτὸς ἦν » ὁ λεπρὸς οὗτος ἦτο ὄχι Ἰουδαῖος, ἀλλὰ « Σαμαρείτης ». Οἱ 9 Ἰουδαῖοι λησμονοῦν τὴν εὐεργεσίαν, τὴν ἐνθυμεῖται μόνον εἷς, ὁ Σαμαρείτης !

Ὁ Κύριος ἐλέγχων τὴν ἀχαριστὶαν τῶν 9 καὶ ἀμείβων τὴν εὐγνωμοσύνην τοῦ ἑνὸς λέγει : « Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ » εἶναι ; « οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ » δὲν ἐπέστρεψαν νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεὸν «εἰμὴ ὁ ἀλλογενὴς» παρὰ μόνον ὁ Σαμαρείτης « οὗτος » ; Οἱ Σαμαρεῖται ἦσαν φυλετικῶς καὶ θρησκευτικῶς μῖγμα Ἰουδαϊσμοῦ καὶ εἰδωλολατρείας. Οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἐλάτρευον τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Καὶ ὅμως εὐγνώμων ἐφάνη ὁ εἷς Σαμαρείτης καὶ ἀγνώμονες οἱ 9 Ἰουδαῖοι. Ὁ Κύριος « εἶπεν αὐτῷ˙ ἀναστάς πορεύου » σήκω καὶ πήγαινε « ἡ πίστις σου σέσωκέ σε ». Πίστιν εἶχον καὶ οἱ ἄλλοι, διότι « ἐν τῷ ὑπάγειν ἐκαθαρίσθησαν» δὲν εἶχον ὅμως εὐγνωμοσύνην. Διά τοῦτο ἐκεῖνοι ἐσώθησαν μόνον σωματικῶς. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως οὗτος ἐσώθη καὶ ψυχικῶς. Οἱ ἐννέα Ἑβραῖοι λεπροὶ ἐνόμισαν, ὅτι εἶχε ὑποχρέωσιν ὁ Κύριος νὰ τοὺς θεραπεύσῃ. Διά τοῦτο δὲν τὸν ηὐχαρίστησαν. Συνήθισαν μὲ τὰς θείας εὐεργεσίας καὶ φαίνονται ἀχάριστοι !

\”\”

Θέμα: Εὐεργεσία — Εὐγνωμοσύνη.

Ἡ λέπρα εἶναι ἡ χειροτέρα νόσος. Τὰ ἐνδύματα τοῦ λεπροῦ εἶναι ῥάκη. Κάτω ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει δέρμα λευκὸν ῥυτιδωμένο, σκασμένο, πρησμένο, παραμορφωμένο, ὥστε νὰ συγχέωνται φῦλον, φυλή, ἡλικία. Τὰ μάτια τοῦ λεπροῦ εἶναι καταβροχθισμένα, χέρια φουσκωμένα, χείλη πρησμένα, ὥστε ἡ ὁμιλία καθίσταται ἐπίπονος. Ἕνα κομμάτι ψωμί, ἕνας ντενεκὲς γιὰ νὰ πίνουν νερὸ καὶ χαλάσματα σπιτιοῦ εἶναι μεγάλη ἐλεημοσύνη δι’ αὐτούς. Ἀπὸ τόση συμφορὰ ἁπαλλαγέντες οἱ 9 ἐφάνησαν ἀχάριστοι. Ὁ Κύριος προεγνώριζε τὴν ἀχαριστίαν καὶ ὅμως τοὺς ἐθεράπευσεν. Ὥστε δύο πράγματα ἔχομεν ἐδῶ. Εὐεργετούμενους, εὐεργετοῦντα. Ἂς ἴδωμεν καὶ τοὺς δύο.

1) Εὐεργετούμενοι. Οἱ δεχόμενοι τὴν εὐεργεσίαν πρέπει νὰ εὐχαριστοῦν. Ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι ἡ μόνη ἀρετή, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ζῷα καὶ φθάνει εἰς τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία μέχρι τὰ Σεραφείμ. Μάλιστα ! Ἡ εὐγνωμοσύνη εἰς τὰ οἰκιακὰ ζῷα. Τὸ ἄλογο μὲ τὸ χρεμέτισμά του, τὸ βόδι μὲ τὸ μούγκρισμά του, τὰ κοτόπουλα μὲ τὸ φτερούγισμά των, πρὶν λάβουν τὴν τροφὴν μὲ τὴν ἀναγνώρισιν τοῦ κυρίου των, ὅταν τὴν λάβουν, δεικνύουν τὴν εὐγνωμοσύνην των. Ὁ ἄνθρωπος πολλὰ ζῷα καβαλικεύει, δέρνει, τὰ γδέρνει, πίνει τὸ γάλα, καματεύει, τὰ τρώγει καὶ ὅμως αὐτὰ ἐνθυμοῦνται τὸ καλό, ὅταν τὰ ἔτρεφε ! Ὁ σκύλος μὲ τὸ χαρωπὸ γαύγισμά του, τὸ μαλακὸ παιχνιδιάρικο δάγκωμά του, τὴν κίνησιν τοῦ σώματος, τῆς οὐρᾶς του, μὲ τὸ τρίψιμό του εἰς τὰ πόδια τοῦ κυρίου του πρὸ τῆς εὐεργεσίας καὶ μετὰ ταύτην ἐκφράζει τὴν εὐγνωμοσύνην του.

Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια θηρία εὐγνωμονοῦν. Ὁ ἐλέφας τοῦ Πύρρου, βασιλέως τῆς Ἠπείρου, ἰδὼν τὸν ἀφέντην του νεκρὸν ὁρμᾷ, λαμβάνει αὐτὸν διὰ τοῦ στόματος καὶ διὰ τῆς προβοσκίδος του θέτει εἰς τὸν ὦμόν του καὶ πατῶν φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀποθέτει αὐτὸν εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως. Ὁ εὐπατρίδης Γάλλος Γοδεφρίδος Δὲ λὰ Τόρρε, ἰδὼν εἴς τι δάσος λέοντα ὑπὸ ὄφεως περισφιγγόμενον, φονεύει τὸν ὄφιν καὶ ἐλευθερώνει τὸν λέοντα. Ὁ λέων οὗτος ἀκολουθεῖ τὸν εὐεργέτην του μέχρι τοῦ πλοίου, ἔνθα ἐπεβιβάσθη ὁ Γάλλος εὐπατρίδης. Ὁ λέων μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὸ πλοῖον ἀκολουθεῖ τὸ πλοῖον κολυμβῶν μέχρις ὅτου ἐπνίγη. Αὐτὰ συμβαίνουν εἰς τὰ ἥμερα καὶ ἄγρια ζῷα ἐδῶ.

Ἀλλὰ ἡ εὐχαριστία εἶναι καὶ εἰς τὸν Οὐρανόν. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἰς τὸ κεφ. ΙV τῆς Ἀποκαλύψεώς του μᾶς περιγράφει τὰ ἑξῆς : Ἄνοιξαν τὰ Οὐράνια καὶ εἶδε τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπεράνω αὐτοῦ ἐν ἡμικυκλίῳ τὸ ἑπτάχρωμον Οὐράνιον τόξον. Ἔμπροσθεν τοῦ θρόνου ἦσαν 24 θρόνοι. Ἐκεῖ ἐκάθηντο ἰσάριθμοι γέροντες καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἁπλώνετο θάλασσα ἤρεμος σἄν τὸ γυαλί, ὑαλίνη θάλασσα ὀνομαζομένη. Σὲ μία στιγμὴ ἀκούονται φωναί, κραυγαί, ἀστραπαί. Ἐγείρονται οἱ γέροντες οὗτοι, λαμβάνουσι τὰ χρυσᾶ στεφάνια, τὰ ὁποῖα εἶχον εἰς τὰς κεφάλας των, ἀποθέτουσι αὐτὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ λέγουσι πλήρεις εὐγνωμοσύνης˙ «ἄξιος εἶ σύ, Κύριε, λαβεῖν δόξαν καὶ τιμήν». Ὑπάρχει μεγαλύτερος βαθμὸς εὐγνωμοσύνης ἀπὸ τὸ νὰ θεωρῇς ἀνάξιον τὸν ἑαυτόν σου τῆς τιμῆς ; Ὄχι. Αὐτὸ κάμνουσιν οἱ ἐν Οὐρανοῖς ἅγιοι καὶ Ἄγγελοι καὶ ἰδίᾳ τὰ Σεραφείμ, τὰ ὁποῖα ὑμνοῦν τὸν Θεὸν ἀκαταπαύστως. Ὥστε εὐχαριστίαν δίδουν τὰ ζῷα ἥμερα καὶ ἄγρια καὶ οἱ ἐν Οὐρανῷ ἄγγελοι καὶ ἅγιοι.

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ; Οὗτοι εἶναι ἀχάριστοι πρὸς ὅλας τὰς διευθύνσεις. Μάλιστα ! Τί εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἀποθνῄσκει εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐνωρίτερον; Ὁ Ἀριστοτέλης ἀπαντᾷ: Ἡ δοθεῖσα χάρις, ἡ εὐεργεσία. Καὶ βλέπομεν ἀνθρώπους νὰ φέρωνται ἀγνώμονες πρὸς τοὺς εὐεργέτας των. Ἀδελφὴ ὑπανδρευθεῖσα ἐκ τῶν θυσιῶν τῶν ἀδελφῶν της μένει ἀσυγκίνητη εἰς τὴν δυστυχίαν των. Φίλος βοηθηθείς κατὰ τὰ ἔτη τῆς κατοχῆς ὑπὸ φίλου του, τώρα δὲν τὸν γνωρίζει. Υἱὸς μορφωθείς ὑπὸ γονέων, τώρα εὑρισκόμενος εἰς κύκλον μορφωμένων ἐντρέπεται νὰ τοὺς συστήσῃ, διότι οἱ γονεῖς του εἶναι ἀγράμματοι. Υἱὸς καὶ κόρη ἀνετράφησαν ὑπὸ γονέων, οἵτινες ὑπέμειναν τὰς βρεφικάς καὶ παιδικάς ἀδυναμίας καὶ παραξενιὲς των καὶ αὐτοὶ δὲν ὑπομένουν τὶς γεροντικὲς παραξενιές.

Περισσοτέραν ὅμως εὐεργεσίαν ἐλάβομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ εἰς Αὐτὸν ὀφείλομεν περισσοτέραν εὐγνωμοσύνην. Καὶ ἰδού. Ἡ θεραπεία τῶν 10 λεπρῶν δὲν ἔγινεν ἀμέσως ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὅπως λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον «ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Ἐνῷ ἐβάδιζον πρὸς τοὺς ἱερεῖς, ἔπεσεν ἡ λέπρα. Ἐνταῦθα ἔχομεν φανερόν μὲν τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας, κρυφὴν καὶ οὐχὶ ἄμεσον τὴν θεραπείαν. Ἑπομένως ἔχομεν μίαν εὐεργεσίαν τοῦ Κυρίου φανερὰν καὶ ἀφανῆ. Ὅ,τι ἔκαμεν ὁ Κύριος τότε εἰς τοὺς λεπρούς, τὸ κάμνει σήμερον καὶ εἰς ἡμᾶς. Μᾶς εὐεργετεῖ ἀφανῶς καὶ φανερῶς. Ποσάκις εἰς τὰ ταξίδια, τὰ ὁποῖα ἐκάμαμεν μὲ αὐτοκίνητα, τραῖνα, ἀτμόπλοια διετρέξαμεν κινδύνους ἐν ἀγνοίᾳ μας, τοὺς ὁποίους ὁ διάβολος ἐχάλκευσε καὶ ὁ Θεὸς ἐρρύσατο ἡμᾶς χωρὶς νὰ λάβωμεν γνῶσιν οὔτε τῶν κινδύνων οὔτε τῆς λυτρώσεως ἐξ αὐτῶν ; Μήπως κατὰ τὰς νεκροψίας δὲν παρετηρήθη, ὅτι ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους ἐθανάτωσαν τράμ, τραῖνα, αὐτοκίνητα, ἔπασχον ἐκ φυματιώσεως, τὴν ὁποίαν οἱ ἴδιοι ἠγνόουν, διότι οὐδέποτε εἶχον ὁμιλήσει περὶ αὐτῆς, εὑρέθησαν ὅμως αὐτοθεραπευμένοι κατὰ τὴν νεκροψίαν; Πῶς ἐθεραπεύθησαν οὗτοι ; Ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μήπως τὸ ἴδιον δὲν βεβαιώνει καὶ ὁ Κύριος, ὅταν λέγῃ πρὸς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον, ὅτι ὁ Σατανᾶς « ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τὸν κοσκινίσῃ καὶ Αὐτὸς ἐδεήθη περὶ τούτου, ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις του ». Τὸ αὐτὸ ἔγινε καὶ εἰς τὸν Ἰώβ, ὅτε ἐπειράσθη ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ καὶ ἀπηλλάγη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Πόσα συμβούλια, διαβούλια καθ’ ἡμῶν ἀνθρώπων κακῶν δὲν διέλυσε καὶ ἐξηνέμισεν ὁ Θεὸς τὴν στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡμεῖς ἐκοιμώμεθα ἤρεμοι καὶ ἥσυχοι !

Αἱ εὐεργεσίαι τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ φανεραί. Πόσαι αἱ φανεραί εὐεργεσίαι τοῦ Θεοῦ ! Ὅλοι μας ἔχομεν τὰς γενικάς καὶ ὁ καθένας τὰς ἰδιαιτέρας του. Μᾶς ἔδωκε τὸν ἥλιον, σελήνην, ἀστέρας, ζῷα, φυτά, θάλασσαν, τὸ ὀξυγόνον τοῦ ἀέρος, τὸ σῶμά μας, τὴν ψυχήν μας, τὸ σῶμά Του, τὸ αἷμά Του, τὸ Πνεῦμα Του τὸν ἑαυτὸν Του διὰ τῆς θείας μεταλήψεως. Ἰδοὺ αἱ γενικαὶ δωρεαί. Αἱ ἰδιαίτεραι ὅμως ἑνὸς ἑκάστου ἐξ ἡμῶν; Τὰς γνωρίζει ὁ καθένας μας χωριστὰ καὶ εὐχαρίστως πρέπει ν’ ἀναπολῇ εἰς τὴν μνήμην του τὰς ἰδιαιτέρας αὐτάς δωρεάς. Αὗται φανεραὶ καὶ ἀφανεῖς ἀφοροῦν τὴν παροῦσαν ζωήν. Ὑπάρχουν ὅμως φανεραὶ καὶ ἀφανεῖς εὐεργεσίαι. Αὗται ἀφοροῦν τὴν Μέλλουσαν ζωήν, αἵτινες εἶναι φανεραί, διότι πιστεύομεν ἀκραδάντως εἰς αὐτάς, εἶναι δὲ ἀφανεῖς, διότι εἶναι μέλλουσαι. Πόσον ἀνώτεραι εἶναι αὗται τῶν δύο προηγουμένων ! Ἐκεῖ θὰ ἔχωμεν ὄχι σῶμα καὶ αἷμα ὑπὸ τύπον ἄρτου καὶ οἴνου, ἀλλὰ «ὀψόμεθα Αὐτὸν καθώς ἐστι». Ἐκεῖ θὰ ἴδωμεν ὄχι ἥλιον ὑλικόν, ἀλλὰ τὸν τῆς δικαιοσύνης ἥλιον, τὸν Χριστόν, ὄχι ζῷα καὶ φυτά, ἀλλὰ ἀγγέλους, ἁγίους, τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ὄχι ζωήν, ἀλλὰ αἰωνιότητα, ὄχι κτήματα, γῆν, ἀλλὰ Οὐρανόν.

Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν ὁποία εὐγνωμοσύνη ! Ὁ λεπρὸς ἐπιστρέψας προσέπεσεν εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ νὰ Τὸν εὐχαριστήσῃ. Καὶ ἡμεῖς γενικῶς πρωΐαν καὶ ἑσπέραν πρέπει γονυπετῶς νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεὸν διὰ τὰς γενικάς εὐεργεσίας, εἰς πᾶσαν δὲ ἄλλην ὥραν διὰ τὰς ἰδιαιτέρας δωρεάς. Μακρὰν ἡ μεμψιμοιρία διὰ τὰ ἐλλείποντα. Ἰδὲ τόσα ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἔχεις καὶ φρόντισε νὰ χαρῇς δι’ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ χαρῇς δοξάζων τὸν Θεόν. Οἱ Ἑβραῖοι ἔτρωγον Μάννα εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἐνεθυμοῦντο τὰ σκόρδα τῆς Αἰγύπτου. Ἐνθυμούμενοι δὲ ἐκεῖνοι καὶ ἐθελοτυφλοῦντες ἐμεμψιμοιροῦσαν διὰ τὸ Μάννα. Πόση ἀχαριστία !

Ἀλλὰ 2)Εὐεργετοῦντες.Ὁ Κύριος προεγνώριζε τὴν ἀχαριστίαν τῶν 9 καὶ ὅμως ἔκαμε τὸ καλό. Δὲν παρεπονέθη εἰς τὸν ἕνα ἐκ τῶν 10, ἀλλὰ ἐλέγχει τοὺς ἀχάριστους καὶ ἐμμέσως ἀμείβει τὴν εὐγνωμοσύνην τοῦ ἑνός. Πρέπει λοιπὸν καὶ σὺ νὰ κάμνῃς τὸ καλὸν χωρὶς νὰ περιμένῃς ἐδῶ ἀμοιβήν. Ἀλλοίμονον εἰς τὸν εὐεργετοῦντα, ὁ ὁποῖος περιμένει ἐδῶ ἀμοιβήν. Τὰ 9/10 ἐκ τῶν εὐεργετουμένων εἶναι ἀχάριστοι καὶ τὸ 1/10 εἶναι εὐγνώμονες. Σὲ δέκα ἔκαμες καλὸ; Ὁ ἕνας θὰ σοῦ εἴπῃ εὐχαριστῶ. Πόσην λύπην λοιπὸν θὰ δοκιμάσῃς, ἂν περιμένῃς ἐδῶ εὐγνωμοσύνην ! Θὰ παύσῃς νὰ κάμῃς τὸ καλόν, ἂν περιμένῃς ἐδῶ ἀναγνώρισιν τοῦ καλοῦ. Ἡ κυρία ἀμοιβὴ τοῦ καλοῦ δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ εἰς χρῆμα ἤ εἰς ἔπαινον, ἀλλὰ μέσα μας. Ἡ χαρὰ τὴν ὁποίαν δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον κάμνει, πρέπει νὰ εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε νὰ μὴ τὴν σβύνῃ οὔτε ἡ ἀχαριστία οὔτε καὶ ἡ ἀντὶ τοῦ μάννα χολὴ τοῦ εὐεργετουμένου. Τοῦτο θὰ γίνῃ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι προδιατεθειμένος νὰ μὴ περιμένῃ ἐδῶ ἀμοιβὰς διὰ τὸ καλόν. Ὅταν περιμένῃς καὶ ζητῇς τὴν ἀμοιβήν σου ἐδῶ, δὲν ἀποκλείεται νὰ σοῦ εἴπῃ ἐκεῖ ὁ Θεός, ὅπως εἶπε εἰς τὸν πλούσιον «ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου…» ἐπληρώθηκες! Ἐπὶ πᾶσι τούτοις προσθέσατε, ὅτι ἡ ζήτησις τῆς ἀμοιβῆς ἐδῶ προϋποθέτει, ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη σου δὲν εἶναι δωρεά, ἀλλὰ ἐμπόριον, συναλλαγή. Ὥστε κάμε τὸ καλὸν δωρεάν!

Ἑπομένως εἶσαι φίλος καὶ δρέπεις τὴν ἀχαριστίαν ἀπὸ τὸν φίλον σου. Μὴ βαρυγομᾶς, διότι ὅσον φωνάζεις κατ’ αὐτοῦ, τόσον ἐντονώτερον διακηρύττεις, ὅτι τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον ἔκαμες δὲν ἦτο δωρεά, ἀλλὰ ὑπολογισμός σου. Εἶσαι ἀδελφὴ καὶ περιφρονεῖσαι ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ εὐεργετηθέντος. Ὅσον καταρᾶσαι αὐτόν, τόσον δείχνεις, ὅτι δὲν πιστεύεις εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, ἀλλὰ μόνον εἰς τὴν παροῦσαν. Εἶσαι μητέρα ἤ πατέρας καὶ περιφρονεῖσαι ὑπὸ τῶν παιδιῶν σου. Καταρᾶσαι τὰ παιδιά σου. Ὄχι. Πρέπει νὰ στενοχωρῆσαι ὄχι διὰ τὸν ἑαυτόν σου, ἀλλὰ διὰ τὸ κατάντημα τῶν παιδιῶν σου. Πόσας ὕβρεις δὲν ὑπομένει ὁ Θεὸς καθημερινῶς ἐκτοξευομένας κατὰ τοῦ Ἁγίου ὀνόματός Του ! Ἑπομένως κάμε τὸ καλὸν καὶ ρίψε το στὸ γυαλό, ὅπως λέγει ἡ λαϊκὴ παροιμία. Μὴ τὸ ζητῇς. Μὴ τὸ σκέπτεσαι, θὰ τὸ εὕρῃς εἰς τὸν Οὐρανόν. λέγει ὁ Θεός.

Σπουδαιότατον παράδειγμα εὐεργεσίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἶναι τὸ ἑξῆς: Ρωμαῖός τις δοῦλος ὀνόματι Ἀνδροκλῆς βασανιζόμενος ἐν Ἀφρικῇ ὑπὸ τοῦ πλουσίου κυρίου του ἐδραπέτευσεν εἰς ἔρημον τινα τόπον καὶ ἔμενεν ἐντὸς σπηλαίου. Ἡμέραν τινὰ εἰσέρχεται ἐντός τοῦ σπηλαίου λέων τις χωλαίνων καὶ ὑποφέρων πολλοὺς πόνους, διότι ἔφερεν ἄκανθαν ἐπὶ τοῦ ποδός. Ὁ Ἀνδροκλῆς ἐξάγει τὴν ἄκανθαν καὶ ὁ λέων εὐγνωμονῶν κυλίεται εἰς τοὺς πόδας τοῦ εὐεργέτου του γλύφων αὐτούς. Ὁ λέων ἀπῆλθεν. Ὁ Ἀνδροκλῆς ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σπηλαίου, ἵνα συλλέξῃ χόρτα πρὸς τροφήν του. Ἐκεῖ συναντᾷ Ρωμαῖον στρατιώτην, ὁ ὁποῖος αἰχμαλωτίζει τὸν Ἀνδροκλῆ. Κατόπιν ἀνακρίσεως, ὡς δοῦλος δραπετεύσας ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ κυρίου του, καταδικάζεται ὁ Ἀνδροκλῆς νὰ ῥιφθῇ εἰς τὰ θηρία τῆς Ρώμης πρὸς τέρψιν τοῦ λαοῦ. Ἐρρίφθη καὶ ἐξαπελύθη ἐναντίον αὐτοῦ λέων τις πεινασμένος. Ἀλλὰ ὁ λέων οὗτος ἦτο ὁ εὐεργετηθείς ὑπὸ τοῦ Ἀνδροκλέους. Ὅταν τὸ θηρίον εἶδε τὸν εὐεργέτην του, κυλίεται πρὸ τῶν ποδῶν του χωρὶς νὰ τὸν ἐγγίσῃ. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Καλλιγούλας ἀπέλυσε τὸν ἄνθρωπον τοῦτον χάριν τῶν αἰσθημάτων τοῦ ζῴου. Ὁ Ἀνδροκλῆς ἔκαμε τὸ καλὸν ἄνευ ὑπολογισμοῦ, ὅτι τὸ ζῷον θὰ ἀνταπέδιδε τὴν καλωσύνην. Τὸ ζῷον ὅμως εὐγνωμονεῖ.

Ὥστε, ἀναγνῶστά μου, ὅταν εὐεργετῆσαι, πρέπει νὰ εἶσαι εὐγνώμων. Εὐεργετῶν δὲ μὴ ζήτει ἀμοιβήν. Παρουσίασα δύο πηγάς χαρᾶς ἀντιθέτους. Ἔσο εὐγνώμων, ὅταν εὐεργετῆσαι. Μὴ ζήτει ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ εἶναι εὐγνώμονες πρὸς σέ. Παράξενα πράγματα; Ὄχι, ἀλλὰ καινούργια! Ἂς γίνωμεν καὶ ἡμεῖς καινούργιοι !

2.

Οἱ ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων (Λουκ ιζ, 12-19)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας.

«Ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν»

Ὅλες οἱ διατάξεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «τυπικὰ ἦν καὶ συμβολικὰ καὶ σκιώδη», δηλαδὴ ἦταν συμβολικὲς καὶ εἶχαν τὴ σημασία τους (Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς). Π.χ. ἡ λέπρα ἦταν ἀρρώστια φρικτὴ καὶ ἀποτρόπαιη, γι’αὐτὸ καὶ διέταζε ὁ Μωσαικὸς νόμος ὅσοι ἔχουν προσβληθεῖ στὴν πόλη ἀπ’ αὐτὴν νὰ μὴν κατοικοῦν μέσα σ΄αὐτήν, ὅπως ἐπίσης δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ πλησιάσει ἕνας ὑγιής τοὺς λεπρούς. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν πυορροοῦσες πληγὲς ἢ ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς νεκρούς. Προκειμένου νὰ ἀποτινάξουν τὸ μίασμα ὅσοι εἶχαν ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλους αὐτούς, ἔπρεπε νὰ ὑποστοῦν καθαρμοὺς ἢ νὰ κάνουν ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ προσευχές. Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε τὸν Κύριο νὰ θεραπεύει δέκα λεπροὺς καὶ νὰ τοὺς ἀποδίδει ὑγιεῖς στὸ κοινωνικὸ σύνολο. Αὐτὸ ὅμως μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀρρώστια καὶ τὶς αἰτίες ποὺ τὴν προκαλοῦν.

Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ἡ αἰτία τῶν ἀσθενειῶν

Οἱ ἀρρώστιες δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ποιητὴς τῶν καλῶν κι ὄχι τῶν δυσαρέστων καὶ ὀδυνηρῶν. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν 1,31). Ἡ ἀρρώστια ἔχει τὴν αἰτία καὶ τὴ ρίζα της στὴν ἁμαρτία. Αἰτία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, λέγει ὁ Χρυσόστομος, εἶναι «ἡ πονηρία τῆς γνώμης». Τὰ περισσότερα νοσήματα αἰτία ἔχουν τὴν ἁμαρτία. Κατ’ ἀρχὴν ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε χωρὶς φροντίδες καὶ ἀρρώστιες. Ἔπεσε ὅμως ὁ ἄνθρωπος στὴν ἁμαρτία, διεφθάρη ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ παρουσιάζει ἀτέλειες καὶ ἀρρώστιες. Ἀργότερα βέβαια, ὅταν γίναμε ἀδύναμοι βρῆκε τὴν εὐκαιρία ὁ διάβολος καὶ προκάλεσε κι αὐτὸς ἀσθένειες στὸν ἄνθρωπο. Παράδειγμα ἡ συγκύπτουσα, γιὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Χριστός: «ταύτην δὲ θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἥν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη» (Λουκ. 13,16). Ἐπίσης ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του ἔμεινε καθηλωμένος τριάντα ὀκτὼ χρόνια ὁ παραλυτικὸς (Ἰωάν. 5,14).

Ὁ Χριστὸς εἶναι ἰατρός μας

Ὁ Χριστὸς θεράπευσε, κατὰ τοὺς Πατέρες, «πᾶσαν τὴν λεπρωθεῖσαν φύσιν». Γεύθηκε ὁ ἴδιος τὸν θάνατο γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὰ κακά τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς μας, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ἡ ἀρρώστια. Αὐτός, κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, «τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν» (Ματθ. 8,17). Αὐτὸς θεράπευσε «τοὺς κακῶς ἔχοντας» (ὅπ. π. στίχ. 16). Ὄχι μόνο θεράπευσε σωματικά τοὺς ἀρρώστους ἀλλὰ καὶ ψυχικά.

Οἱ ἀρρώστιες τῶν ἀνθρώπων

Πράγματι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικά μας νοσήματα. Εἴμαστε ὅμως ἄξιοι νὰ θεραπευθοῦμε; Ἐδῶ μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς πολλὲς φορὲς ἀσθένειες τοῦ σώματος ἔχουν ἐπίδραση στὴν ψυχή μας καὶ ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς ἔχουν ἄμεσο ἀντίκτυπο στὸ σῶμα. Ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων εἶναι ὁ Χριστός. Ἕνας ἀρχαῖος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας Τὸν ὀνομάζει «ἀρχίατρον ἐπιστήμονα». Ὅπου ὑπάρχει ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη εἶναι παρατηρημένο πὼς οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι καλύτερα ἀντιμετωπίζουν τὴν ἀσθένεια μὲ ἐλπίδα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἀντίθετα, ὅσοι βρίσκονται σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Θεὸ ταλαιπωροῦνται πιὸ πολύ. Δὲν ἠρεμοῦν, εἶναι ἀπότομοι, σκληροὶ καὶ ἰδιοτελεῖς. Ἁμαρτία καὶ ἀρρώστια συνδέονται.

Ἀδελφοί μου, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ μυστήρια εἶναι ἕνα ἰατρεῖο ἀδάπανο. Δὲν καταργεῖ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Ἀντίθετα τὴν βοηθεῖ πολὺ στὸ ἔργο της. Ἡ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ μετάνοια μᾶς ἀφαιροῦν τὶς ἁμαρτίες καὶ μᾶς πλησιάζουν μὲ περισσότερο θάρρος στὸν Χριστὸ γιὰ νὰ θεραπευτοῦμε. Σὲ μᾶς ὅλους ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μας: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Περιμένει ἀπὸ μᾶς νὰ ποῦμε: «Ναὶ Κύριε» (Ματθ. 9,28). Μ’αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ πλησιάζουμε τὸν θεραπευτὴ Ἰησοῦ στὴν Ἐκκλησία μας. Ἀμήν.

3.

Η αχαριστία και ο Χριστός: Των δέκα λεπρών [ιβ΄Λουκά]

Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο.

ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα ο Χριστός ευεργετεί θεραπεύοντας μια ομάδα δέκα ανθρώπων, που η κοινωνία είχε περιθωριοποιήσει λόγω της λέπρας. Οι άνθρωποι εκείνοι, αποκλεισμένοι από κάθε ανθρώπινη βοήθεια και συμπαράσταση, εναπόθεσαν όλες τις ελπίδες στον Κύριο. «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς», φωνάζουν. Ο Κύριος, φιλεύσπλαχνος και ελεήμων, ανταποκρίνεται στις παρακλήσεις τους και τους θεραπεύει επανεντάσσοντάς τους στην κοινωνία, στέλνοντάς τους στους ιερείς, που κατά το Νόμο επιβεβαίωναν την αποκατάσταση της συγκεκριμένης αρρώστιας.

ΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΠΟΥ ΕΝΩΝΕΙ: Ο ένας των λεπρών, που τελικά έδειξε και την ευγνωμοσύνη του, ήταν Σαμαρείτης. Οι Σαμαρείτες θεωρούνταν από τους Ιουδαίους ακάθαρτοι και αιρετικοί. Κι’ όμως οι δέκα αυτοί άνθρωποι είναι μαζί όταν συναντάνε το Χριστό παρά τις διαφορές τους. Τους ενώνει η αρρώστια και η απόρριψη! Η λέπρα ήταν για τους Εβραίους σημάδι αμαρτίας και τιμωρίας και ο λεπρός απόβλητος. Γι’ αυτό και όταν αντιλαμβάνονται το Χριστό, στέκονται «πόρρωθεν», εκεί που τους είχε θέσει η “καθαρή” κοινωνία. Κι ενώ η λέπρα συνέδεε αυτούς τους δέκα άνδρες, η πίστη τους φέρνει ακόμη πιο κοντά.

ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ: Τους θεραπεύει όμως μ’ ένα περίεργο τρόπο. Τους στέλνει στους ιερείς του Ισραήλ που ήταν αρμόδιοι να βεβαιώσουν τον καθαρισμό τους. Με τη μικρή αυτή υπακοή, τους ζητάει να κάνουν πράξη την πίστη που φανέρωσαν. Συγχρόνως στέλνει κι’ ένα διττό μήνυμα στο ιερατείο: ότι ο Ίδιος σέβεται το μωσαϊκό νόμο και ότι ο νόμος δεν μπορεί να σώσει! Κι αυτό γιατί ο νόμος έχει μέσα του τη δουλεία στην αμαρτία, ενώ η πίστη, οδηγεί στην ελευθερία και τη μετάνοια. Αυτή η πίστη επιτρέπει τη δράση της θαυματουργικής ενέργειας του Θεού. Οι δέκα υπακούουν στην εντολή Του και η πίστη τους καρποφορεί! Όπως πηγαίνουν προς τους ιερείς, καθαρίζονται! Εντυπωσιάζει, όμως, η ευκολία με την οποία οι εννέα, καθαροί πια από τη λέπρα, λησμόνησαν τον Ευεργέτη, επικαλούμενοι ίσως διατάξεις περί καθαρμών και δεν επιστρέφουν να Τον ευχαριστήσουν. Αδημονώντας, ίσως, για την επίσημη αναγνώριση από το ιερατείο, απορρίπτουν Αυτόν που δεν τους απέκλεισε από την αγάπη Του. Ακόμη, oι εννέα, χθεσινά θύματα του νόμου, που υφίσταντο διωγμούς και αποκλεισμό, με τη σειρά τους αρνούνται να παραδεχθούν, ότι στο παρελθόν υπήρξαν οι ίδιοι περιφρονημένοι και ασθενείς. Έτσι γρήγορα ξεχνούν τι έκανε γι’ αυτούς ο Θεός, και πόσο φέρονται σκληρά σ΄ εκείνους που χαρακτηρίζονται περιθωριακοί. Ανήκουν τώρα κι’ αυτοί στους «καθώς πρέπει» και τους «καθαρούς»! Συνεπώς, οι εννέα δεν διδάχθηκαν τίποτε. Αισθάνονται ταπεινωτικά να επιστρέψουν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν, μειωτικά να παραδεχθούν ότι ήταν άρρωστοι και ότι θεραπεύθηκαν με τη δύναμη του Θεού. Κι’ αντί να φανούν μεγαλόψυχα ευγνώμονες, κατάντησαν μικρόψυχα αχάριστοι. Αρνήθηκαν να γευθούν το μυστήριο της ευχαριστίας και τη χαρά της θαυματουργικής αποκατάστασης.

Ο ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ: Ένας όμως απ’ αυτούς, ενώ τον χωρίζουν εθνικές και θρησκευτικές διαφορές, επιστρέφει ευγνωμονών με πίστη ανιδιοτελή, έμπλεη αγάπης. Μπορεί η κοινωνία να του στέρησε πολλά αποκλείοντας τον από τη φυσιολογική ανθρώπινη ζωή, μα εκείνος ξεπερνάει εγωισμούς και ντροπές, βάζει σε δεύτερη μοίρα την «αξιοπρέπεια του» και τη γνώμη των άλλων για το πρόσωπο του. Ήταν, δις αποκλεισμένος από τους συνανθρώπους του, και για την καταγωγή του και για το κατάντημά του. Γίνεται δύο φορές αποκαταστημένος: και ως προς την υγεία του και ως προς τη σωτηρία του. Κι’ εδώ έγκειται η μέγιστη θεραπεία που προσφέρει ο Χριστός. Την αποκατάσταση των σχέσεων μας με το Θεό. Μόνον ένας λοιπόν εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς τον ευεργέτη, δίδοντας την ευκαιρία στο Χριστό να επαινέσει τη συμπεριφορά του ενός και να επικρίνει την αχαριστία των άλλων. Ο Ιησούς δεν επιζητά ανταπόδοση ούτε έχει ανάγκη από δοξολογίες. Τι θα μπορούσε άλλωστε να προσθέσει σε Εκείνον η απόδοση της ευγνωμοσύνης μας; Διδάσκει, όμως, αυτή τη συμπεριφορά, διότι η έκφραση της ευγνωμοσύνης συντελεί στην κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό.

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ-ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ: Ευγνωμοσύνη είναι η αναγνώριση της ευεργεσίας και η έκφραση της ευχαριστίας γι’ αυτήν. Μάλιστα, όσο περισσότερο ευχαριστούμε για τα καλά που δεχόμαστε, τόσο ανοίγει ο δρόμος για να δεχτούμε περισσότερα. “Η ευχαριστία του λαμβάνοντος ερεθίζει τον δίδοντα να δώσει δωρήματα μεγαλύτερα” [α. Ισαάκ ο Σύρος]. Ευγνωμοσύνη πρέπει να αποδίδουμε πάντοτε στο Θεό για όλα όσα έχουμε, για οποιαδήποτε κατάσταση έρχεται στη ζωή μας, για οτιδήποτε μας κάνει να νιώθουμε καλά! Η ευγνωμοσύνη πρέπει να είναι στάση ζωής της ορθά βιουμένης χριστιανικής πίστης, για να ανοίξει τις πόρτες του παραδείσου και σε εμάς, όπως άνοιξαν για τον γιατρεμένο λεπρό της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, ο οποίος δείχνοντας την ευγνωμοσύνη του, έλαβε την Χάρη και την ευλογία από Εκείνον, καθώς του είπε: «αναστάς πορεύου, η πίστις σου σέσωκέ σε»! Έτσι ο λεπρός της περικοπής δείχνοντας ευγνωμοσύνη για την ίαση του σώματος κερδίζει κάτι ασύγκριτα σπουδαιότερο: Τη σωτηρία της Ψυχής του! Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς έλεγε: “Ας ευχαριστούμε για όλα, ό,τι και αν συμβεί, αυτό είναι ευχαριστία. Διότι το να το κάνεις αυτό όταν όλα πηγαίνουν ομαλά, δεν είναι σπουδαίο […]. Εάν όμως ευχαριστούμε ενώ ευρισκόμεθα στο βάθος των κακών, αυτό είναι θαυμαστόν. Όταν εσύ ευχαριστείς για εκείνα που άλλοι βλασφημούν: Πρώτον, εύφρανες τον Θεόν. Δεύτερον, εντρόπιασες τον διάβολο. Τρίτον, αυτό που συνέβη το απέδειξες μηδαμινό. Άγια η γλώσσα, που μέσα στα κακά ευχαριστεί τον Θεόν! Δεν υστερεί από την γλώσσα του μάρτυρος. Διότι και αυτή έναν δήμιον έχει ενώπιόν της, που την αναγκάζει να αρνηθεί τον Θεόν δια της βλασφημίας. Τον διάβολον έχει, ο οποίος με δημίους λογισμούς τη σκοτίζει με τη λύπη. Αν κάποιος υπομείνει τα βάσανα και ευχαριστήσει, έλαβε στέφανον μαρτυρίου”. Κι ο Μ. Βασίλειος έλεγε: “είναι αισχρόν όταν μεν τα πράγματα έρχονται ευνοϊκά να ευλογούμε τον Θεόν, στα δε στενόχωρα και επίπονα να σιωπούμε”. Κατά τον άγιο Ισαάκ, αυτό που οδηγεί τα χαρίσματα του Θεού προς τον άνθρωπο “είναι η καρδία η κινουμένη προς ευχαριστίαν αδιάλειπτον». Συνεπώς, εάν υγιαίνουμε, δώρο του Θεού είναι η υγεία, εάν ασθενούμε, η ασθένεια του σώματος είναι σωτηρία της ψυχής. Ας μη λείπει λοιπόν ποτέ από το στόμα μας η ευχαριστία-δοξολογία του Θεού.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ: Είδα στον ύπνο μου πως επισκέφθηκα τον Παράδεισο και ένας άγγελος με ξεναγούσε. Περπατούσαμε σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη αγγέλους. Ο οδηγός μου σταμάτησε μπροστά στον πρώτο σταθμό εργασίας και είπε: “Να το Τμήμα Παραλαβής. Εδώ παραλαμβάνουμε όλες τις αιτήσεις-προσευχές που φτάνουν στον Θεό. Ο χώρος έσφυζε από κίνηση, με πολλούς αγγέλους να ταξινομούν αιτήσεις σε ογκώδεις στοίβες από χαρτιά και σημειώματα, από ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Μετά προχωρήσαμε σε ένα μακρύ διάδρομο και φτάσαμε στο δεύτερο σταθμό. “Τμήμα συσκευασίας και Παράδοσης”, έγραφε η πινακίδα. “Εδώ τα αιτήματα, που έχουν ζητηθεί προωθούνται και παραδίδονται σε αυτούς που τις ζήτησαν”. Κι εδώ αμέτρητοι άγγελοι πηγαινοέρχονταν δουλεύοντας σκληρά, αφού τόσες πολλές επιθυμίες είχαν ζητηθεί και συσκευάζονταν για να παραδοθούν. Τέλος, στην άκρη ενός μικρού σταθμού, μόνο ένας άγγελος βρισκόταν, χωρίς να κάνει ουσιαστικά τίποτα. “Είναι το Τμήμα των Ευχαριστιών”, μου είπε σιγανά ο φίλος άγγελός μου. Έδειχνε ντροπιασμένος. “Πώς γίνεται αυτό; Δεν υπάρχει δουλειά εδώ”; ρώτησα. “Είναι λυπηρό”, αναστέναξε εκείνος. “Αφού παραλάβουν τις χάρες τους οι άνθρωποι, ελάχιστοι στέλνουν ευχαριστήρια”. “Πώς μπορεί κάποιος να ευχαριστήσει τον Θεό για τις ευλογίες που παρέλαβε”; ρώτησα πάλι. Κι εκείνος απάντησε: “Χρειάζεται μόνο να πεις: Ευχαριστώ, Θεέ μου!”. “Για τι ακριβώς πρέπει να ευχαριστήσουμε”; επέμεινα εγώ. “Αν έχεις τρόφιμα στο ψυγείο, ρούχα στην πλάτη σου, μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι σου και ένα μέρος να κοιμηθείς, είσαι πλουσιότερος από το 75% αυτού του κόσμου. Αν έχεις χρήματα στην τράπεζα, στο πορτοφόλι σου και λίγα κέρματα σ’ ένα πιατάκι είσαι στο 8% των ανθρώπων που ευημερούν. Αν ξύπνησες σήμερα με περισσότερη υγεία από ότι αρρώστια, είσαι πιο ευλογημένος από όσους δεν θα επιζήσουν καν αυτή τη μέρα. Αν ποτέ δε βίωσες φόβο πολέμου, μοναξιά φυλακής, αγωνία βασανισμού και σουβλιά πείνας, είσαι μπροστά από 700 εκατομμύρια ανθρώπους της γης. Αν μπορείς να προσευχηθείς σε ένα ναό χωρίς φόβο επίθεσης, σύλληψης, εκτέλεσης, θα σε ζηλεύουν σίγουρα 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι! Αν οι γονείς σου είναι ακόμα ζωντανοί και είναι ακόμα παντρεμένοι, είσαι σπάνιος. Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι σου ψηλά και να χαμογελάς, δεν είσαι ο κανόνας, είσαι η εξαίρεση για όλους όσους ζουν στην απόγνωση. Και αν διαβάζεις τώρα αυτές τις αράδες, μόλις έλαβες διπλή ευλογία, γιατί σου το έγραψε κάποιος που σ’ αγαπάει και γιατί είσαι πιο τυχερός από δύο δισεκατομμύρια ανθρώπους, που δεν ξέρουν καν να διαβάζουν”. “Πώς μπορώ να αρχίσω”; ρώτησα πάλι. “Να πεις καλημέρα”, μου χαμογέλασε ο άγγελός μου, “να μετρήσεις τις ευλογίες σου και να περάσεις αυτό το μήνυμα και σε άλλους ανθρώπους, για να τους θυμίσεις πόσο ευλογημένοι είναι. Και μην ξεχάσεις να στείλεις το ευχαριστήριό σου1”!

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon

1. Περιοδικό «Τόλμη», αρχιμ. Δανιήλ Σάπικα, ιατρού.

4.

Ὁμιλία γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη.

Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δέκα λεπροὶ ἦρθαν στὸν Κύριο· δέκα ἄνθρωποι ποὺ ἦταν τελετουργικὰ ἀκάθαρτοι καὶ γι’ αὐτὸ εἶχαν ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὴν κοινότητα τους, ἀδυνατοῦσαν νὰ παραβρεθοῦν στὴν κοινὴ λατρεία στὸ Ναό, ἀδυνατοῦσαν νὰ πλησιάσουν τὶς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων ἐπειδὴ ἡ ἀρρώστεια τους μποροῦσε νὰ μεταδοθεῖ στοὺς ἄλλους: θὰ μποροῦσαν νὰ μολυνθοῦν, νὰ ἀρρωστήσουν θανατηφόρα.

Ἦρθαν στὸν Κύριο καὶ στάθηκαν μακρυὰ ἐπειδὴ γνώριζαν ὅτι δὲν εἶχαν δικαίωμα νὰ πλησιάσουν, νὰ Τὸν ἀγγίξουν καθὼς ἔκανε ἡ αἱμορροούσα καὶ θεραπεύτηκε. Ἀπὸ μακρυὰ κραύγασαν γιὰ ἔλεος, καὶ ὁ Κύριος τοὺς θεράπευσε· τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς γιὰ νὰ καθαριστοῦν τυπικά. Δέκα πῆγαν καὶ οἱ ἐννέα δὲν γύρισαν πίσω ποτέ. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἀνακαλύπτοντας καθ’ ὁδὸν ὅτι θεραπεύτηκε, ἄφησε κάθε ἄλλο ἐνδιαφέρον ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐγνωμοσύνη σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν κατέστησε ὑγιῆ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἐπέστρεψε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι ἦταν Σαμαρείτης, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀνῆκε στὴν Ἑβραϊκὴ κοινότητα, ἕνας ἄνθρωπος δίχως δικαιώματα στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἦταν μόνο ξένος ἀλλὰ ἀπορριπτέος.

Γιατὶ- ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν ρωτᾶ -γιατὶ συμβαίνει καὶ οἱ ἐννέα ἀπ’ αὐτοὺς δὲν σκέφτηκαν νὰ ἐπιστρέψουν; Ἐπειδὴ ἔνοιωσαν ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ καθαρίστηκαν ἐπανῆλθαν πλήρεις ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἱσραὴλ· δὲν χρειάζονταν τίποτα περισσότερο, εἶχαν τὰ πάντα.

Ὁ Σαμαρείτης ἤξερε ὅτι καθαρίστηκε, ὅτι θεραπεύτηκε, ἀποκαταστάθηκε δίχως νὰ ἔχει κανένα δικαίωμα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ τούτη τὴ πράξη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη ἀνθίζει στὶς καρδιές μας πιὸ δυνατὰ ὅταν αὐτὸ ποὺ δεχόμαστε δὲν τὸ ἀξίζουμε, ὅταν εἶναι ἕνα θαῦμα θεϊκῆς καὶ ἀνθρώπινης ἀγάπης; Ὅταν νομίζουμε ὅτι ἀξίζουμε κάτι καὶ τὸ δεχόμαστε, τὸ δεχόμαστε σὰν νὰ μᾶς ὀφείλεται· αὐτὸ ἔκαναν καὶ οἱ ἐννέα Ἑβραῖοι. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης ἤξερε ὅτι δὲν εἶχε δικαίωμα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, στὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, καὶ ἡ καρδιά του γέμισε μ’ εὐγνωμοσύνη.

Αὐτὸ δὲν ἰσχύει καὶ σ’ ἐμᾶς; Πράγματι! Πράγματι ἔχει νὰ κάνει μ’ ἐμᾶς δυστυχῶς, ἐπειδὴ ὅλοι μας νοιώθουμε ὅτι ἔχουμε δικαίωματα: δικαίωμα στὸ ἀνθρώπινο ἐνδιαφέρον, δικαίωμα στὴν ἀγάπη, σὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ἡ γῆ καὶ οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, δικαίωμα στὴν φροντίδα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν πρὸς ἐμᾶς ἀγάπη. Καὶ γι’ αὐτὸ, ὅταν δεχόμαστε ἕνα δῶρο εἴμαστε ἐξωτερικὰ εὐγνώμονες, λέμε ἕνα ἐπιπόλαιο «εὐχαριστῶ»· ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μεταμορφώνει τὴ σχέση μας, εἴτε πρὸς τὸν Θεό, εἴτε πρὸς ἐκείνους ποὺ ὑπῆρξαν ἐλεήμονες πρὸς ἐμᾶς. Τὸ δεχόμαστε ὅπως μᾶς ἁρμόζει καὶ εἴμαστε εὐγνώμονες σ’ ἐκείνους ποὺ ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὸ νὰ μᾶς ἀποδοθεῖ αὐτὸ ποὺ «ἁπλῶς» εἴχαμε δικαίωμα νὰ ἔχουμε.

Ὁ πρῶτος Μακαρισμὸς μᾶς μιλάει ἐν προκειμένῳ ξεκάθαρα: Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, διότι σ’αὐτοὺς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.. Ποιοὶ εἶναι «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι;» Δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἁπλῶς πτωχοί· ἡ φτώχεια δὲν προκαλεῖ τὶς μεγάλες ἀρετὲς ἀπὸ μόνη της· «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ στὴν καρδιὰ καὶ στὸ μυαλό, μ’ ὅλο τους τὸ εἶναι, γνωρίζουν ὅτι δὲν κατέχουν τίποτα ποὺ δὲν εἶναι δῶρο καὶ δὲν ἀξίζουν τίποτα ἀπ’ ὅ,τι μᾶς δίνεται δωρεάν. Ἄς τὸ σκεφτοῦμε λίγο αὐτὸ.

Δὲν ἀποκτήσαμε ὑπόσταση ἀπὸ δική μας θέληση· ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε ὕπαρξη, ὄχι μ’ ἐντολή, ἀλλὰ μὲ μιὰ πράξη ἰσχύος. Ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης, ἐπειδή μᾶς ἀγάπησε τόσο ὥστε μᾶς ἔδωσε ὑπόσταση. Μὲ αὐτὴν τὴν πράξη μᾶς λέει: Σᾶς ἀγαπῶ! Δίχως ἐσᾶς ὁ κόσμος ποὺ δημιούργησα δὲν θὰ ἦταν ὁλοκληρωμένος στὰ μάτια μου· ἀλλὰ ἔχω πίστη ὅτι δὲν θὰ προδώσετε τὴν ἐμπιστοσύνη μου. Ἐλπίζω στὸ καλὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα σας. Ἡ ἀγάπη μου δὲν θὰ λαθέψει ποτέ, ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα μου σ’ ἐσᾶς θὰ παραμείνουν ἀκλόνητες – ἀνταποκριθῆτε σ’ αὐτὲς. Τὸ θαῦμα εἶναι ὅτι, ὅσο λίγο κι ἄν πιστεύουμε στὸν Θεό, Ἐκεῖνος πιστεύει σ’ ἐμᾶς. Αὐτὸ δὲν εἶναι θαῦμα; Καὶ ὑπάρχουμε μόνο ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πίστης τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς περιέβαλε.

Καὶ ἄν πᾶμε λίγο πιὸ πέρα, δὲν ὑπάρχουμε ἁπλῶς- εἴμαστε ζωντανοὶ μὲ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς κάνει ὅμοιούς Του, ἱκανοὺς νὰ Τὸν γνωρίζουμε! Καὶ ἀποκαλύφθηκε σ’ ἐμᾶς μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους, ἀλλὰ ἐν τέλει στὴν Ἐνσάρκωση Του: ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ ἐμᾶς γιὰ νὰ δοῦμε πόσο ἔχουμε ἀγαπηθεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον, πόσο σπουδαῖοι εἴμαστε στὰ μάτια Του, καὶ πόσο πραγματικὰ σπουδαῖοι εἴμαστε ἐν δυνάμει στὴν ἀνθρώπινή μας φύση. Κοινωνοῦντες τὸν Χριστὸ μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι υἱοὶ καὶ θυγατέρες τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς φύσεως. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει αὐτὸ ὁ Χριστὸς μᾶς πρόσφερε τὴ ζωή Του, τὴ διδασκαλία Του, τὸν θάνατο Του, τὴν συγχώρεση ποὺ ἔδωσε σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν σταύρωσαν: «Ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι!» Αὐτὸ μᾶς ἀφορᾶ συνεχῶς, μέρα μὲ τὴν μέρα, ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ τὴ διακήρυξη τῆς ἀνθρώπινης δόξας μας, ἀφοῦ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἄν θέλεις νὰ ξέρεις πόσο σπουδαῖος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κοίταξε στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ – θὰ δεῖς τὸν Ἄνθρωπο καθισμένο στὰ δεξιὰ τῆς δόξης!

Δὲν εἶναι σ’ μᾶς ἀρκετὸ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες ἐνώπιον ὁποιασδήποτε ἄλλης δωρεᾶς ποὺ μᾶς παραχωρήθηκε: ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ κοντινῶν μας προσώπων καὶ ἄλλων ποὺ νοιάζονται, ἡ ἀσφάλεια τῆς ζωῆς, τῆς τροφῆς, τοῦ ἀέρα, ἡ ὑγεία. Ἀλλὰ ὅλοι μας τὰ θεωροῦμε δεδομένα· δὲν εἴμαστε «πτωχοὶ τῷ πνεύματι» – θεωροῦμε σὰν νὰ μᾶς τὰ ὡφείλουν· γιατὶ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες ποὺ μᾶς δίνεται ὅ,τι δικαιούμαστε; Γιατὶ δὲν μᾶς δίνει ὁ Θεὸς ὅ,τι ἔχει ὑποχρέωση νὰ μᾶς δώσει; Αὐτὴ εἶναι ἡ στάση μας, δὲν τὸ διατυπώνουμε τόσο ὡμά, ἀλλὰ ζοῦμε ἔτσι!

Ὁ Σαμαρείτης δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο· δὲν εἶχε κανένα δικαίωμα νὰ μοιραστεῖ κάτι ποὺ ἦταν δικαίωμα τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ- καὶ τοῦ δόθηκε! Καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη του ἦταν φλεγόμενη, λάμπουσα!

Δὲν μποροῦμε νὰ μάθουμε κάτι ἀπ’ αὐτόν; Κι ἐπίσης, δὲν μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο ὑπέροχο θὰ ἦταν ἄν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ζούσαμε κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ὥστε νὰ δώσουμε χαρὰ στὸν Κύριο, τὴ χαρὰ ὄτι δὲν μᾶς δημιούργησε μάταια, ὅτι δὲν πιστεύει μάταια σ’ μᾶς, ὅτι δὲν μᾶς ἐμπιστεύτηκε μάταια, ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ λάβαμε εἶναι τώρα σαρκωμένη, ὄχι μόνο συναισθηματικά, ἀλλὰ στὴν πράξη!

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι εἶναι μεγαλύτερη χαρὰ νὰ δίνεις ἀπὸ τὸ νὰ παίρνεις· εἶναι αὐτὴ ἡ στάση μας; Ἄν εἴμαστε ἀληθινὰ εὐγνώμονες γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶναι δικά μας- πόσο γενναιόδωρα, μὲ πόση χαρὰ θὰ προσφέραμε στὸν καθένα γύρω μας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης ποὺ θὰ ἦταν τὸ μερίδιο μας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἄν συνειδητοποιήσαμε ὅτι ὅλα ποὺ ἔχουμε στὴν ψυχή, στὸ σῶμα, σὲ καταστάσεις τῆς ζωῆς συμβαίνουν ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἔστειλε στὸν κόσμο σὰν ἀγγελιοφόρους Του νὰ φέρουμε τὴν θεϊκὴ παρουσία μὲ τίμημα ἄν χρειαστεῖ τὴ ζωή μας- πόσο εὐγνώμονες θὰ εἴμασταν καὶ πῶς θὰ ζούσαμε ἔτσι ποὺ ὁ Θεὸς ποὺ θὰ κοίταζε τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, θὰ ἔλεγε: νὰ ἕνας μαθητής μου ποὺ κατανόησε τὸ θέλημα μου καὶ ζεῖ σύμφωνα μ’ αὐτὸ!

Ἄς προβληματιστοῦμε· ἄς μάθουμε νὰ ζοῦμε μ’ εὐγνωμοσύνη, μὲ τὴ χαρὰ ὅτι ἀγαπηθήκαμε μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ γνωρίζοντας ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ πράξη εὐγνωμοσύνης, χαρισμένης γενναιοδωρίας, δὲν ἔχουμε δικαιώματα καὶ ὅμως κατέχουμε τὰ πάντα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπε τοῦτο: Δὲν ἔχω τίποτα καὶ ὅλα τὰ κατέχω. Ὁ καθένας μας θὰ μποροῡσε νὰ εἶναι τόσο πλούσιος μέσα στὴν ἀπόλυτη πτωχεία, πλούσιος ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τὴ δύναμη καὶ τὸν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ.

Ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς προσφέρουμε στὸν Θεό, μὲ μιὰ πράξη εὐγνωμοσύνης ὄχι μόνο στὰ λόγια, ποὺ ἀμυδρὰ νοιώσαμε, ἀλλὰ ἔμπρακτα στὴ ζωή μας: ἄς τοῦ δώσουμε τὴ χαρὰ καὶ τὴ βεβαιότητα ὅτι δὲν μᾶς δημιούργησε μάταια, δὲν ἔζησε καὶ δὲν πέθανε μάταια γιὰ ἐμᾶς, ὅτι εἴμαστε ἀληθινοὶ μαθητές Του ποὺ ἔχουμε καταλάβει καὶ θέλουμε νὰ ζήσουμε τὸ Εὐαγγέλιό Του. Ἀμήν.

5.

Στὴν θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν.

Μελέτιος Καλαμαρᾶς, Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης(+)

Ὅταν δέν βλέπομε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ μεγάλος Ρῶσσος συγγραφέας, ὀρθόδοξος χριστιανός, ἀπό τούς σοφότερους ἀνθρώπους στόν κόσμο, Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, λέγει:

«Ἡ ζωή, ἐδῶ στή γῆ εἶναι Παράδεισος. Μόνο πού οἱ ἄνθρωποι δέν τό ξέρουν ἤ δέν θέλουν νά τό καταλάβουν».

Τί θέλει νά πεῖ;

Ἔχομε τόσα καλά. Πολλά καλά. Ὁ καθένας πολλά. Ὅλα δῶρα καί εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Τά ἔχομε, μά δέν τά βλέπομε. Δέν ψάχνομε νά τά δοῦμε. Νά τά φέρομε στό νοῦ μας. Νά τά συνειδητοποιήσομε.

Καί συμβαίνει νά μήν ἔχω κάτι καί ἡ στέρηση του, μοῦ δηλητηριάζει ὁλόκληρο τό νοῦ καί τήν καρδιά. Καί θεωρῶ τόν ἑαυτό μου χωρίς αὐτό «τό κάτι», πού μπορεῖ νά εἶναι ἕνα τόσο δά πραγματάκι, δυστυχισμένο. Ἀποτέλεσμα; Καταντῶ ὅλο γκρίνια, παραξενιά καί ἰδιοτροπία στήν ἐπικοινωνία μου μέ τούς ἀνθρώπους καί δέν διστάζω νά γογγύζω κατά τοῦ Θεοῦ.

Ἁμαρτίες μεγάλες!

Ὄχι γκρίνια. Προσευχή.

Κάθε πρωτοχρονιά, ἐπικρατεῖ τό ἔθιμο, νά ἀγοράζομε δῶρα γιά μικρούς καί μεγάλους. Σέ κάποιο τόπο, συνήθιζαν νά βάζουν τά δῶρα στά παπούτσια ἤ στίς κάλτσες τῶν ἀγαπητῶν τους. Βέβαια, τίς παλαιότερες ἐποχές, ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν παπούτσια, τό μεγαλύτερο δῶρο πού σκέπτονταν γιά τά παιδιά τους ἤ γιά τόν ἑαυτό τους, ἦταν ἕνα ζευγαράκι παπούτσια, ὁπότε τά παιδάκια στήν καλύτερη περίπτωση, θά εὕρισκαν σάν δῶρο τους, τά ἴδια τά παπούτσια.

Γιά φαντασθεῖτε, ἕνας ἄνθρωπος νά ψάχνει τό παπούτσι του καί τήν κάλτσα του, νά βρεῖ μέσα μιά καραμέλα ἤ ἔστω κάποιο παιγνιδάκι. Καί ἅμα δέν τά βρίσκει, νά ἀρχίζει τήν γκρίνια καί νά μή θυμᾶται ὅτι μέσα σ’ αὐτά τά παπούτσια, βάζει κάτι πολύ πιό πολύτιμο. Τά πόδια του.

Ὅμως, ὑπάρχει κάτι πολύ πιό ἀνώτερο καί πιό ὄμορφο ἀπό τά πόδια. Τά μάτια μας. Ὅταν θέλομε νά προστατεύσομε κάτι τό πολύ σπουδαῖο λέμε: «Νά τό προσέχεις σάν τά μάτια σου». Ἄν μᾶς ρωτήσουν:

«Τί προτιμᾶς νά χάσεις; Χέρι, πόδι ἤ τά μάτια σου;»

Τό χέρι καί τό πόδι, θά πεῖς.

Τά μάτια μας νά εἶναι καλά.

Διηγεῖται ἕνας κληρικός:

Στήν ἐκκλησία πού ἤμουν, ἔψαλλε κάθε Κυριακή ἕνας ἐντελῶς τυφλός. Μά πῶς ἔψαλλε; Ἀριστουργηματικά. Καί τίς λέξεις τίς ἔλεγε καλύτερα ἀπό ἐκείνους πού βλέπουν. Ὁλοκάθαρα! Μέ ὅλο τους τό νόημα. Μέ τά δάκτυλά του, ψηλαφοῦσε ἕνα εἰδικό βιβλίο γιά τυφλούς καί διάβαζε. Ἦταν δέ τόσο εὐσεβής, πού τά ἔλεγε μέ τέτοιο πόνο καί κέφι, πού δέν χόρταινες νά τόν ἀκοῦς.

Ὅταν κουβεντιάζαμε, ἔλεγε:

«Δόξα νἄχει ὁ Θεός, πού μοῦ ἔχει δώσει τό ἐσωτερικό φῶς καί Τόν βλέπω. Καί πιστεύω. Δέν εἶμαι δυστυχισμένος. Εἶμαι εὐχαριστημένος πού ἔχω τά μάτια τῆς ψυχῆς μου ἀνοικτά καί μπορῶ νά διαβάζω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, νά τόν κατανοῶ καί νά πιστεύω στόν Κύριο».

Πρῶτα, πρέπει νά ἀναζητοῦμε καί νά «διαβάζομε» τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς! Πρῶτα, νά προσπαθοῦμε νά τήν κατανοοῦμε. Μετά ὁτιδήποτε ἄλλο.

Πρῶτα, νά κυττάζομε τόν ἑαυτό μας, νά δοῦμε τί ὄμορφο μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, πόσα ὄμορφα δῶρα Του ἔχομε ὁ καθένας μας. Μετά νά κυττάζομε ἄν εἶναι κάτι πού μᾶς λείπει. Τίποτε δέν ἐμποδίζει νά προσπαθοῦμε νά διορθώσομε τήν ἔλλειψή του. Νά τό ἀποκτήσομε καί ἐκεῖνο.

Μά ὄχι μέ γκρίνια καί μαυρίλα στήν ψυχή καί γογγυσμό, ἀλλά μέ τίς καλές μας προσπάθειες, μέ τήν καλή μας ἐπικοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους καί μέ τήν πιό καλή ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.

Δηλαδή μέ τήν ταπεινή προσευχή.

Ὁ πόνος ἑνώνει

Τό σημερινό Εὐαγγέλιο τῶν δέκα λεπρῶν, μᾶς λέει ὅτι αὐτοί οἱ ταλαίπωροι, πού ἔπασχαν ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια, εἶχαν ἕνα καλό. Τό καλό ἦταν, ὅτι ἡ ἀρρώστια τούς εἶχε ἑνώσει καί εἶχαν ἀποτελέσει μία καλή παρέα. Καί μάλιστα στήν καλή αὐτή παρέα ὑπαγόταν καί ἕνας Σαμαρείτης. Πού θεωρεῖτο ἐχθρός τοῦ ἔθνους τους. Ἤ κάτι ἀκόμη χειρότερο.

Ἔτσι ἦταν οἱ Σαμαρεῖτες γιά τούς Ἑβραίους.

Οὔτε καλημέρα δέν ἔλεγαν ὅταν συναντιόντουσταν.

Ὅμως οἱ δέκα λεπροί εἶχαν γίνει μιά γροθιά. Τί σημαίνει αὐτό; Ἤξεραν νά ἔχουν κατανόηση, ἀγάπη καί συμπόνια ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Νά ἕνας πνευματικός πλοῦτος.

Κάποια μέρα, ἄκουσαν ὅτι περνᾶ ἀπό ἐκεῖ ὁ Χριστός. Ἔτρεξαν ὅλοι μαζί καί στάθηκαν μακρυά.

Γιατί στάθηκαν μακρυά; Ἀξίζει νά τό προσέξομε. Καί σίγουρα θά ποῦμε:

-Μά τί θαυμάσιοι ἄνθρωποι ἦταν αὐτοί οἱ δέκα λεπροί.

Γιατί θαυμάσιοι; Ἡ ὄψη τους, ἦταν ἀποκρουστική. Ὅταν τήν ἔβλεπες, αἰσθανόσουν τόν ἐσωτερικό σου κόσμο νά ταράζεται τόσο πολύ, πού γιά μέρες δέν εἶχες ὄρεξη οὔτε νά φᾶς, οὔτε νά κοιμηθεῖς, οὔτε νά γελάσεις, οὔτε τίποτε. Τέτοια ἦταν ἡ ἐξωτερική τους ἀθλιότητα!

Στάθηκαν λοιπόν μακρυά, ἀπό εὐλάβεια στόν Χριστό καί σεβασμό στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Πράγματα πού μερικές φορές δέν τά προσέχομε. Δέν φερόμαστε στούς ἄλλους, μικρότερους ἤ μεγαλύτερους, μέ σεβασμό, ἀγάπη, τιμή.

Εἶναι δύσκολο τό «εὐχαριστῶ»;

Καί ἐνῶ ἦταν μακρυά, ἄρχισαν νά φωνάζουν: «Ἰησοῦ, Υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς». Τό «ἐλέησον», σημαίνει «λυπήσου μας».

Ὁ Χριστός δέν χρειάστηκε νά τούς πεῖ «τί θέλετε νά κάνω»; Κατάλαβε ἀμέσως καί τούς εἶπε:

«Πηγαίνετε νά σᾶς δοῦν οἱ ἱερεῖς».

Γράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅτι ὅταν ἕνας λεπρός γίνει καλά, ἤ ἄν κάποιος ἔχει τήν ὑποψία ὅτι εἶναι λεπρός, νά πάει νά τόν δεῖ ὁ ἱερέας καί αὐτός νά γνωματεύσει, ἄν ὑπάρχει ἤ ὄχι πρόβλημα.

Οἱ λεπροί, ξεκίνησαν ἀμέσως.

Τί σημαίνει «ξεκίνησαν ἀμέσως»; Εἶχαν πίστη!

Δέν εἶπαν: «Μπᾶ! Τί μᾶς λέει; Περίπατο θά κάνομε. Πρῶτα νά γίνομε καλά καί μετά θά ξεκινήσομε». Μήπως τούς εἶχαν δίπλα τους τούς ἱερεῖς; Ἐκείνη τήν ἐποχή, οἱ ἱερεῖς ἦταν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἔπρεπε νά κάνουν δρόμο.

Ξεκίνησαν οἱ λεπροί καί στή μέση τοῦ δρόμου, διαπίστωσαν ὅτι εἶχαν γίνει καλά. Ὁ ἕνας ἔβλεπε τόν ἄλλο νά ἔχει γίνει καλά. Δέν ἦταν πιά, οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι μέ τήν φρικτή ἀρρώστια. Μά, ὅταν τό εἶδαν, ἄρχισαν οἱ διχογνωμίες:

-Γίναμε καλά! Πᾶμε σπίτια μας!

-Βρέ δέν εἶναι σωστό. Νά γυρίσουμε νά ποῦμε ἕνα «εὐχαριστῶ» σ’ Αὐτόν πού μᾶς γιάτρεψε.

-Ἔλα καϋμένε. Θά κάνομε τώρα τόσο δρόμο γιά τό «εὐχαριστῶ»; Ἔχομε καιρό γιά χάσιμο; Τόν συναντᾶμε ἄλλοτε καί τοῦ τό λέμε…

Τό βρῆκαν λογικό οἱ ἐννέα καί τράβηξαν γιά τά σπίτια τους.

Μά ἕνας ἀπό αὐτούς –Σαμαρείτης ἦταν- δέν τούς μιμήθηκε.

Γύρισε, ἔψαξε, βρῆκε τόν Χριστό καί τοῦ εἶπε:

«Εὐχαριστῶ. Εὐχαριστῶ».

Τόν ρώτησε ὁ Κύριος:

-Καλά, δέν εἴσαστε δέκα; Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶναι; Δέν μποροῦσαν κι’ αὐτοί, νά κάνουν μιά μικρή παρέκκλιση, νά ἔλθουν ἐδῶ, νά μέ βροῦν, νά μοῦ ποῦν «εὐχαριστῶ» καί μετά νά πᾶνε στή δουλειά τους;

Ἔχομε ἕνα κακό ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι…

Ὅταν μᾶς λείπει κάτι, χαλᾶμε τόν κόσμο νά τό βροῦμε.

Ὅταν, τό βροῦμε ὅλα καλά. Καί ποιό εἶναι τό πιό κακό ἀπό ὅλα; Τό πιό κακό ἀπό ὅλα, εἶναι μιά νοοτροπία πού κυβερνᾶ τά συναισθήματά μας, τίς πράξεις μας καί τίς ἐνέργειές μας. Ποιά νοοτροπία;

Ἄς τό ἀναλύσομε λίγο. Λέει ἕνα σλόγκαν τῆς σύγχρονης ἐποχῆς: «πάνω ἀπό ὅλα ἡ ὑγεία». Ὅμως, δέν εἶναι ἔτσι.

Ἐκείνων τῶν δέκα τούς ἔλλειπε ἡ ὑγεία καί ἔψαχναν νά τήν βροῦν. Ὅταν τήν βρῆκαν καί τήν διαπίστωσαν –χειροπιαστή πραγματικότητα- εἶναι φυσικό νά γέμισαν χαρά, χαρά, χαρά. Ἀπέραντη χαρά.

Ὅμως δέν σκέφθηκαν σοβαρά: «ποιός μᾶς τήν ἔδωσε»; «Πιό εἶναι τό πρῶτο μας χρέος»; Ἀγνόησαν τά ἐρωτήματα αὐτά. Πῆραν ἄλλους δρόμους. Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἔδειξαν πνευματική φτώχεια.

Γιατί ὁ πλοῦτος ὁ πνευματικός εἶναι: Ἀγάπη, ἀναγνώριση, τιμή, εὐγνωμοσύνη σ’ ἐκεῖνον πού μᾶς ἔκανε «ἕνα κουκουτσάκι» καλό. Καί ἄν πάνω ἀπό ὅλα εἶναι, ὅπως νομίζουν, ἡ ὑγεία, πῶς θά ἔπρεπε νά φερθοῦν σ’ Αὐτόν πού τούς ἔδωσε τό «πάνω ἀπό ὅλα»;

Ἀφοῦ λοιπόν δέν ἐκδήλωσαν τήν εὐγνωμοσύνη τους, ἀπέδειξαν ὅτι ἦταν ἀπελπιστικά φτωχοί. Ἐσωτερικά βέβαια· πνευματικά.

Ἀπό ποῦ τό συμπεραίνομε;

Νά μᾶς πιάνει ἀγωνία

Ἐπανερχόμαστε στό «πάνω ἀπό ὅλα ἡ ὑγεία».

Ἀλλά ἡ σωστή, ἡ ρεαλιστική τοποθέτηση λέει:

Τό σῶμα ἔχει μιά προθεσμία.

Τό πόδι, τό μάτι, τό χέρι ἔχουν μιά προθεσμία. Ἔρχονται τά γηρατειά, καί τίποτε πιά δέν δουλεύει καλά. Κάποια στιγμή ὅλα τά μέλη μας, θά ἀκυρωθοῦν. Θά παύσουν νά ἔχουν στό σύνολό τους, ἀξία γιά τόν ἄνθρωπο.

Μιά μέρα, θά ρίξει πάνω στό σῶμα ὁ παπᾶς μιά φτυαριά χῶμα καί λίγο λάδι καί θά πεῖ: «γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». «Τελείωσε ἡ ἀποστολή σου».

Ἀλλά γιά τόν ἄνθρωπο δέν τελείωσε ἡ ἀποστολή του. Ἀνοίγει ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἄλλος δρόμος, ἄλλες προοπτικές, ἄλλη ζωή. Αἰώνια ζωή.

Μά ὅταν γι’ αὐτή τήν αἰώνια ζωή, ὁ ἄνθρωπος δέν κάνει τίς πρέπουσες φροντίδες καί μέριμνες;

Ὅταν δέν τήν σκέπτεται ὅσο πρέπει καλά;

Ὅταν τήν βάζει σέ δεύτερη μοῖρα ἀπό τό σῶμα;

Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἔχει μυαλό σωστό;

Δέν ἔχει! Ἤ ἔχει λίγο. Λιγότερο ἀπό ὅτι πρέπει.

Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ»; Λίγο ἦταν αὐτό πού πῆραν;

Γιατί τό εἶπε καί τό ἔγραψαν οἱ εὐαγγελιστές; Γιατί τό διαβάζομε; Γιά νά ἀνοίγουν τά μάτια τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας καί νά καταλαβαίνομε ποῖο εἶναι τό πρῶτο καί ποιό εἶναι τό δεύτερο. Τί πρέπει νά προτιμᾶμε καί τί νά κάνομε.

Καί ὅταν διαπιστώνομε, ὅτι δέν ἔχομε μυαλό, σκέψη καί νοοτροπία ὅπως μᾶς τήν ὑποδεικνύει τό φῶς τοῦ κόσμου ὁ Χριστός, νά μᾶς πιάνει ἀγωνία γιά τόν ἑαυτό μας.

Ὑπακοή. Ὄχι ἐρωτήσεις

Ἦταν κάπου ἕνα λεπροκομεῖο. Τότε πού ἡ λέπρα ἦταν ἀνίατη. Ἀνάμεσα στούς ἀσθενεῖς, ξεχώριζε κάποιος, γιατί ὅλη μέρα σκοτωνόταν νά βοηθᾶ τούς ἄλλους. Εἶχε λίγο γερό σῶμα. Ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ, δούλευε.

Τόν ρώτησαν:

-Μέ ὅλα αὐτά πού κάνεις, κουράζεσαι τόσο πολύ! Εἶσαι καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅτι φαίνεται…

-Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τά κάνω ὅλα. Πιστεύω ὅτι ὅσο ζῶ, πρέπει νά κάνω καί ἐγώ κάτι, γιά τούς ἀνθρώπους πού πονοῦν σάν καί μένα.

-Καλά. Ἀφοῦ πιστεύεις στό Θεό, ὅταν θά σταθεῖς μπροστά Του, δέν τοῦ κάνεις καμιά ἐρώτηση;

-Σάν τί ἐρώτηση νά κάνω ἐγώ τοῦ Θεοῦ;

-Νά τοῦ πεῖς: «Θεέ μου, τό διαπίστωσες, ὅτι εἶχα τόσο καλή διάθεση, νά σκοτώνομαι, νά κάνω τοῦ κόσμου τίς δουλειές καί τίς θυσίες γιά τούς ἄλλους… Γιατί λοιπόν δέν μοῦ ἔδινες ὑγεία, νά ἔκανα ἀκόμη περισσότερα»;

-Δέν πρόκειται νά ρωτήσω τέτοια πράγματα τόν Θεό!

-Γιατί;

-Διότι ἡ σχέση μου καί ἡ θέση μου μέ τόν Θεό, δέν εἶναι νά τοῦ κάνω ἐρωτήσεις, οὔτε νά τοῦ ζητάω τόν λόγο. Ἡ δική μου σχέση καί θέση ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, εἶναι νά τόν ἀκούω καί νά κάνω ἐκεῖνο πού μοῦ λέει. Καί ἄν μέ ρωτᾶ, τότε νά τοῦ ἀπαντῶ. Μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη, μέ πίστη καί μέ ὑπομονή.

Ἐρώτημα: Ὅποιος σκέπτεται κάπως ἔτσι, δέν πιό εἶναι ὑγιής ἀπό ἐκεῖνον πού εἶναι ὑγιέστατος στό σῶμα;

Δέν εἶναι προτιμότερο νά σκεπτόμαστε περισσότερο καί πιό σωστά, γιά τήν αἰώνια ὕπαρξή μας καί γιά τόν Θεό, ἀπό ὅσο σκεπτόμαστε γιά τό πόδι, τό μπράτσο, τό στομάχι μας;

Εἶναι χίλιες φορές προτιμότερο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σωστός στήν ψυχή καί στά μυαλά, παρά σέ μερικά μέλη τοῦ σώματος του.

Τί θέλομε νά ποῦμε;

Νά προσέχομε, ἐμεῖς πού νομίζομε πῶς βλέπομε τά πράγματα πιό καλά. Πολλούς, πού τούς καταδικάζομε καί τούς θεωροῦμε ἄξιους γιά περιφρόνηση, μπορεῖ νά εἶναι πιό καλοί ἀπό μᾶς. Ἔχομε δουλειά νά κάνομε. Νά ἀνοίξομε τά μάτια μας νά βλέπομε πιό καλά καί πιό σωστά, γιά πόσα πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο. Καί πόσο νά τόν εὐχαριστοῦμε.

«Καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων»

Βέβαια ἄνθρωποι εἴμαστε· μᾶς ἀρέσει νά ἔχομε ὑγεία, δύναμη, πλοῦτο. Μακάρι νά δώσει ὁ Θεός νά ἔχομε ὅλοι. Εἶναι πολύτιμα ἀγαθά γιά τήν παρούσα ζωή. Μόνο νά μή ξεχνᾶμε ποτέ, ὅτι ἡ Παναγία, δηλαδή ὁ Θεός μέ τό στόμα τῆς μεγάλης προφήτιδας καί διδασκάλου καί εὐεργέτιδος ὅλου τοῦ κόσμου, τῆς Ἁγίας Μαρίας, τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου λέγει: «καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων καί ὕψωσε ταπεινούς».

Ἅμα δέν πᾶνε καλά στά μυαλά, τούς σαρώνει ὁ Θεός ἐκείνους πού εἶναι καί ὑγιεῖς καί δυνατοί καί πλούσιοι. Στή θέση τους, βάζει ταπεινούς. Οὔτε τόν κόσμο, οὔτε τή ζωή μου θά κυβερνήσω ἐγώ, ἔστω καί ἄν ἔχω ὑγεία, δύναμη, πλοῦτο.

Τόν κόσμο, τόν κυβερνᾶ ὁ Θεός.

Ἡ μεγαλύτερη σοφία εἶναι νά στέκω ἀπέναντι τοῦ Κυρίου, στή θέση πού πρέπει καί σωματικά καί μέ τά μυαλά καί μέ τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μου.

Νά μᾶς βοηθᾶ καί νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός, νά καταλαβαίνομε τά διδάγματα πού μᾶς δίδει μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιό Του, πού εἶναι φῶς γιά τή ζωή μας. Ἀμήν.-

6.

Ἡ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν (Λουκ. ιζ, 12-19)

Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, καὶ ἂν καὶ δὲν θυμόμαστε συνεχῶς τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες, πῶς μποροῦμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε μὲ εὐγνωμοσύνη σ’ ὅ,τι τὸ Εὐαγγέλιο φέρνει στὴ ζωή μας; Ὁ Θεὸς τόσο ἀγάπησε τὸν κόσμο ὥστε πρόσφερε τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος· καὶ ὁ Υἱὸς πρόσφερε ἐλεύθερα τὸν ἑαυτό Του σὲ μᾶς μέσα ἀπὸ τὴν κυρίαρχη ἐλευθερία τῆς Θεότητάς Του· κανεὶς δὲν ἔχει ἀφαιρέσει ἀπὸ Ἐκεῖνον τὴ ζωὴ- αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια Του· πρόσφερε τὴ ζωή Του, ἐλεύθερα, πρόθυμα γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς.

Καὶ σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε ἕνα μικρὸ παράδειγμα τοῦ τρόπου, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς, δεχόμαστε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Δέκα ἄνδρες ἦλθαν στὸν Κύριο, μὲ καλυμμένο τὸ σῶμα τους ἀπὸ τὴ λέπρα, καταδικασμένοι σ’ ἕνα σκληρὸ θάνατο, ἀλλὰ ποὺ εἶχαν ἐπίσης ἀπορριφθεῖ σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό τῆς κοινωνίας ἀπὸ τοὺς δικούς τους ἀνθρώπους ἐξαιτίας τῆς ἀκαθαρσίας αὐτῆς τῆς μολυσματικῆς ἀσθένειας. Ἦλθαν πρὸς Αὐτόν, στάθηκαν σὲ ἀπόσταση, ἐπειδὴ γνώριζαν ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν Ἑβραϊκὸ Νόμο δὲν εἶχαν κανένα δικαίωμα, νὰ ἔλθουν κἄν κοντά Του, νὰ τὸν ἀκουμπήσουν. Καὶ ζήτησαν ἔλεος. Καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς γιὰ νὰ τοὺς φανερώσουν δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης τους γιὰ τὴν ἴαση ποὺ εἶχαν δεχτεῖ· καὶ πίστεψαν τὰ λόγια Του καὶ πῆγαν, καὶ θεραπεύτηκαν πρὶν πραγματοποιήσουν τὸν σκοπό τους. Θὰ περιμέναμε νὰ τρέξουν πίσω, νὰ πέσουν στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὸν ἀγγίξουν σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης- ὄχι… Κανείς τους δὲν ἐπέστρεψε· τοὺς ἦταν ἀρκετὸ ποὺ θεραπεύτηκαν: αὐτὸ ἦταν ποὺ χρειάζονταν ἀπὸ τὸν Θεό. Ὡστόσο, ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ἐπέστρεψε καὶ ἦλθε νὰ εὐχαριστήσει τὸν Κύριο.

Δὲν εἶναι μία εἰκόνα τούτη ἡ παραβολὴ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ τόσο συχνὰ φερόμαστε; Προσευχόμαστε· ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Κύριο κάτι ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει: μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, ἴσως νὰ εἶναι ἁπλὰ κάτι ποὺ τόσο πολὺ χρειαζόμαστε· ἢ ποὺ δὲν χρειαζόμαστε τόσο πολύ, ἀλλὰ ποὺ ἔχουμε τόσο μεγάλη λαχτάρα γι’ αὐτό. Καὶ τότε μᾶς δίνεται αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε· καὶ παίρνουμε τὸ δῶρο, καὶ ὁρμᾶμε στὴ ζωὴ μὲ τὸ δῶρο στὰ χέρια, ὁρμᾶμε στὴ ζωὴ ἐπειδὴ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ ποὺ ἐκπληρώθηκε ἡ προσευχή μας. Πόσο σπάνια ἐπιστρέφουμε, ἀφήνοντας τὸ δῶρο μας γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε ἀργότερα, ἀλλὰ πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιὰ νὰ στραφοῦμε στὸ Θεὸ καὶ νὰ τοῦ ποῦμε: Τί θαῦμα! Ποιὰ εἶναι ἡ ἀγάπη Σου! Πόσο σπουδαία, πόσο σπλαχνικά, πόσο ταπεινὰ- ἀνταποκρίθηκες στὴν προσευχή μου.. Ἀπὸ τοὺς δέκα ἀνθρώπους ὁ ἕνας ἐπέστρεψε στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό: πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἦλθαν ἀμέσως, πρὶν ἐπωφεληθοῦν ἀπὸ τὴ δωρεά, γιὰ νὰ στραφοῦν στὸν Θεὸ μὲ ἕνα χαμόγελο, ὅπως στρέφεται ἕνα παιδὶ καὶ λέει «Εὐχαριστῶ!», ἀκόμα καὶ μ’ ἕνα χαμόγελο, χωρὶς λόγια, πρὶν ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τοῦ δόθηκε. Καὶ χάνουμε τόσα πολλὰ ὅταν δὲν εἴμαστε εὐγνώμονες· ἐπειδὴ ἂν μαθαίναμε νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες στὰ ἐμφανῆ δῶρα τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀνακαλύπταμε σταδιακὰ ὅτι μποροῦμε νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες σὲ πολὺ περισσότερα, γιὰ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἡ Θεία Πρόνοια φέρνει στὸ δρόμο μας: ὄχι μόνο τὰ πράγματα ποὺ μᾶς χαροποιοῦν, ὄχι μόνο τὰ θαύματα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τὶς προκλήσεις τῆς ζωῆς, τὰ πράγματα ποὺ ἀπαιτοῦν ἀπὸ ἐμᾶς κουράγιο, μεγαλεῖο, εὐγένεια, τὰ πράγματα ποὺ φοβόμαστε. Καὶ πόσο συχνὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ξεπεράσουμε τὴν ματαιοδοξία μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ θὰ νοιώθαμε! Ἐπειδὴ ματαιοδοξία σημαίνει νὰ κοιτάζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ σκεφτόμαστε: πόσο ὑπέροχοι εἴμαστε, ξεχνώντας ὅτι αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ὅλα ὅσα ἔχουμε εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.

Ἂν μοναχά, κάθε φορὰ ποὺ ἔχουμε πεῖ, ποὺ ἔχουμε κάνει τὸ σωστό, κάθε φορὰ ποὺ εἴμαστε ἄξιοι τῆς ποιότητας, τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς εὐγένειας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἐπίσης τοῦ ὀνόματος τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ – ἂν κάθε στιγμὴ στρεφόμασταν στὸν Θεὸ καὶ Τοῦ λέγαμε, «Ναί! Πόσο ὑπέροχα εἶναι τὰ λόγια ποὺ εἶπα, πόσο καλὴ εἶναι ἡ πράξη ποὺ ἔκανα –καὶ τὰ πάντα ἦταν ἀπὸ Ἐσένα: Ἐσύ μοῦ ἔδωσες τὴν εὐκαιρία, Κύριε! Ἤμουν σὲ θέση νὰ ἀντιληφθῶ τὴν ἀνάγκη ἐπειδὴ Ἐσὺ ψιθύρισες στὴν καρδιά μου: Κοίταξε!… Θὰ μποροῦσα νὰ καταλάβω γιατί ὁ νοῦς μου θὰ φωτιζόταν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο! Ἡ καρδιά μου ἀνταποκρίθηκε ἐπειδὴ τὴν ἄγγιξες Ἐσύ, καὶ ἡ πέτρινη καρδιὰ ποὺ κουβαλῶ στὸ στῆθος τὶς περισσότερες φορές, ἔγινε μία καρδιὰ ἀπὸ σάρκα γεμάτη συμπόνια καὶ κατανόηση! Καὶ μοῦ ἔδωσες τὰ μέσα γιὰ νὰ συναντῶ τὴν ἀνάγκη, καὶ τὴν χαρὰ νὰ τὴν συναντῶ!…

Ἂν θὰ μπορούσαμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸ κάθε τι, θὰ ἀνακαλύπταμε ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ μία πράξη λατρείας καὶ εὐγνωμοσύνης.

Ἂς μελετήσουμε τὸ θέμα αὐτό, πλησιάζουμε τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ καρδιά μας θὰ πρέπει νὰ φλέγεται ἀπὸ εὐγνωμοσύνη: ὁ Θεὸς μᾶς ἀγάπησε τόσο πολὺ ὥστε νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς· ἂν καὶ ἤμασταν ξένοι, συχνὰ ἐχθρικοὶ ἀπέναντί Του, ἦρθε καὶ ἔδωσε τὴ ζωή Του γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε!…Πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε: ἡ χαρά, ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ πίστη, ἡ εἰλικρίνεια πρὸς τὸν Θεὸ δὲν ἔρχονται ξαφνικά· πρέπει νὰ ἑτοιμαστοῦμε γι’ αὐτό. Ἂς σκεφτοῦμε τί πρόκειται νὰ συμβεῖ· αὐτὸ ποὺ συνέβη σχεδὸν πρὶν 2000 χρόνια ποὺ θὰ θυμόμαστε σὰν ἕνα πραγματικὸ γεγονός· καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦμε, μὲ καρδιὰ καλλιεργημένη, βαθιὰ χαραγμένη ἀπὸ πίστη, ἀπὸ σκέψη, ἔχοντας μελετήσει προσεχτικὰ ὅλη μας τὴ ζωή, ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦμε τὸν Κύριο στὴν καρδιά μας μὲ ἁπλότητα καὶ ἁγνότητα, ὅπως ἕνας βοσκός, ἢ σὰν τοὺς Σοφοὺς Μάγους μέσα ἀπὸ τὴν βαθιὰ κατανόηση ποὺ προσφέρει ἡ σοφία. Ἀμήν!

7.

Κυριακὴ ΙΒ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιζ΄ 12-19)

Διονύσιος Ψαριανός, Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Πολλὲς θεραπεῖες ἀρρώστων ἔκαμε ὁ Κύριος στὰ χρόνια ποὺ κράτησε τὸ δημόσιο ἔργο του ἐδῶ στὴ γῆ. Καὶ ἐκπληρώθηκε τότε ἡ προφητεία ποὺ λέγει πὼς «αὐτὸς πῆρε ἀπάνω του τὶς ἀσθένειές μας καὶ σήκωσε τὶς ἀρρώστιες μας». Καὶ δὲν τὸ λέγει βέβαια ὁ Προφήτης ἐτοῦτο μόνο γιὰ τὶς σωματικές μας ἀρρώστιες, μὰ πιὸ πολὺ καὶ γιὰ τὶς ψυχικές μας ἀσθένειες, γιατί ὁ Κύριος εἶναι τωόντι ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας. Μᾶς λέγει λοιπὸν καὶ σήμερα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸ θαῦμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ποὺ ἔκαμε καλά τοὺς δέκα λεπρούς, ὅθεν ἂς ἀκούσουμε τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα πῶς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς ἱστορεῖ ἐτοῦτο τὸ θαῦμα.

Ἐκεῖνον τὸν καιρό, ἐκεῖ ποὺ ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς σὲ κάποιο χωριό, τὸν συνάντησαν δέκα λεπροὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας τους στάθηκαν μακρυά. Αὐτοὶ λοιπὸν ἔβαλαν τὴ φωνή, λέγοντας. Διδάσκαλε Ἰησοῦ, λυπήσου μας. Κι ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τοὺς εἶπε· πηγαίνετε νὰ δείξετε τοὺς ἑαυτούς σας στοὺς ἱερεῖς. Κι ἔγινε κεῖ ποὺ αὐτοὶ ἐπήγαιναν, καθαρίσθηκαν. Κι ἕνας ἀπ\’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ποὺ γιατρεύθηκε, γύρισε δοξάζοντας μὲ φωνὴ μεγάλη τὸ Θεό, κι ἔπεσε μπρούμυτα στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ εὐχαριστώντας τον· κι αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· μὴ καὶ oι δέκα δὲν καθαρίσθηκαν; Μὰ οἱ ἐννέα ποῦ εἶναι; Δὲν βρέθηκαν νὰ γυρίσουν γιὰ νὰ δώσουν δόξα στὸ Θεὸ παρὰ μόνο ἐτοῦτος ὁ ἀλλογενής; Καὶ τοῦ εἶπε· σήκω καὶ πήγαινε· ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε.

Στὰ τελευταῖα παραπάνω λόγια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, φαίνεται σὰν καὶ νὰ παραπονῆται ὁ Ἰησοῦς, μὰ στ\’ ἀλήθεια ἐλέγχει ὁ Θεὸς τὴν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων. Γιατί oἱ ἐννέα λεπροὶ ἔδειξαν τωόντι μεγάλη ἀχαριστία στὸν εὐεργέτη τους Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ πρέπει βέβαια νὰ εἶχαν κάποια πίστη, μὰ δὲν εἶχαν στὴν ψυχὴ τους αἴσθημα εὐγνωμοσύνης. Εἶχαν πίστη, μὰ δὲν εἶχαν ἀγάπη, γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη στὸ βάθος δὲν εἶναι παρὰ ἀγάπη. Καὶ τὸ λέγει καθαρὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος πὼς τίποτα δὲν εἴμαστε, ὅταν δὲν ἔχουμε ἀγάπη κι ἂς ἔχουμε τόση πίστη, ποὺ νὰ μετακινάη καὶ τὰ βουνά.

Καὶ πῶς τὸ ξέρουμε, θὰ πῆς, πὼς οἱ ἐννέα λεπροὶ εἶχαν πίστη; Πρῶτα τοὺς βλέπουμε νὰ φωνάζουν καὶ νὰ παρακαλοῦν γιὰ νὰ τοὺς λυπηθῆ ὁ Χριστός. Αὐτὸ φανερώνει πὼς εἶχαν κάποια πίστη καὶ γι\’ αὐτὸ παρακαλοῦσαν. Ἡ ἀρρώστια κι ὁ πόνος μαλακώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν πλησιάζουνε στὸ Θεό, ἂν καὶ οἱ δέκα λεπροὶ δὲν ἤξεραν πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν Θεός, μὰ τὸν ἔβλεπαν μόνο σὰν ἕναν ἄνθρωπο μὲ θεϊκὴ δύναμη. Ἔπειτα οἱ ἐννέα λεπροί, ὅταν πῆραν τὴν ἐντολὴ νὰ πᾶνε στοὺς Ἱερεῖς, ξεκίνησαν χωρὶς δισταγμὸ καὶ μ\’ ἐμπιστοσύνη στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐκεῖ ποὺ πήγαιναν εἶδαν πὼς καθαρίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τους. Δὲν θὰ γινότανε λοιπὸν τὸ θαῦμα, ἂν ἦταν καὶ δὲν εἶχαν πίστη. Μὰ εἴπαμε πὼς οἱ ἐννέα λεπροὶ εἶχαν κάποια πίστη, μὰ δὲν ἔδειξαν εὐγνωμοσύνη, ποὺ θὰ πῆ πὼς δὲν εἶχαν ἀγάπη.

Τέτοια λειψὴ πίστη, χριστιανοί μου, ἔχουνε πολλοί. Ὅταν εἶναι στὴν ἀνάγκη, τρέχουνε στὸ Θεὸ καὶ κλαῖνε μὲ θερμὰ δάκρυα καὶ ζητοῦνε τὸ θεῖο ἔλεος. Ὅταν περάση ἡ ἀνάγκη κι ὅταν λάβουνε τὴν εὐεργεσία, τότε ξεχνοῦνε τὸν εὐεργέτη. Κι ὄχι μόνο τὸν ξεχνοῦνε, μὰ καὶ τὸν βλασφημοῦνε καὶ τὸν βρίζουνε. Κι ἀφοῦ τέτοια κάνουν οἱ ἀχάριστοι στὸ Θεό, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα κάνουν καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ λένε πὼς ἔχουν πίστη καὶ δείχνουν πὼς εἶναι καλοὶ χριστιανοί, μὰ σὰν δὲν ἔχουν καλωσύνη κι ἀγάπη καὶ δὲν αἰσθάνονται εὐγνωμοσύνη σὲ κείνους ποὺ τοὺς κάνουνε καλό, δὲν εἶναι τίποτα. Ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν τέτοια λειψὴ πίστη, ποὺ δὲν ξέρει τὴν ἀγάπη καὶ ξεχνάει τὴν εὐγνωμοσύνη, εἶπε πικρὰ λόγια, ὅπως τ\’ ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο.

Μὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅπως καταδίκασε τὴν ἀχαριστία στὸ πρόσωπο τῶν ἐννέα λεπρῶν, ἔτσι κι ἐδικαίωσε τὴν εὐγνωμοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ ἑνός. Γιατί μέσα στοὺς ἐννέα ἀχάριστους βρέθηκε ἕνας εὐγνώμονας. Νὰ παραδεχθοῦμε τάχα πὼς ἐτούτη εἶναι ἡ ἀναλογία; Πὼς ἕνας στοὺς δέκα βρίσκεται νὰ \’χη εὐγνωμοσύνη κι ἐννέα εἶν\’ ἀχάριστοι; Ἂς μὴν τὸ ποῦμε αὐτό, μόνο ἂς παραδεχθοῦμε γενικὰ πὼς ἡ ἀρετὴ στὸν κόσμο εἶναι πάντα λιγοστή. Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς πολλοὶ εἶναι οἱ κλητοί, μὰ λίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ποὺ πάει νὰ πῆ πὼς κι οἱ ἀχάριστοι πλεονάζουνε μεταξύ μας, πὼς εἶναι πάντα λιγοστοὶ ὅσοι ἔχουνε μέσα τους αἴσθημα εὐγνωμοσύνης. Καὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, χριστιανοί μου, πὼς ὅπου δὲν ὑπάρχει εὐγνωμοσύνη δὲν θὰ βροῦμε κι ἄλλη καμιὰ ἀπὸ τὶς ἀρετές. Ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι πρωταρχικὴ ἀρετή, εἶναι ἡ ἀρετὴ ποὺ γεννάει μία μία τὶς ἄλλες ἀρετές· ἂν πῆς ὅμως γιὰ τὴν ἀχαριστία, αὐτὴ ὅπου ὑπάρχει παίρνει μαζί της κι ὅλες τὶς ἄλλες κακίες. Νὰ μὴ φοβᾶσαι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξέρει νὰ εὐγνωμονῆ, ἂς εἶναι ξένος, ἂς εἶναι ἀλλόφυλος, ἂς εἶναι κι ἐχθρός. Ἀλλόφυλος ἦταν ὁ Σαμαρείτης κι ὅμως αὐτὸς ἐσώθηκε μέσα στοὺς δέκα λεπροὺς κι ἂς ἦταν οἱ ἄλλοι ἐννέα Ἰουδαῖοι. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε σ\’ ἐτοῦτο τὸν εὐγνώμονα Σαμαρείτη· «πήγαινε καὶ ἡ πίστις σου σ\’ ἔκαμε καλά». Μὰ τοῦ εἶπε· «Πήγαινε καὶ ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε». Αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸν εὐγνώμονα Σαμαρείτη κι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς εἶναι πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴ θεραπεία τῆς σωματικῆς του ἀρρώστιας· εἶναι σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Οἱ ἐννέα μόνο ποὺ θεραπεύθηκαν, ὁ ἕνας ἐσώθηκε. Κι ὁ Χριστὸς εἶπε πὼς τὸν ἔσωσε ἡ πίστη του, ποὺ δὲν ἦταν πίστη λειψή, μὰ πίστη σωστὴ κι ἀληθινή, συνταιριασμένη μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη. Ὁ ἕνας ἐτοῦτος δὲν ἤξερε μόνο νὰ παρακαλῆ μὲ πίστη, μὰ ἤξερε καὶ νὰ πιστεύη μ\’ εὐγνωμοσύνη. Οἱ ἐννέα βρῆκαν τὸ Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν, μὰ δὲν βρέθηκαν ὕστερα γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν. Οἱ ἐννέα δὲν βρέθηκαν, ὁ ἕνας ἦταν παρών, γιατί ὅπως τὸ εἴπαμε κι ἄλλη φορά, ἡ ἀγάπη εἶναι παρουσία. Ὅποιος ἀγαπᾶ, ὅποιος εὐγνωμονεῖ δὲν χάνεται, μὰ εἶναι πάντα παρών· ἡ πίστη του τὸν ὁδηγάει νὰ βρίσκη τὸ Θεὸ κι ἡ εὐγνωμοσύνη του τὸν φέρνει νὰ βρίσκεται πάντα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Σὲ μιά του ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «Εὐχαριστεῖτε πάντοτε ὑπὲρ πάντων», ποὺ θὰ πῆ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ καὶ πατέρα μας γιὰ ὅλα ποὺ μᾶς δίνει· γιατί ὅλα συνεργοῦνε στὴ σωτηρία μας, φτάνει μόνο ἐμεῖς νὰ ξέρουμε νὰ τὰ δεχθοῦμε. Ἂς ἔχουμε τὸ λοιπὸν εὐγνωμοσύνη στὸ Θεὸ κι ἂς εἴμαστε καὶ μεταξὺ μας εὐγνώμονες κι ἂς εἶναι πάντα στὰ χείλη μας ἡ δοξολογία τῶν Ἁγίων· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἀμήν.

8.

Τὸ εὐχαριστῶ τῆς εὐγνωμοσύνης.

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης, Καθηγητής Πανεπιστημίου.

«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καθὼς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς σ\’ ἕνα χωριό, τὸν συνάντησαν δέκα λεπροί. Στάθηκαν λοιπὸν ἀπὸ μακριὰ καὶ τοῦ φώναζαν δυνατά: «Ἰησοῦ, Δάσκαλε, ἐλέησέ μας!» Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε νὰ σᾶς ἐξετάσουν οἱ ἱερεῖς». Καὶ καθὼς πήγαιναν, καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα. Ἕνας ἀπ\’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας μὲ δυνατὴ φωνὴ τὸν Θεό, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτὸς ἦταν μάλιστα Σαμαρείτης. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Δὲν θεραπεύτηκαν καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιὰ ποῦ εἶναι; Κανένας τους δὲν βρέθηκε νὰ γυρίσει νὰ δοξάσει τὸν Θεὸ παρὰ μόνο τοῦτος ἐδῶ ὁ ἀλλοεθνής;» Καὶ σ\’ αὐτὸν εἶπε: «Σήκω καὶ πήγαινε στὸ καλό Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε» (Λουκ. 17, 12-19).

Εἶναι τρομερὸ νὰ φανταστοῦμε γιὰ μία στιγμὴ τὸν ἑαυτὸ μας ἀπομακρυσμένο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, χωρὶς καμιὰ δυνατότητα ἐπαφῆς καὶ συναντήσεως, μὲ ἄρρωστο καὶ συνεχῶς φθειρόμενο κορμὶ ἀπὸ κάποια μεταδοτικὴ ἀρρώστια καὶ ἐπὶ πλέον συνοδευμένο μὲ τὴ μόνιμη καταφρόνια ὅτι ἡ ἀρρώστια ποὺ ἔχουμε ἀποτελεῖ τιμωρία γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή μας. Καὶ ξαφνικὰ κάποιος μᾶς πλησιάζει ἀψηφώντας τοὺς κινδύνους, καταπατώντας τὶς ἐπικρατοῦσες κοινωνικὲς προκαταλήψεις, δείχνοντας ἄφοβα καὶ ἀπεριόριστα τὴν ἀγάπή του. Δὲν θὰ αἰσθανθοῦμε ἄπειρη εὐγνωμοσύνη γι’ αὐτόν;

Μιὰ τέτοια περίπτωση δέκα τραγικῶν ἀσθενῶν μᾶς παρουσιάζει ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ (τὴν Κυριακὴ ΙΒ΄ Λουκᾶ), τοὺς ὁποίους ἄγγισε ἡ σωστικὴ χάρη καὶ ἡ θεραπευτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ σαρκώνει μέσα στὸν κόσμο καὶ ἀποκαλύπτει μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατό του ὁ Χριστὸς δὲν περιορίζεται στοὺς ὀλίγους, στοὺς ἐκλεκτούς, στοὺς δικούς του. Ἐκτείνεται σὲ ὅλους, ἀκόμη —ἢ μᾶλλον ἰδιαίτερα— σὲ αὐτοὺς ποὺ οἱ «σοβαροὶ» καὶ «εὐσεβεῖς» ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς του θεωροῦν μολυσμένους καὶ ἁμαρτωλούς. Δὲν γνωρίζει ὅρια κοινωνικά, πολιτικὰ ἢ θρησκευτικά. Ἐκδηλώνεται κατὰ τὴ διήγησή μας σὲ δέκα ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ἕνωσε ὁ πόνος τῆς μολυσματικῆς ἀρρώστιας. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς συναντᾶ καὶ διαλέγεται μαζί τους, ξεπερνώντας τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο ποὺ ἀπαγορεύει τὴ συνάντηση μὲ λεπρό. Ὁ ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ἀλλοεθνής, ἦταν Σαμαρείτης.

Καὶ ὅμως, αὐτοῦ τοῦ τελευταίου ἡ στάση εἶναι ποὺ κάνει ἐντύπωση καὶ ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστή. Οἱ ἐννέα θεραπευμένοι, πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς ὑγείας καὶ τῆς συναντήσεως μὲ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, βλέποντας δυνατὸ καὶ καθαρὸ τὸ σῶμα τους, ξέχασαν νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸν εὐεργέτη Χριστὸ —τυπικὸ παράδειγμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸν Θεὸ στὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο ἀλλὰ τὸν παραθεωροῦν στὴ χαρά, ποὺ νομίζουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ τελευταῖο καταφύγιο στὴν ἀσθένεια, ὅταν ἐξαντληθοῦν ὅλες οἱ ἄλλες ἀνθρώπινες δυνάμεις καὶ ὄχι ὁ πρῶτος φίλος στὴν ὑγεία καὶ στὴ χαρά. Ἀσφαλῶς οἱ ἐναγώνιες κραυγὲς βοήθειας ποὺ ἀπευθύνονται στὸν Θεὸ καθημερινὰ εἶναι περισσότερες ἀπὸ τὶς προσευχὲς εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης!

Πολλὰ πράγματα τὰ θεωροῦμε αὐτονόητα μέσα στὴ ζωή, χωρὶς νὰ αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουμε κανένα γιὰ τὶς καθημερινὲς δωρεές. Ἡ αὐτοτέλεια καὶ ἡ αὐτοπεποίθηση δὲν ἀφήνουν περιθώρια εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν εὐεργέτη Θεό. Τὰ χείλη μας δύσκολα κινοῦνται γιὰ νὰ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ, ἐνῶ πολὺ εὔκολα, σχεδὸν αὐθόρμητα, ἀπευθύνουν κραυγὲς καὶ ἐπικλήσεις βοήθειας στὸν καιρὸ τῆς ἀνάγκης. Καὶ ἐδῶ συμβαίνει τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικό: Ὅταν περάσει ἡ ἀνάγκη, ὄχι μόνο ξεχνοῦμε τὴ στιγμὴ τῆς ἀδυναμίας ἢ ντρεπόμαστε γι’ αὐτή, ἀλλὰ προσπαθοῦμε μὲ ἐκδηλώσεις λεονταρισμοῦ ἢ αὐτοπεποιθήσεως νὰ ἰσοσταθμίσουμε τὴν ἐπιδειχθεῖσα ἀδυναμία.

Ἡ στάση αὐτὴ εἶναι καθαρὰ ἀνθρώπινη καὶ δείχνει τὴν παγίδευσή μας μέσα στὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα τοῦ ἐγωιστικὰ σκεπτόμενου ἑαυτοῦ μας. Κι ὅμως, ἡ λυτρωτικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς περιβάλλει καθημερινά. Ὃ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν σημαίνει μόνο τὸ ἀποκορύφωμα μιᾶς σειρᾶς σωστικῶν ἐνεργειῶν ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ τὰ πλάσματά του, ἀλλ’ εἶναι ἡ ἀρχὴ ἀτέλειωτων δωρεῶν ποὺ πλημμυρίζουν τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ σπουδαιότερη δὲ ἀπὸ αὐτὲς συνίσταται στὴν κατανίκηση τοῦ φόβου τοϋ θανάτου καὶ στὴν ἄνθηση τῆς ἐλπίδας τῆς ἀναστάσεως.

Ὅταν ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου ἀπειλεῖ νὰ μεταβάλει τὰ πάντα σ’ ἕνα νεκροταφεῖο γύρω μας, δὲν ἀποτελεῖ βασικὸ λόγο εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ἀνατολὴ τῆς ἐλπίδας γιὰ μία καινούργια ζωή, χωρὶς πόνο, χωρὶς θλίψη, χωρὶς τρόμο θανάτου; Τὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτό μας, ἡ φαρισαϊκὴ αὐτάρκεια, ἡ φαινομενικὰ δυναμικὴ αὐτοπεποίθηση, φέρουν τὴ σφραγίδα τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου. Τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μας στὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἀπάντησή μας στὶς ἀπειρες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, στὸ δῶρο τῆς ζωῆς ποὺ γενναιόδωρά μᾶς προσφέρει, εἶναι τὸ μεγάλο «εὐχαριστῶ». Ἕνα «εὐχαριστῶ» εὐγνωμοσύνης ποὺ θὰ συνοδεύεται ἀσφαλῶς ἀπὸ συμπεριφορὰ ἀντάξια τῆς θείας δωρεᾶς. Στὴ διήγηση ποὺ σχολιάζουμε τὸ εὐχαριστῶ πρὸς τὸν Ἰησοῦ προῆλθε ἀπὸ ἕνα ἀλλοεθνῆ, ἕνα Σαμαρείτη, ποὺ περιφρονοῦσε ὁ καθαρὸς Ἰουδαῖος. Ὁ πόνος τῆς ἀρρώστιας ἕνωσε τοὺς δέκα λεπρούς, ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ ἑνός, τοῦ Σαμαρείτη προκαλεῖ τὸν ἔπαινο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς πίστης του στὸ τέλος τῆς διηγήσεως.