Καραβιδόπουλος Ἰωάννης, Καθηγητής Πανεπιστημίου.

Τὸ νόημα τῆς διάνοιξης τῶν οὐρανῶν, τῆς περιστερᾶς καὶ τῆς φωνῆς ἐξ οὐρανοῦ κατὰ τὴ Βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ.

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων Θεοφανείων εἶναι ἡ ἀκόλουθη ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο:

«Τότε ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Γαλιλαία στὸν Ἰορδάνη, πρὸς τὸν Ἰωάννη γιὰ νὰ βαφτιστεῖ ἀπ\’ αὐτόν. Ὁ Ἰωάννης ὅμως τὸν ἐμπόδιζε λέγοντάς του: «Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαφτιστῶ ἀπὸ σένα κι ἔρχεσαι ἐσὺ σ\’ ἐμένα;» Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἂς τ\’ ἀφήσουμε τώρα αὐτά, γιατί πρέπει νὰ ἐκπληρώσουμε κι οἱ δύο μας ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ». Τότε ὁ Ἰωάννης τὸν ἄφησε νὰ βαφτιστεῖ. Βαφτίστηκε, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς κι ἀμέσως βγῆκε ἀπὸ τὸ νερό. Κι ἀμέσως ἄνοιξαν γι\’ αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σὰν περιστέρι νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ ἔρχεται πάνω του. Ἀκούστηκε τότε μία φωνὴ ἀπὸ τὰ οὐράνια ποὺ ἔλεγε: «Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου Υἱός, αὐτὸς εἶναι ὁ ἐκλεκτός μου»» (Ματθ.3,13-17).

Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς Βάπτισης τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως τὴν ἀφηγοῦνται οἱ ἱεροὶ εὐαγγελιστές, εἶναι ἡ διάνοιξη τῶν οὐρανῶν: Μὴ ἔχοντας ἁμαρτίες νὰ ὁμολογήσει, ὅπως οἱ ἄλλοι βαπτιζόμενοι, ὁ Ἰησοῦς βγῆκε ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ, «κι ἀμέσως ἄνοιξαν γι\’ αὐτὸν οἱ οὐρανοί». Ἡ διάνοιξη τῶν οὐρανῶν, γνωστὸ θέμα τῆς ἀποκαλυπτικῆς φιλολογίας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, δηλώνει μὲ παραστατικὸ τρόπο τὴν ἐπικοινωνία ἐπίγειου καὶ οὐράνιου κόσμου, κατὰ τὴν ὁποία «τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ» (Ἀπὸ τὸ ποίημα Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ποὺ ἀναγινώσκεται στὸν Μ. Ἁγιασμὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων). Δεδομένου ὅτι οἱ οὐρανοὶ παραμένουν κλειστοὶ καὶ μόνο σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἀνοίγουν, ἡ διάνοιξή τους στὴν Βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ ἐκφράζει, μὲ τὶς παραστάσεις βέβαια τοῦ κοσμοειδώλου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὴν πραγματικὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἴδια ἔννοια ἔχει καὶ τὸ σχίσιμο τοῦ καταπετάσματος στὸ Ναὸ τοῦ Σολομώντα κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐκπνοῆς τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ (βλ.Μαρκ.15,38. Ματθ.27,51. Λουκ. 23,45). Τὸ καταπέτασμα ποὺ χωρίζει τὸν Ναὸ ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων δὲν χρειάζεται πλέον, διότι ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἔκανε προσιτὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο.

Κατὰ τὴ διήγηση τῆς Βάπτισης τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας βρίσκονται ἐπὶ σκηνῆς: Ὁ Πατέρας ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Υἱόν, ὁ ὁποῖος βαπτίζεται ἀρχίζοντας ἔτσι τὸ μεσσιανικὸ ἔργο του, καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατέρχεται ἐπάνω του. Ἡ ὁρατὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία κατέρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δηλώνεται μὲ τὸ «ὡσεὶ περιστερά». Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ὡσεὶ περιστερὰ» ἔχει κατὰ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα βαθύτατο συμβολισμό, στηριγμένο σὲ ἀντίστοιχο παράλληλο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Νῶε ἡ περιστερὰ ποὺ ἔφερε κλαδὶ ἐλιᾶς ὑπῆρξε ἄγγελος καλῆς εἴδησης, γιατί δήλωσε τὸ τέλος τοῦ κατακλυσμοῦ (Γεν. 8, 8-12), ἔτσι καὶ τώρα ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος μὲ τὴ μορφὴ περιστερᾶς δηλώνει τὸ τέλος τοῦ κατακλυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἔναρξη νέας ἐποχῆς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεσσία.

Ἐκφράζεται συνεπῶς μὲ τὴν περιστερὰ ἕνα μήνυμα ἐλπίδας γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, τὸ μήνυμα ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὴ δουλεία στὶς δυνάμεις τῆς φθορᾶς καὶ τῆς καταστροφῆς.

Ἡ σύντομη διήγηση τῆς Βάπτισης τελειώνει καὶ συγχρόνως ἀποκορυφώνεται στὴ φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ τοῦ Θεοῦ Πατέρα: «Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα». Ἡ ἐπιγραμματικὴ αὐτὴ προσφώνηση τοῦ Θεοῦ Πατέρα πρὸς τὸν Ἰησοῦ μᾶς φέρει στὸ νοῦ μας δύο κυρίως χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸ Ψαλμ. 2,7 («Υἱός μου εἶ σὺ») καὶ τὸ Ἡσ 42,1 («Ἰσραὴλ ὁ ἐκλεκτός μου, προσεδέξατο αὐτὸν ἡ ψυχή μου· ἔδωκα τὸ πνεῦμα μου ἐπ’ αὐτόν…»). Τὸ δεύτερο τμῆμα τῆς πατρικῆς προσφώνησης μᾶς θυμίζει τὰ ἄσματα τοῦ Πάσχοντος Δούλου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα. Μὲ τὴ φωνὴ ἀπὸ τὰ οὐράνια σημειώνεται μία σημαντικὴ στιγμὴ στὴν ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ καὶ στὴν ἀποκάλυψη τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἀποστολῆς του στὸν κόσμο: Ἀναγνωρίζεται δημόσια ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μία ἰδιότητα ποὺ ὑπογραμμίζεται σὲ ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη.

Ὅπως ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ μὲ τὰ λόγια τοῦ Ψαλμοῦ 2,7 ἐνθρονίζεται καὶ ἀρχίζει τὸ ἔργο του, ἔτσι καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀρχίζει τὴ δημόσια δράση του μὲ τὴν ἀναγνώρισή του ὡς Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, δηλ. μὲ τὴν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς μεσσιανικῆς του ἰδιότητας, γιατί τελικὰ τὸ «Σὺ εἶ ὁ υἱός μου» ἰσοδυναμεῖ μὲ τό: Σὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας. Ὅτι ὅμως δὲν εἶναι ὁ πολιτικὸς ἐπίγειος Μεσσίας τῶν Ἰουδαϊκῶν προσδοκιῶν τῆς ἐποχῆς διαφαίνεται στὸ δεύτερο μέρος τῆς πατρικῆς φωνῆς: Ὁ Μεσσίας ἀναλαμβάνει τὸ δύσκολο ἔργο τοῦ Πάσχοντος Δούλου τοῦ Θεοῦ (Ἡσ 42,1.52,13-53,12), γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπανειλημμένως γίνεται λόγος στὴν Κ.Δ. καὶ τὸ ὁποῖο ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ Πάθος, ποὺ κατέχει κεντρικὴ θέση σὲ ὅλα τὰ Εὐαγγέλια. Ὁ θρόνος ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ καθίσει ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς θὰ εἶναι ὁ σταυρός, γιὰ τὸν ὁποῖο προετοιμάζεται ὁ ἀναγνώστης ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα κεφάλαια τῶν εὐαγγελίων.